Μικρά σημάδια ανάκαμψης παρουσίασε η αγορά των ακινήτων στο Ρέθυμνο τους τελευταίους μήνες του 2017. Ειδικότερα, το ενδιαφέρον για αγοραπωλησίες που συνεχίζεται αφορά κατά κύριο λόγο μικρά ακίνητα -σπίτια ή διαμερίσματα- τα οποία ο ενδιαφερόμενος αγοραστής σχεδιάζει να τα εκμεταλλευτεί μισθώνοντάς τα σε εκπαιδευτικούς, φοιτητές είτε ακόμα και σε τουρίστες μέσω της ηλεκτρονικής πλατφόρμας Airbnb ή άλλων αντίστοιχων. Για κάποιους, οι οποίοι είχαν κάποια χρήματα στην άκρη, η επένδυση αυτή κρίνεται συμφέρουσα και πρόσφορη με δεδομένη τη ζήτηση που υπάρχει από φοιτητές, εκπαιδευτικούς για ενοικίαση μικρών σπιτιών αλλά και την δημοφιλία των κατοικιών που ενοικιάζονται σε τουρίστες έναντι διόλου ευκαταφρόνητων ποσών σε συνδυασμό. Παράλληλα η ανάκαμψη της αγοράς οφείλεται σε μεγάλο βαθμό και στο αυξημένο ενδιαφέρον Ευρωπαίων για αγορά σπιτιών σε παραθαλάσσιες περιοχές του νομού τόσο νότια Πλακιά, Αγία Γαλήνη όσο και βόρεια σε περιοχές όπως το Πάνορμο.
Και στις δυο περιπτώσεις οι τιμές των ακινήτων χαρακτηρίζονται σταθερές τα τελευταία χρόνια και σίγουρα υψηλότερες από ότι σε άλλες περιοχές της χώρας και ιδίως την Αθήνα, όπου η πτώση που καταγράφεται είναι τεράστια. Σίγουρα όπως λένε οι κτηματομεσίτες οι τιμές έχουν μειωθεί σε σχέση με τις εποχές προ κρίσης, όμως, όπως δηλώνουν, τα περισσότερα ακίνητα εξακολουθούν να διατηρούν την τιμή της αξίας τους.
Αυτό οφείλεται, σύμφωνα με τους κτηματομεσίτες, στο γεγονός ότι αφενός το βιοτικό επίπεδο των πολιτών είναι υψηλότερο με δεδομένο ότι πρόκειται για μια τουριστική και συνάμα φοιτητική πόλη -και μέρος του πληθυσμού αυτού επιλέγει να διαμένει μόνιμα στον τόπο- και αφετέρου, όπως υποστηρίζουν, υπάρχει δυσαναλογία των προσφερόμενων ακινήτων με τη ζήτηση που υπάρχει.
Η απουσία οικοδομικής δραστηριότητας από το 2008 και μετά έχει ως αποτέλεσμα να μην υπάρχουν πλέον διαμερίσματα νεόδμητα ή 15ετίας τα οποία είναι περιζήτητα. Αυτή η αναντιστοιχία έχει ως αποτέλεσμα οι τιμές να διατηρούνται σε σχετικά υψηλά επίπεδα που δεν μπορούν να συγκριθούν με περιπτώσεις άλλων περιοχών της χώρας.
Ειδικότερα, αν και σε γενικές γραμμές τα ακίνητα στο Ρέθυμνο δεν έχουν χάσει σε μεγάλο βαθμό την αξία τους, ωστόσο όπως τονίζουν κτηματομεσίτες, η κρίση φέρνει και ευκαιρίες για υποψήφιους αγοραστές, που μπορούν να βρουν ακίνητο σε χαμηλή τιμή, καθώς ο ιδιοκτήτης τους για οικονομικούς λόγους, είτε επειδή δεν μπορεί να ανταποκριθεί στις φορολογικές του υποχρεώσεις (ΕΝΦΙΑ κλπ.), είτε γιατί θέλουν να αποπληρώσουν τα δάνειά τους τα διαθέτουν σε τιμή κάτω του κόστους.
Χαρακτηριστικά ο Νίκος Κασσωτάκης, κτηματομεσίτης, μιλώντας στα «Ρ.Ν.» ανέφερε: «Οι τελευταίοι μήνες του 2017 είχαν μια δραστηριότητα πιο έντονη, γιατί υπήρχε και η προοπτική να ξαναμπεί ο φόρος υπερτιμήματος από την πλευρά του πωλητή, -της υπεραξίας- και παρόλο που αναβλήθηκε για ένα χρόνο ακόμα έδωσε μια ώθηση στην αγορά. Έδωσε μια ώθηση με την έννοια ότι όλοι νόμιζαν πως θα ξαναμπεί αυτός ο φόρος και έτρεξαν να κάνουν κάποια πράγματα πιο βιαστικά πριν τελειώσει το 2017. Από το εξωτερικό υπήρξε ένα ενδιαφέρον σε μικρά ακίνητα και σε μικρές ιδιοκτησίες, κυρίως εκτός πόλεως νότια και βόρεια και σε παραθαλάσσιες περιοχές: Πλακιά, Αγία Γαλήνη, Ρέθυμνο, Πάνορμο και τα λοιπά. Αυτοί είναι κατά βάση Ευρωπαίοι. Προς στο τέλος του 2017 το ενδιαφέρον για αγορές ήταν ελαφρώς μεγαλύτερο και γενικά οι τελευταίοι μήνες κάθε χρόνο είναι μια περίοδος όπου οι πελάτες αποφασίζουν να καταλήξουν τελικά σε κάτι που ψάχνουν όλο το καλοκαίρι. Οι τιμές είναι πάντα διαπραγματεύσιμες και γίνεται σκληρή διαπραγμάτευση και αυτό είναι ένα θέμα που το αντιμετωπίζουμε τα τελευταία χρόνια».
«Διαφαίνεται μια αύξηση του αγοραστικού ενδιαφέροντος. Οι περιπτώσεις των αγοραστών αφορούν στην πλειοψηφία τους μικρά ακίνητα -2αρια- τα οποία θέλουν να εκμεταλλευτούν για ενοικίαση ή κάποια μεγαλύτερα, τα οποία μετατράπηκαν για να μπορούν να μισθώνουν. Άρα βλέπουμε ότι έχει στραφεί το ενδιαφέρον της αγοράς όχι για την κάλυψη της οικογενειακής στέγης αλλά για την εκμετάλλευση, ώστε να αποδίδει το ακίνητο το οποίο αγοράζεις κάποια χρήματα. Κάποιοι πουλήσανε επειδή είχαν κάποιο ζόρι οικονομικό και ήθελαν να καλύψουν υποχρεώσεις και αυτοί που αγόρασαν ήθελαν να το νοικιάσουν άμεσα αν δεν ήταν ήδη ενοικιασμένο. Το 2017 βλέπουμε μια διαφοροποίηση με τα προηγούμενα χρόνια από πλευράς ενδιαφέροντος, το οποίο ήταν αυξημένο χωρίς αυτό να σημαίνει και να μεταφράζεται σε πράξη αγοραπωλησίας. Το ενδιαφέρον αυτό πιθανότατα βασίζεται στην εξασφάλιση των χρημάτων που απαιτούνται και αναφέρομαι σε ποσά της τάξεως από 25-50.000 ευρώ», ανέφερε από την πλευρά του ο Ανδρέας Ανδρουλιδάκης, κτηματομεσίτης.
Η οικονομική δυνατότητα των Ευρωπαίων δεν είναι πάρα πολύ μεγαλύτερη από ότι των Ελλήνων κατά μέσο όρο, οπότε και αυτοί αναζητούν ακίνητα που συνδυάζουν ποιότητα με τιμή, εξηγεί ο κ. Κασσωτάκης: «Και οι Ευρωπαίοι άνθρωποι της μεσαίας τάξης είναι, οι οποίοι θέλουν να ζήσουν κάποια χρόνια σε περιοχές με ήλιο. Όποτε όσο οι τιμές είναι πιο χαμηλές τόσο καλύτερα είναι για αυτούς».
Σύμφωνα μάλιστα με τον κ. Κασσωτάκη τα ακίνητα που διατίθενται προς πώληση, τουλάχιστον από την εικόνα που ο ίδιος έχει σχηματίσει, δεν αποτελούν πρώτη κατοικία για τους ιδιοκτήτες τους. «Ανέκαθεν όταν κάποιος πουλούσε είχε ανάγκη κάποια χρήματα και ιδιαίτερα τώρα αυτό είναι πιο έντονο, δηλαδή θέλει να αποπληρώσει κάποιο δάνειο ή κάποια υποχρέωση. Ωστόσο τα ακίνητα που πουλάνε δεν είναι πρώτης ανάγκης, δεν είναι η κατοικία τους. Στο δικό μας γραφείο για παράδειγμα δεν έχει έρθει κάποιος υπερχρεωμένος που να βιάζεται να πουλήσει το ακίνητό του» ανέφερε χαρακτηριστικά.
Πέραν από τους ξένους που θέλουν να επενδύσουν στον τόπο μας, αγοραστικό ενδιαφέρον καταγράφεται και από ντόπιους, οι οποίοι έχουν κάποια χρήματα στην άκρη και τα οποία θέλουν να τα αξιοποιήσουν με την αγορά κάποιου ακινήτου, το οποίο τις περισσότερες φορές θα είναι μικρό διαμέρισμα, το οποίο σχεδιάζουν να μισθώσουν για να έχουν κάποιοι εισόδημα. Χαρακτηριστικά ο κ. Κασσωτάκης μας είπε: «Σε σχέση με τους ντόπιους, υπάρχουν επενδύσεις από κάποιους Έλληνες από την Αθήνα, για παράδειγμα, οι οποίοι επειδή περνάει το παιδί τους σε σχολή του Πανεπιστήμιου Κρήτης και αποφασίζουν να αγοράσουν ακίνητο στο Ρέθυμνο. Αυτές οι περιπτώσεις δεν μπορούμε να πούμε ότι είναι κανόνας, αλλά είναι συμβάντα που τα προηγούμενα χρόνια δεν το είχαμε δει. Είναι ένα καλό ωστόσο στοιχείο γιατί σημαίνει πως αξίζουν οι επενδύσεις να γίνονται στα ακίνητα. Στις τιμές δεν αλλάζει κάτι. Αυτά που είναι σε τιμές λογικές μπορούν να διαπραγματευτούν. Στην Αθήνα για παράδειγμα πάνε πολλοί επενδυτές και αγοράζουν μαζικά ακίνητα, τα αναπαλαιώνουν τα φτιάχνουν και τα εκμεταλλεύονται. Έχουμε, λοιπόν, ένα ενδιαφέρον από κάποιους ανθρώπους που έχουν κάποια χρήματα στην άκρη και θέλουν να κάνουν μια επένδυση απόδοσης ή κατοικίας, γιατί τώρα είναι και ένα θέμα του να βρει κανείς σπίτι με ενοίκιο για το παιδί του, καθώς δεν υπάρχουν σπίτια διαθέσιμα. Και γενικά επειδή δεν έχουν χτιστεί τα τελευταία δέκα χρόνια ακίνητα και η αγορά ανεβαίνει λόγω και των φοιτητών που έχει και του τουρισμού, σίγουρα έχει προκληθεί μια μεγάλη ζήτηση σε κατοικία. Οι τιμές παραμένουν σταθερές, δεν πέφτουν».
Η υψηλή φορολογία «φρενάρει» τις αγοραπωλησίες
Η υψηλή φορολογία παραμένει το μεγαλύτερο «αγκάθι» για την αγορά ακινήτων, τονίζουν οι κτηματομεσίτες, δηλώνοντας πως αποτελεί τον βασικότερο λόγο για τον οποίο η αγορά είχε «νεκρώσει» τα τελευταία χρόνια με τις διαρκείς επιβαρύνσεις να μην αφήνουν περιθώρια αισιοδοξίας και ανάκαμψης: «Η φορολογία είναι ένα πρόβλημα κυρίως για αυτούς που θέλουν να κάνουν επενδύσεις. Και οι ξένοι έχουν σοβαρό πρόβλημα με αυτό. Αν, για παράδειγμα, κάνουν μια ατομική επιχείρηση φορολογούνται για το εισόδημά τους από την Ελλάδα και στο εξωτερικό. Αν δηλαδή αγοράσει ή χτίσει μια βίλα και τη διαθέσει για ενοικίαση και είναι μια ατομική επιχείρηση, το ελληνικό κράτος θα τον φορολογήσει για το παγκόσμιο εισόδημά του. Αν πληρώνει στο Βέλγιο 7% ή στο Λουξεμβούργο 3% και το εισόδημά του που βγάζει από εκεί θα πληρώνει 23% στην Ελλάδα και το υπόλοιπο εισόδημα του που βγάζει στο εξωτερικό, όχι μόνο για αυτό που βγάζει στην Ελλάδα. Πιστεύουμε ότι πρέπει να υπάρχει μια μείωση γενικά στη φορολογία των ακινήτων για να μπορέσουν να γίνουν περισσότερες πράξεις και να ισορροπηθεί από εκεί η απώλεια που υπάρχει από πλευράς ποσοστών» τόνισε ο κ. Κασσωταάκης.
Ο κτηματομεσίτης, Ανδρέας Ανδρουλιδάκης από την πλευρά του ανέφερε πως η μείωση της φορολογίας αποτελεί προϋπόθεση για να μπορέσει η αγορά των ακινήτων να ανακάμψει και να προσελκύσει Έλληνες και ξένους επενδύτες: «Το 2017 ναι μεν υπήρξε ενδιαφέρον για αγορές αλλά αυτό δεν αποτυπώθηκε σε αγοραπωλησία. Η αγορά γενικώς έχει δημιουργήσει μια καλή βάση προσέλκυσης αγοραστών-επενδυτών. Από την άλλη πλευρά όμως αν δεν μειωθούν οι αντικειμενικές αξίες και γενικότερα αν δεν μειωθεί η φορολογία του ακινήτου δεν μπορεί να τρέξει η αγορά. Κακά τα ψέματα νομίζω είμαστε στην πρώτη πεντάδα με την υψηλότερη φορολογία και αυτό αυτομάτως φρενάρει τις αγοραπωλησίες, δεν προκαλεί την υλοποίηση. Υπάρχει το ενδιαφέρον, υπάρχει η θέληση αλλά είναι αποτρεπτικοί παράγοντες αυτοί. Η αγορά έχει δημιουργήσει μια καλή προσέλκυση λόγω των τιμών αλλά η υψηλή φορολογία αποτρέπει την κίνηση της αγοραπωλησίας. Όπως επίσης και με το θέμα των τραπεζών, με το θέμα της δανειοδότηση».