Θα συνεχίσουμε σήμερα με τους ρασοφόρους που διέπρεψαν στην Αντίσταση, με βάση τη σχετική έκθεση του π. Αντώνη Ξυδάκη προς τον αρχηγό του Χρίστο Τζιφάκη.
Θα μου επιτραπεί μια παρατήρηση για να προλάβω εκείνους που εξακολουθούν να σκέπτονται με εισαγγελικές τάσεις.
Πάντες κρίνει μόνο ο Θεός. Και η Πατρίδα που μας ενδιαφέρει στο αφιέρωμα αυτό χρίζει τους εκλεκτούς της με γνώμονα την αγωνιστική τους δράση και μόνο. Αξιολογεί το μερτικό τους στον αγώνα για τη λευτεριά. Η προσωπική ζωή ανήκε σε έναν έκαστο από αυτούς. Και δεν μας ενδιαφέρει. Θα ζυγιάσουμε την αθυροστομία για παράδειγμα του Παπαφλέσσα και θα τον κρίνουμε γι’ αυτή, όταν έδωσε τη ζωή του για την πατρίδα;;;
Παπα-Κυριάκος Κατσαντώνης
Ένας από τους αγωνιστές που μόνο ύμνος συνοδεύει κάθε αναφορά του είναι ο παπα-Κυριάκος Κατσαντώνης. Ήταν μια μεγάλη μορφή.
Ο πατέρας του γιος του Ιωάννη Αναγνώστη, ήταν μεγαλοκτηνοτρόφος της εποχής. Σκοτώθηκε από αγνώστους το 1899 όταν η γυναίκα του κυοφορούσε τον Κυριάκο. Είχαν ακόμα ένα παιδί την Αθηνά.
Ήταν φυσικό επομένως το νεογέννητο να λάβει το όνομα του αδικοχαμένου πατέρα.
Μου έλεγαν πρόσφατα που επισκέφτηκα το Άνω Μέρος ότι σαν άνθρωπος ήταν μερακλής, του άρεσε η καλή παρέα και το χαριτωμένο καλαμπούρι. Σαν ιερέας όμως ήταν εξαιρετικά αυστηρός. Και τα μυστήρια από αυτόν ετελούντο με τρόπο υποδειγματικό.
Ο παπα-Κυριάκος ήταν και εγγράμματος. Τέλειωσε το Γυμνάσιο και υπηρέτησε Ελληνοδιδάσκαλος. Πήρε μέρος στην Μικρασιατική Εκστρατεία στο 43ο Σύνταγμα Πεζικού με το βαθμό του επιλοχία. Χειροτονήθηκε ιερέας το 1927 και παρέμεινε εν ενεργεία μέχρι το θάνατό του το 1979.
Όσοι τον γνώρισαν έχουν να λένε ότι ενέπνεε το σεβασμό με την επιβλητική φυσιογνωμία του και κατείχε μια εξέχουσα θέση στον ιερό κλήρο της Ιεράς Μητρόπολης Λάμπης και Σφακίων.
Οικογένεια δημιούργησε το 1926 με την Αθηνά Γ. Σταυρουλάκη από το Θρόνος Αμαρίου.
Ήταν παλικάρι και θερμός πατριώτης κι αυτό φάνηκε μετά την κατάληψη της Κρήτης από τους Γερμανούς το 1941. Οργανώθηκε αμέσως στην Αντίσταση προστατεύοντας κυρίως τους Άγγλους, Αυστραλούς και Νεοζηλανδούς που δεν είχαν καταφέρει να διαφύγουν από το νησί. Ήταν από τους στενότερους συνεργάτες του άλλου γενναίου ηγουμένου της Μονής Πρέβελη του ατρόμητου Αμαριώτη Αγαθάγγελου Λαγκουβάρδου.
Οι γερμανοί δεν άργησαν να αντιληφθούν το ρόλο του γενναίου ρασοφόρου. Η ζωή του βρισκόταν σε άμεσο κίνδυνο αλλά δεν ήθελε να εγκαταλείψει τον αγώνα. Έτσι το 1943 έφυγε για τη Μέση Ανατολή. Εκεί κατετάγη με το βαθμό του λοχαγού. Στη συνέχεια τον έστειλαν στη Λιβύη απ’ όπου και επανήλθε αρχές του 1945.
Ο πρώτος ιερέας αλεξιπτωτιστής
Σειρά έχει ένας θρύλος που κοσμεί το πάνθεον των Ανωγειανών ηρώων Πρόκειται για τον παπα-Γιάννη Σκουλά, τον πρώτο ιερέα κομμάντο.
Γι’ αυτόν, εκτός από τον παπα-Ξυδάκη που τον συμπεριλαμβάνει στην έκθεσή του με τις σχετικές εισηγήσεις για τις τιμές που αξίζει να του απονεμηθούν έχει κάνει μελέτη σε βάθος ο γνωστός εκπαιδευτικός, ερευνητής και συγγραφέας κ. Γιώργος Καλογεράκης από το Ηράκλειο. Από την σπουδαία αυτή μελέτη θα αντλήσουμε στοιχεία.
Ο Παπαγιάννης Σκουλάς γεννήθηκε στο χωριό Ανώγεια Μυλοποτάμου το 1904. Πατέρας του ο Μανόλης Σκουλάς ή Κανόνης από τον οποίο πήρε και το παρώνυμο Κανονόπαπας. Μητέρα του η Μαρία το γένος Καλλέργη. Παντρεύτηκε την Καλλιόπη το γένος Ξυλούρη και απέκτησε εφτά παιδιά. Το Μιχάλη, το Γιώργο, την Αγάπη, την Τερψιχόρη, τον Αριστόδημο, τη Ζαφειρένια και τον Ευάγγελο.
Το 1923 χειροτονήθηκε ιερέας στον Ιερό Ναό της Παναγίας στο Περαχώρι Ανωγείων.
Στη μάχη της Κρήτης ο Παπαγιάννης Σκουλάς είναι από τους πρώτους που τρέχει στο πεδίο της τιμής. Ο θάνατος του αδελφού του στο μέτωπο της Αλβανίας οπλίζει το χέρι του και τον γεμίζει ορμή και απερίγραπτη ψυχική δύναμη.
Την πρώτη μέρα αγωνίζεται στο Ηράκλειο με ένα παλιοτούφεκο. Πολεμά στα περίχωρα (Γάζι, Τσαλικάκι, μετόχι Σφακιανάκη, Ντουράκη) αλλά κάποια στιγμή το ελαττωματικό ήδη όπλο του τον προδίδει.
Επιστρέφει στο χωριό του βρίσκει νέο οπλισμό και χωρίς να πάρει ανάσα, κατεβαίνει με άλλους χωριανούς του στο Λατζιμά όπου γίνονται οι πιο σκληρές μάχες με τους Γερμανούς Αλεξιπτωτιστές. Τη νύχτα της 28ης Μαΐου, μηχανοκίνητες Γερμανικές δυνάμεις, προερχόμενες από το Ρέθυμνο, κυκλώνουν τους μαχητές από τον Πάνω Μυλοπόταμο. Μαζί και ο παπα-Γιάννης Σκουλάς.
Αναγκάστηκαν να συμπτυχθούν μέχρι τη γέφυρα Μουρτζανών και από κει να γυρίσουν στα σπίτια τους.
Μετά την κατάληψη του νησιού από τους ναζί ο Παπαγιάννης Σκουλάς ασχολήθηκε ενεργά με την περισυλλογή και διάσωση των συμμάχων στρατιωτών που είχαν μείνει πίσω. Για την σημαντική του προσφορά έλαβε τιμητικό δίπλωμα το 1945 από τον Στρατάρχη Αλεξάντερ.
Στις 25 Ιανουαρίου 1942, ημέρα Κυριακή, ισχυρές γερμανικές δυνάμεις από 1.500 άνδρες, μπήκαν αιφνιδιαστικά στα Ανώγεια, ενώ ο αγωνιστής ιερέας τελούσε τη θεία λειτουργία στο Περαχώρι στο ναό της Παναγίας.
Οι εισβολείς διακόπτουν τη λειτουργία και συγκεντρώνουν όλους τους κατοίκους στο Αρμί.
Ζητούν επιτακτικά την παράδοση των όπλων αλλά και το Αγγλικό κλιμάκιο με τον ασύρματο του Συμμαχικού Στρατηγείου. Αφού δεν κατάφεραν τίποτα συλλαμβάνουν τον ιερέα και οκτώ ακόμα Ανωγειανούς.
Ο Παπαγιάννης κρατείται στις φυλακές Ηρακλείου αλλά όταν αποφυλακίζεται αναγκάζεται να καταφύγει στον Ψηλορείτη. Λίγο αργότερα συμμετέχει σε αποστολή στη Μέση Ανατολή και με την άφιξή του στο Κάιρο εντάσσεται στις ελληνικές και συμμαχικές στρατιωτικές δυνάμεις. Στις 19 Ιουλίου 1943, ορκίζεται στρατιωτικός ιερέας Β’ τάξεως παρουσία και του ηγουμένου Αγαθάγγελου Λαγκουβάρδου.
Ο ηρωικός παπάς δεν ησυχάζει. Επιμένει να λάβει ειδική εκπαίδευση και παρά τις τρομερές δοκιμασίες που υπέστη κατέφερε να υποκλιθούν οι πάντες στη γενναιότητα που επέδειξε. Εκπαιδεύτηκε κομάντος αλεξιπτωτιστής και είναι ο μοναδικός αλεξιπτωτιστής ιερέας στον κόσμο! Με καμάρι έφερε το σήμα της RAF στον αριστερό βραχίονα.
Η δράση που αναπτύσσει αργότερα είναι εκπληκτική. Οι στρατιωτικές εκθέσεις υμνούν τον Ανωγειανό ιερέα που ανατίναξε τις αποθήκες βενζίνης της πόλης του Ηρακλείου και απέκοψε τα τηλεφωνικά σύρματα.
Τα νέα για το κάψιμο του χωριού του τα έμαθε στο Αμάρι όπου είχε καταφύγει με τα άλλα μέλη της συμμαχικής αποστολής.
Στις 30 Σεπτεμβρίου 1944, παίρνει μέρος στη μάχη της Φοινικιάς και με τους άντρες της ομάδας του και τον αξέχαστο Αμαριώτη Γιώργο Τυράκη, αιχμαλωτίζουν δυο Γερμανικά αυτοκίνητα.
Η απελευθέρωση τον βρίσκει στην τιτάνια προσπάθεια να επανέλθει η τάξη στο νησί.
Τα ράσα που είχε βγάλει για να ολοκληρώσει την εκπαίδευσή του ως κομμάντος δεν τα ξαναφόρεσε ποτέ, παρά την παραίνεση του Μητροπολίτη Αθανασίου Αποστολάκη.
Ούτε και ο Επίσκοπος Αρκαδίας και μετέπειτα Κρήτης Ευγένιος κατάφερε να τον πείσει.
Ένας περήφανος άνθρωπος
Αμέτρητες είναι οι διακρίσεις και τα παράσημα που έλαβε. Η μεγαλύτερη ήταν από τον Βασιλιά της Αγγλίας Γεώργιο τον ΣΤ’, που χορήγησε στον Παπαγιάννη Σκουλά το Αξίωμα του Επίτιμου Μέλους του Πολιτικού Τμήματος του Τάγματος της Βρετανικής Αυτοκρατορίας. Το παράσημο του παραπάνω αξιώματος απονεμήθηκε στον Παπαγιάννη Σκουλά σε τελετή της Αγγλικής Πρεσβείας στην Αθήνα από τον πρέσβη Νόρτον.
Κι όμως ο λεβεντόκαρδος αυτός παπάς έκανε και κάτι πιο σπουδαίο που δείχνει πόσο αγνός πατριώτης ήταν Μετά την καταδίκη και τον απαγχονισμό των Κυπρίων Καραολή και Δημητρίου το 1955, επιστρέφει στους Άγγλους όλα τα παράσημα που του είχαν δώσει για τις υπηρεσίες του στον αγώνα.
Παραδίδοντας τα παράσημα αυτά στον ίδιο τον πρόξενο στα Χανιά του είπε:
«Κύριε πρόξενε αγωνιστήκαμε μαζί και εχύσαμε το αίμα μας για την ελευθερία των λαών. Τώρα οι αδελφοί μας Κύπριοι ζητούν από εσάς την ελευθερία τους κι εσείς τους σκοτώνετε και τους κρεμάτε. Αυτός ήταν ο αγώνας μας για την ελευθερία; Αυτά τα παράσημα μου τα έχετε δώσει για αυτό τον αγώνα. Αυτά δεν ανήκουν σε μένα πια και σας τα επιστρέφω».
Και τα βγάνει από την τσέπη του και τα δίνει στον Άγγλο πρόξενο που κάτι πήγε να ψελλίσει καταφανώς αιφνιδιασμένος…
Αυτός ήταν ο Παπαγιάννης Σκουλάς που όπως αναφέρει στο βιβλίο του ο Πάτρικ Λη Φέρμορ, ήταν «η προσωποποίηση της τιμιότητος, γενναίος γενναιόδωρος και καλός άνθρωπος και η λεβεντιά του ήταν πηγή εμπνεύσεως για όλους μας σε εκείνες τις σκοτεινές μέρες. Τον τιμούσαν και τον αγαπούσαν όλοι όσοι τον εγνώριζαν».
Γαβριήλ Κλάδος
Κατά το έτος 1910 γεννήθηκε στο χωριό Λιβάδια της επαρχίας Μυλοποτάμου ένα αγόρι, που οι γονείς του, του έδωσαν το όνομα Αντώνης.
Ήτανε ο Αντώνης ένα από τα τέσσερα παιδιά του περίφημου Βασίλη Κλάδου, που είχε ριζώσει σαν αγριοκυπάρισσος εκεί στα Λιβάδια, μέλος αξιόλογο κι αυτός της μεγάλης γενιάς των Κλάδων, που μέχρι και σήμερα, στον κάθε ιστορικό σταθμό της πατρίδας μας, δεν παρέλειψε να δώσει κι εκείνη αξία το παρόν της.
Γράμματα ο Αντώνης Κλάδος δεν έμαθε στο σχολείο, γιατί μόλις που είχε αρχίσει να πηγαίνει ένας δάσκαλος που μόνο αφελή μπορεί να τον χαρακτηρίσει κανείς, τον ανάγκασε κάποια μέρα να πει μια λέξη που στη γλώσσα του δεν έστρωνε. Στο άκουσμά της, τα παιδιά όλα του σχολείου, ξεκαρδίστηκαν στα γέλια και μαζί τους και ο δάσκαλος.
Ο μικρός Αντώνης μπροστά σε τέτοιο «ξεγιβέντισμα» πήδησε από το παράθυρο, έφυγε σαν άλλος Πατούχας στα βουνά, με την απόφαση κι εκείνος να μην ξαναδιασκελίσει το κατώφλι του σχολείου.
Κι αλήθεια στο σχολείο δεν ξαναπάτησε, βρήκε όμως αργότερα τρόπο, να μάθει μόνος του να διαβάζει, και κάποιος φίλος μου που έτυχε να τον γνωρίσει κάποιο πρωινό που ανεβήκαμε μέχρι το μοναστήρι κι ακούσαμε τις απόψεις του σε γενικά και ειδικά θέματα και έμαθα αργότερα πως στο σχολείο δεν είχε πάει, μου είπε χαρακτηριστικά:
Γιατί να μην έχει πάει μέχρι την Τρίτη Γυμνασίου για να κυβερνά σήμερα την Ελλάδα!!!
Και ο υψηλών προδιαγραφών επιστήμονας φίλος μου πίστευε απόλυτα στα λόγια του.
Ο νεαρός λοιπόν Αντώνης Κλάδος δεν έμαθε γράμματα στο σχολείο του χωριού του. Μα σάμπως είναι και ο μόνος αυτή την εποχή;
Εξάλλου το επάγγελμα του βοσκού που διάλεξε μόνο του, δεν είχε και τόση ανάγκη από γράμματα. Τον έφτανε μόνο εκείνο που από τα χαρακτηριστικά και μόνο μπορούσε να ξεχωρίσει ανάμεσα σε χιλιάδες άλλα, τα δικά τους αιγοπρόβατα, να αρμέγει και να τυροκομά από τότε που ήτανε ακόμα μικρός, να ρίχνει στο σημάδι και να μένει ανίκητος στο πάλεμα, ανάμεσα στους άλλους συνομήλικούς του.
Δεν ξέρουμε αλήθεια ποιοι παράγοντες συντελέσανε για να σκεφτεί και να αποφασίσει ο Αντώνης τη μοναχική ζωή. Φαίνεται όμως πως κοντά στ’ άλλα έπαιξε σημαντικό ρόλο σ’ αυτό και η μνήμη κάποιου ήρωα, που ο μικρός Αντώνης ένοιωθε την τραγική μορφή του να πλανάται μέσα και γύρω από το σπίτι τους, κι ας μη τον είχε γνωρίσει εκείνος ποτέ.
Πρόκειται για το θείο του Γαβριήλ Κλάδο ηγούμενο του Αρσανίου, που στις 5 Μαρτίου 1897 έπεσε πολεμώντας ηρωικά στην πολυθρύλητη μάχη του Μαρουλά.
Πήγε λοιπόν κι ο Αντώνης Κλάδος στο ιστορικό Αρκάδι, φόρεσε το τζουμπέ του μοναχού και πήρε καλογερικό όνομα, το όνομα του θείου του Γαβριήλ (Γαβρίλης), που για το Αρκάδι δεν πάει να είναι και το όνομα του θρυλικού Ηγούμενου – Πυρπολητή στην επανάσταση του 1866 Γαβριήλ Μαρινάκη.
Αργότερα του ανατέθηκε από το «Ηγουμενικό συμβούλιο» η αρμοδιότητα του «κουραδονόμου» δηλ. του καλόγερου εκείνου που έπρεπε να φροντίζει για τα κοπάδια του μοναστηριού (φύλαξη των ζώων, βοσκή, άρμεγμα, τυροκόμηση, προώθηση για πούληση τυριών και ζώων).
Η έντονη προσωπικότητά του, οι αμέτρητες γνωριμίες του, οι τόσοι και τόσοι φίλοι του κι εκείνο το διαπεραστικό του βλέμμα, που διαπερνούσε τη σκέψη κι έβρισκε ολοκάθαρη την αλήθεια, αδιάφορο από τι του έλεγε όποιος συνομιλούσε μαζί του, προστάτεψαν χρόνια και χρόνια τα κοπάδια του μοναστηριού.
Μα ο αγράμματος υποτίθεται Γαβρίλης γίνεται με το καιρό διάσημος. Το ανάστημά του, η λεβεντιά του, το αρρενωπό παράστημά του, κι εκείνο το αετίσιο βλέμμα του εντυπωσιάζουν. Όποιος φτάσει στο μοναστήρι κι έχει κάτι ακούσει για λόγου του, επιθυμεί να τον γνωρίσει.
Κι εκείνος με ευχέρεια ευρωπαίου διπλωμάτη δέχεται τους πάντες και συνομιλεί με Υπουργούς και Πρωθυπουργούς, με βιομηχάνους και εφοπλιστές, με λόγιους και συγγραφείς με την ίδια ευκολία που, κουβεντιάζει με τους απλούς χωρικούς, τους άλλους καλόγερους, τους βοσκούς του μοναστηριού.
Είχανε ισχυρισθεί πολλοί απ’ εκείνους που τον είχανε γνωρίσει από κοντά πως ο φόβος και η δειλία ήτανε αισθήματα άγνωστα σε κείνον.
Τα χρόνια περνούσαν, η πείρα πρόσθετε μέρα με τη μέρα στη μάθησή του, και η δυνατή αντίληψη του ήτανε έτοιμη στην κάθε περίπτωση να κρίνει και να διαλέξει το σωστό. Ο ορθολογισμός που οι άλλοι αποκτούνε με πολύχρονες μελέτες και μεγάλες προσπάθειες, είχε γίνει κτήμα δικό του από κάποια θεία φύση.
Έζησε στο μοναστήρι πάνω από μισό αιώνα. Γνώρισε κόσμο και κόσμο, απόκτησε φίλους, από ανθρώπους άσημους κι απλοϊκούς, μέχρι διάσημους και πολυτάλαντους κι όλους αυτούς τους εκτιμούσε και τους υπολόγιζε. Πίστευε πως για τον καθένα οι φίλοι είναι θησαυρός ανυπολόγιστης αξίας.
Θα συνεχίσουμε όμως το αφιέρωμά μας και με άλλους ρασοφόρους ήρωες.
ΠΗΓΕΣ:
Εύας Λαδιά: Οι Κατσαντώνηδες του Άνω Μέρους
Γιώργη Καλογεράκη: Ιστορική έρευνα με απόλυτα τεκμηριωμένα στοιχεία για τη δράση των Ανωγείων στην Αντίσταση και ιδιαίτερα του Παπαγιάννη Σκουλά
Δημήτρη Κλάδου: Ο μοναχός Γαβριήλ Κλάδος (εφημερίδα Μυλοποταμίτικα Νέα)
Έκθεση Αντωνίου Ξυδάκη ιερέως για τους ρασοφόρους στην αντίσταση (αρχείο του εγγονού του Αντωνίου Ξυδάκη
Politistiko-rethymno.org Ενότητα Μάχη της Κρήτης
Μαρτυρία Γιώργη Σμπώκου, πρώην δημάρχου Ανωγείων για τον Παπαγιάννη Σκουλά, στην ομώνυμη ταινία της Εύας Λαδιά «Η Μάχη της Κρήτης- Απάνθισμα Μεγαλείου»