Το άρθρο του συμπολίτη Μιχάλη Τζεκάκη για τον Παντελή Γενεράλη την περασμένη εβδομάδα μου υπενθύμισε μια ακόμα υποχρέωσή μας. Ως γνωστόν ο ίδιος είχε ξεκινήσει από τη Δημόσια Βιβλιοθήκη, με μέντορα τον Πολύβιο Τσάκωνα και συνάδελφο τον Μάρκο Γιουμπάκη, και της είχε προσδώσει έναν άλλο αέρα, ακόμα πιο πνευματικό και οραματικό. Είχε συνεχίσει με τη Βιβλιοθήκη του Πανεπιστημίου Κρήτης, ξεκινώντας εκεί κυριολεκτικά εκ του μηδενός. Τον θυμόμαστε αρχικά στο ισόγειο της οικίας Παγώνη στη Λεωφόρο, με αδειανά τα ράφια στους τοίχους και λίγα χρόνια μετά στις εγκαταστάσεις στα Περιβόλια με δεκάδες χιλιάδες τόμων. Από τα τραπεζοκαθίσματά της είχαν περάσει μερικοί από τους σημαντικότερους σήμερα επιστήμονες των ανθρωπιστικών επιστημών στην Ελλάδα. Ήδη την εποχή εκείνη η Πανεπιστημιακή Βιβλιοθήκη ήταν μία από τις καλύτερες στο είδος της στη χώρα.
Κατάφερε να τη μεταφέρει μέσα σε ελάχιστες μέρες στις πρότυπες εγκαταστάσεις της στην Πανεπιστημιούπολη του Γάλλου, τις οποίες εν πολλοίς είχε σχεδιάσει ο ίδιος. Η μεγαλύτερή του όμως επιτυχία δεν ήταν το μέγεθος και η ποιότητα των συλλογών της, ούτε και η πρότυπη λειτουργία της: ήταν το γεγονός ότι ήταν κεντρική κι όχι διασπασμένη κατά σχολές, όπως το ζήσαμε στο πετσί μας όσοι είχαμε την ατυχία να μελετούμε σε βιβλιοθήκες άλλων πανεπιστημίων κατά τις σπουδές μας. Παράλληλα ο Μιχάλης Τζεκάκης αποτέλεσε το συνδετικό κρίκο της πόλης με το Πανεπιστήμιό της, όπως και τον σταθερό πόλο για το ίδιο το Πανεπιστήμιο, μερικοί από τους καθηγητές του οποίου συναγωνίζονταν με τους φοιτητές τους ποιος θα αναχωρήσει πιο γρήγορα από τη μικρή μας πόλη.
Την προσφορά του έχουν αναγνωρίσει όλοι οι επαΐοντες: το Πανεπιστήμιο Κρήτης, με το χρυσό του μετάλλιο, η Ένωση Ελλήνων Βιβλιοθηκαρίων με την έκδοση τιμητικού γι’ αυτόν Τόμου, η εν Αθήναις Αρχαιολογική Εταιρεία, το Πανεπιστήμιο Κύπρου, η Βιβλιοθήκη της Βουλής και η Αρχιεπισκοπή Αλβανίας. Όμως, ως γνωστόν, ουδείς προφήτης στον τόπο του: η ίδια η πόλη του δεν τον έχει τιμήσει, απ’ όσο μπορώ να γνωρίζω. Είχα κάνει σχετική πρόταση στην Επιτροπή Βραβείων Ήθους και Κοινωνικής Προσφοράς το τελευταίο έτος λειτουργίας της, η οποία είχε γίνει μεν ευμενώς δεκτή, αλλά για την επόμενη χρονιά, που δεν ήρθε ποτέ. Ο μακαρίτης Γιάννης Χαλκιαδάκης μού είχε τότε απαντήσει χαρακτηριστικά ότι ο Μιχάλης Τζεκάκης «ήταν μικρός ακόμα και μπορούσε να περιμένει για ένα χρόνο».
Το έργο του Μιχάλη Τζεκάκη πρέπει να γίνει γνωστό και να τιμηθεί και στον τόπο που παρήχθη στο μεγαλύτερό του μέρος. Ο εκ των διαδόχων του Μιχάλης Κουκουράκης, που συμμετέχει και στο Εφορευτικό Συμβούλιο της Δημόσιας Βιβλιοθήκης, έχει τον πρώτο λόγο και πρέπει να κάνει την πρώτη κίνηση για σχετική εκδήλωση. Και βέβαια, όπως θα φανεί εκεί, το έργο αυτό είναι πολύ μεγαλύτερο από το σχετικό με το βιβλίο και τη γνώση: είναι θρησκευτικό, είναι πολιτιστικό (θυμόμαστε τα μαθήματα αγγλικών του στη ΧΕΝ της οδού Τζανέ Μπουνιαλή) και είναι επίσης πνευματικό: ο Μιχάλης Τζεκάκης δεν λείπει τις τελευταίες δεκαετίες από κανένα από τα μεγάλα πνευματικά καλέσματα του τόπου. Την περίοδο αυτή αγωνίζεται για μια έκδοση σχετική με την προσφορά του Γιάννη Κουμεντάκη.
Παραμένει πάντα δοτικός, πάντα οραματικός, πάντα σεμνός και πάντα ουσιαστικός. Να είναι καλά στην υγεία του και να εξακολουθήσει να διαθέτει καθαρό μυαλό για πολλά ακόμη χρόνια!