Παίρνουμε πάλι τα πυκνογραφημένα χειρόγραφα, όπου αποτύπωσε για μας τις αναμνήσεις του, από το ματωμένο Γενάρη του 1945, ο αείμνηστος Μανόλης Κούνουπας.
Περιγράφει από την αρχή τα γεγονότα και την ατμόσφαιρα που κυριαρχούσε στην πόλη όσο εκείνος και ο αδελφός του Ανδρέας κρύβονταν στο μισοερειπωμένο σπίτι της θείας Ευρυδίκης στη σημερινή οδό Κορνάρου. Στο καταφύγιο που τους βρήκε ο γιος της και θείος τους Γιώργης Κούνουπας. Ο άνθρωπος που έβαζε το κεφάλι του στη λαιμητόμο για να σώσει αθώους πατριώτες.
Μόλις πέρασαν τα πρώτα, αιματηρά γεγονότα, τα δυο αδέλφια, επέστρεψαν στο σπίτι τους αποφεύγοντας όμως να κυκλοφορούν.
Η πόλη στο μεταξύ ζούσε μέρες κολάσεως.
Οι τραμπούκοι για εκφοβισμό γύριζαν στους δρόμους μεθυσμένοι, τραγουδούσαν και πυροβολούσαν ακατάπαυστα. Η πόλη είχε νεκρωθεί. Μια διάχυτη θανάσιμη απειλή κρατούσε τους ανθρώπους μακριά από κάθε δραστηριότητα. Έκαναν βιαστικά τις όποιες υποχρεώσεις της ημέρας έπρεπε οπωσδήποτε να διεκπεραιώσουν κι έσπευδαν, μετά, να κλειδωθούν στα σπίτια τους από νωρίς.
«Θάνατος στους τραμπούκους του Γ.»
Συνεχίζει την αφήγησή του ο Μανόλης Κούνουπας:
«Μείναμε κλεισμένοι στο σπίτι μέχρι τις 26 Φεβρουαρίου που μας συνέβη ένα συγκλονιστικό όσο και απίστευτο γεγονός.
Κυκλοφόρησε στην πόλη μας μια προκήρυξη που έγραφε:
«Θάνατος στους τραμπούκους του Γ.».
Οι τραμπούκοι πήραν εντολή να βρουν πιθανούς ύποπτους και να τους εκτελέσουν πάραυτα. Η διαταγή ήταν ανέκκλητη.
Η ένοχη γραφομηχανή που τυπώθηκε η επίμαχη προκήρυξη ήταν στο σπίτι του Επονίτη Δορ.
Κάποιος σκέφτηκε να την ξεφορτωθεί, αφού ήταν ντοκουμέντο «φωτιά» και την έφερε σπίτι μας. Ο Ανδρέας που δεν τον ένοιαζε παρά μόνο η βοήθεια στους συντρόφους, όποτε χρειαζόταν, πήρε τη γραφομηχανή και την έκρυψε σ’ ένα πηγάδι στο πλυσταριό, λίγο πάνω φυσικά από το νερό, με σκοπό την άλλη μέρα να την πάει στο σπίτι των Μανωλέσηδων, στη Σοχώρα κι από ‘κεί στο Σύνταγμα του ΕΛΑΣ, με την ευθύνη της Κατίνας Μανωλεσάκη, κόρης του Μανωλέσου που αργότερα σκότωσαν φυγοδικούντα στην ανατολική Κρήτη.
Ο «Εφιάλτης» εν δράσει
Και στην περίπτωση αυτή ο «Εφιάλτης» βρήκε δουλειά να κάνει.
Κάποιο παιδί από αυτά που είχαν βάλει οι Εορίτες να παρακολουθούν, πρόσεξε τη διαδρομή για τη μεταφορά της γραφομηχανής, από το σπίτι του Δορ στο δικό μας, κι έσπευσε να πληροφορήσει τους δικούς του.
Λίγο μετά τα μεσάνυχτα μας ξύπνησαν πυροβολισμοί και δυνατά χτυπήματα στην εξώπορτα. Με αγριοφωνάρες ζητούσαν να τους ανοίξουμε. Η αδελφή μου η Ανδριανή έκλαιγε τρέμοντας σαν το ψάρι, η μητέρα μου είχε χλομιάσει. Ο πατέρας μας κρατούσε την ψυχραιμία του και προσπαθούσε να τις ησυχάσει.
«Η πόρτα είναι χοντρή τους έλεγε. Δεν μπορούν να τη σπάσουν, όσο κι αν τη χτυπούν με τους υποκοπάνους. Εξάλλου είναι γερά μανταλωμένη με δυο κόντρα σύρτες. Όσο και να προσπαθήσουν λοιπόν δεν μπορούν να την ανοίξουν».
Οι τραμπούκοι όταν απελπίστηκαν να χτυπούν προτίμησαν να ακολουθήσουν άλλη τακτική. Πήγαν στο διπλανό σπίτι του νομομηχανικού και ασκώντας τρομοκρατία, πέρασαν μέσα και από εκεί κατάφεραν να πηδήσουν στην ταράτσα μας, την πόρτα της οποίας ήταν εύκολο να διαρρήξουν.
Κατέβηκαν τη σκάλα πέντε – έξι πάνοπλοι με τα ντουφέκια κρεμασμένα και τα φυσεκλίκια με ύφος των Τούρκων όταν έμπαιναν στην Πόλη. Στάθηκαν στο χολ και μας τράβηξαν με τον Ανδρέα κοντά τους.
– Θα μας πείτε χωρίς πολλές κουβέντες που έχετε τη γραφομηχανή μας είπαν με άγριο ύφος.
– Ποια μηχανή θέτε, μωρέ, τροζαθήκατε; τους φώναξε ο πατέρας.
Σε απάντηση ένα αληθινό τέρας ο Περ. μια εγκληματική προσωπικότητα, μας έσπρωξε στο σαλόνι κι έκλεισε την πόρτα. Καθίσαμε με την αγωνία να καίει τα σωθικά μας.
Ο Περ κάθισε απέναντί μας και μας απευθύνθηκε τώρα με τα ονόματά μας:
«Ανδρέα και Μανόλη. Θέλω να μου πείτε που έχετε κρυμμένη τη γραφομηχανή».
Τον κοιτάζαμε και μας κοίταζε χωρίς να κάνουμε καμιά κίνηση ούτε θετική ούτε αρνητική.
Αν θυμάμαι καλά μείναμε έτσι για ένα πεντάλεπτο περίπου. Ο Περ. αγρίεψε, σηκώθηκε, μας έπιασε από τα χέρια και μας έσυρε με απάνθρωπη βία έξω. Μας πήγε κοντά στη σκάλα και φώναξε «Πάμε».
Ο πατέρας ξέσπασε, «Που πάτε τα παιδιά μου κακούργοι; Ότι πάθουν θα μου το πληρώσετε».
«Σκάσε μωρέ γέρο» ήταν η απάντησή τους.
«Μη τα παιδιά μου, σας παρακαλώ…»
Η μητέρα μου κλαίγοντας τους εκλιπαρούσε: «Μη παιδιά μου, μη σας παρακαλώ. Αφήστε τα παιδιά μου και θα σας αγαπώ. Δεν φοβάστε το Θεό. Λυπηθείτε με. Σκεφτείτε τη δική σας μάνα…».
Μιλούσε κλαίγοντας χωρίς να της δίνουν σημασία. Πήρε το παλτό μου και μου το έριξε στην πλάτη. Ένας από δαύτους το πήρε και το πέταξε χάμω.
«Εκειά που θα πάει δεν του χρειάζεται» της είπε υπονοώντας το τι θα επακολουθούσε.
Βγήκαμε έξω πρώτα ο Ανδρέας και μετά εγώ. Τότε είδα και τον προδότη Ήταν πολύ γνωστός και …φίλος. Θεός σχωρέστον.
Προχωρήσαμε, σε δυο ομάδες, το στενό της Βιτσένζου Κορνάρου. Όπως βαδίζαμε γνώρισα έναν από τους δεσμώτες μου. Είχαμε, σε ευτυχισμένους καιρούς, βρεθεί μαζί στις κατασκηνώσεις των παιδιών στον Ασώματο.
«Άφησέ με να φύγω» τον παρακάλεσα «Σάλευγε και σκάσε» μου απάντησε.
Επαέ πρέπει πως θα τσ’ αποτελειώσουμενε»
Οι άλλοι μισοί προπορευόμενοι με τον Ανδρέα σταμάτησαν ακριβώς στο τότε κομμωτήριο Σταγκουράκη, άρπαξαν τον αδελφό μου και τον έστησαν στον τοίχο.
«Επαέ πρέπει πως θα τσ’ αποτελειώσουμενε» ακούστηκε ο γνωστός μου να λέει στο διπλανό του.
Όταν πλησιάσαμε άκουσα έναν από αυτούς να λέει στον Ανδρέα:
«Ανδρέα άκουσέ με καλά. Θα σ’ αφήσω να πας στο καλό μόνο ανε μου τάξεις (υποσχεθείς) ότι θα ‘ρθεις να με βρεις στου Μηναδοβαγγέλη (καφενείο) και μου πεις που έχετε (η οργάνωση) κρυμμένη τη γραφομηχανή Εντάξει;».
Πάνω στην ώρα έφθασε τρέχοντας κοντά μας ένας από τους διώκτες μας, που είχε μείνει τελευταίος πίσω. Όπως μάθαμε, αργότερα από τη μητέρα μας, τον είχε αναγνωρίσει ο πατέρας μας. Ήταν κάποιος Σταύρος, που του έκανε καμιά φορά μεταφορές. Τον έπιασε, αδιαφορώντας για τον οπλισμό του, από το πέτο, και τον ταρακουνούσε, απειλώντας, ότι θα τον σκοτώσει αν πάθουμε κακό. Κι όπως έδειξε η συνέχεια μάλλον πως ο άθλιος αυτός τρομοκρατήθηκε.
Φθάνοντας κοντά μας του είπε ο διπλανός του ότι επρόκειτο εκεί να μας σκοτώσουν και να μας θάψουν στα ερείπια κι εκείνος έδειξε να έχει έτοιμο το σχέδιο για να τη γλιτώσουμε κι εμείς, να μην κινδυνέψει κι αυτός από τον πατέρα μας που έδειχνε αποφασισμένος.
Άρχισε λοιπόν να τους γυροφέρνει το σενάριο για τις συνέπειες θα είχαν αν μάθαινε ο Γύπαρης, από το Τζιφάκη και το Σκουλά ότι σκοτώσανε του Κούνουπα τα κοπέλια. Και χωρίς να περιμένει την αντίδρασή τους, είδε άλλωστε πως κοιτούσαν σκεπτικοί ο ένας τον άλλο, στράφηκε στον Ανδρέα και του είπε βιαστικά «Ανδρέα φεύγα».
Χωρίς δεύτερη σκέψη ο αδελφός μου μ’ έπιασε από το χέρι κι αρχίσαμε να τρέχουμε όσο μπορούσαμε πιο γρήγορα προς το σπίτι. Επιτέλους φθάσαμε. Η πόρτα του σπιτιού μας ήταν ακόμα ανοικτή. Μπήκαμε μέσα, την κλείσαμε και ανεβήκαμε τη σκάλα. Είναι αδύνατο να αποδοθεί με λέξεις το τι επακολούθησε.
Όλοι κλαίγαμε. Αγκαλιαζόμαστε και φιλιόμαστε μη πιστεύοντας πως είχαμε σωθεί. Ο πατέρας μας έφερε ένα οικογενειακό κειμήλιο, την εικόνα της Υπαπαντής (την έχουμε ακόμα) να τη φιλήσουμε. Είχαμε από θαύμα γλιτώσει τον θάνατο.
«Ο πατέρας σας, σας έσωσε, μας είπε η μητέρα με το πρόσωπο μουσκεμένο από τα δάκρια».
Και μας ανέφερε το περιστατικό με τον Σταύρο.
Μάνα και κόρη στη φυλακή
Οι περιπέτειές μας όμως δεν σταματούν εδώ. Μετά τη σωτηρία μας, χάρη στην αποφασιστική παρέμβαση του πατέρα, πήγαμε και πάλι στο ερειπωμένο σπίτι της θείας Ευρυδίκης να κρυφτούμε για κάθε ενδεχόμενο. Είχαμε να κάνουμε με αδίστακτους ανθρώπους.
Αυτό δεν σημαίνει ότι και η άλλη πλευρά ήταν άμοιρη ευθυνών. Εμείς υπηρετούσαμε μια ιδέα συμμετέχοντας στην οργάνωση, που σκοπό είχε την ελευθερία της πατρίδας μας. Με χαρά θα θυσιάζαμε και τη ζωή μας, αλλά να είχε αντίκρισμα η θυσία μας. Κι όμως επιπόλαιες ενέργειες, μόνο για εντυπωσιασμό, έβαζαν σε κίνδυνο ζωές.
Μια τέτοια επιπόλαιη πράξη του κόμματος ήταν και η περίπτωση της προκήρυξης, που πλήρωσα ο ίδιος πολύ ακριβά.
Αυτή όμως η άστοχη κυκλοφορία της αναρχικής προκήρυξης έμελε να έχει και συνέχεια.
Ο Παύλος Γύπαρης εξοργίστηκε και διέταξε συλλήψεις όλων των μελών της εαμικής ηγεσίας. Έτσι συνελήφθησαν οι δικηγόροι Νίκος Δασκαλάκης και Κώστας Αντωνάκης του ΕΑΜ, ο Κυριακάκης από το ΚΚΕ και πολλά άλλα μέλη του ΕΑΜ και της ΕΠΟΝ.
Τη μητέρα μου, αν και ήταν τόσο σεβαστή στους εκκλησιαστικούς κύκλους, την είχαν τοποθετήσει εν αγνοία της στην ομάδα της Εθνικής Αλληλεγγύης (κλάδος του ΕΑΜ όπως ο ΕΛΑΣ) κι έτσι τη συνέλαβαν μαζί με την αδελφή μου.
Στις φυλακές της Φορτέτζας παρέμειναν έγκλειστες σαν εγκληματίες ευτυχώς για λίγες μέρες.
Παρέμβαση Π. Τσάκωνα
Η σύλληψη αυτή αναστάτωσε την τοπική κοινωνία. Άνθρωποι κύρους πήραν πρωτοβουλία και με παραστάσεις διαμαρτυρίας ζητούσαν να αφεθεί ελεύθερη η μητέρα μας και όλοι οι άλλοι φυσικά. Από τους πιο επίμονους ήταν ο Πολύβιος Τσάκωνας. Και κατάφερε να αφεθούν ελεύθερες πρώτα η μητέρα μου και η αδελφή μου και μετά όλοι οι άλλοι, οι τόσο άδικα επίσης συλληφθέντες.
Ο πατέρας μου δεν πίστευε στα μάτια του όταν τις είδε. Οι προσευχές του, ώρες ολόκληρες στο έρημο σπίτι, είχαν εισακουστεί. Είχε περάσει τραγικές ώρες ολομόναχος. Γι’ αυτό ο θείος ο Γιώργης ο Κούνουπας, του έστειλε τη μικρή Ασπασούλα για συντροφιά. Επιτέλους όμως έβλεπε μπροστά του τη γυναίκα του και την κόρη τους, η σύλληψη των οποίων μετά και την περιπέτεια των αγοριών του, τον είχε εξουθενώσει.
Η ζωή μας όμως είχε γίνει πολύ δύσκολη. Αποφασίσαμε να φύγουμε. Πρώτος έφυγε, τον επόμενο μήνα, ο Ανδρέας μας. Ακολουθήσαμε η μητέρα μου κι εγώ, μόλις βρέθηκε ένα καΐκι να μας μεταφέρει. Δυστυχώς όμως είχαμε κι άλλη περιπέτεια. Το καΐκι έπαθε βλάβη μεσοπέλαγα. Μείναμε για τρία μερόνυχτα στο ακυβέρνητο σκάφος, μεταξύ ουρανού και θάλασσας, μέχρι να έρθει μηχανικός, από τον Πειραιά, με ταχύπλοο σκάφος και να διορθώσει τη βλάβη. Η περιπέτειά μας επιτέλους είχε πάρει τέλος…