Σκόρπιες μνήμες συνθέτουν το σημερινό μας αφιέρωμα στη μεγάλη επέτειο του ’40 παρμένες από το «Πολιτιστικό Ρέθυμνο».
Στο πρόσωπο αυτών που αναφέρουμε σήμερα τιμάμε και όλους τους ηρωικά πεσόντες που θυσίασαν τη νιότη τους για τη δική μας εθνική αξιοπρέπεια.
Ήταν ωραίο παιδί ο Γιάννης Λεβέντης, έξυπνος, γενναίος. Από μικρό παιδί μεγάλωνε με τις κρητικές παραδόσεις που γενναιόδωρα δέχτηκε από τους γονείς του Μανόλη Τσουπάκη και Χαρίκλεια Λαντζουράκη.Είχε κέφι για τη ζωή, ήταν ανοικτή καρδιά, μερακλής και φυσικά όνειρο κάθε κοριτσιού.Εκείνος όμως διάλεξε για σύντροφο της ζωής του μια πανέμορφη κοπέλα από τη Νίθαυρη επίσης, συγχωριανή του δηλαδή, την Ξανθίππη Δανδουλάκη.
Ο γάμος τους τελέστηκε με όλο το τυπικό των αρχοντικών της εποχής οικογενειών. Το γλέντι κράτησε μέρες και οι ευχές ήταν αμέτρητες για την ευτυχία του ζευγαριού. Όλα έδειχναν ευοίωνα για μια ανέφελη ζωή. Λογάριαζαν όμως χωρίς την κατάρα του πολέμου.
Πύκνωναν τα σύννεφα αλλά όλοι απεύχονταν την αναμενόμενη συμφορά.
Η κήρυξη του πολέμου βρήκε τον Γιάννη με τον ίδιο ενθουσιασμό που διακατείχε τους νέους της εποχής του «Θα τους πετάξουμε στη θάλασσα» έλεγε στη γυναίκα του, που ζούσε ένα μαρτύριο αποχαιρετώντας τον άνδρα που δεν είχε ακόμα προλάβει να ζήσει μαζί του την καθημερινότητα.
Το ίδιο επαναλάμβανε στους γονείς που προσπαθούσαν με τη σειρά τους να κρατήσουν την ψυχραιμία τους και να δώσουν κουράγιο στον πρωτογιό τους που έφευγε για το μέτωπο. Μόνο τα μικρότερα αδέλφια ο Ζαχαρίας, η Ελπινίκη και η Ευαγγελία, δεν μπορούσαν να αντέξουν τη στιγμή του αποχαιρετισμού και άφησαν τον πόνο τους να ξεσπάσει. Μάταια ο Γιάννης τα παρακαλούσε να σκεφτούν πως πρέπει να φύγει για την πατρίδα. Σ’ αυτόν τον πρωτότοκο έμελε ο κλήρος να τιμήσει την οικογένειά του. Έπρεπε να σταθούν όλοι στο ύψος των περιστάσεων.
Ο Γιάννης έπεσε ηρωικά μαχόμενος στο Τεπελένι στις 15-2-1941 σε ηλικία 36 ετών. Αργότερα ο αδελφός του Ζαχαρίας θα συναντήσει τυχαία στον Άγνωστο έναν από τους μάρτυρες του ηρωικού θανάτου του Γιάννη τους. Ήταν ο Βαγγέλης Μουρτζανός. Μόλις είδε τον Ζαχαρία πήγε προς το μέρος του και τον ρώτησε:
– Από πού είσαι φίλε;
– Από τη Νίθαυρη!
– Μήπως είσαι γιος του Τσουπάκη του Γιάννη που σκοτώθηκε στην Αλβανία;
– Όχι ήταν αδερφός μου.
Πλησιάζει τότε ο Μουρτζανός αγκαλιάζει τον Τσουπάκη και κλαίγοντας του λέει: «Ήμασταν μαζί όταν σκοτώθηκε».
Ο Ζαχαρίας δεν περίμενε ούτε στιγμή. Παρέσυρε τον συνεπαρχιώτη του σ’ ένα καφενείο και του ζήτησε να κάνει την ιστορία με κάθε λεπτομέρεια. Κι εκείνος δεν τον απογοήτευσε:
«Θυμάμαι, άρχισε να του διηγείται ενώ εκείνος κρεμόταν από τα χείλη του ότι μας αντικατέστησε ένας άλλος λόχος για να ξεκουραστούμε λίγο. Είχαμε πάει κοντά σε ένα σπηλιάρι. Μόλις καθίσαμε φωνάζουνε «ενισχύσεις». Λέει ο αξιωματικός: Εμά μωρέ, ακόμα δε φτάξανε και φωνάζουνε ενισχύσεις!
Αλλά πάλι φωνάζουνε ενισχύσεις, και μας λέει ο αξιωματικός: Μην κουνηθεί κανείς! Αλλά και τρίτη φορά φωνάζουν «ενισχύσεις» και τότε παίζει έναν πήδο ο αδελφός σου και μας λέει: «Αντέστε μωρέ, μόνο θα ‘ρθουνε επαέ να μας εσφάξουνε σαν τσοι χοίρους!».
Προχωρήσαμε περίπου εκατό μέτρα και μου φωνάζει, Βαγγέλη τραυματίστηκα, το τουφέκι μου… Του φωνάζω τρία βήματα μπροστά αλλά δυστυχώς δεν πρόλαβε, πήρε τη σφαίρα στην καρδιά και πέφτει κάτω. Δεν μπόρεσε να σταματήσει κανείς γιατί είχαμε μεγάλη επίθεση. Απομακρύνθηκα μακριά. Το δε επαύριο συναντήθηκα με τον Πανάγο Δανδουλάκη από τη Νίθαυρη και με ρωτά: «Βαγγέλη που είναι ο Γιάννης; Σκοτώθηκε; μετά πήγαμε και τον πετρώσαμενε πέτρες και χαλίκια!».
Μια εγκληματική τακτική
Μια θλιβερή διαπίστωση έγινε μετά την δημοσίευση ονομάτων ηρώων που έπεσαν στο μέτωπο του Ελληνοϊταλικού πολέμου. Μια μνημειώδη εργασία που έκανε ο Αντιστράτηγος ε.α κ Νικόλαος Σαμψών κι έτσι τουλάχιστον ξέρουμε ποιους πρέπει να τιμάμε αιωνίως.
Από μια εγκληματική τακτική της τότε ηγεσίας στέλνονταν στο μέτωπο αδιακρίτως μέλη της ίδιας οικογενείας με αποτέλεσμα να ξεκληρίζονται αυτές άνευ λόγου.
Από τον κατάλογο και τα σχόλια του κ. Σαμψών μπορούμε να αναφέρουμε μερικούς από τους αναίτια χαμένους.
Από τα αδέλφια που σκοτώθηκαν ήταν τρεις Βαβουράκηδες από την Κοξαρέ, δυο Βρέντζηδες από τα Ανώγεια, δυο Γαγάνηδες από το Ατσιπόπουλο, δυο Δακανάληδες από τα Ανώγεια, δυο Κουτελιδάκηδες από το Γερακάρι, δύο Κεφαλογιάννηδες από τα Ανώγεια, δυο Σαγάκηδες από τους Κούμους και δυο Φουσταλιέρηδες από το Μαλάκι.
Ο κ. Σαμψών σε άλλα του σημειώματα αναφέρεται στην οδύνη των γονέων που έπεσαν θύματα αυτής της αλόγιστης τακτικής με περιγραφές που συγκλονίζουν.
Αναφέρει σχετικά σε κάποια από αυτές:
Οι Ατσιπουλιανοί που επιστρατεύθηκαν το 1940, κατατάχθηκαν στο 44 Σύνταγμα Πεζικού στο Ρέθυμνο. Το Σύνταγμα αυτό μεταφέρθηκε ατμοπλοϊκώς από το λιμάνι της Σούδας στον Πειραιά και απ’ εκεί σιδηροδρομικώς μέχρι τα σύνορα και έλαβε μέρος στις επιχειρήσεις της V Μεραρχίας Κρήτης για την κατάληψη του όρους Σεντέλι και την διάνοιξη της οδού προς το Τεπελένι. Η Μεραρχία έδωσε ένα τιτάνιο αγώνα πάνω σε χιονισμένα βουνά με υψόμετρα μέχρι 1800 μ. και θερμοκρασίες -20ο Κελσίου. Κατήγαγε μια πύρρεια νίκη και οι απώλειες της έφτασαν τους 7.500 νεκρούς, τραυματίες, παγόπληκτους και άλλους ασθενείς.
Ανάμεσα στους 347 πεσόντες Ρεθεμνιώτες έπεσαν και οι παρακάτω Ατσιπουλιανοί:
- Aνθυπολοχαγός Όθων Γιαννούλης, την 14ηΦεβρουαρίου 1941 στην Τρεμπεσίνα.
- Δεκανέας Ιωάννης Γαγάνης και Στρ. Ελευθέριος Μυστράκης, την 15ηΦεβρουαρίου 1941 στο ύψωμα Πούντα Νόρντ.
- Στρ. Σπύρος Μυστράκης, την 17ηΦεβρουαρίου 1941 στο ύψωμα Πούντα Νόρντ.
- Στρ. Γεώργιος Γαγάνης, εξαφανίσθηκε τον μήνα Μάρτιο στην Τρεμπεσίνα. Σύμφωνα με πληροφορίες μεταφερόταν τραυματίας στο ορεινό χειρουργείο στο οποίο δεν έφτασε ποτέ. Τραυματίες επέστρεψαν στο Ατσιπόπουλο ο Μιχάλης Δημητρακάκης και ο Αλέξανδρος Αγγελάκης.
Η μάχη στο ύψωμα Πούντα Νόρντ σε υψόμετρο 1647 μ. και στον αυχένα Μετζγκοράνης υπήρξε μια από τις φονικότερες της Αλβανίας μετά την μάχη στο ύψωμα 731. Εκεί το 44 Σύνταγμα κατατρόπωσε τους Ιταλούς και κατέλαβε το όρος Σεντέλι αλλά με βαριές απώλειες. Δίκαια οι Κρητικοί φαντάροι σημάδεψαν το γεγονός με την μαντινάδα: «Το Πουντανόρι το βουνό και το Μετζικοράνι, έκαμαν μάνες να πονούν, παιδιά ‘στειλε στον Άδη».
Ο επίλογος του δράματος
Ο επίλογος του δράματος παίχθηκε στο Ατσιπόπουλο, που βυθίσθηκε σε βαρύ πένθος και έκλαψε πολύ για τα πέντε γενναία παλικάρια του, που έμειναν για πάντα θαμμένα στα χιονισμένα βουνά της Αλβανίας. Ο Ελευθέριος Γαγάνης πατέρας των δύο πεσόντων αδελφών ήταν ένας υπερήφανος Ατσιπουλιανός, που προσπάθησε να κρύψει τον αβάστακτο πόνο του από τους συγχωριανούς του. Σύμφωνα με μαρτυρία του εξαδέλφου του Ευαγγέλου Σαμψών, όταν πήγαινε στο κτήμα του στη θέση Καβαλούρα, έκλαιγε ασταμάτητα με λυγμούς για τον άδικο χαμό των δύο παιδιών του. Ήταν μεγάλο λάθος του τοπικού στρατιωτικού διοικητή, που έστειλε και τα δύο αδέλφια στην πρώτη γραμμή. Το ίδιο είχε συμβεί και με τα αδέλφια Σπύρο και Μανώλη Μυστράκη, που ήταν επίσης στην πρώτη γραμμή. Ευτυχώς στην περίπτωση αυτή μετά τον θάνατο του Σπύρου, ο Μανώλης μεταφέρθηκε στα μετόπισθεν και επέζησε.
Όταν τα Γερμανικά στούκας τον Μάιο του 1941 βομβάρδιζαν την περιοχή του Ρεθύμνου πριν από την ρίψη των αλεξιπτωτιστών στα ανατολικά της πόλης, ο Ελευθέριος Γαγάνης είχε ανεβεί στην κορυφή ενός πλατάνου και πυροβολούσε με πολεμικό όπλο εναντίον τους. Με αυτό τον τρόπο πίστευε ότι υπερασπιζόταν την πατρίδα του και ταυτόχρονα έπαιρνε εκδίκηση για τον άδικο χαμό των δύο παιδιών του. Ο τραγικός πατέρας τελικά δεν μπόρεσε να αντέξει τον άδικο χαμό των παιδιών του. Ο αβάστακτος πόνος και η βαριά θλίψη του σύντομα τον οδήγησαν στον θάνατο. Η χαροκαμένη μάνα τους έζησε το υπόλοιπο της ζωής της πονεμένη χωρίς τα παιδιά της και τον σύζυγό της, μόνη μέσα στην δυστυχία της και με την στήριξη των δύο θυγατέρων της Αικατερίνης και Ελένης και των άλλων συγγενών της. Κρυφή ελπίδα της ήταν ότι κάποια μέρα θα επέστρεφε ο αγνοούμενος γιός της Γιώργης, πράγμα που δεν έγινε ποτέ.
Μια συγκλονιστική μαρτυρία
Συγκλονιστική είναι επίσης η μαρτυρία του κ. Γιάννη Πολογιωργάκη από το Ατσιπόπουλο, που αναφέρει σχετικά:
«Δεν γνώρισα τον παππού μου, από την πλευρά της μάνας μου, που «έφυγε» βιαστικά για να συναντήσει τους πεσόντες γιους του. Μου δώσανε επίσης βιαστικά το όνομα του πεσόντα γιου του, του Γιάννη για να «παγουριάνουν» τον πόνο του. Κι αυτός τότε μου χάρισε την κούνια μου, που την έχω ακόμη. Δεν ήμουν ούτε τριών χρόνων, τότε που ο υπερήφανος Ατσιπουλιανός και Θερισιανός επαναστάτης, δεν άντεξε το χαμό και των δύο του γιων, του Γιάννη του και του Γιώργη του. Ο Ελευθέριος Γαγάνης «έφυγε» το 1949.
Το τραγικό πρόσωπο όμως, της δύστυχης, μόνιμα άρρωστης και πάμπτωχης γιαγιάς μου Μαρίας, που πάντα έκλαιγε, το γνώρισα. Κι είναι για μένα, μια από τις πιο συγκλονιστικές μου μνήμες. Δεν μπορώ να ξεχάσω εκείνο το απόβραδο στο σπίτι μας, που ο πατέρας μου αφήνοντας λίγα χαρτονομίσματα στο τραπέζι κι είπε στη μάνα μου «τούτανε τα λεφτά είναι η σύνταξη τσι μάνας σου μόνο να τσι τα πας. Κι ότι θελ’ ας τα κάμει». Την επομένη βλέπω τη μάνα μου, να γυρίζει από το σπίτι της γιαγιάς μου, με πετρωμένο πρόσωπο και να βαστά στη ποδιά της τα χαρτονομίσματα που της πήγε την προηγουμένη, καταξεσχισμένα σε αμέτρητα κομμάτια… Εκτιμώ ότι θα ήμουν τότε πέντε ή έξι χρονών. Η γιαγιά μου Μαρία χήρα Ελευθερίου Γαγάνη «έφυγε» το 1953.
Από τότε που κατάλαβα τον εαυτό μου έβλεπα στο στενάκι μας στο Ατσιπόπουλο, όπου και τώρα κατοικώ, τον εξάδελφο του παππού μου Ευάγγελο Σαμψών που άκουγε το θρήνο του. Ποτέ όμως εξαιτίας της έμφυτης σεμνότητάς του, δεν μου είπε τίποτα γι’ αυτό κι όχι μόνο γι’ αυτό. Τα πληροφορήθηκα όλα από άλλα πρόσωπα. Η ίδια αυτή σεμνότητα, δεν άφησε και το γιο του Νίκο Σαμψών, αντιστράτηγο ε.α ν’ αναφέρει ότι ο εξάδελφος του παππού μου, που άκουγε το θρήνο του, είναι ο πατέρας του. Ο Ευάγγελος Σαμψών έφυγε το 1979.
Πώς να ξεχάσω το πρόσωπο του χωριανού μας και συμπολεμιστή του θείου μου του Γιάννη, Γιώργη Παπαλεξάκη. Μια μέρα λοιπόν ένα ή δύο χρόνια πριν πεθάνει, βρίσκομαι στο περβολάκι του, δίπλα στο σπίτι του στο χωριό μας, όταν τον ακούω να μου λέει «Αφού έρχονται οι Αλβανοί παέ και τον δίνομε μεροκάματο νάρθη θές να πάρωμε τον Παπά Μανώλη και να πάμε στην Αλβανία να φέρομε τον μπάρμπα σου. Μα γώ κατέω που. Γιατί τούτανε τα χέρια απού θωρείς τονε σκεπάσανε. Πετρωμένο ήτανε το πρόσωπό του και τα μάτια του γυάλινα και καρφωμένα στο Βρύσινα». Κι αφού μου έστρεψε τα νώτα και απομακρυνόταν δεν άντεξε και πριν στρίψει, έφερε τα χέρια στα μάτια του. Γιώργη ο θεός να σου συγχωρέσει. Ο Γιώργης Παπαλεξάκης «έφυγε» το 2001.
Τι να πρωτοθυμηθώ για τον επίσης γείτονά μου, Μιχάλη Δημητρακάκη με το κομμένο πόδι. Σαν να βλέπω και τώρα το βασανιστικό του βάδισμα κι ακόμη σαν ν’ ακούω τον ήχο της βέργας του, που τον συνόδευε σ’ όλη του τη ζωή. Κι είναι η βέργα εκείνη που έγινε και κτέρισμά του. Ο Μιχάλης Δημητρακάκης «έφυγε» το 2004.
Άπειρες είναι οι συγκλονιστικές αυτές μνήμες. Το βέβαιο πάντως είναι, ότι έχουμε καταλάβει το μέγεθος του αγώνα των ηρώων μας αυτών και την ανάγκη να βαδίσουμε κι εμείς στις ίδιες στράτες έχοντάς τους αξιακά πρότυπα…».
Η εντιμότητα του Έλληνα φαντάρου
Από το αφιέρωμά μας αυτό δεν θα μπορούσε να λείψει το φωτεινό παράδειγμα εντιμότητας του Γυμνασιάρχη Νίκου Δρανδάκη, από τους ήρωες και αυτός του Αλβανικού Έπους.
Πήγε στο μέτωπο έχοντας χαραγμένες στο νου τις παρακαταθήκες των αρχαίων προγόνων, που είχε τόσο πολύ μελετήσει και μετά το Πανεπιστήμιο. Από τις νουθεσίες των γονιών και παππούδων του αντλούσε το θάρρος, που τον έκανε να περιμένει την κάθε μάχη με πίστη για τη νίκη.
Έτσι και ο Νίκος Δρανδάκης έκανε στο ακέραιο το καθήκον του στην πατρίδα. Μια πράξη του όμως τον καταξίωσε και τον τοποθέτησε στο πάνθεον των ξεχωριστών ανθρώπων. Κι ο μόνος που την αναφέρει στη δική του νεκρολογία για τον Νίκο Δρανδάκη είναι ο φίλος του Νίκος Περακάκης συγγραφέας και λογοτέχνης. Διαφορετικά κανένας δεν θα τη γνώριζε.
Έτυχε να συνυπηρετεί με τον Δρανδάκη και να μοιράζονται τις κακουχίες του πολέμου εκεί στο μέτωπο της Αλβανίας. Η εκτίμηση ήταν αμοιβαία γιατί και οι δυο άνδρες διακρίνονταν για το ήθος τους και την απαράμιλλη γενναιότητά τους. Κοντινές και οι επιστήμες τους. Φιλόλογος ο Δρανδάκης, δάσκαλος ο Περακάκης.
Στην οπισθοχώρηση βρέθηκαν και οι δυο να υπηρετούν με το καθήκον των ταχυδρόμων του 44ου Σ.Π. Στο δοξασμένο σύνταγμα που υπηρετούσαν είχαν λοχαγό τον έφεδρο υπολοχαγό Μιχάλη Μανουρά και διοικητή τον αξέχαστο ηρωικό επίσης ταγματάρχη Αριστείδη Παναγιωτάκη.
Όταν κρινόταν η τύχη του στρατού ο διοικητής του λόχου διοικήσεως Μιχάλης Μανουράς ανέθεσε στον Δρανδάκη και στον Περακάκη μια εξαιρετική επικίνδυνη αποστολή.
Να συνοδεύσουν, κρυμμένη μέσα σε κιβώτιο πυρομαχικών τη Σημαία του Συντάγματος και τα χρήματα από τις επιταγές του Συντάγματος. Κάπου ένα εκατομμύριο και πλέον δραχμές της εποχής. Σαν έφθασαν στις Μούλιος, όπου, σύμφωνα με την ανακωχή, έπρεπε να παραδώσουν κάθε στρατιωτικό είδος και φυσικά τον οπλισμό τους, έδωσαν τη σημαία στον διοικητή τους Αριστείδη Παναγιωτάκη, που με χίλιους δυο κινδύνους και προφυλάξεις τη διέσωσε, τη διαφύλαξε όλη την Κατοχή και μετά την απελευθέρωση την έφερε στο Ρέθεμνος και σε μια σεμνή τελετή την παρέδωσε για να κυματίζει περήφανη και να διαλαλεί τις δόξες των Ρεθεμνιωτών και στο μέτωπο του 40.
Αμέσως μετά την παράδοση της σημαίας στο διοικητή τους οι δυο ταχυδρόμοι τραβήχτηκαν παράμερα και λέει ο Δρανδάκης στον Περακάκη:
– Βλέπεις Νίκο, όπως ήρθαν τα πράγματα τα χρήματα θα μπορούσαμε να τα οικειοποιηθούμε. Ποιος θα μας τα ζητήσει τώρα που έχουν όλα διαλυθεί; Καταλαβαίνεις ότι με αυτά τα χρήματα κάποιος άλλος θα πήγαινε στην Αθήνα και θα μπορούσε να αγοράσει ολόκληρο τετράγωνο σπιθιών.
– Και τι λες δηλαδή Νίκο μου σαν πιο σοφός που είσαι του λόγου σου. Πώς λες να πράξομε;
– Δεν είναι θέμα σοφίας Νίκο μου. Είναι η ιστορία που μας δείχνει το χρέος μας.
Τα χρήματα αυτά είναι ιερά, σε καμιά περίπτωση, ούτε πεντάρα δεν ανήκει πια σε μας. Με την ευκαιρία αυτή να τα παραδώσουμε αμέσως.
– Ούτε λόγος σύντροφε. Αμέσως πάμε.
Πήγαν οι δυο τους και παρέδωσαν μέχρι και το τελευταίο πενηνταράκι στον Αριστείδη Παναγιωτάκη, στον λοχαγό τους Μιχάλη Μανουρά και στον υπολοχαγό της ΙΙ πυροβολαρχίας Μιχάλη Κουκουράκη. Έντιμοι και ευσυνείδητοι αξιωματικοί και άνθρωποι και οι τρεις, την ίδια εκείνη ώρα, μοίρασαν τα χρήματα στους δικαιούχους αξιωματικούς και στρατιώτες. Η παράδοση έγινε στη θέση Κερασσούντα. Σχετικό πρωτόκολλο παράδοσης και παραλαβής δόθηκε αμέσως στους δυο ταχυδρόμους που φύλαξε ο Περακάκης. Δυστυχώς όμως με τις ανώμαλες καταστάσεις που έζησε ο κόσμος, κι ο ίδιος ο δάσκαλος λόγω πεποιθήσεων, τις έρευνες, τις κατασχέσεις εντύπων από τα σπίτια των αντιφρονούντων, το πρωτόκολλο χάθηκε.
Άστραψε και βρόντησε ο Δρανδάκης όταν του το είπε ο Περακάκης δέκα χρόνια αργότερα. Τον επέπληξε με αυστηρότητα γιατί όπως του είπε αυτό το χαρτί έπρεπε να φυλαχθεί ως κόρην οφθαλμού.
Περιττό να σημειώσουμε ότι την υπόλοιπη οπισθοχώρηση οι δυο ταχυδρόμοι την πέρασαν απένταροι αλλά ούτε και σε στιγμές μεγάλης ανέχειας δεν μετάνιωσαν που έκαναν το χρέος τους.
Πηγές:
«Ηρώον Πεσόντων της Σκλαβωμένης Ελλάδος 1940 – 1945».
Νικολέου Τσουπάκη: Αφιέρωμα στον «Νιθαυριανό» Γιάννη Τσουπάκη που έπεσε μαχόμενος στην Αλβανία.
Μαρτυρίες Νικολάου Σαμψών Αντιστρατήγου ε.α στο ντοκιμαντέρ της Εύας Λαδιά «Το Ρέθυμνο του ΟΧΙ»
Πολιτιστικό Ρέθυμνο: Ενότητα 28η Οκτωβρίου