Οι κοινοτάρχες της Πάρου και της Αντιπάρου διατάχθηκαν, ούτε λίγο ούτε πολύ, να παραδώσουν τα ονόματα 125 κατοίκων για να τους εκτελέσουν οι καταχτητές.
Υπεύθυνοι για την εκτέλεση των ανδρών ήταν ο Ταγματάρχης και διοικητής του νησιού Τζωρτζ φον Μέρεμπεργκ.
Ο φον Μέρεμπεργκ από την πλευρά της μητέρας του ήταν ρωσικής καταγωγής. Από την πλευρά του πατέρα του ήταν γόνος μεγαλοαστικής οικογένειας με τις παλαιές, γερμανικές παραδοσιακές αρχές. Περιφρονούσε και απεχθανόταν τους κτηνώδεις, άξεστους Ναζί και τις βάρβαρες και απάνθρωπες ενέργειές τους και ποτέ δε δίστασε να κάνει τα αισθήματά του σαφή. Κάποτε στο παρελθόν είχε περάσει από στρατοδικείο δύο φορές, επειδή δε δέχτηκε, εξευτελιστεί με το γνωστό ναζιστικό χαιρετισμό.
Η μέθοδος των αντιποίνων όπως και η εκτέλεση αμάχων προκαλούσε αισθήματα αηδίας στο Γερμανό αξιωματικό. Τα δικά του πιστεύω περιλάμβαναν εντιμότητα και ανθρωπιστική συμπεριφορά απέναντι των αμάχων. Ένας αξιωματικός δεν μπορούσε να καταντήσει μυσαρός δολοφόνος.
Το χειμώνα του 41-42 γλύτωσε από το εκτελεστικό απόσπασμα τη ζωή τριών νεαρών Γερμανών πιλότων, που είχαν καταδικαστεί σε θάνατο, επειδή είχαν σατιρίσει το Χίτλερ και το Μουσολίνι.
Ο φον Μέρεμπεργκ γι’ αυτό το λόγο θεωρείτο ως persona non grata (ανεπιθύμητο πρόσωπο) και είχε υποστεί σοβαρή, δυσμενή υπηρεσιακή μονιμότητα. Εξ’ αυτού του λόγου δεν ήθελα να γίνει και δεν έγινε ποτέ μέλος του ναζιστικού κόμματος.
Εν τούτοις παρά τις ανθρωπιστικές, λογικές απόψεις του κατά του συστήματος των αντιποίνων ήταν αναγκασμένος, εξ αντικειμένου, να εκτελέσει τις εντολές, που προερχόταν από το Χίτλερ, διότι διαφορετικά θα έστελναν τον ίδιο στο εκτελεστικό απόσπασμα.
Ο τότε Ηγούμενος της Ι. Μονής Λογγοβάρδων της Πάρου, θεοσεβής, αλλά και δραστήριος και τολμηρός, Φιλόθεος Ζερβάκος συγκρότησε μιαν επιτροπή από τους κοινοτάρχες της Πάρου με σκοπό τη σωτηρία των Παριανών.
Ο πατέρας Φιλόθεος πάντοτε ακλόνητος στην πίστη του στο Χριστό, πήρε την παράτολμη απόφαση, να απευθύνει πρόσκληση στο Γερμανό Διοικητή της Πάρου, να επισκεφθεί το Μοναστήρι. Ο φον Μέρεμπεργκ κατέφθασε το επόμενο πρωί (Κυριακή 23 Ιουλίου 1944) με τη συνοδεία έξη ανδρών, αξιωματικών και στρατιωτών και έναν διερμηνέα.
Οι μοναχοί υποδέχθηκαν τους Γερμανούς επισκέπτες ως είθισται στα μοναστήρια, με περισσή χριστιανική αγάπη. Του Γερμανού Διοικητού του έκαναν εντύπωση οι βιβλικές μορφές των μεγαλύτερων αδερφών γερόντων. Η σχέση του με τον Ηγούμενο άρχισε να θερμαίνεται. Μετά την ιερή ακολουθία του όρθρου κάθισαν οι Γερμανοί μαζί με τους μοναχούς στο αρχονταρίκι για τον καθιερωμένο στα μοναστήρια καφέ και άξαφνα όλοι ξαφνιάστηκαν, όταν ο Γερμανός αξιωματικός ξεφωνίζοντας μια δυνατή κραυγή σηκώθηκε όρθιος. Πλησίασε σε ένα κάδρο στον τοίχο και έμεινε εμβρόντητος. Αναπάντεχα βρίσκεται μπροστά σε ένα απίστευτο γεγονός, σε μια θεϊκή σύμπτωση.
Το κάδρο αυτό απεικονίζει χωρίς καμιά αμφιβολία το χωριό της ρωσίδας μητέρας του, στη Γιάλτα της Κριμαίας. Το βλέμμα του Γερμανού αξιωματικού καρφώθηκε ώρα πολλή στην εικόνα. «Σ’ αυτή την ορθόδοξη εκκλησία, είπε, την οποία τους έδειξε στην εικόνα, όχι μόνο παρακολούθησα πολλές ακολουθίες της Κυριακής, όταν ήμουν μικρό παιδί μαζί με τον παππού μου και τη γιαγιά μου, αλλά είχα παρευρεθεί σε ορθόδοξους γάμους και βαπτίσεις». Τα μάτια των μοναχών βούρκωσαν και άρχισαν να σταυροκοπιούνται. Του εξήγησαν ότι την εικόνα εκείνη, την είχαν φέρει στη Μονή Λογγοβάρδας δύο Ρώσοι μοναχοί, οι οποίοι είχαν καταφύγει εκεί μετά τη διάλυση του μοναστηριού τους κατά τη Ρωσική επανάσταση.
Συγκλονισμένος ο Ηγούμενος Φιλόθεος έβλεπε, ότι ο δρόμος πια ήταν ανοιχτός και αναλογιζόταν με τι τρόπο … διπλωματικό, θα θέσει το κρίσιμο ζωτικό θέμα στο Διοικητή του νησιού. Μετά από το απίστευτο αυτό γεγονός αναθάρρησε. Ζήτησε να φύγουν όλοι από το αρχονταρίκι και παρέμεινε μόνο ο ίδιος, μαζί με το Γερμανό Αξιωματικό και το γερμανομαθή μοναχό ως διερμηνέα Νεκτάριο.
Αφού έμειναν μόνοι ο Ηγούμενος επικέντρωσε για πολλή ώρα αμίλητος το επίμονο βλέμμα του στον αξιωματικό. Χωρίς κανένα δισταγμό και χωρίς να κάνει πίσω, προχώρησε στα αποφασιστικά στο τολμηρό εγχείρημα. Του έθεσε το φλέγον θέμα ορθά κοφτά και χωρίς επιφυλάξεις. «Κύριε Διοικητά απευθύνομαι στα χριστιανικά σου αισθήματα και σου ζητώ τη σωτηρία των 125 μελλοθανάτων».
«Αυτό δεν μπορεί να γίνει» είπε ο φον Μέρεμπεργκ «Το ξέρω πολύ καλά ότι δεν είναι δίκαιο, ότι είναι ανήθικο, αλλά δεν εξαρτάται από εμένα. Εκτελώ διαταγές και οι διαταγές στο γερμανικό στρατό είναι απαραβίαστες και απαρέγκλιτες. Εάν τις παραβιάσω και δεν υπακούσω, θα στήσουν εμένα στο εκτελεστικό απόσπασμα. Ζήτησέ μου μιαν άλλη χάρη».
«Τότε η χάρη που σας ζητώ, είναι να στείλετε εμένα στο απόσπασμα αντί γι’ αυτούς».
«Κάτι τέτοιο θα μπέρδευε τις γερμανικές αρχές. Επομένως κι αυτό δε γίνεται».
«Κάντε μου τουλάχιστον μια προσωπική χάρη. Θερμά σας παρακαλώ στο όνομα του Εσταυρωμένου, πάρτε και μένα να με εκτελέσετε μαζί με τους 125. Σας ικετεύω και μέχρι την τελευταία μου στιγμή θα προσεύχομαι για σας».
Τα πρόσωπα των δύο ανδρών αντικρίστηκαν σιωπηλά για αρκετή ώρα. Ο Ηγούμενος είχε κατακλυστεί από αγωνία και άρχισε να κλαίει με αναφιλητά και να προσεύχεται. Ο φον Μέρεμπεργκ συγκινημένος από την αυτοθυσία του Ηγουμένου κοίταζε πότε αυτόν και πότε την εικόνα με τις αναμνήσεις των παιδικών του χρόνων.
Ο Ηγούμενος εναπόθεσε τις ελπίδες του και την πίστη που έτρεφε προς την Παναγία την προστάτιδα του νησιού και η πίστη του ανταμείφθηκε και οδήγησε στο ποθητό αποτέλεσμα. Ο Γερμανός κλονίστηκε και δε δίστασε να το ρισκάρει και πήρε τη γενναία και ορθολογική απόφαση:
«Ε λοιπόν. Σου τους χαρίζω», είπε. Όμως ο Τζωρτζ Μέρεμπεργκ στάθηκε τυχερός. Την εποχή εκείνη ο πόλεμος χανόταν για τους Γερμανούς. Ο Χίτλερ βρισκόταν τότε στο χείλος του γκρεμού με ολοκληρωτική καταστροφή και τα γεγονότα της Πάρου πέρασαν στα… ψιλά.