Γνώρισε το Ρέθυμνο για πρώτη φορά το 1966 όταν ήρθε οικογενειακώς με την ευκαιρία που ο πατέρας της συμμετείχε στο «Ηφαίστειο» του Παντελή Πρεβελάκη. Ούτε και που το φανταζόταν όμως ότι θα ερχόταν και «νύφη» στην πόλη μας συνδέοντας τη ζωή της με τον πολιτικό μηχανικό κ. Γιάννη Μοάτσο και θα έμενε μόνιμα πια στη Πηγή Ρεθύμνου.
Η αναφορά μας στην εμπνευσμένη αρχιτέκτονα κ. Μαρία Λουίζα Μοάτσου, που μας απασχόλησε πρόσφατα με την σημαντική της παρέμβαση στη βίλα Νικολάου Ασκούτση που θα γίνει το νέο σπουδαίο αξιοθέατο στην περιοχή.
Κόρη του μεγάλου μας ηθοποιού Νίκου Τζόγια ευτύχησε να ζήσει την πόλη μας σε μια από τις πιο σημαντικές καλλιτεχνικές της στιγμές. Τότε που με την ευκαιρία της εκατονταετηρίδας κατέβηκε όλο το «βαρύ πυροβολικό» του Εθνικού Θεάτρου για να δοθεί η μεγαλειώδης εκείνη παράσταση που άφησε εποχή.
Με την ευκαιρία της ενημέρωσης που μας έκανε για το αρχοντικό Ασκούτση, ζητήσαμε από την κ. Μαρία Λουίζα να θυμηθεί για τους αναγνώστες μας τη ζωή με τον πατέρα της και την περίοδο που βρέθηκε μικρό παιδί στο Ρέθυμνο για την παράσταση. Κι είχαμε την ευκαιρία να απολαύσουμε μια εξαιρετικού ενδιαφέροντος συζήτηση.
Η ζωή με τον πατέρα …Πως ήταν αλήθεια;
Μαγικά διαφορετική! Το θέατρο ήταν πάντα παρόν στη ζωή μας. Όταν ο μπαμπάς μελετούσε έναν καινούργιο ρόλο, περνούσε ώρες ατελείωτες στο σπίτι επαναλαμβάνοντας μεγαλόφωνα κάθε σκηνή. Εγώ μικρούλα έπαιζα δίπλα του σιωπηλά για να ακούω τα ακαταλαβήστικα λόγια ενός παραμυθένιου στ’ αφτιά μου κόσμου. Συχνά αποστήθιζα κι εγώ ολόκληρα κατεβατά που θυμάμαι μέχρι σήμερα. Οι βασικές καλοκαιρινές διακοπές μας ήταν πάντα στην Επίδαυρο, όπου κάναμε παρέα με τα παιδάκια από το Λυγουριό και παιδιά άλλων ηθοποιών και τεχνικών του Εθνικού Θεάτρου. Η συνηθισμένη βραδινή διασκέδασή μας ήταν να παρακολουθούμε τις πρόβες ξανά και ξανά από τις τελευταίες κερκίδες του αρχαίου θεάτρου, σχολιάζοντας και συχνά διακωμωδώντας την πλοκή και τους ρόλους. Στο τέλος μαθαίναμε ολόκληρες τραγωδίες απ’ έξω. Μεγαλώνοντας καμάρωνα πολύ να κυκλοφορώ στο πλευρό του μπαμπά μου. Διασκεδάζαμε με την αμηχανία όσων δεν ήξεραν ότι είμαι η κόρη του και ώσπου να με συστήσει νόμιζαν ότι συνοδευόταν από κάποια «μικρούλα»…
Πώς νοιώθετε σήμερα αναλογιζόμενη πόσες κορυφές της υποκριτικής προλάβατε να γνωρίσετε από κοντά;
Αν και ο μπαμπάς μου μας κρατούσε μακριά από τα παρασκήνια, στο σπίτι μας μπαινόβγαιναν πολλοί φίλοι από το χώρο του θεάτρου και γενικότερα της τέχνης. Άλλωστε στην Επίδαυρο είχαμε την ευκαιρία να ζήσουμε από κοντά όχι μόνο σημαντικούς ανθρώπους αλλά και το δημιουργικό τους πάθος πάνω και γύρω από τη σκηνή. Σκηνοθέτες, ηθοποιοί, σκηνογράφοι, μουσικοί, χορογράφοι και συγγραφείς που έχουν αφήσει ανεξίτηλο στίγμα στην ελληνική πνευματική ζωή. Από κάποιους έχω προσωπικά ενθύμια, φωτογραφίες και αφιερώσεις. Από άλλους έχουν μείνει μόνο ζωηρές αναμνήσεις και συχνά λυπάμαι που θα χαθούν στιγμιότυπα, φράσεις και εικόνες από τους αληθινούς ανθρώπους και θα μείνουν γι’ αυτούς μόνο μερικές γραμμές στη Wikipedia. Ή ούτε κι αυτό…
Πότε ήρθατε στο Ρέθυμνο και με ποια αφορμή;
Το καλοκαίρι του 1966 το Εθνικό Θέατρο συμμετείχε στους εορτασμούς για την 100ετηρίδα του ολοκαυτώματος του Αρκαδίου με την παράσταση του έργου του Παντελή Πρεβελάκη «Το Ηφαίστειο». Ήταν η πρώτη φορά που το Εθνικό Θέατρο έπαιζε στην Κρήτη και για να τιμήσει το γεγονός κατέβασε όλο το βαρύ του πυροβολικό με πρώτους το ζεύγος Μινωτή-Παξινού.
Τι εντύπωση σας έδινε η πόλη εκείνη την εποχή;
Μαγευτική! Πρώτα πρώτα στα παιδικά μου μάτια ήταν κάτι το υπέροχο η επαφή της πόλης με τη θάλασσα. Το ενετικό λιμανάκι ήταν γεμάτο ψαράδες που καθάριζαν τα δίχτυα τους και μύριζε αρμύρα. Ο μπαμπάς μου μας έδειχνε ένα-ένα όλα τα παλιά κτίσματα – τότε ακόμα ετοιμόρροπα – και μας διηγόταν την ιστορία τους. Μεγάλη όμως εντύπωση μου είχαν κάνει και τα… ζαχαροπλαστεία του Ρεθύμνου με τα καταπληκτικά γλυκά, τα «βραχάκια» και τις «Ζοζεφίνες»!
Παρακολουθούσατε πρόβες;
Όχι. Ήταν από τις περιπτώσεις που εμείς τα παιδιά είχαμε πιο σημαντικά πράγματα να κάνουμε και με τη μαμά μου δεν χάναμε ευκαιρία να τριγυρίσουμε σε κάθε γωνιά της πόλης όταν ο μπαμπάς ήταν στην πρόβα. Άλλωστε οι περισσότερες δοκιμές είχαν ήδη γίνει στην Αθήνα.
Πως αισθανθήκατε παρακολουθώντας την παράσταση. Είχε κόσμο; Τι ατμόσφαιρα επικρατούσε;
Σε αντίθεση με τη μυσταγωγική ατμόσφαιρα της Επιδαύρου και την τυπικότητα στο νεοκλασικό θεάτρου του Τσίλλερ στην Αθήνα, στο Ρέθυμνο είχε επικρατήσει μια διάχυτη ευφορία και μια πραγματικά πανηγυρική διάθεση. Αυτό δε σημαίνει απουσία συγκίνησης. Αντίθετα νομίζω ότι το έργο και η παράσταση είχαν συγκλονίσει. Τουλάχιστον εγώ θυμάμαι ακόμα την τελευταία σκηνή όπου ένα υποτιθέμενο παιδί -ο πολύ καλός ηθοποιός Νίκος Φιλιππόπουλος- σκαρφαλωμένο κάπου ψηλά, χανόταν μέσα σε μια βροντή φωνάζοντας «Σ’ αφήνω γεια παντέρμη Κρήτη. Κοίτα ένα παιδί σου πως πετά!». Και το κοινό χειροκροτούσε επί ώρα όρθιο και δακρυσμένο.
Ο πατέρας σας είχε άγχος;
Ο μπαμπάς μου είχε πάντα άγχος. Και πρόσεχε πολύ πριν την παράσταση να είναι σε καλή φυσική κατάσταση, δεν έκανε ούτε μπάνιο στη θάλασσα για να μη βραχνιάσει και έχει πρόβλημα με τη φωνή του. Άλλωστε διηγόταν πάντα τη γνωστή πλέον απάντηση που είχε δώσει η Κατίνα Παξινού σε μια νεαρή ηθοποιό που δήλωνε ότι δεν είχε καθόλου τρακ πριν ανέβει στη σκηνή: «Μα χρυσό μου, το τρακ πάει με το ταλέντο».
Που φιλοξενηθήκατε; Τι σας εντυπωσίασε περισσότερο από τη φιλοξενία σας; Διατηρήσατε σχέση με τη οικογένεια;
Εποχή που στο Ρέθυμνο υπήρχε νομίζω μόνο το Ξενία, κατέφθασε το κλιμάκιο του Εθνικού Θεάτρου με πάνω από 40 ηθοποιούς, και άλλους τόσους τεχνικούς και καλλιτεχνικούς συντελεστές! Επειδή ήταν Αύγουστος, οι περισσότεροι είχαν μαζί και τις οικογένειές τους, ενώ κατέφθασαν για την περίσταση δημοσιογράφοι και επίσημοι προσκεκλημένοι από την Αθήνα, δηλαδή μια κανονική εισβολή! Για το θίασο άνοιξαν τα σπίτια τους οι κάτοικοι της πόλης και είχαμε την ευκαιρία να ζήσουμε από πρώτο χέρι την περίφημη κρητική φιλοξενία! Εμείς που ήμασταν 4 άτομα, μείναμε στο σπίτι του γιατρού Καλόφωνου που μας διέθεσε την οφθαλμολογική κλινική του στο ισόγειο πίσω από τον Κήπο. Έμοιαζε με σουίτα ξενοδοχείου! Αλλά η ωραιότερη έκπληξη ήταν η γνωριμία μας με την ίδια την οικογένεια, το γλυκύτατο ζεύγος Καλόφωνου και τις δυο κόρες τους τη Μαίρη και τη Σοφία. Στη συνέχεια διατηρήσαμε στενές σχέσεις και όταν η Μαίρη, που είχε υπέροχη φωνή, ήρθε για μουσικές σπουδές στην Αθήνα, είχε μείνει αρχικά στο σπίτι μας. Θυμηθήκαμε με συγκίνηση πολλά στιγμιότυπα από το καλοκαίρι του 66 με τη Σοφία, πριν μερικούς μήνες.
Πόσο μείνατε στο Ρέθυμνο μετά; Είχατε κάποια περιπέτεια;
Μετά τις τρεις θριαμβευτικές παραστάσεις του Ηφαίστειου ο μπαμπάς μου πήρε την άδειά του και μείναμε στο νησί για ένα μήνα γυρνώντας κάθε γωνιά από τα Χανιά μέχρι τη Σητεία και την Ιεράπετρα, κάθε χωριό, οροπέδιο, παραλία και αρχαιολογικό χώρο. Τη μεγάλη όμως περιπέτεια τη ζήσαμε πριν αφήσουμε το Ρέθυμνο, όταν θελήσαμε να περάσουμε το φαράγγι της Σαμαριάς. Τότε δεν υπήρχε καμία οργάνωση και υποδομή και μοναδική πηγή πληροφοριών ήταν ο δίτομος Τουριστικός Οδηγός της Ελλάδος της ΕΛΠΑ, σύμφωνα με τον οποίο στα μισά του φαραγγιού υπήρχε ένα φιλόξενο χωριό με καφενείο για να ξεκουραστεί κανείς. Έτσι πήραμε από ένα παγουράκι νερό και -καθώς οι ηθοποιοί δουλεύουν βράδυ και ξυπνούν αργά το πρωί- ξεκινήσαμε μεσημεράκι κάτω από τον αυγουστιάτικο ήλιο να κατέβουμε ολομόναχοι, δυο ενήλικες και δυο παιδιά, το φαράγγι. Όταν αργά το μεσημέρι, κουρασμένοι, κάθιδροι και διψασμένοι φτάσαμε στο υποτιθέμενο χωριό διαπιστώσαμε ότι στη θέση του είχαν μείνει μερικά έρημα πέτρινα κτίσματα, καθώς είχε από καιρό απαλλοτριωθεί. Μπροστά στο φόβο του αγνώστου, ο μπαμπάς αποφάσισε να ανέβουμε πίσω το δρόμο που είχαμε κατέβει. Θυμάμαι την απελπισία εμάς των παιδιών, να μη μας αφήνουν να πιούμε από τα γεμάτα έντομα νερά και να καθίσουμε πάνω από 5 λεπτά για ξεκούραση. Μας μάζεψε νύχτα βαθιά η χωροφυλακή που είχε στο μεταξύ ειδοποιηθεί από τους ενήμερους για το εγχείρημά μας συνάδελφους του μπαμπά μου, αφυδατωμένους και εξουθενωμένους, κάπου πριν την κορυφή. Θυμάμαι που μας φρόντισαν δίνοντάς μας νερό σιγά-σιγά με το κουταλάκι και θυμάμαι ότι αισθανόμουν τα πόδια μου κομμένα. Θυμάμαι όμως και το κρητικό πιλάφι που φάγαμε αργότερα εκείνο το βράδυ …νομίζω το πιο νόστιμο φαί που έχω φάει σε όοοολη μου τη ζωή!..
Ο πατέρας σας ποιες εντυπώσεις απεκόμισε από το Ρέθυμνο; Μιλούσε γι’ αυτό;
Ο μπαμπάς μου ήταν μέγας λάτρης του κρητικού πνεύματος. Γνώριζε σε βάθος την κρητική λογοτεχνία και είχε παίξει σε πολυάριθμες παραστάσεις θεατρικών έργων του Παντελή Πρεβελάκη (Τα χέρια του ζωντανού Θεού το 1957, Το Ηφαίστειο το 1966, Λάζαρος το 1975) και του Νίκου Καζαντζάκη (Καποδίστριας το 1976 και το 1982, Βούδας το 1978, Σόδομα και Γόμορρα το 1983). Μετά το πρώτο αυτό ταξίδι μας λάτρεψε και τον ίδιο τον τόπο, τη φύση και τους ανθρώπους του. Και λάτρεψε το Ρέθυμνο.
Πώς έτυχε τώρα να σας έχουμε σχεδόν μόνιμα εδώ; Ποιες κατασκευές έχουν το όνομά σας;
Εδώ και 43 χρόνια που γνώρισα τον άντρα μου Γιάννη Μοάτσο, έχω πει άπειρες φορές πόσο τυχεροί είμαστε που η καταγωγή του είναι από το Ρέθυμνο. Ιδιαίτερα η Πηγή ήταν πάντα ένας παράδεισος για τα παιδιά μας και μέχρι σήμερα επιστρέφουν κάθε χρόνο πάντα με την ίδια χαρά και με τις δικές τους πια οικογένειες και φίλους. Είχα την τύχη πριν μερικά χρόνια να αναλάβω την ανακαίνιση του ξενοδοχείου Olympic Palladium στο κέντρο της πόλης και διαπίστωσα πόσο ευχάριστες ήταν οι συνθήκες εργασίας στο Ρέθυμνο, μακριά από την καθημερινή τρέλα της Αθήνας. Έχω κάνει επίσης τη μελέτη για το νηπιαγωγείο στο Ρουσσοσπίτι που κατασκευάστηκε με δωρεά του Ιδρύματος Μελά έπειτα από πρωτοβουλία του άντρα μου, που τότε ήταν Τεχνικός Σύμβουλος του ιδρύματος. Και φυσικά έχω κάνει κάποια έργα στην Πηγή με βασική πάντα επιδίωξη την ανάδειξη των τοπικών αρχιτεκτονικών στοιχείων. Χαρακτηριστικό δείγμα αποτελεί η πρόσφατη επέκταση του Σουπερμάρκετ του χωριού.
Πρόκειται για μια εμπνευσμένη παρέμβαση. Μιλήστε μας γι’ αυτήν.
Είναι το πρώτο σουπερμάρκετ του χωριού, με όλες τις προδιαγραφές που επιβάλλει το σύγχρονο λιανεμπόριο τροφίμων αλλά και ιδιαίτερη αισθητική. Είναι ένα πρότυπο της τάσης πολλών παραδοσιακών οικισμών να ισορροπούν αβέβαια ανάμεσα στη διατήρηση του χαρακτήρα που τους έδωσε το μακραίωνο παρελθόν τους και την οικονομική ευμάρεια που υπόσχεται η τουριστική εκμετάλλευση. Το χωριό Πηγή των περίπου 200 κατοίκων δίνει τη δική του συμβολή στο δύσκολο αυτό εγχείρημα. Στην καρδιά του οικισμού -που διαθέτει μοναδικά δείγματα παραδοσιακής αρχιτεκτονικής, καμαρόσπιτα και μακρινάρια. Όταν το 1962 η οικογένεια Δ. Καφφάτου άνοιξε το πρώτο της παντοπωλείο, κανείς δε μπορούσε να φανταστεί ότι ακριβώς μετά από μισό αιώνα το παλιό μπακάλικο θα έδινε τη θέση του αρχικά σε ένα μικρό σελφ σέρβις που λειτούργησε το 2012. Το σημαντικό όμως επίτευγμα της σημερινής επέκτασής του από το Στάθη Καφφάτο, δεν είναι η μετατροπή του συνοικιακού αυτού μίνι μάρκετ σε σύγχρονο σουπερμάρκετ, αλλά ο τρόπος διευθέτησης των νέων χώρων του όπου δυο συνεχόμενες πέτρινες καμάρες αναδεικνύονται σε βασικό αρχιτεκτονικό και διακοσμητικό στοιχείο του καταστήματος, που αναπαράγεται και στο λογότυπο της επιχείρησης. Ο πολύχρωμος καμβάς που συνθέτουν τα εμπορεύματα, αραδιασμένα σε λιτά, σκουρόχρωμα μεταλλικά ράφια, αφήνει να κυριαρχούν τα αψιδωτά ανοίγματα και η λιθοδομή του παραδοσιακού κτίσματος. Παλιά χρηστικά αντικείμενα και συσκευές συνδέουν το παρελθόν με το σήμερα, ενώ η σήμανση των προϊόντων γίνεται με πρωτότυπες, δίγλωσσες επιγραφές. Και καθημερινά οι πελάτες δεν περιορίζονται στη λίστα με τα ψώνια τους. Οι κάτοικοι της Πηγής θυμούνται και οι τουρίστες -όλο και πιο πολυάριθμοι- μαθαίνουν, ρωτούν και δοκιμάζουν τα εξαιρετικά παραδοσιακά προϊόντα της περιοχής.
Γιατί αγαπάτε την Πηγή; Μιλήστε μας για τις προοπτικές ανάπτυξης της περιοχής;
Η Πηγή είναι ένα πανέμορφο χωριό που έχει τα πάντα: έχει πλούσια ιστορία, έχει έναν γοητευτικό πυρήνα μεσαιωνικής ρυμοτομίας -το Μακρύ Στενό- με εξαιρετικά δείγματα παραδοσιακής αρχιτεκτονικής, έχει υπέροχη φύση και ένα μοναδικό μικροκλίμα. Κυρίως όμως έχει θαυμάσιους ανθρώπους που δίνουν στο χωριό μια απίστευτη δυναμική με επιχειρήσεις, εκδηλώσεις και δραστηριότητες. Ο άντρας μου κι εγώ έχουμε εδώ και χρόνια δραστηριοποιηθεί βοηθώντας με την εμπειρία μας ως μηχανικοί τις προσπάθειες βελτίωσης τόσο του δημόσιου όσο και του ιδιωτικού χώρου στην Πηγή. Ο εξαιρετικά δραστήριος Πολιτιστικός Σύλλογος Πηγής – Αγίου Δημητρίου δεν φροντίζει απλά τον εξωραϊσμό κάποιων σημείων του χωριού ή τη διοργάνωση κάποιων ευχάριστων εκδηλώσεων για τους κατοίκους. Έχει συσπειρώσει τους νέους που σε πείσμα της αστυφιλίας προηγούμενων γενιών, δραστηριοποιούνται στο χωριό και χαράζουν μια ανοδική πορεία στην ποιότητα και την αισθητική της καθημερινής ζωής όλων μας. Είμαι ιδιαίτερα περήφανη γι’ αυτούς και εξαιρετικά αισιόδοξη για το μέλλον του τόπου.