Είναι καλοκαίρι του 1942. Γερμανική κατοχή στην Ελλάδα.
Στο κατώι (1) δίπλα στο τρίχρονο εγγονάκι της η γιαγιά η Μαριγώ καταγίνεται με την αφόδευση του μικρού της εγγονού. Κάθε πρωί τα ίδια βάσανα για τον μικρό Μανόλη.
– Δε βγαίνουνε γιαγιά μου, δε βγαίνουνε φώναζε ο μικρός Μανόλης και έκλαιγε γοερά.
Η γιαγιά τον παρηγορεί και βάζει ένα μικρό κομματάκι σαπούνι. Τον παίρνει στην ποδιά της και ζουλά την άδεια κοιλίτσα του.
Ας όψονται οι εχθροί μας, μονολογεί, τι φταίνε τα μικρά παιδιά και υποφέρουν; Πώς να κατουρήσει με τα χαρούπια που τρώει αντί σοκολάτες που τρώνε τα συνομήλικά του, στις ελεύθερες πατρίδες τους;
Ευτυχώς αρμέγουν τις δυο αγελάδες και τα εγγονάκια της πίνουν λίγο γάλα, λίγο τυράκι, κανένα αυγό από τις κοτούλες, έχουν και λίγο λαδάκι και λαδώνουν τ’ αγριόχορτα. Αυτό που τους λείπει περισσότερο απ’ όλα είναι το ψωμί. Οι άνδρες πολεμούν, ποιος θα σπείρει τη γη και με τι σπόρο; Όλα τ’ αποθέματα έχουν εξαντληθεί, ούτε όσπρια, ούτε σιτηρά, ούτε κρέας.
Τις στενόχωρες σκέψεις της και τον καημό για τα πέντε μικρά εγγονάκια της διέκοψε η παρουσία τεσσάρων Γερμανών στην πόρτα του κατωγιού. Τρόμαξε! Αγκάλιασε το εγγονάκι της που άρχισε να τσιρίζει από τον φόβο του. Κάτι της έλεγαν στη γλώσσα τους αλλά δεν καταλάβαινε. Τους είδε να προχωρούν προς την ματζιαδούρα(2) που ήταν δεμένες οι δυο αγελάδες οι γαλατοφόρες, η ζωή των παιδιών της. Τις έλυσαν και κρατώντας τις από το σχοινί απομακρύνθηκαν.
Η Μαριγώ μόλις κατάλαβε ότι έχανε το βιος της, έφραξε το στόμα της με τις δυο γροθιές και βγάζοντας σπαρακτικούς θρήνους ακολουθούσε πίσω από τα ζώα κρατώντας στην αγκαλιά της τον μικρό Μανόλη που έκλαιγε και φώναζε: «Γιαγιά μου, γιαγιά μου τι έχεις, γιατί κλαίεις;». Καταλάβαινε ότι κάτι κακό γίνεται που της φέρνει μεγάλο πόνο.
Έτρεξε να τους παρακαλέσει, να τους φιλήσει τα χέρια και τα πόδια τους, να τη λυπηθούν, να γυρίσουν πίσω τουλάχιστον τη μία αγελάδα. Όταν έφθασε στην πλατεία του χωριού αντίκρισε ένα φοβερό θέαμα. Όλες οι αγελάδες και τα πρόβατα του χωριού δεμένα από τα πόδια με σχοινιά σπρώχνονταν με απίστευτη βία από τους Γερμανούς στρατιώτες σε μεγάλα φορτηγά.
Επίταξη, επίταξη, ήταν η λέξη που περνούσα από στόμα σε στόμα με οργή. Περίλυποι οι χωριανοί φοβισμένοι έβλεπαν τ’ αγαπημένα τους ζώα να στοιβάζονται σαν άψυχα σακιά στα μεγάλα φορτηγά. Με τις σπαραχτικές φωνές των ζώων ανακατεύονταν οι σιωπηλές κατάρες για τους «χαραμοφάηδες» εχθρούς, που αφαιρούσαν την πιο σπουδαία τροφή, το γάλα, από τα μικρά παιδιά και τα καταδίκαζαν σε θάνατο…
Η Μαριγώ έτρεξε στο φορτηγό. Ήθελε ν’ αποχαιρετήσει την μικρή αγελάδα την «Κοκκίνη» που την ανάθρεψε μόνη της, όταν στη γέννα έχασε τη μάνα της. Άρμεγε τότε τη μεγάλη αγελάδα, έβαζε στο μπιμπερό το γάλα και τάιζε το «κοκκινότριχο» μικρό ορφανό μοσχαράκι.
Δεν το ξεχώριζε από τα εγγονάκια της στη διανομή του γάλακτος, ξετίλεβε λίγο από το δικό τους μερίδιο και με τις φροντίδες της μεγάλωσε και έγινε αυτή, η όμορφη αιχμάλωτη αγελάδα που βογκούσε μαζί με όλα τ’ άλλα ζώα στο γερμανικό αυτοκίνητο. Ήθελε να ενώσει το βλέμμα της με το δικό της να της δώσει κουράγιο. Είχε μάθει τόσα χρόνια να επικοινωνεί μαζί της. Άδικος κόπος δεν ξεχώριζε της «Κοκκίνη» ανάμεσα στ’ άλλα ζώα. Το φορτηγό του θρήνου αναχωρούσε, εκείνη σήκωσε το χέρι της κι αποχαιρέτησε όλα τα αιχμάλωτα ζώα του χωριού, όλα ήταν δικά της, χωριανάκια της, όλα τα ήξερε και τα πονούσε…
Απελπισία μεγάλη είχε η γιαγιά Μαριγώ, ο γιος της ήταν στρατιώτης, η νύφη της τριγύριζε στην εξοχή να βρει χόρτα, χοχλιούς, ρίζες, βολβούς να μαγειρέψει στα παιδιά της, ευτυχώς είχαν στο πιθάρι λίγο λάδι, είχαν και το γάλα και κουτσοπερνούσαν.
Τώρα χωρίς γάλα πώς θα ζήσουν; Κάθε πρωί το πιο μικρό εγγονάκι έλεγε στη γιαγιά του κλαίγοντας:
– Θέλω γιαγιά μου γάλα.
– Δεν έχομε παιδί μου, απαντούσε εκείνη.
– Φέρε μου γιαγιά λαδόψωμο.
– Δεν έχομε παιδάκι μου ψωμί.
– Ε! τότε φέρε μου ένα κράσο.
Βέβαια κρασί υπήρχε στο βαρέλι, όταν είχαν ψωμί γέμιζε η γιαγιά ένα κρασοπότηρο με κρασόνερο και βουτούσαν τα παιδιά το ψωμάκι τους.
Όταν ήρθε η μάνα από την εξοχή και άκουσε το μαντάτο της επίταξης κατάλαβε ότι τα παιδιά της κινδύνευαν να πεθάνουν από την πείνα. Καβαλίκεψε το γαϊδουράκι της, ήταν το μόνο ζώο του σπιτιού, γαϊδούρια δεν έκαναν επίταξη, δεν τα καταδέχονταν οι Γερμανοί, και ξεκίνησε για το Σχοινοχώρι. Εκεί έμενε η κυρία Μαρία η Δασκάλα που ήταν σπουδασμένη στη Γερμανία και επειδή ήξερε τη γλώσσα τη Γερμανική την είχαν διερμηνέα οι εχθροί. Έπεσε γονατιστή στα πόδια της και κλαίγοντας την παρακαλούσε: «Θα πεθάνουν τα παιδάκια μου, δεν έχουν ούτε ψωμί, ούτε γάλα, αν μπορούσες να τους πεις την δύσκολη κατάστασή μας και να τους παρακαλέσεις εκ μέρους μας, να μας γυρίσουν μία αγελάδα τουλάχιστον από τις δύο που μας πήρανε».
Η δασκάλα απόρησε με την αφέλεια της γυναίκας. Αυτά δεν γίνονται φτωχή μου, δε γυρίζουν οι εχθροί τα ζώα που πήραν, αυτά περιορίζονται για να θρέψουν το στρατό τους, θα πας στο σπίτι σου και εγώ θα δω τι μπορώ να κάνω για να μη πεθάνουν τα παιδιά σου.
Σε λίγες μέρες την κάλεσε η κυρία Μαρία η δασκάλα και της είπε: «Ο μόνος τρόπος να σώσεις τα παιδιά σου είναι να έρχεσαι εδώ, να γίνεις μαγείρισσα των Γερμανών, βέβαια είναι μακριά από το χωριό σου και είναι κουραστικό αλλά δεν υπάρχει άλλος τρόπος να επιζήσετε. Μόλις το άκουσε έσκυψε και την προσκύνησε η δύστυχη μάνα. Με τ’ αποφάγια των στρατιωτικών θα μπορούσαν να ζήσουν τα πέντε μικρά παιδιά της.
Την πήρε η διερμηνέας, την πήγε στο Διοικητήριο και την παρουσίασε στον αρμόδιο Γερμανό. Ήταν νέα κι όμορφη η Βαγγελιά, τα φτωχικά ρούχα της ήταν πεντακάθαρα. Ξανθιά, ψιλή με κάτασπρο φιλτισένιο δέρμα. Τα γαλάζια μάτια της κοίταξαν ικετευτικά τον διοικητή και από το στόμα της ακούστηκε ένας ψίθυρος «πίκουλα, πίκουλα» σήκωσε το χέρι και του μέτρησε πέντε δάχτυλα.
Για τα «πίκουλα» αδιαφόρησε… η καθαριότητα στα ρούχα και στο σώμα της Βαγγελιάς μέτρησε ευνοϊκά. Αμέσως την προσέλαβε. Εκείνη τον ευχαρίστησε. Κάθισε στο γαϊδουράκι και γύρισε ικανοποιημένη στο χωριό, είπε τα νέα στην πεθερά της, αγκάλιασε τα παιδάκια της και τους είπε: «Από αύριο δεν θα ξαναπεινάσετε θα έχετε απ’ όλα τα καλά και ψωμί και γάλα και φρούτα και γλυκά, κάνετε υπομονή σήμερα, μόνο σήμερα, από αύριο θα αλλάξει η ζωή σας, εγώ θα δουλεύω για σας».
Σαν έμειναν μόνες η Βαγγελιά με την πεθερά της, η γριά άρχισε πάλι τον θρήνο. Οι Γερμανοί είναι εχθροί μας, παίρνουν το βιος μας μέσα από τα σπίτια μας, έχουν τον άνδρα σου αιχμάλωτο και τον βασανίζουν και συ θα τους μαγειρεύεις; Θα τους πλύνεις τα πιάτα, θα τους περιποιείσαι, πώς το βαστά η καρδιά σου; Να μην πας κόρη μου θα σε μισήσει και ο κόσμος που θα σε βλέπει.
«Άκουσε μητέρα, είπε αποφασιστικά η Βαγγελιά, τίποτ’ άλλο δεν μ’ ενδιαφέρει παρά μόνο η ζωή των πέντε παιδιών μου, δεν μπορώ να τ’ ακούω να κλαίνε και να πεινούν και το χειρότερο να τα βλέπω να πεθαίνουν και να τα θάβω ένα-ένα. Αύριο ξημερώματα πιάνω δουλειά, δεν θέλω κουβέντα».
Ήταν αγαπημένες η νύφη και η πεθερά, πάντοτε υπήρχε συνεννόηση μεταξύ τους, τώρα όμως επρόκειτο για τη ζωή των παιδιών της και βρήκε ευκαιρία να τα ζήσει, δεν την άφηνε η Βαγγελιά να πάει χαμένη.
Ξύπνησε νύχτα η φτωχή μάνα, ετοιμάστηκε και ξεκίνησε για το μαγειρειό. Καθώς προχωρούσε ένα δροσερό αεράκι μάζευε σιγά-σιγά τα σκοτάδια της νύχτας και ρόδιζε η Ανατολή.
Βυθισμένη στις σκέψεις της η μαγείρισσα κουνούσε μαλακά τα πόδια της πάνω στην κοιλιά του ζώου για να προχωρά πιο γρήγορα. Ήταν φιλότιμη γυναίκα, ήθελε να είναι στην ώρα της. Καθώς προχωρούσε μέσα από μικρά και μεγάλα χωριά συναντούσε γερμανικά φορτηγά με όπλα και πυρομαχικά. Άλλα ήταν γεμάτα με Γερμανούς στρατιώτες και ομάδες Γερμανών περιπολούσαν στους δρόμους. Η Βαγγελιά ήταν εφοδιασμένη με γραπτή άδεια και όταν την σταματούσαν για έλεγχο δεν ένιωθε κανένα φόβο. Κανένας Έλληνας στον δρόμο, κανένας γεωργός στα χωράφια, οι νέοι πολεμούσαν και οι γέροι που είχαν απομείνει δεν είχαν ούτε βόδιαν ούτε καρπούς να σπείρουν τη γη. Άλλες φορές που έκανε στο μυαλό της τέτοιες σκέψεις και τρόμαζε, τώρα όμως της δόθηκε μια ευκαιρία να ζήσει τα παιδιά της και δόξαζε τον Θεό γι’ αυτό.
Έφτασε στο μαγειρειό. Εκεί την περίμεναν κι άλλες γυναίκες λαντζέρισσες, βοηθοί, σερβιτόρες, όλες παχουλές και καλοζωισμένες από τα φαγητά των Γερμανών. Η Βαγγελιά καθάριζε πατάτες, έπλενε τα καζάνια, μαγείρευε, έκοβε άσπρο ψωμί που το έλεγαν κουραμάνα οι Γερμανοί, γέμιζε την τσέπη της αποκόμματα και τα μασούλιζε όλη μέρα, το ίδιο έκαναν και οι άλλες μαγείρισσες, ψωμί, ψωμί, πόσο το είχαν νοσταλγήσει όλ’ αυτά τα χρόνια της κατοχής! Δούλευαν όλες μαζί, σέρβιραν τους Γερμανούς και ό,τι περίσσευε το μοιράζονταν και τ’ απομεσήμερο έφευγαν και γύριζαν στα σπίτια τους φορτωμένες αγαθά.
Όταν έφτανε στο σπίτι της η Βαγγελιά άδειαζε τις καραβάνες στα πιάτα, ψωμί μπόλικο και γλυκά, ωραία γλυκά που άρεσαν πολύ στα παιδιά της, έτρωγαν, έτρωγαν και χόρταιναν. Σιγά-σιγά άρχισαν να πιάνουν κρέας τα σκελετωμένα κορμιά της, ένα ρόδινο χρώμα έβαψε τα παιδικά μαγουλάκια τους.
Σαν έφαγαν και χόρτασαν τα παιδιά της, μάζεψε μια μέρα ό,τι τους περίσσεψε, πήρε και λίγη κουραμάνα και τα πήγε στη γειτόνισσά της, που είχε έξι παιδιά κι ολημερίς τσίριζαν σαν πεινασμένα λυκάκια.
– Πάρε γειτόνισσα αυτά τα φαγητά, δωσ’ τους και άσπρο ψωμί να ξεπεινάσουνε τα παιδάκια σου, δεν μπορώ ν’ ακούω τις φωνές τους… Εκείνη έσπρωξε την πόρτα με το σκελετωμένο κορμί της, άφησε ένα μικρό άνοιγμα, σήκωσε το ένα πόδι, το πάτησε με οργή στο άνοιγμα και της είπε:
– Εγώ Γερμανόφιλη δεν γίνομαι, αποφάγια των εχθρών της πατρίδας μου δε θα φάνε τα παιδιά μου, καλύτερα να πεθάνουν! Αλήθεια μπρε Βαγγελιά, όταν χορτάσουν τα παιδιά σου, τα βάνεις μετά το φαγητό να κάνουν το σταυρό τους και να λένε: «Θεέ μου ευλόγησε τους Γερμανούς για τα αγαθά που μας έδωσαν;». Πώς μπορείς να υπηρετείς τους εχθρούς της πατρίδας σου; Φράζε με βαμβάκι τ’ αυτιά σου να μην ακούς τα κλάματα των παιδιών μου που πεινούν. Αν ζήσουν όμως δε θα ντρέπονται για τη μάνα τους… Άκουσε! Ούτε το κατώφλι μου να ξαναπεράσεις, ούτε την καλημέρα σου δεν θέλω να ξανακούσω. Φύγε!
Μέχρι αυτή την στιγμή η Βαγγελιά δεν ένιωσε ντροπή, δεν είχε ούτε τύψεις, αυτή δούλευε για τα παιδιά της, όχι για τους Γερμανούς.
Μέχρι τώρα αντιμετώπιζε μόνο την γκρίνια της πεθεράς της. Ποτέ δεν άνοιξε το στόμα της η γριά να φάει γερμανικά φαγητά, της αρκούσαν τ’ αγριόχορτα με λίγο λάδι, εξάλλου σ’ αυτή την ηλικία ο οργανισμός της δεν είχε μεγάλες ανάγκες. Τα λόγια της γειτόνισσας την ταρακούνησαν, συνέχισε όμως την εργασία της, έφερνε φαγητά, έτρωγαν τα παιδιά της και περίσσευαν αρκετά. Μια ημέρα τα μάζεψε και τα πήγε σε μια φτωχή γυναίκα που έμενε στην άκρη του χωριού, είχε η φτωχή πέντε σκελετωμένα αγόρια και κάθε πρωί ξεκινούσαν όλα μαζί και έβγαιναν στη βοσκή σαν τα πρόβατα. Έσκαβαν τη γη, έβγαζαν ρίζες και βολβούς, έκλεβαν φρούτα, έκοβαν βατόμουρα και μ’ αυτά κατάφερναν να πορεύονται. Δεν είχαν ελαιόδεντρα, ούτε σταγόνα λαδάκι να λαδώσουν το εντεράκι τους. Πολλές φορές έβγαιναν στη διακονιά, κρατούσαν ένα μπουκάλι και οι χωριανοί τους έδιναν από το λίγο που είχαν, στα δύσκολα αυτά χρόνια.
– Πάρε Ανεζήνα, της είπε η Βαγγέλα, και της πρόσφερε φαγητά και κουραμάνα, πάρε να χορτάσουν τα παιδάκια σου.
Εκείνη μόλις την είδε αγρίεψε, άνοιξε τα μάτια της, ρούφηξε το σάλιο από τα βαθουλωμένα της μάγουλα, άνοιξε τα κιτρινιάρικα χείλη της και την έφτυσε στο πρόσωπο.
– Εγώ δεν είμαι Γερμανοπουτάνα ούτε μπορώ να γίνω ποτέ για χατίρι των παιδιών μου, ακόμη και να τα θάβω ένα-ένα! Φύγε αμέσως από το σπίτι μου γιατί θα το μαγαρίσεις…
Γερμανοπουτάνα… γερμανοπουτάνα μονολογούσε φεύγοντας η Βαγγέλα, ως εδώ λοιπόν φτάνει η κακία του κόσμου, πόσο άδικος ήταν αυτός ο χαρακτηρισμός. Πρώτα-πρώτα οι Γερμανοί ούτε καταδέχονταν να τις κοιτάξουν αλλά και αυτές που δούλευαν μαζί της, ήταν όλες σοβαρές και ηθικότατες. Δεν πειράζει όμως είπε μέσα της, εγώ δουλεύω για να ζήσω τα παιδιά μου, το ξέρει ο Θεός, δεν αισθάνομαι ούτε τύψεις, ούτε ντροπές, όπως λέει η παροιμία «καθαρός ουρανός αστραπές δεν φοβάται».
Πολλές φορές οι Γερμανοί έδιναν στις παραδουλεύτρες ένα μικρό χαρτζιλίκι για να τις ευχαριστήσουν για τις υπηρεσίες στο μαγειρειό. Η Βαγγέλα τα μάζευε και όταν έγιναν αρκετά αγόρασε ένα μικρό γουρουνάκι. Αντί να δίνει τ’ αποφάγια στους φτωχούς χωριανούς της και να τη βρίζουν, θα τάιζε το γουρούνι.
Το έδεσε κάτω από ένα δέντρο στον κήπο της και αυτό με τόσα φαγητά που έτρωγε μεγάλωνε πολύ γρήγορα. Τα’ όνειρό της ήταν ν’ αποκτήσει μια κατσίκα, να πίνουν τα παιδιά της φρέσκο γάλα. Σκεπτόταν λοιπόν όταν θα μεγάλωνε αρκετά και γινόταν κανονική γουρούνα να την ανταλλάξει με μία κατσίκα.
Μια ημέρα έκαναν έρευνες οι Γερμανοί στα σπίτια του χωριού και έψαχναν για κρυμμένα όπλα. Έμπαιναν στα σπίτια του χωριού και έψαχναν. Όταν το έμαθε η Μαριγώ το γέρικο μυαλό της θόλωσε! Νόμισε πως ήρθαν για επίταξη. Και τι θα της έπαιρναν; Δεν είχε μείνει στο φτωχικό της τίποτ’ άλλο από το καλοθρεμμένο γουρουνάκι. Έτρεξε στον κήπο έσφαξε το γουρούνι, το τύλιξε σ’ ένα παλιό σεντόνι, το έφερε στο σπίτι και το τοποθέτησε στην κούνια των παιδιών. Έβαλε στο κεφάλι μια μωρουδίστικη άσπρη σκούφια, το σκέπασε όλο σχεδόν το σώμα με μια σκούρα κουβέρτα. Έριξε πάνω την κουνουπιέρα. Όλα τα πρόφτασε μέσα σε λίγη ώρα. Στο σφάξιμο των ζώων ήταν τεχνίτρα, ήξερε πολύ καλά τη σφακτική τέχνη, τόσα χρόνια χήρα είχε σφάξει πολλά ζώα στη διάρκεια της κουρασμένης ζωής της. Τα βήματα των Γερμανών ακούστηκαν στην αυλή, σε δευτερόλεπτα παρουσιάστηκαν στην πόρτα του μεγάλου χωματένιου καμαρόσπιτου. Άρχισαν να ψάχνουν, όταν πλησίασαν κοντά στην κούνια η γριά τους έκανε νόημα βάζοντας όρθιο το δείκτη στα μαραμένα της χείλη και ψιθυρίζοντας σιγά σιγά «πίκουλο, πίκουλο» έβαλε το χέρι της δίπλα στο κεφάλι της, το έγειρε στο πλάι και με αδιάφορο ύφος τους έκανε νόημα ότι κοιμάται. Οι Γερμανοί την κοίταξαν με συγκατάβαση, χαμογέλασαν με την παντομίμα της γιαγιάς και έφυγαν. Το βράδυ που ήρθε η νύφη της δεν τη μάλωσε, πόλεμος ήταν, ο αγώνας για την επιβίωση έκανε τους ανθρώπους να χάνουν το μυαλό τους, το όνειρό της όμως για την απόκτηση της κατσίκας έσβησε.
Η ζωή της Βαγγελιάς κυλούσε στον ίδιο ρυθμό. Από τα βαθιά χαράματα ως το βράδυ δούλευε και έφερνε στα παιδιά της τρόφιμα, χωρίς τύψεις, αρκεί που τα έβλεπε γερά και χαρούμενα. Οι μεγάλοι κάνουν τους πολέμους, σκεφτόταν, αυτοί τ’ αποφασίζουν χωρίς να ρωτούν τον λαό, ούτε νοιάζονται πώς θα τα βγάλει πέρα. Αυτή ήταν μάνα πέντε παιδιών και έπρεπε να τα ζήσει, αυτό ήταν το πρωταρχικό της καθήκον.
Κανένας δεν της μιλούσε στο χωριό απ’ όπου περνούσε την φώναζαν πουτάνα Γερμανόφιλη, προδότρα της πατρίδας. Εκείνη κάθε βράδυ κουβέντιαζε με τον θεό στην προσευχή της και έβλεπε τη μεγάλη μάνα, την Παναγία στο εικόνισμα να της χαμογελά με κατανόηση.
Ήταν παραμονή Χριστουγέννων το βραδάκι, πήγε η Βαγγέλα στην εκκλησία του Αγίου Παντελεήμονα να εξομολογηθεί και να μεταλάβει ανήμερα των Χριστουγέννων, όπως έκανε κάθε χρόνο. Πολλές φορές σκέφτηκε να πει τον πόνο της στον παπά-Νικόλα, να του μιλήσει για τις βρισιές και το μίσος που δεχόταν από τους χωριανούς της, αυτός ήταν άνθρωπος του θεού και θα καταλάβαινε… όμως δεν έβρισκε την ευκαιρία.
Στην εκκλησία μέσα καμιά γυναίκα, κανένας γέρος, καμιά γριά δεν της μίλησε, στην προσπάθειά της να τους πλησιάσει, όλοι της γύριζαν την πλάτη και σιγοψιθύριζαν βρισιές εναντίον της. Δεν πειράζει σκεφτόταν, ο παπάς θα την καταλάβαινε…
Τελευταία απ’ όλους πλησίασε τον παπά και άρχισε να του εξομολογείται ότι δεν ένιωθε τύψεις που δούλευε στους Γερμανούς. Αλλ’ αυτά τα έκανε για να θρέψει τα παιδιά της. Ο παπάς άνοιξε διάπλατα τα μάτια του, την κοίταξε αυστηρά και με φωνή γεμάτη περιφρόνηση, με ύφος σοβαρό, ειρωνικό, άρχισε το κήρυγμα.
– Δυστυχισμένη έχασες πρώτα το μυαλό σου και μετά την ανθρωπιά σου! Αντί να πάρεις ένα όπλο, γερή και νέα γυναίκα είσαι, να βγεις στο βουνό να πολεμάς τους εχθρούς της πατρίδας σου, εσύ τους μαγειρεύεις και τους περιποιείσαι;
– Τι να κάνω; Δουλεύω στους εχθρούς όχι γι’ αυτούς αλλά για να ζήσω τα παιδιά μου, δεν μπορώ να τα βλέπω να πεθαίνουν από την πείνα.
– Αυτά είναι δικαιολογίες… ο θεός τα νοιάζεται τα παιδιά, τίποτα δεν παθαίνουν!
– Μα παπά μου, δώδεκα παιδιά, περισσότερα από τα μισά του χωριού δεν έχουν πεθάνει από την πείνα;
– Δεν πέθαναν από την πείνα, από μικρόβια πέθαναν, από τύφο, διφθερίτιδα, ανεμοβλογιά, φυματίωση. Από αυτές τις αρρώστιες πεθαίνουν τα παιδιά του κόσμου και σε καιρό ειρήνης.
Φύγε τώρα, εγώ δεν μπορώ να σε κοινωνήσω, καλύτερα να μην έρχεσαι στην εκκλησία, γιατί κολάζεις τους χωριανούς…
Γύρισε στο σπίτι της απογοητευμένη. Μπήκε μέσα στο στάβλο για να μην την δουν τα παιδιά της και έκλαιγε πολλή ώρα. Είναι άδικο να μου φέρονται έτσι όλοι, ακόμη και ο παπάς που με θεώρησε κακή πατριώτισσα επειδή δεν παίρνω ένα όπλο να βγω στο βουνό να πολεμώ τους εχθρούς; Και πού να το βρω εγώ τ’ όπλο; Έτσι από μόνη μου, επειδή είμαι νέα θα ζωστώ τ’ άρματα και θα βγω στα βουνά ν’ αφήσω στο χωριό πέντε παιδιά με τη γριά γιαγιά τους, χωρίς φαγητό, στο έλεος των ανθρώπων.
Έκλαιγε γιατί από πουθενά δεν έβρισκε κατανόηση, σκεφτόταν τον άνδρα της που δεν είχε νέα του τώρα και τέσσερις μήνες.
Της έλεγαν ότι αφού δεν αναγράφτηκε τ’ όνομά τους στους πεθαμένους ασφαλώς τον κρατούσαν αιχμάλωτο. Ήταν η μόνη της ελπίδα, αυτός έζησε πολλά χρόνια μαζί της και ήξερε πόσο τίμια ήταν, αγαπούσε τόσο πολύ τα παιδιά της, που θα την δικαιολογούσε.
Τα μικρά της όσο βράδιαζε την αναζητούσαν και άρχισαν να την ψάχνουν. Άφησε τα κλάματα και πήγε κοντά τους.
Πέντε πανέμορφα παιδάκια, τέσσερα κορίτσια και ένα αγόρι καλοθρεμμένα και ζωηρά την αγκάλιασαν, την φιλούσαν, της έλεγαν όμορφα γεμάτα αγάπη λογάκια. Άρχισαν τα παιχνίδια και τις χαρούλες, τα ξέχασε η μάνα όλα, όσα της συνέβησαν, ήταν πρωτ’ απ’ όλα μάνα, μια ευτυχισμένη μάνα με πέντε πανέμορφα παιδιά.
Πέρασαν τα χρόνια της σκλαβιάς, οι Γερμανοί έφυγαν νικημένοι, αρκετά δεινά έφεραν στους ανθρώπους. Για την Βαγγελιά όμως τώρα άρχιζε ο μεγάλος πόλεμος. Κανείς στο χωριό δεν την ήθελε, όλοι την κακολογούσαν χωρίς έλεος. Αναγκάστηκε να μην ξεμυτίζει από το σπίτι της. Κατέβηκαν οι αντάρτες από τα βουνά οπλισμένοι, οδηγούσαν γερμανικά φορτηγά λάφυρα του πολέμου και μάζευαν από τα χωριά τους προδότες, τους μαυραγορίτες, τις γυναίκες που χαριεντίζονταν, που συνεργάζονταν με τους εχθρούς και την περνούσαν κοτσάνι, ούτε πείνασαν ούτε βασανίστηκαν. Πέρασαν και από το χωριό της Βαγγελιάς, την κούρεψαν και την έσπρωξαν στο φορτηγό μ’ όλους τους άλλους. Κοίταξε γύρω της σαστισμένη και είδε τη δασκάλα, την κυρία Μαρία που ήταν διερμηνέας των Γερμανών, κουρεμένη, αγνώριστη, εκείνη άπλωσε το χέρι της και τράβηξε κοντά της τη μαγείρισσα που σπάραζε στο κλάμα. Κάνε κουράγιο Βαγγέλα έκανες μια μεγάλη θυσία για τα παιδιά σου, αυτό έχει σημασία. Δε βλέπεις εμένα; Εγώ στο ίδιο αυτοκίνητο με τους προδότες και τους μαυραγορίτες, εγώ που έσωσα τόσους ανθρώπους από τα γερμανικά κανόνια, που ευεργέτησα τόσους αιχμαλώτους, που έτρεχα στις αρρώστιες τους με τους Γερμανούς γιατρούς. Πού είναι οι ευεργετηθέντες να μιλήσουν; Να με σώσουν από τη διαπόμπευση; Εγώ τι ωφελήθηκα από τη συνεργασία με τους Γερμανούς; Όλα τα έκανα για τον κόσμο, για τους συγχωριανούς που υπέφεραν. Εσύ μια φτωχή γυναίκα που καθάριζες πατάτες, έπλενες καζάνια και πιάτα, σκούπιζες, σφουγγάριζες, έκανες συνεργασία με τους Γερμανούς; Λέγεται αυτό συνεργασία; Σε ποιο επίπεδο;
Ο πόλεμος αγρίεψε τους ανθρώπους, τα βάσανα χάλασαν το μυαλό τους, έγιναν απάνθρωποι.
Πες τε μου ποιον έβλαψα; Φώναζε η δασκάλα, καθώς περνούσαν από τα διάφορα χωριά, προσπαθούσε ακόμη να δίνει θάρρος στις γυναίκες-καθαρίστριες που ήξερε καλά. Τα γοερά τους κλάματα σκέπαζαν οι βρισιές του όχλου. Απ’ όπου περνούσαν τ’ αυτοκίνητα, από τις πλατείες και τους δρόμους των χωριών, ήταν συγκεντρωμένοι άνθρωποι που τους υποδέχονταν με γιουχαΐσματα και με άσχημες χειρονομίες. Αυτές έκρυβαν με τις παλάμες τα μάτια τους να μη βλέπουν.
Αυτά τα δυσάρεστα έχει ο πόλεμος και πάντα την πληρώνουν μαζί με τους φταίχτες, πολλοί αθώοι άνθρωποι, όπως η μαγείρισσα η φτωχή Βαγγελιά.
(1) κατώι: κάτω μέρος του σπιτιού, στάβλος
(2) ματζιαδούρα: ταΐστρα
* Η Ευγενία Ζαμπετάκη είναι συνταξιούχος δασκάλα