Απρίλιος του 1941 και η Ελλάδα σκιάζεται πλέον από την εφιαλτική σβάστικα. Αρχίζει η περιπετειώδης επιστροφή των στρατιωτών μας στον τόπο τους καθένας με όποιο μέσον βρίσκουν.
Από την οδύσσεια αυτή χιλιάδων γενναίων μας σταχυολογούμε μερικά περιστατικά από έγκυρες πηγές στη μνήμη όλων αυτών που ξόδεψαν πολύτιμα χρόνια από τη ζωή τους για την εθνική αξιοπρέπεια.
Η περιπέτεια τριών φίλων
Και ας ξεκινήσουμε από την ομάδα ενός ήρωα που πέρασε πρόσφατα στην αθανασία σε ηλικία 102 ετών. Την συντροφιά του Γιώργη Τζίτζικα ( Μπαχρή).
Όταν μπήκαν οι Γερμανοί η διμοιρία του χτυπήθηκε στον Κεχρόκαμπο, δίπλα στη όχθη του Νέστου. Οι στρατιώτες ανατίναξαν τη γέφυρα του ποταμού, σύμφωνα με τις διαταγές που είχαν λάβει προκαλώντας μεγάλη ζημιά στον εχθρό και σε έμψυχο δυναμικό. Με την εντολή της υποχώρησης οι στρατιώτες βρέθηκαν στην Καβάλα. Εκεί τους συνέλαβαν οι Γερμανοί και τους έκλεισαν σε ένα περιτοιχισμένο σύνταγμα μηχανοκίνητων έξω από την πόλη που λεγόταν Καρά Ορμάν. Τα δρακόντεια μέτρα περιφρούρησης αποθάρρυναν κάθε σκέψη για δραπέτευση. Κάθε απόπειρα θα σήμαινε άμεσο τυφεκισμό. Οι αιχμάλωτοι στρατιώτες έμεναν για τρίτη μέρα χωρίς φαγητό. Η πείνα άρχισε να τους βασανίζει αφόρητα. Μια γυναίκα από την περιοχή χωρίς να υπολογίσει τις συνέπειες ζύμωσε ψωμί και το πήγε στο στρατόπεδο. Δεκάδες χέρια απλώθηκαν μόλις έγινε αντιληπτή η θεόσταλτη αυτή παρουσία, αλλά μανιασμένοι οι Γερμανοί τρυπούσαν με λόγχες τα χέρια που κατάφερναν να αρπάξουν λίγο ψωμί. Από τους παράτολμους και ο Γιώργης Τζίτζικας έσπευσε να πάρει ότι θα προλάβαινε. Ο πόνος όμως από την ξιφολόγχη που τρύπησε το χέρι του από έναν εξαγριωμένο φρουρό τον ανάγκασε να παρατήσει το ψωμί και να γυρίσει στο στάβλο που είχε καταφύγει. Εκεί τον περίμεναν δυο ακόμα στρατιώτες που υπηρετούσαν μαζί.
Ήταν ο Εμμανουήλ Χωνιανάκης (Μανιός) από το Μελιδόνι και ο Γιώργης Σκουλάς (Κακαροστιβάνης) από τα Ανώγεια. Παλικάρια κι αυτοί που το έλεγε η καρδιά τους. Ο Τζίτζικας ξέροντας από την κοινή δράση τους στο μέτωπο πόσο ταιριάζει μαζί τους σε τόλμη και αποφασιστικότητα τους πρότεινε να δραπετεύσουν. Συμφώνησαν αμέσως και οι δυο. Έτσι κι αλλιώς ήταν χαμένοι. Πράγματι τα κατάφεραν να φύγουν από εκείνη την κόλαση. Πήδηξαν από το παράθυρο και ακολουθώντας ένα ξερορύακο καμιά δεκαπενταριά μέτρα παραπέρα έπιασαν τα χωριά. Από εκεί μάθαιναν τις εξελίξεις και το βασικότερο ότι δεν θα έπρεπε να αναζητήσουν μέσον διαφυγής από τη Θράκη. Οι χωρικοί μάλιστα τους παρακαλούσαν να αλλάξουν ρούχα γιατί τα στρατιωτικά θα γίνονταν αφορμή να εκτελεστούν από τους Γερμανούς. Και οι τρεις λεβέντες όμως Τζίτζικας, Χωνιανάκης και Σκουλάς ούτε που θέλησαν να το ακούσουν. Ήταν στρατιώτες που ντύθηκαν στο 44ο Σ.Π. και εκεί θα γύριζαν να βγάλουν τα στρατιωτικά, στη μονάδα τους.
Σε κάποιο χωριό, πάνω που νόμιζαν ότι θα ξεκουραστούν λίγο έμαθαν πως είναι κι αυτό κυκλωμένο. Έκαναν να ξεφύγουν από ένα παράστρατο όταν εμφανίστηκε μπροστά τους ένα φίδι.
– Ώφου κακό σημάδι είπε ο Σκουλάς. Το νου μας αδέλφια.
Βγάζει τότε ο Τζίτζικας δυο μαχαίρια και τα δίνει στους φίλους του.
«Αν μας πιάσουν, τους είπε, θα καμωθούμε πως δεν θέλουμε να προβάλουμε αντίσταση. Θα ακολουθήσουμε αλλά θα ανταλλάσουμε και ματιές. Μόλις βρεθεί η κατάλληλη ευκαιρία και ανάλογα με πόσους θα έχουμε να κάνουμε θα τους χυθούμε. Κι ό,τι θέλει ο Θεός. Ευτυχώς δεν έπεσαν σε περίπολο. Συνάντησαν έναν καλό πατριώτη που προσφέρθηκε να τους φιλοξενήσει.
Όταν μπήκαν στο σπίτι του τα έχασαν. Ήταν ένα μικρό σχεδόν καλυβάκι. Σε μια γωνιά ήταν η γυναίκα του με ένα μωρό στην αγκαλιά που έδειχνε μόλις εβδομάδων. Ο καλός εκείνος πατριώτης έβρασε στα γρήγορα μερικά χόρτα, έβαλε και καλαμπόκι και δείπνησαν. Μετά τους είπε να ξαπλώσουν στο κρεβάτι του να ξεκουραστούν. Αδύνατον να δεχτούν και οι τρεις να ξεβολέψουν τον φιλότιμο εκείνο άνθρωπο με λεχώνα γυναίκα. Άσε που με τόση ψείρα που κουβαλούσαν δεν ήταν σωστό να ξαπλώσουν στα σεντόνια του ανθρώπου.
Εκείνος ούτε που ήθελε να τους ακούσει.
– Το σπίτι είναι δικό μου τους είπε και σας διατάσω να μείνετε στο κρεβάτι μου γιατί είστε παιδιά του Βενιζέλου κι ο Βενιζέλος για μένα έσωσε την Ελλάδα.
Αναγκάστηκαν να υπακούσουν αλλά με μεγάλη ντροπή ιδιαίτερα βλέποντας τον άνθρωπο εκείνο με τη γυναίκα και το μωρό να πλαγιάζουν σε ένα υγρό πάτωμα.
Την επομένη οι τρεις φίλοι πήραν πάλι το δρόμο αλλά αυτή τη φορά δεν στάθηκαν τυχεροί. Τους έπιασε ένας στρατός που στα μάτια τους έμοιαζε απειράριθμος. Στρατοπέδευσαν κάπου για συσσίτιο από το οποίο ούτε ψίχουλο έδωσαν στους αιχμαλώτους. Το βράδυ όμως που χαλάρωσαν την επιτήρηση κατάφεραν Τζίτζικας, Χωνιανάκης και Σκουλάς να δραπετεύσουν.
Ανήμερα Πάσχα βρέθηκαν σε μια μάντρα με βοσκούς. Εκεί τους περιποιηθήκανε πολύ οι άνθρωποι. Μετά το φαγητό που τους στήλωσε αρκετά τους πήραν οι βοσκοί και τους οδήγησαν στο χωριό Μεγάλη Παναγιά στη Χαλκιδική…».
Από εκεί φτάσανε σ’ ένα παλιό πύργο που λέγεται Τρυπητή και περίμεναν μια βάρκα που είχαν μάθει ότι γύριζε και μάζευε στρατιώτες.
Όταν ήρθε η βάρκα ο βαρκάρης ζήτησε χρήματα. Ο Τζίτζικας και ο Χωνιανάκης κάτι κρατούσαν αλλά ο Σκουλάς δεν είχε δεκάρα. Τότε ο βαρκάρης του έκανε να τον διώξει.
Ο Τζίτζικας μπροστά στη συμπεριφορά αυτή έγινε έξαλλος και τα έψαλε από την καλή στον βαρκάρη που αναγκάστηκε να δεχθεί και τον Σκουλά. Στον όρμο της Δάφνης σταμάτησαν σε ένα μοναστήρι που υπήρχαν κι άλλοι αξιωματικοί και στρατιώτες.
Κάθισαν κάπου τρεις μέρες περνώντας την ώρα με επισκέψεις στα μοναστήρια. Εκεί στη μονή Ξενοφώντος ο Σκουλάς πέτυχε έναν Ανωγειανό που τους περιποιήθηκε με το παραπάνω. Από εκεί οι καλόγεροι τους ναύλωσαν ένα καΐκι με προορισμό την Κρήτη. Σταματούσαν όμως συνέχεια σε πολλά νησιά επειδή ταξίδευαν μόνο τη νύχτα από φόβο μήπως τους εντοπίσει κανένα εχθρικό αεροπλάνο και να τους βουλιάξει.
Από νησί σε νησί φτάσανε στην Κύμη της Ευβοίας. Από εκεί πήγανε Πόρτο Ράφτη και στη συνέχεια Κορρησία Κέας, όπου υπήρχε αγγλική βάση. Εκεί ένας Έλληνας πλωτάρχης που ήξερε Αγγλικά κανόνισε να τους πάρει ένα πλοίο που περισυνέλεγε συμμάχους. Πράγματι σε ένα από τα τρία πλοία που έφθασαν έγιναν δεκτοί και οι τρεις φίλοι που στοιβάχτηκαν με δεκάδες άλλους όπου υπήρχε ελεύθερος τόπος. Ευτυχώς όμως που οι Άγγλοι τους περιποιήθηκαν τόσο καλά που ο Σκουλάς δεν έπαψε να λέει:
«Ο Θεός μωρέ να βλέπει την Αγγλία κι αυτοί θα μας εσώσουνε..».
Στις 28 Απριλίου φτάσανε επιτέλους στη Σούδα όχι χωρίς περιπέτειες. Γιατί τους είχαν πάρει χαμπάρι οι Γερμανοί και τους ακολούθησαν βομβαρδιστικά που κατάφεραν να απωθήσουν τα αγγλικά αεροπλάνα.
Επιτέλους φτάσανε στα Χανιά κι από εκεί βρήκαν τρόπο να επιστρέψουν στο Ρέθυμνο. Εκεί οι τρεις φίλοι αποχωρίστηκαν τραβώντας καθένας στο χωριό του. Μόνο ο Τζίτζικας επέμεινε να πάει στη μονάδα του.
Αυτές οι περιπέτειες δεν ξεχάστηκαν ποτέ. Ο Τζίτζικας αμέσως μετά τη Μάχη της Κρήτης πέρασε στην Αντίσταση με τη γνωστή δράση.
Ο Σκουλάς συνέχισε την πατριωτική του δράση. Πέθανε το 1996 χωρίς να πάψει να διηγείται και αυτές τις δοκιμασίες που τον σημάδεψαν μια ζωή.
Ο Εμμανουήλ Χωνιανάκης ή Μανιός συνέχισε να διακρίνεται για την πατριωτική του δράση. Αξίζει να τον γνωρίσουμε λίγο περισσότερο.
Γεννήθηκε τον Απρίλιο του 1918 στο Μελιδόνι. Ήταν γιος του Ιωάννη Χωνιανάκη και της Ελένης Μελιδόνη. Ήταν δηλαδή απόγονος του ηρωικού οπλαρχηγού με το τραγικό τέλος Αντώνη Μελιδόνη.
Ο Χωνιανάκης αφού έκανε και με το παραπάνω το χρέος του στην πατρίδα, σε όλη τη διάρκεια της κατοχής, παντρεύτηκε το 1949 την Αργυρή Μοσχονά και απέκτησαν δυο κόρες. Την Ελένη τραπεζικό και την Μαρία εκπαιδευτικό.
Καλός νοικοκύρης ασχολήθηκε με τη γεωργία και την κτηνοτροφία αλλά ποτέ δεν έμεινε αδιάφορος με τα κοινά. Διετέλεσε πρόεδρος και κοινοτικός σύμβουλος Μελιδονίου – Εξάντη – Μπαλί για είκοσι περίπου χρόνια.
Πέθανε πλήρης ημερών τον Ιανουάριο του 2012.
Μια ηρωική πράξη
Ο καθηγητής και μετέπειτα Γυμνασιάρχης Νίκος Δρανδάκης, στον πόλεμο του 40 είχε κάνει το καθήκον του ως Έλληνας, στο ακέραιο. Μια πράξη του όμως τον καταξίωσε και τον τοποθέτησε στο πάνθεον των ξεχωριστών ανθρώπων. Κι ο μόνος που την αναφέρει στη δική του νεκρολογία για το Νίκο Δρανδάκη είναι ο φίλος του Νίκος Περακάκης συγγραφέας και λογοτέχνης. Διαφορετικά κανένας δεν θα τη γνώριζε.
Έτυχε να συνυπηρετεί με τον Δρανδάκη και να μοιράζονται τις κακουχίες του πολέμου εκεί στο μέτωπο της Αλβανίας. Στην οπισθοχώρηση βρέθηκαν και οι δυο να υπηρετούν με το καθήκον των ταχυδρόμων του 44ου Σ.Π. Στο δοξασμένο σύνταγμα που υπηρετούσαν είχαν λοχαγό τον έφεδρο υπολοχαγό Μιχάλη Μανουρά και διοικητή τον αξέχαστο ηρωικό επίσης ταγματάρχη Αριστείδη Παναγιωτάκη.
Όταν κρινόταν η τύχη του στρατού ο διοικητής του λόχου διοικήσεως Μιχάλης Μανουράς ανέθεσε στον Δρανδάκη και στον Περακάκη μια εξαιρετική επικίνδυνη αποστολή.
Να συνοδεύσουν, κρυμμένη μέσα σε κιβώτιο πυρομαχικών τη Σημαία του Συντάγματος και τα χρήματα από τις επιταγές του Συντάγματος. Κάπου ένα εκατομμύριο και πλέον δραχμές της εποχής. Σαν έφθασαν στις Μούλιος, όπου, σύμφωνα με την ανακωχή, έπρεπε να παραδώσουν κάθε στρατιωτικό είδος και φυσικά τον οπλισμό τους, έδωσαν τη σημαία στον διοικητή τους Αριστείδη Παναγιωτάκη που με χίλιους δυο κινδύνους και προφυλάξεις τη διέσωσε, τη διαφύλαξε όλη την Κατοχή και μετά την απελευθέρωση την έφερε στο Ρέθεμνος και σε μια σεμνή τελετή την παρέδωσε για να κυματίζει περήφανη και να διαλαλεί τις δόξες των Ρεθεμνιωτών και στο μέτωπο του 40.
Αμέσως μετά την παράδοση της σημαίας στο διοικητή τους οι δυο ταχυδρόμοι τραβήχτηκαν παράμερα και λέει ο Δρανδάκης στον Περακάκη:
– Βλέπεις Νίκο όπως ήρθαν τα πράγματα τα χρήματα θα μπορούσαμε να τα οικειοποιηθούμε. Ποιος θα μας τα ζητήσει τώρα που έχουν όλα διαλυθεί; Καταλαβαίνεις ότι με αυτά τα χρήματα κάποιος άλλος θα πήγαινε στην Αθήνα και θα μπορούσε να αγοράσει ολόκληρο τετράγωνο σπιθιών.
– Και τι λες δηλαδή Νίκο μου σαν πιο σοφός που είσαι του λόγου σου. Πως λες να πράξομε;
– Δεν είναι θέμα σοφίας Νίκο μου. Είναι η ιστορία που μας δείχνει το χρέος μας.
Τα χρήματα αυτά είναι ιερά, σε καμιά περίπτωση, ούτε πεντάρα δεν ανήκει πια σε μας. Με την ευκαιρία αυτή να τα παραδώσουμε αμέσως.
– Ούτε λόγος σύντροφε. Αμέσως πάμε
Πήγαν οι δυο τους και παρέδωσαν μέχρι και το τελευταίο πενηνταράκι στον Αριστείδη Παναγιωτάκη, στον λοχαγό τους Μιχάλη Μανουρά και στον υπολοχαγό της ΙΙ πυροβολαρχίας Μιχάλη Κουκουράκη. Έντιμοι και ευσυνείδητοι αξιωματικοί και άνθρωποι και οι τρεις, την ίδια εκείνη ώρα, μοίρασαν τα χρήματα στους δικαιούχους αξιωματικούς και στρατιώτες. Η παράδοση έγινε στη θέση Κερασσούντα. Σχετικό πρωτόκολλο παράδοσης και παραλαβής δόθηκε αμέσως στους δυο ταχυδρόμους που φύλαξε ο Περακάκης μέχρι που σε μια έφοδο της ασφάλειας στο σπίτι του μαζί με άλλα έγγραφα κατάστρεψαν κι αυτό.
Περιττό να σημειώσουμε ότι την υπόλοιπη οπισθοχώρηση οι δυο ταχυδρόμοι την πέρασαν απένταροι αλλά ούτε και σε στιγμές μεγάλης ανέχειας δεν μετάνιωσαν που έκαναν το χρέος τους.
Ο Νίκος Δρανδάκης ήταν αυστηρός σαν καθηγητής αλλά πάντα δίκαιος και οι μαθητές του τον λάτρευαν.
Πολλές φορές τους διηγήθηκε, σε ώρες κενές μαθημάτων για δυο φαντάρους στο μέτωπο που είχαν την ευθύνη ενός τόσο μεγάλου ποσού κι όμως το παρέδωσαν χωρίς να διστάσουν και χωρίς να μετανιώσουν ποτέ. Το ανέφερε σαν παράδειγμα για να διδάξει τους μαθητές του την αξία της εντιμότητας αλλά ποτέ δεν τους είπε ποια ήταν τα πρόσωπα αυτά.
Κι αν δεν το ανέφερε ο Νίκος Περακάκης νεκρολογώντας το φίλο του κανένας δεν θα ήξερε ποτέ ότι ο Νίκος Δρανδάκης ήταν αυτός που πήρε τη γενναία απόφαση που δείχνει το ήθος και την αξιοπρέπεια του ανδρός αλλά και της μαρτυρικής γενιάς του. Είχα προσπαθήσει να βρω στοιχεία γι’ αυτόν χωρίς να ξέρω ότι η πιο πολύτιμη και έγκυρη πηγή ήταν δίπλα μου.
Ο Δρανδάκης ήταν επιστήθιος φίλος του ιδρυτή των «Ρεθεμνιώτικων Νέων» Γιάννη Χαλκιαδάκη, που μου είπε συνοψίζοντας μετά από μια ενδιαφέρουσα αναδρομή:
«Ήταν τόσο αγαπητός, τόσο κοινής αποδοχής, που δεν χρειαζόταν ο ίδιος ποτέ να αναφερθεί στον εαυτό του. Άνθρωπος σπάνιος, αξιαγάπητος, φίλος μπιστικός και νοικοκύρης από τους λίγους. Να ‘βλεπες την οδύνη του κόσμου την Πρωτομαγιά του 1981 που τον χάσαμε. Πέθανε στα 75 χρόνια του. Να ‘βλεπες αμέτρητα τα στεφάνια στην κηδεία του που είχε γίνει στο Ζουρίδι. Εγώ μάλιστα τον είχα νεκρολογήσει τότε».
Αυτά μου έλεγε και η συγκίνηση νότιζε το βλέμμα του.
ΠΗΓΕΣ:
Γεωργίου Τζίτζικα (Μπαχρή) «Ελευθερία και δόξα»
Πολιτιστικό Ρέθυμνο: Νικόλαος Δρανδάκης
Μαρτυρία: Μαρίας Χωνιανάκη-Χατζημαρκάκη
Μαρτυρία: Γιάννη Χαλκιαδάκη