Η θεία Ζαμπιό είχε μόνο δύο κοτούλες κι η παραπάνω προβατίνα είχεν άλλον αφεντικόν, τον Μιχάλη που έτρεχε να νοιαστεί όλους τους αποκαμωμένους, του ξέφυγε όμως η Θεία Ζαμπιό…
Μόνη κι έρημη λοιπόν στο μεγάλο κρητικό χωριό η γριούλα τα Χριστούγεννα! Παρέα ένα κουτσουράκι στο τζάκι, το λαδόλυχνο κρεμασμένο στον τοίχο που φώτιζε την πυκνή σκοτεινιά του χωματένιου μονόσπιτου… Θεέ μου, μη βουλήσει κι ήντα θα γενώ; Μη φοβάσαι οι πέτρινοι τοίχοι αντέχουν, της έλεγαν παρηγορητικά οι πονόψυχοι.
Προπαραμονή Πρωτοχρονιάς του 2016 κι η Ζαμπιό κουκουλωμένη με τα συνήλικα σκεπάσματα του σαραβαλιασμένου καναπέ κατάρτιζεν το πρόγραμμα της χρονιάρας μέρας. Θα τηγανίσω τα τσιμουλάκια που μου ‘δωσαν με ένα αυγό κι ως το πρωί έχει ο Θεός. Ο θάνατος δεν την τρόμαζεν και πολύ, δεν έκανε βέβαια την ηρωίδα, αλλά δεν είχε τη δύναμη να τον καλοσκεφτεί…
Ξαφνικά άκουσε θόρυβο στο ταρατσάκι, σηκώθηκε αμέσως κι είδε μια μεγαλόσωμη προβατίνα σκεπασμένη με το πλούσιο γούνινο παλτό της και ζήλεψεν την ζεστασιά της! Το ζώον φουκάρωσε μέσα. Η οικοδέσποινα κατάλαβεν πως πεινούσε και διψούσε. Γρήγορα έγιναν και τα δυο. Το πεπειραμένο βλέμμα σ’ αυτά της Ζαμπιός, πρόσεξε πως η προβατίνα θα γεννούσε από λεπτό σε λεπτό, γι’ αυτό την έφερεν στην ορνιθοκοίτη και της έστρωσε δυο στεγνά τσουβάλια, μα το ζώο γέννησε δύο κάτασπρα αρνιά. Μάνα Παναγιά, έτσι γέννησες κι εσύ μέσα στη σπηλιά!
Τίνος να ‘ναι το έρημο ζώο κι ήρθε σε μένα την άμοιρη να σκιαχτεί; Κοίταξε από το μπετενάκι τον δρόμο κι ευτυχώς επερνούσεν ο Μήτσος. Πες, μωρέ στον Γραμματικό να φωνιάξει απού το μεγάφωνο. Τι να φωνάξει; Α, συγχώρα με, δεν είπα… Σε λίγα λεπτά όλο το χωριό έμαθε τα γεννητούρια της προβατίνας… Ο Μιχάλης έτρεξεν, ευχαρίστησεν, την προστάτιδα θερμά και της γέμισεν το σαραβαλιασμένο σπίτι με τρόφιμα και ξύλα, αφού πιο μπροστά αναλογίστηκε, πως ζούσε εκεί μέσα μια τόσο ηλικιωμένη… Τις «συνήλικες» κουρελοπατανίες η γυναίκα του Μιχάλη τις κουβάριασε για να τις κάψει, όχι θυγατέρα μου, τις έφανα στη νιότη μου, δεν αντέχω να τις αποχωριστώ. Ηρέμησε μανούλα μου, δεν το κάνω. Είσαι η μάνα μας κι η γιαγιά των παιδιών μας, είσαι ο δικός μας Άνθρωπος.. Πρώτα η χάρη Του για όλον… Η θεία, αφού με δάκρυα συγκίνησης τ’ αρνήθηκε, έπαψε, όμως να μιλά για θάνατο κι άρχισε και να χαμογελά που το ‘χε ξεχάσει. Οι εκλεκτοί δεν πετούν πέτρες αχρηστίας σε κανένα, γιατί ποιος δε θα το ‘θελε να παραμείνει τη νιότη και να τον συντροφεύει πάντα η επιτυχία!
Την παραμονή της πρωτοχρονιάς, μέρα Πέμπτη, ο Μιχάλης έτρεξεν στην καινούργια του μάνα που του είχε έτοιμο ένα αίτημα. Θέλω, γιε μου να μου κάνεις, απής περάσουνε οι σκόλες να με πας στο γιατρό. Τι νιώθεις, μανούλα; Απάντησε ανήσυχα ο μεγαλόκαρδος. Ξάνοιξε, γιε μου ο πόδας μου είναι πρησμένος και με σουβλίζει. Σε κείνο το καμάρι που το κατέει ούλο το νησί κι ακόμη παραπέρα. Τον Μανώλη, μπρε, τον Δασκαλογιαννάκη! Κι έχει βοηθό κι ένα νοσηλευτή, τον Δημήτρη Αθανασιάδη, τον συγγενή του Αρχιεπισκόπου μας Ειρηναίου που να τους χαίρονται και τους δυο παραπάνω οι οικογένειές τους! Θα σε πάω, μάνα και στο Ρέθυμνο και στο Ηράκλειο και μη φοβάσαι δε θα συμβαίνει κανένα κακό, αυτό το τελευταίο για παρηγοριά ειπώθηκεν…
Τέτοια πρωτοχρονιά η θεία Ζαμπιό δεν είχε ξανακάνει. Κι ολόψυχα την εύχεται σ’ όλους!