Κάποιοι ξορκίζουν το Facebook που έχει απομονώσει τους ανθρώπους ουσιαστικά, αφού καταργεί την δια ζώσης επικοινωνία. Τι θα έλεγαν όμως αν ζούσαν την εποχή του μεσοπολέμου που ήταν μεγάλο αμάρτημα η επικοινωνία των δύο φύλων σε δημόσιο χώρο;
Μπορεί ν’ ακούγεται περίεργο αλλά κάποτε μια απλή δημόσια εμφάνιση δυο νέων στοιχειοθετούσε μέγα κοινωνικό αδίκημα με ανεκδιήγητες προεκτάσεις.
Ο μέγας χρονογράφος του Ρεθύμνου Μιχαήλ Μυρ. Παπαδάκις, δικηγόρος, αναφέρει σε επίκαιρο δημοσίευμά του στον τοπικό τύπο, ότι θεωρήθηκε σκάνδαλο στη μικρή μας πόλη το γεγονός ότι δύο νέοι χωρίς να έχουν συγγένεια αντάλλαξαν δημόσια ένα χαιρετισμό.
Το «παράπτωμα» αυτό στοίχισε αρκετά στην κοπέλα ιδιαίτερα και έγινε αφορμή να καθυστερήσει επικίνδυνα η αποκατάστασή της με την ένταξή της στον έγγαμο βίο.
Ο άρχοντας Θεμιστοκλής Βαλαρής, αναφέρει στο βιβλίο του «Μια πόλη αναμνήσεις» τα τεχνάσματα των νέων της εποχής για να ανταλλάξουν έστω κι ένα βλέμμα με την καλή τους σε δημόσια εμφάνιση σε απόσταση υψίστης ασφαλείας βεβαίως. Ούτε λόγος φυσικά για στοιχειώδη προσέγγιση και συνομιλία.
Πως λοιπόν οι νέοι βίωναν τον έρωτα; Ο βάρδος του Ρεθύμνου Γιώργης Καλομενόπουλος αναφέρεται στις κυρίες που έδιναν χαρά στους άνδρες με την επί πληρωμή συντροφιά τους. Αυτονόητο ότι σε δημόσια εμφάνισή τους οι γυναίκες αυτές αντιμετωπίζονταν ως «λεπρές».
Κι αυτό το διαπίστωσα και στα πρώτα χρόνια της δημοσιογραφικής μου καριέρας όταν ακόμα λειτουργούσαν τα «σπίτια» στη Φορτέτζα.
Για το κεφάλαιο αυτό της ανδρικής διασκέδασης έχει αναφερθεί με πληρότητα και ιστορική ακρίβεια ο καλός συμπολίτης δικηγόρος και ιστορικός ερευνητής κ. Χάρης Παπαδάκης σε βιβλίο του, που σημειώνει μάλιστα και επιτυχία.
Μια διαφορετική Πρωτοχρονιά
Ανατρέχοντας στο αρχείο μας όπου βρίθουν τα χρονογραφήματα εποχής, σταθήκαμε σε ένα δημοσίευμα του αείμνηστου δικηγόρου Μιχαήλ Μυρ. Παπαδάκις που αναφέρεται σε μια Πρωτοχρονιά του 1937 και στην παράτολμη απόφαση μερικών νέων να υποδεχτούν ξεχωριστά τη νέα χρονιά καταστρώνοντας ολόκληρη «επιχείρηση». Ούτε «ψύλλος στον κόρφο τους» βέβαια αν γινόταν γνωστή η κοινωνική τους αυτή αποκοτιά. Γι’ αυτό και έλαβαν όλες τις απαιτούμενες προφυλάξεις.
Στο δημοσίευμα αυτό παρουσιάζονται και οι κυρίες της χαράς με ξεχωριστό σεβασμό, σαν ανθρώπινα πλάσματα και αυτές. Αποφασίσαμε όμως την αναγκαία διασκευή για να προστατεύσουμε πρόσωπα που τυχόν «φωτογραφίζονται» στο αρκετά «σκανδαλιστικό» αυτό θέμα.
Γιατί όσο κι αν φαίνεται παράξενο σε μια μικρή πόλη, όσα χρόνια κι αν περάσουν οι οικογένειες γνωρίζονται καλά μεταξύ τους. Κάποια διακριτικότητα λοιπόν στην σχετική αναφορά επιβάλλεται.
Πίσω στο χρόνο
Γυρίζουμε λοιπόν πίσω το χρόνο, παραμονές Πρωτοχρονιάς του 1937.
Μια δεκαριά νέοι της εποχής, επιστήμονες, διανοούμενοι, απόλυτα «καθώς πρέπει» κοντολογίς, αποφάσισαν να το «ρίξουν έξω» στο πρωτοχρονιάτικο ρεβεγιόν.
Εκείνη την εποχή αναφέρει ο Παπαδάκις, υπήρχαν δώδεκα κακόφημα σπίτια στο Ρέθυμνο.
Τρία ήσαν στην οδό Χειμάρας. Εκεί έμεναν γυναίκες «ελευθερίων ηθών» από μια στο καθένα με την υπηρεσία της.
Η κυρία του «σπιτιού» είχε το δικαίωμα της επιλογής. Δεν δεχόταν τον καθένα. Και η υπηρεσία της είχε αποκλειστικό καθήκον μόνο την καθαριότητα.
Στα άλλα εννιά, υπήρχαν κοπέλες από δυο και πάνω με την διευθύντρια του σπιτιού. Οι κοπέλες δεν είχαν το δικαίωμα επιλογής του «πελάτη». Δούλευαν υποχρεωτικά. Η διευθύντριά τους δεχόταν όταν είχε κέφι. Δεν είχε καμιά υποχρέωση να ασκήσει το «αρχαιότερο επάγγελμα».
Όλα τα σπίτια πάντως είχαν μια πολιτισμένη ατμόσφαιρα και δεν θύμιζαν σε τίποτα καταγώγια. Εξυπηρετούσαν, βλέπετε, καθώς πρέπει κυρίους που είχαν κι αυτοί δικαίωμα στην εφήμερη χαρά του απαγορευμένου. Τυχόν «έκτροπα» ήταν σπανιότατα, καθώς υπήρχε αυστηρότατος έλεγχος από την αστυνομία που είχε την παράδοση από τους Ιταλούς διοργανωτές της Κρητικής Χωροφυλακής. Και η ιατρική επιθεώρηση ήταν καθημερινή ρουτίνα. Απόλυτα προστατευμένοι επομένως οι κύριοι της εποχής απολάμβαναν τις απαγορευμένες τους αποδράσεις.
Στο κλίμα αυτό οι νεαροί της ιστορίας μας, δέκα τον αριθμό, χωρίς οικογενειακές υποχρεώσεις άπαντες, και τακτικότατοι επισκέπτες των σπιτιών που προαναφέραμε αποφάσισαν να υποδεχτούν τον νέο χρόνο συντροφιά με μερικές από τις κυρίες που θα είχαν την ευκαιρία να περάσουν και μια βραδιά αλλιώτικη από τις άλλες.
Διάλεξαν ακριβοδίκαια τα πρόσωπα που ήταν ακριβώς εννιά. Οι τρεις ήταν οι κυρίες της οδού Χειμάρας άλλες τρεις ήταν «διευθύντριες» και οι υπόλοιπες κοπέλες διαφόρων σπιτιών.
Ο χώρος που επέλεξαν ήταν ένα παλιό εξοχικό, ιδιοκτησία, πασίγνωστου Ρεθεμνιώτη παράγοντα, που ήταν ιδανικό για την περίσταση, λόγω απόστασης από το κέντρο της πόλης. Κανόνισαν να το κλείσουν εγκαίρως χωρίς να αναφερθούν σε περισσότερες λεπτομέρειες. Φρόντισαν επίσης και για τα εδέσματα να είναι εκλεκτά και άφθονα. Ήταν όλα έτοιμα λίγο πριν από την παραμονή. Ευτυχώς οι ίδιοι δεν είχαν να δώσουν εξηγήσεις στο οικείο περιβάλλον τους. Ήταν ανεξάρτητοι εντελώς. Γι’ αυτό και απολάμβαναν τις χαρές της νιότης τους με προσοχή πάντα και χωρίς να προκαλούν. Η θέση και η επιστήμη τους υποχρέωναν να δίνουν μια εξαιρετική εικόνα στην κοινωνία που ζούσαν. Έδιναν προτεραιότητα σε αξίες και κοινωνική αγωγή. Έτσι έχαιραν οι πάντες σεβασμού και υπόληψης. Για μια βραδιά θα έκαναν τη δική τους, σε αξιοπρεπή πάντα πλαίσια, εκτροπή. Και τι έγινε; Είχαν κάθε δικαίωμα. Σαν νομοταγείς πολίτες πάντως ενημέρωσαν και την αστυνομία για την πρωτότυπη ψυχαγωγία τους εξασφαλίζοντας και την τυπική άδεια αποκλειστικά για τη βραδιά εκείνη.
Η αγωνία να πετύχει η βραδιά δεν άφηνε και τους δέκα οικοδεσπότες να ησυχάσουν.
Από τις οκτώ μαζεύτηκαν όλοι και καθισμένοι τριγύρω από το τεράστιο τραπέζι που ήταν στο κέντρο της αίθουσας, τα «κουτσόπιναν» περισσότερο για να καταλαγιάσουν το άγχος τους. Κάποια στιγμή σταμάτησαν δυο αυτοκίνητα έξω από το σπίτι και σε λίγο έμπαιναν και οι κυρίες η μια πιο εντυπωσιακή από την άλλη. Καμιά σχέση με τις επιμελώς ατημέλητες γυναίκες που υποδέχονται τους νεαρούς άλλες βραδιές.
Αιθέριες υπάρξεις
Όλες ήταν κομψότατες στα καλοραμμένα ταγιέρ και φορέματα που φορούσαν, με τα ανάλογα κοσμήματα και αξεσουάρ, το προσεγμένο χτένισμα και μακιγιάζ, έτσι που να δημιουργείται η αίσθηση ότι γινόταν σουαρέ σε κοσμικό σαλόνι της υψηλής αριστοκρατίας. Οι οικοδεσπότες ανταποκρίθηκαν ανάλογα. Σεβασμός, χειροφιλήματα, φιλοφρονήσεις έκαναν τις κυρίες να νοιώσουν επιτέλους «Ανθρώπινα Πλάσματα» και όχι κοινωνικά αποβράσματα. Αυτή η αίσθηση είχε σαν αποτέλεσμα να ανταποδώσουν ανάλογα. Συστήθηκαν με τα κανονικά τους ονόματα ξαφνιάζοντας τους πάντες Ποια η έκπληξη των νεαρών για παράδειγμα όταν έμαθαν πως η «Σάσα» τους ήταν η Ιταλίδα Άννα Τζιοβάνι. Αποδείχτηκε μάλιστα ιδιαίτερα χαρισματική, καθώς φαίνεται πως της είχε ανατεθεί, από τις άλλες, ρόλος συντονίστριας.
Αυτή η κοπέλα είχε δυστυχώς περίεργη τύχη. Παντρεύτηκε αργότερα, λίγο πριν από τον πόλεμο με ένα πλούσιο Εβραίο από τα Χανιά και απέκτησε μάλιστα ένα παιδί. Η ευτυχία της όμως δεν κράτησε. Συνελήφθη από τους Γερμανούς με τον άνδρα της και το παιδί της χωρίς να ξέρει κανένας έκτοτε την τύχη της.
Εκείνο το βράδυ όμως κυριαρχούσε με τη γοητεία της. Πήρε τη θέση της μαζί με τις άλλες στο τραπέζι απέναντι από τους κυρίους και όλοι μαζί απόλαυσαν τους μεζέδες που άρχισαν να καταφθάνουν συνοδευόμενοι με γλυκόπιοτο ανωγειανό κρασί. Η καλή διάθεση δημιούργησε μια ζεστή ατμόσφαιρα με το κέφι να κυριαρχεί και τη διάθεση όλων να συναγωνιστούν σε αναμνήσεις από εορτασμούς περασμένων χρόνων που είχαν έντονο προσωπικό χαρακτήρα. Απολογισμό ζωής έκαναν οι περισσότεροι εκείνο το βράδυ νιώθοντας περίεργα συναισθήματα και κυρίως ελευθερία σκέψης χωρίς το φόβο παραβίασης του κοινωνικού πρωτόκολλου. Στις αφηγήσεις βέβαια «έκλεψαν» την παράσταση οι κυρίες που με τις εμπειρίες τους από τα σπίτια που δούλεψαν είχαν να διηγηθούν αμέτρητες ιστορίες. Απέφευγαν επιμελώς ονόματα αλλά γοήτευσαν τους ακροατές τους με την αφηγηματική τους χάρη. Σχόλια και φιλοσοφικές ερμηνείες που διάνθιζαν το μύθο έδειχναν πως και οι γυναίκες αυτές είχαν άποψη. Και το δικαίωμα να την υποστηρίξουν.
Γλέντι μέχρι πρωίας
Γλέντι όμως χωρίς μουσική δεν γίνεται. Ακολούθησαν τραγούδια και χοροί από όλη την Ελλάδα με τη λύρα και το λαούτο βέβαια να έχουν την πρωτοκαθεδρία, μια κοπέλα από την Πόλη με το τραγούδι της μετέφερε στην ατμόσφαιρα ανατολίτικο χρώμα και η συνέχεια δόθηκε από ένα γραμμόφωνο που ξεσήκωσε τους πάντες για φοξ ταγκό και βαλς. Κι εδώ οι κυρίες έδωσαν ρεσιτάλ, καθώς είχαν αποκτήσει εξαιρετικές επιδόσεις μαθαίνοντας τους ευρωπαϊκούς χορούς.
Κατά καιρούς σταματούσε το γλέντι για ν’ αδειάσουν μερικές πιατέλες κι ύστερα πάλι χορός. Ήταν μια νύχτα ξεχωριστή για όλους με θρίαμβο της ανθρώπινης επικοινωνίας και απόδραση από τα στερεότυπα μιας κοινωνίας που καταδυνάστευε τα μέλη της προς δόξαν του καθωσπρεπισμού.
Προς το ξημέρωμα σερβιρίστηκε κοτόσουπα αυγολέμονο με μπόλικο λεμόνι που όλοι απόλαυσαν, γιατί ήταν, εδώ που τα λέμε, ό, τι έπρεπε για το ταλαιπωρημένο από τις γευστικές υπερβάσεις στομάχι τους.
Επιστροφή στη ρουτίνα
Και λίγο πριν φέξει η πρώτη μέρα του 1937, ήρθαν τα αυτοκίνητα να πάρουν τις κυρίες για τα σπίτια τους. Οι κύριοι έμειναν φυσικά για να τακτοποιήσουν το λογαριασμό.
Ήταν μια μοναδική βραδιά για όλους που την χάρηκαν. Και τον λόγο μας εξηγεί με την περίτεχνη γραφίδα του ο Μιχαήλ Μύρ. Παπαδάκις, υπέρμαχος της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, που αναφέρεται στο περιστατικό αυτό και το σχολιάζει:
«Ποτέ δεν έγινε στο Ρέθεμνος, τόσο εξευγενισμένη ψυχαγωγία. Ήταν μια ευκαιρία για να καταλάβει κάποιος αυστηρά προσκολλημένος στις παραδόσεις ότι και τα κατώτατα κοινωνικά στρώματα δεν ήταν απόλυτα βούρκος. Οι συμπεριφορές δημιουργούν καταγώγια. Οι άνθρωποι που κρύβονται εκεί ίσως να διαθέτουν ψυχικούς θησαυρούς αλλά η αδυσώπητη μοίρα, οι ανάγκες που παρακολουθούν κάθε ανθρώπινη ύπαρξη, και θλιβερά γεγονότα είναι συνηθισμένο να τους οδηγούν στο χάος, σε τόπους εντελώς διαφορετικούς από αυτούς που τους προόριζε η θεία πρόνοια…».