Έχουν περάσει 72 χρόνια χωρίς να έχει αναφερθεί από κανέναν, αλλά και να μην γνωρίζει κανείς από τους νεότερους πως στους πρόποδες του Βρύσινα υπήρχε και υπάρχει ακόμα μια σπηλιά, που την Κατοχή φιλοξένησε οικογένειες από τα χωριά Καπεδιανά και Μύλοι, όταν το 1941 κηρύχθηκε ο Γερμανικός πόλεμος εναντίον της χώρας μας.
Σήμερα εντελώς ξαφνικά πήγε η σκέψη μου στους πρόποδες του Βρύσινα στη θέση μεταξύ Πλατύλαγγου και Κισσοχάρακα εκεί που είναι η σπηλιά. Θυμήθηκα που είχα την ηλικία των 7 ετών το Μάιο του 1941 και που χτύπησε η καμπάνα της εκκλησίας μας μόλις είχε φέρει το μαντάτο κάτοικος του Χρωμοναστηρίου ότι οι Γερμανοί φθάσανε στο Ρέθυμνο και ότι σύντομα θα βρεθούν κοντά μας.
Την άλλη ημέρα το μεσημέρι, πέσανε τρεις βόμβες, μάλλον για εκφοβισμό, λίγο πιο πάνω από το χωριό στη θέση Αλώνια. Οι δυο σκάσανε και είχανε δυνατό θόρυβο με καπνούς ενώ η μια καρφώθηκε 100 μέτρα πιο πάνω εντός του εδάφους χωρίς να σκάσει.
Φόβοι – κλάματα – φωνές, στους δρόμους μεγάλοι και παιδιά, μήπως οι επόμενες πέσουν μέσα στο χωριό και σκοτωθούν όλοι. Ανάστατοι οι κάτοικοι αποφασίσανε να φύγουν για τα βουνά σε σπηλιές, όπου υπήρχαν. Άκουσα τη μάνα μου που έλεγε: «Σωθήκαμε από την Μ. Ασία, τώρα εδώ θα είναι το τελευταίο μας».
Οι οικογένειες: Τσαχπίνη Π. – Κεχαγιά Ι. – Ματθαίου Κ. – Σκουμπελιανού Ν. «Δεληγιαννάκη» και οικογ. Δρυγιαννάκη Ζ. από τους Μύλους πήγανε στη σπηλιά του Βρύσινα που την ξέρανε ότι είναι καλή για το καταφύγιό τους.
Η οικογένειά μας φόρτωσε ότι μπορούσε, τρόφιμα, ρούχα στο γάιδαρο και όταν σουρούπωνε φύγανε για τη σπηλιά.
Τα μεγάλα αδέλφια μου περπατούσανε, ενώ τα μικρά στον γάιδαρο και στους ώμους των γονέων μας. Εμένα με πήρε στον ώμο του ο εξάδελφός μου Γεωργάκης του θείου μου και τον κρατούσα από τα μαλλιά του να μην πέσω. Φθάσαμε στη σπηλιά μόλις σκοτείνιαζε. Όλων τα παιδιά πήγαμε στο βάθος αυτής για να κοιμηθούμε και οι γονείς λίγο πιο έξω.
Την άλλη μέρα το πρωί, έξω δεξιά και αριστερά της σπηλιάς η κάθε οικογένεια, έκανε ένα τζάκι με δυο πέτρες για να ψήνει με ξύλα το φαγητό της. Εκεί κοντά είχε τη μάντρα με τα πρόβατά του ο θείος μου και είχαμε μπόλικο γάλα να πίνουν όλοι.
Κατά διαστήματα φεύγανε οι γονείς όταν θέλανε να πάρουν ρούχα ή τρόφιμα και πηγαίνανε στα σπίτια τους, όχι όμως όλοι μαζί, ούτε από τον ίδιο δρόμο για να μην τους πιάσουνε οι Γερμανοί και μάθουνε που μένουμε ή να τους κάνουν κάποιο κακό.
Θυμάμαι που δεν είχαμε ψωμί και πρωί – πρωί έφυγε η μάνα μου και πήγε στο σπίτι μας να ζυμώσει. Το βράδυ που γύρισε μας έφερε ψωμιά ζεστά μέσα στο κοφίνι στον ώμο της. Φάγαμε μόνο ψωμί, γιατί δεν πρόλαβε να μαγειρέψει φαγητό.
Επίσης θυμάμαι ένα βράδυ το γιο της οικογένειας Δρυγιαννάκη Ζ. τον Αντώνη (15 ετών) που τον δάγκωσε σκορπιός στο δεξί του χέρι και πρήστηκε. Ένας από τους γονείς φώναξε: «ζεστάνετε γρήγορα γάλα να το βάλει μέσα κάμποσες ώρες». Πράγματι το έκανε και έγινε καλά.
Και ακόμα το νερό που μαγειρεύαμε και που πίναμε όλοι, το παίρναμε από ένα κοντινό πηγάδι, εκεί που ποτίζανε και τα πρόβατά τους οι χωριανοί. Το βάζανε στους τενεκέδες που μεταφέρανε το γάλα και με τον γάιδαρο το πηγαίνανε στη σπηλιά.
Στη σπηλιά πρέπει να μείναμε γύρω στις 20 ημέρες. Κάποια μέρα ένας από τους γονείς που πήγαινε στο χωριό, στο δρόμο συνάντησε Γερμανούς και δεν του είπανε τίποτα. Τότε γύρισε πίσω και το είπε σε όλους, οπότε πήρανε την απόφαση αφού δεν υπάρχει κανείς κίνδυνος να γυρίσουμε στα σπίτια μας, στις δουλειές μας.
Στη συνέχεια οι Γερμανοί στην κορυφή του Βρύσινα εγκατέστησαν φυλάκιο με αρκετό αριθμό ατόμων και την γύρω περιοχή την περιέφραξαν με αγκαθωτό συρματόπλεγμα, τοποθετώντας εντός και εκτός αυτού νάρκες.
Σε όλο το χρονικό διάστημα της παραμονής τους εκεί, τα γύρω χωριά δεν αντιμετώπισαν μαζί τους σοβαρά προβλήματα, ίσως γιατί ο Διοικητής τους, όπως μάθαμε αργότερα, ήταν Ελληνοαυστριακός καθότι η μάνα του ήτανε Ελληνίδα και γι’ αυτό μιλούσε πολύ καλά την ελληνική γλώσσα και είχε το όνομα Γιώργος. Επίσης και όλοι οι στρατιώτες του ήτανε από την Αυστρία. Ο φόβος όμως υπήρχε πάντοτε, εμπιστοσύνη δεν τους είχαμε γιατί είχε ακουστεί ότι σε άλλα μέρη της Κρήτης, πολλοί χάσανε τη ζωή τους.
Όταν το 1945 φύγανε, οι κάτοικοι του χωριού χωρίς φόβο πλέον αρχίσανε εντατικά να εργάζονται για να φύγουν από τις στερήσεις που είχανε τα χρόνια της Κατοχής.
Τη σπηλιά όλοι μας επί χρόνια την είχαμε στη σκέψη μας και τα όσα βιώσαμε εκεί με το φόβο μήπως ξαφνικά πέσει βόμβα επάνω μας να χαθούμε όλοι και την πείνα που τραβήξαμε όλες τις ημέρες. Μετά που περνούσαμε από εκεί να πάμε στο θέρος, στον τρύγο, στα σύκα κ.λπ. το μάτι μας καρφωνόταν εκεί.
Όταν μεγαλώσαμε, παιδιά τότε, φύγαμε από το χωριό για μια καλύτερη επαγγελματική σταδιοδρομία, οπότε η διαβίωσή μας σταμάτησε και αποτελούσαν όλα, παρελθόν αλλά όμως μείνανε ρίζες αυτών βαθιά μέσα μας και σήμερα αυτές φέρανε στη μνήμη μου τα όσα βιώσαμε στη σπηλιά και σε όλη την γερμανική Κατοχή.
Η περιοχή μαζί και η σπηλιά μετά μέχρι σήμερα έχουν δεχθεί την πλήρη εγκατάλειψη της πολιτείας από τους εκάστοτε αρμόδιους που είχανε την ευθύνη.
Με προφορική μου ενημέρωση των νέων της περιοχής μας για την εν λόγω σπηλιά, προσέφεραν την επιθυμία τους να την επισκεφτούμε μαζί και παράλληλα έγινε λόγος για καθαρισμό αυτής και να τοποθετηθεί πινακίδα να ενημερώνει τους διερχόμενους να την επισκέπτονται για να γνωρίσουν ότι η σπηλιά αυτή φιλοξένησε πολλές ζωές για να σωθούν από τον πόλεμο που είχε η πατρίδα μας.
Και τέλος, μου ζητήσανε οι νέοι ως μεγαλύτερος που είμαι του χωριού να τους ενημερώσω σε ότι άλλο γνωρίζω για την εκκλησία, αν υπάρχουν άλλα σπήλαια, για το γερμανικό φυλάκιο τους είπα: χαίρομαι για το ενδιαφέρον σας, μου δίνετε δύναμη και θα το πράξω, όχι μόνο αυτό και ότι άλλο θέλετε. Εξάλλου εμείς οι ηλικιωμένοι είμαστε υποχρεωμένοι να σας ενημερώνουμε για όλα μέχρι σήμερα.
* Ο Γιάννης Τσαχπίνης είναι
απόστρατος αξιωματικός, ήταν τότε 7 ετών και γράφει όπως τα
θυμάται σήμερα, 80 ετών