Με μικρά χαρακτηριστικά περιστατικά που κατέγραψαν χρονογράφοι άλλων εποχών, θα αποχαιρετήσουμε την Απόκρια του 2022.
Μπορεί να μη θεωρούνται επίσημες ιστορικές καταγραφές, αλλά δεν παύουν να αντιπροσωπεύουν τα ήθη μιας εποχής και σίγουρα ενδιαφέρει η κοινωνιολογική τους προσέγγιση.
Για παράδειγμα η περίπτωση του Πεντεφούντη. Ήταν ένας γραφικός τύπος που έχουμε περιγράψει σε προηγούμενα αφιερώματα και για τον οποίο αναφέρεται ένα συγκλονιστικό περιστατικό που έχει όμως δυο εκδοχές.
Γεγονός είναι, ότι κάθε Απόκρια «ξεσάλωνε» αδιαφορώντας για την προσβολή της δημοσίας αιδούς, όπως αναφέρει με τον δικό του έμμετρο τρόπο ο βάρδος του Ρεθύμνου Γιώργης Καλομενόπουλος.
Πεντεφούντης – παρατσούκλι. Το βαφτιστικό Μιχάλης,
μπέκρακας από τους λίγους και μπελάς απ’ τους μπελάδες,
πουλητής εφημερίδων και διάσημος τελάλης,
αναστάτωνε σοκάκια, δρόμους, κέντρα, μαχαλάδες.
Άρασε εις τις ταβέρνες σαν το βόδι στο γρασίδι
κι από το πρωί ως το βράδυ ήταν τύφλα στο μεθύσι.
Κάθε Απόκριες γδυνόταν και γινότανε τσιτσίδι
τον Αδάμ του Παραδείσου θέλοντας να παραστήσει.
(Γ. Καλομενόπουλος)
Για τον πρωτοπόρο αυτό πλακατζή των άκρων μας δίνει ενδιαφέρουσες πληροφορίες ο Κώστας Μαμαλάκης, στη σειρά των αφηγημάτων του « Η πόλη που δεν σβήνει».
Το όνομα ήταν Μιχάλης Ψιλλάκης, αλλά τον εύρισκες με το παρατσούκλι «Παντεφούντης».
Ανήκε στη συμπαθή κατηγορία των τελάληδων, όπως μας πληροφορεί επίσης ο Καλομενόπουλος.
« Καπαιδώνη, Πεντεφούντη και το Γιάννη την «Κοιλιά»
Ραδιόφωνο τους είχε το εμπόριο παλιά».
Ο Πεντεφούντης όμως εκτός από τις ειδήσεις των εφημερίδων, που με πολλά φραστικά ευρήματα βροντοφώναζε, αποτελούσε και το βαρόμετρο της πολιτικής κατάστασης. Ο χρωματισμός και η ένταση της φωνής του καθόριζαν τη σοβαρότητα του θέματος. Για παράδειγμα, στο κραχ της λίρας με μια φράση έδωσε το γεγονός «Μπουμ η λίρα».
Ήμερος σαν αρνί και καλοκάγαθος, δεν θύμωνε δεν αγρίευε είχε υποταχθεί στη μοίρα του, παρά τη σφαλιάρα που έπεφτε σύννεφο συχνά από τους ρηχούς, που ήθελαν να διασκεδάσουν.
Ντυμένος με μια φθαρμένη χακί φορεσιά και με γοβάκια που έπλεαν μέσα τα γυμνά του πόδια, βάδιζε γέρνοντας λίγο εμπρός, το μικρό κορμί του με μεγάλες δρασκελιές, ενώ πίσω στο ένα του αυτί είχε στηρίξει ένα κλαδί βασιλικό ή ένα καντιφέ και στο άλλο τσιγάρο. Κρατούσε κάτω από την αριστερή μασχάλη του το δέμα με τις εφημερίδες, ενώ το άλλο χέρι το είχε τεταμένο κουντώντας το ρυθμικά.
Με αυτό τον τρόπο μπορούσε να χαιρετά βγάζοντας την τραγιάσκα του, όταν συναντούσε αξιοσέβαστα πρόσωπα, ή να την πετά στον αέρα όταν ζητωκραύγαζε.
Είχε κι άλλη περίεργη πλευρά ο Πεντεφούντης.
Μια φορά το χρόνο, ανήμερα το Πάσχα, έβαζε το μοναδικό του τριμμένο κοστούμι, έπαιρνε τη γυναίκα του και τα δυο του παιδιά και σοβαρός-σοβαρός ακουμπούσε όλα τα φιλοδωρήματα που είχε μαζέψει τις άγιες μέρες στον αμαξά, που είχε την καλύτερη άμαξα για μια βόλτα μέχρι τον Πλατανιά.
Και τι περίεργο …Κανένας δεν τολμούσε τότε να τον κοροϊδέψει. Για μια φορά το χρόνο ήταν ένας αξιοσέβαστος οικογενειάρχης …Κι όμως έφτασε και στο έσχατο σημείο εξευτελισμού για ένα τσουβάλι αλεύρι, που θα έδινε για καιρό ψωμί στην οικογένεια….
Μια απάνθρωπη πλάκα
Κάθε τελευταία Απόκρια ο Πεντεφούντης αποτελούσε μια έξαλλη νότα ευθυμίας και εξωφρενισμών.
Κυκλοφορούσε το πρωί ντυμένος στο χακί με μια μάσκα στο πρόσωπο και στο κεφάλι εκείνο το μαύρο, σκληρό, γυαλιστερό με κάτι σαν μικρό θόλο καπέλο. Του το είχαν χαρίσει, και το φορούσε χρονιάρες μέρες και στα μεγάλα του κέφια.
Άρχιζε να πίνει – κερασμένο το κρασί λόγω της μέρας – και μέχρι το βράδυ γινόταν σταφίδα.
Κατά το απόγευμα άρχιζε τις μεταμφιέσεις.
Γινόταν αράπης βάφοντας το μούτρο του με μαύρο βερνίκι.
Μια φορά τις τελευταίες απόκριες ένα βραδάκι του υποσχεθήκαν ένα ολόκληρο τσουβάλι αλεύρι χάσικο αν έβγαινε στο δρόμο – εν αδαμιαία περιβολή.
Σε ζαχαροπλαστείο της οδού Αρκαδίου έγιναν οι διαπραγματεύσεις.
Ο πειρασμός ήταν μεγάλος, γιατί εκείνη την εποχή, ο κόσμος κυριολεκτικά έλεγε το ψωμί ψωμάκι.
Αλλά και να γδυθεί; Ντροπή ….
Για πρώτη φορά αγρίεψε στη ζωή του.
– Ιντα εντεψίδικα πράματα είναι αυτά; Μα πιωμένοι είστε πατριώτες; Κι ύστερα το χάψι αποκριάτικα δεν το σκέφτεστε; Τσιτσίδι μωρέ στον κόσμο;;;
Μυρίστηκαν την πλάκα και οι άλλοι από γύρα κι άρχισαν να ενισχύουν την πρόταση, αγγίζοντας το φουκαρά στις πιο ευαίσθητες χορδές του. Έφεραν μπροστά του και το τσουβάλι για να το βλέπει.
– Μιχάλη έλα στα συγκαλά σου. Φαρίνα μωρέ είναι το βραβείο; Κατέεις πόσους παράδες πιάνει;
Θα στένεις τσικάλι ένα μήνα και θα πέψεις και τα δυο σου κοπέλια στο σχολείο.
Εκεί πια ο Πεντεφούντης λύγισε.
Να μπορέσει λέει να στείλει τα κοπέλια του στο σχολείο. Το να ήταν εφτά και το άλλο δέκα. Να τον ε πάρει βιβλία να γενούνε ανθρώποι. Χριστέ μου να μη φτάξουνε τα δικά του χάλια τα βασανισμένα.
Έβγαλε συλλογισμένος το καπέλο και ’ξυσε τη φαλάκρα του.
– Έντάξει μωρέ. Αλλά με μια συμφωνία. Να μου βρείτε φούμο να μαυρίσω το κορμί μου και δεν θα βγω από τη μεγάλη αγορά που δεν πέφτει βελόνα χάμαι από τον κόσμο, αλλά από τη μεριά τση προκυμαίας πουνε ο κόσμος λίγος.
Έγιναν δεκτοί οι όροι και εκείνος παρουσιάστηκε σε λίγο ολόγυμνος και μαυρισμένος με φούμο, κοίταξε τουρτουρίζοντας από το κρύο και ντροπιασμένος, δεξά ζερβά κι ύστερα αλαφιασμένος πήρε φόρα βγήκε την προκυμαία και σαν δρομέας έκανε διαδρομή 100 μέτρων και γύρισε στην αφετηρία.
Αφού ντύθηκε ήρθε η ψυχή του στη θέση της.
-Το τσουβάλι μωρέ που είναι; ρώτησε με λαχτάρα.
-Να το Μιχάλη δικό σου είναι.
Αγκάλιασε σαν τρελός από χαρά το τσουβάλι και πήρε δρόμο βροντοφωνάζοντας «μπουμ η λίρα».
Κάθε Αποκριά γδυνόταν
Ο Κώστας Μαμαλάκης αναφέρει ότι αυτό το ξεγύμνωμα στην καρδιά της αποκριάς έγινε για το τσουβάλι με το αλεύρι μια και μόνο φορά.
Ο Καλομενόπουλος πάλι το αναφέρει σαν ετήσια συνήθεια.
«Κάθε Απόκριες εγδυνόταν και γινότανε τσιτσίδι».
Ποιος ξέρει; Σημασία έχει ότι ο γραφικός αυτός τύπος πέθανε μεθυσμένος. Και πολύ χαριτωμένα κλείνει το κεφάλαιο αναφοράς του ο Κώστας Μαμαλάκης.
«Όσοι τον καταφρόνεψαν, τον χλεύασαν, τον καρπάζωσαν στη γη, άμα τον συναντήσουν έκπληκτοι λαμπρά αποκατεστημένο στα ουράνια δώματα, θα διαπιστώσουν ότι ανεξίκακος πάντα ο Πεντεφούντης, δεν τους κρατά κακία.
Ο Μιχάλης – είχε αποκατασταθεί και στο πραγματικό του όνομα – σκασμένος στα γέλια θα περιοριστεί μόνο να τους πειράξει άκακα πετώντας τους κατάμουτρα ένα «Μπουμ βρε η λίρα…».
Η εκδίκηση μιας γυναίκας κάποια Αποκριάτικη βραδιά
Με την ευκαιρία που θα γιορτάσουμε την Τρίτη την Ημέρα της Γυναίκας αξίζει να θυμίσουμε ότι στα αποκριάτικα γλέντια, τα αυστηρώς οικογενειακά, κάθε Ρεθεμνιώτισσα όφειλε να είναι ιδιαιτέρως προσεκτική. Το ρόλο της εποπτείας για τις μικρές ηλικίες είχε η μητέρα και τις αποφάσεις για τις συνέπειες μιας παρακοής ο πατέρας και ο μεγαλύτερος αδελφός.
Στα πρώτα καρναβάλια του Ρεθύμνου ούτε για φαντασία μπορούσε η γυναίκα να εκδηλωθεί, όπως ο άνδρας. Βέβαια μπορούσε να παρακολουθήσει από το μπαλκόνι τα τεκταινόμενα, αλλά η καρδιά της το ήξερε, κυρίως στις περιπτώσεις που είχε νοιώσει το πρώτο ερωτικό χτυποκάρδι.
Στις αποκριάτικες παρελάσεις ήταν καρφωμένα τα μάτια των πάσης λογής «κοινωνικών σχολιαστών» στα πρόσωπα, που θεωρούνταν ύποπτα, για σύναψη σχέσης, προσέχοντας εκφράσεις και σε ετοιμότητα πάντα να αντιληφθούν περίεργες και ύποπτες ματιές.
Όσο για πληρώματα αρμάτων ούτε καν σκέψη για συμμετοχή γυναίκας.
Ο αείμνηστος Λεωνίδα Καούνης μου περιέγραψε κάποτε την εντυπωσιακή παρουσία ενός «Άδωνη» της εποχής, κάποιου Δράγαση, στο άρμα της Βασίλισσας.
Αυτό καταγράφεται στην παρέλαση Καρναβαλιού 1926.
Η εφημερίδα «Τύπος» του 1932 περιγράφει σε χρονογράφημά της, μια ενδιαφέρουσα ιστορία, που δείχνει την καταπίεση της γυναίκας και την ανάγκη της να εκτονωθεί με κάθε τίμημα. Διαβάζουμε σχετικά:
«Η τελευταία στροφή ενός μοντέρνου τραγουδιού σιγόσβηνε στον δρόμο, δίνοντας την αφορμή στον πιο ηλικιωμένο της παρέας να θυμηθεί τα παλιά και να φέρει στα μάτια μας το καρναβάλι εκείνου του καιρού, γαρνιρισμένο από την ομορφιά και τη γαλήνη, που κλείνει το μικρό και τότε και τώρα Ρεθυμνάκι.
«Ήταν, το θυμάμαι, άρχισε να λέει, η τελευταία Κυριακή των Απόκρεω.
Έκανε κρύο δυνατό και ήταν σχεδόν τρέλα να βγει κανείς μ’ αυτό τον καιρό από το σπίτι του.
Κι όμως εγώ βγήκα. Κάτι μ’ έσπρωχνε και χωρίς να σκεφτώ πήρα το δρόμο της ακροθαλασσιάς, μα δεν μπόρεσα να προχωρήσω. Η θάλασσα αγριεμένη κτυπούσε στους τοίχους του σπιτιού, γιατί η προκυμαία δεν είχε γίνει ακόμη. (Από το στοιχείο αυτό καταλαβαίνουμε πότε περίπου συνέβη αυτό που διηγείται ο χρονογράφος). Γύρισα πίσω και πήρα άλλο δρόμο. Ύστερα από λίγο έφτασα. Το σπίτι που ήμουν καλεσμένος ήταν κατάφωτο. Οι λιγοστοί καλεσμένοι που είχαν έλθει, μαζί με τους ανθρώπους του σπιτιού ανήσυχοι με ρωτούσαν για την κατάσταση του καιρού και φοβόταν ότι θα μας χαλάσει τα σχέδια. Γελαστήκαμε όμως γιατί σιγά-σιγά ο καιρός ησύχασε και όλοι ήλθαν αψηφώντας το κρύο. Έλειψαν μερικές από τις κυρίες. Κόντευαν μεσάνυχτα και δεν περιμέναμε πια κανένα, όταν η πόρτα άνοιξε και μια γυναίκα τυλιγμένη σ’ ένα μαύρο φόρεμα και σκεπασμένο το πρόσωπο εκτός από τα μάτια, μπήκε στη μέση της σάλας. Έμοιαζε σαν χανούμ. Όλοι την κοίταζαν κι έκαναν διάφορες υποθέσεις, μα τα δικά μου μάτια είχαν κολλήσει στα δικά της, που έλαμπαν σαν δυο αστέρια, δίνοντας φως ακόμα και στο σκούρο φόντο που δημιουργούσε το ντύσιμό της.
Προσπαθούσα να καταλάβω σε ποιαν ανήκαν εκείνα τα υπέροχα μάτια. Δεν τα κατάφερα. Τις Ρεθεμνιώτισσες τις ήξερα όλες αν και τότε τα κορίτσια δεν έβγαιναν τόσο ελεύθερα όπως τώρα. Ζούσαν μέσα στο σπίτι και περίμεναν, ονειροπολώντας τις απόκριες και τις άλλες εξαιρετικές ημέρες της εξόδου.
«Όχι δεν την έχω ξαναδεί έλεγα και της ζήτησα τον πρώτο χορό. Γλεντήσαμε σχεδόν ως το πρωί, οπότε πολύ πρωτύτερα από μας, έφυγε για να μείνει στη θέση της ένα τεράστιο ερωτηματικό. Μα ποια είναι επιτέλους ρωτήσαμε σχεδόν όλοι μαζί την οικοδέσποινα.
Πέστε την όπως θέλετε μα το ίδιο κάνει απάντησε και άλλαζε κουβέντα.
Δεν ξαναρωτήσαμε κι εγώ όσες φορές αναφέρομαι στο γεγονός που έχει τόσο επηρεάσει μιλώ για την άγνωστη με τα ωραία μάτια.
«Και τη μαύρη καρδιά», ακούστηκε μια φωνή από το βάθος.
Ήταν μια γριά που παρακολουθούσε τη συζήτηση χωρίς μέχρι εκείνη τη στιγμή να βγάλει λέξη.
Όλοι ξαφνιαστήκαμε, ενώ ο ηλικιωμένος φίλος που μας διηγιόταν την ιστορία αυτή σηκώθηκε, την πλησίασε και τη ρώτησε νευρικά.
«Ξέρετε και ‘σεις αυτή την ιστορία;»
«Ναι» ξανάπε εκείνη. «Δεν ξέρετε όμως την τραγωδία που έκρυβε η γυναίκα αυτή».
Κι άρχισε να διηγείται.
Δεσμευμένη μ’ έναν άνδρα που διαρκώς την παρεξηγούσε, ήρθε στο Ρέθυμνο τρεις μήνες, πριν από την αποκριάτικη βραδιά εκείνη, που σας έκανε εντύπωση. Και μέχρι τότε δεν είχε πάει ούτε πάρα πέρα από τη γειτονιά της.
Ο άντρας κρατούσε σχεδόν φυλακισμένη εκείνη τη γυναίκα, την τόσο τίμια, μα και τόσο όμορφη, που θεωρούσε μεγάλο έγκλημα και την πιο απλή ελαφρότητα. Κι εκείνη υπέφερε σιωπηλά, χωρίς κανένας να το ξέρει – και ποιος ξέρει πόσο ακόμα καιρό θα κρυβόταν – αν δεν γινόταν εκείνος ο χορός που ξέρουμε. Ήταν καλεσμένη με τον άνδρα της και περίμενε με λαχτάρα να φτάσει εκείνη η βραδιά. Εκείνος όμως σαδιστικά άλλαξε γνώμη. Μάταια εκείνη τον παρακάλεσε. Σε απάντηση άκουσε τον στριγκό ήχο της κλειδαριάς και το βαρύ βήμα του που απομακρυνόταν. Την είχε κλειδώσει στο σπίτι κι εκείνος βγήκε για τη συνηθισμένη του έξοδο. Η καταπιεσμένη ηρωίδα μας βρήκε μια δικαιολογία στην οικοδέσποινα, τη μόνη που τη γνώριζε κι έμεινε όλη την νύκτα μαζί σας. Δεν ξέρω αν πήγε και πουθενά αλλού. Είχε εκδικηθεί.
Το πρωί ξαναγύρισε στο σπίτι της και η βουβή τραγωδία εξακολούθησε. Ίσως όμως και να διεκόπη. Ποιος ξέρει. Έχουν περάσει τόσα χρόνια από τότε…»
Εδώ τελειώνει το χρονογράφημα της εφημερίδας «Τύπος» με υπογραφή ΡΕΑ. Δεν κατάλαβα αν υπήρχε σχέση της ηλικιωμένης με τη μυστηριώδη άγνωστη. Κάποιοι μπορεί να το υποθέσουν. Η χρονογράφος πάντως δεν το διευκρινίζει.
Καρναβάλι και θύελλα
Ας κλείσουμε με μια από τις τόσες ωραίες μαρτυρίες ενός από τους πρωτεργάτες της αναβίωσης το Ρεθεμνιώτικου Καρναβαλιού του αξέχαστου Κώστα Καννά, που δείχνει πως τίποτα και κανένας δεν εμπόδιζε τους Ρεθεμνιώτες να ξεφαντώσουν αποχαιρετώντας την Αποκριά.
Εκείνες τις Απόκριες του 1973 όσοι τις έζησαν δεν τις έχουν ξεχάσει και δεν ήταν μόνο για τη μεγάλη επιτυχία που σημείωσε η παρέλαση των αρμάτων. Στο τέλος περίμενε το απρόοπτο, που έκανε τα μέλη της Περιηγητικής Λέσχης να φθάσουν στα όρια εγκεφαλικού.
Η πομπή ξεκίνησε κανονικά στις 3.30 το μεσημέρι ακολουθώντας την καθιερωμένη πορεία. Από τα ΤΟΛ εκεί που βρίσκεται σήμερα το δημοτικό οικόπεδο της πλατείας Τεσσάρων Μαρτύρων ανέβαινε η πομπή την οδό Δημητρακάκη, έβγαινε στην Κριάρη κι από κει τα άρματα σε πλήρη παράταξη ξεκινούσαν με προορισμό τη Λεωφόρο Κουντουριώτη.
Προπομπός ήταν η Φιλαρμονική Χανίων. Ακολουθούσαν οι μαζορέττες με αρκετά συντηρητική εμφάνιση για τα σημερινά δεδομένα. Αλλά δεν υστερούσαν ούτε σε μπρίο, ούτε σε θηλυκότητα. Και πίσω ακριβώς έρχονταν μεγαλόπρεπα τα άρματα του Βασιλιά Καρνάβαλου και της Βασίλισσας.
Βασιλιάς ήταν τότε αξέχαστα ο Λευτέρης Κορωνάκης. Επιβλητικός καθώς ήταν, θύμιζε φιγούρα παραμυθιού.
Ακολουθούσε το άρμα της Βασίλισσας που φάνταζε σαν οπτασία πανέμορφη μέσα στην εντυπωσιακή της στολή.
Τα πρώτα άρματα σταμάτησαν στην πλατεία Τεσσάρων στο ύψος του μπαλκονιού Δεληγιώργη, όπου προσφώνησε τον βασιλιά Καρνάβαλο, ο τότε δήμαρχος Δημήτρης Αρχοντάκης και αντιφώνησε ο Βασιλιάς Καρνάβαλος.
Αφού τέλειωσαν τα …εθιμοτυπικά, με το πλήθος να παραληρεί από ενθουσιασμό γελώντας με τα εύστοχα πειράγματα του Κορυφαίου της παρέλασης, τα άρματα συνέχισαν την πορεία τους και σε όλη τη διαδρομή τα πληρώματα πετούσαν στον κόσμο – θα ήταν κάπου 20.000 από το νομό και την υπόλοιπη Κρήτη – σοκολάτες, μπαλόνια, καραμέλες και διάφορα μικρά αναμνηστικά με επίκαιρο θέμα. Να υπολογιστεί ότι όλη η πομπή κάλυπτε το χιλιόμετρο.
Οι τέσσερις Φιλαρμονικές που συνόδευαν τα άρματα έπαιζαν χαρούμενα τραγούδια, με παραδοσιακό κυρίως χρώμα, ενώ από τα μπαλκόνια έπεφταν σαν χαρούμενη βροχή οι σερπαντίνες και τα κομφετί. Στις πλατείες από όπου περνούσε η πομπή, γίνονταν στάσεις για να χορέψουν τα πληρώματα και οι μασκαράδες που πλαισίωναν τα άρματα.
Κάποτε τέλειωσε η πομπή μέσα σε γενική ευθυμία κι ενώ ετοιμάζονταν το μουσικό πρόγραμμα συνέβη το απρόοπτο που μόνο σε «βάσκανο» μάτι θα μπορούσε να αποδοθεί.
Εκεί που κανένα σημάδι δεν προμηνούσε το παραμικρό κι ο καιρός μέχρι εκείνη τη στιγμή έδειχνε όλη του τη φιλική διάθεση, ο Μάρτης επιβεβαίωσε για μια ακόμα φορά τις παροιμιώδεις ιδιορρυθμίες του.
Ένας ισχυρός άνεμος που σηκώθηκε ξαφνικά, άρχισε να παρασύρει ότι εύρισκε στο διάβα του. Η θύελλα ήταν επί θύραις. Αλλά μέσα σε τόσο κέφι ποιος την υπολόγιζε. Απτόητοι οι διοργανωτές, από τη στιγμή που ο κόσμος δεν έλεγε να διαλυθεί, έσπευσαν στην παραλία και γρήγορα-γρήγορα για να προλάβουν τα χειρότερα που τους επιφύλασσε ο καιρός έκαψαν το άρμα της Γρίπης. Ακολούθησε ξέφρενο γλέντι σε πείσμα του καιρού. Και φαίνεται πως αυτή η περίεργη αντίσταση που συνάντησε η Μαρτιάτικη θύελλα, έκανε κι αυτό τον καιρό να υποχωρήσει.
Αργά το βράδυ τίποτα δεν θύμιζε το απρόοπτο του απογεύματος κι έτσι οι Ρεθεμνιώτες αποχαιρέτησαν το Καρναβάλι με αναρίθμητα πυροτεχνήματα που έκαναν τη νύχτα μέρα….