Ήταν από τα μεγαλύτερα δώρα για το αρχείο μου «Πολιτιστικό Ρέθυμνο» το ημερολόγιο του Δημήτρη Τεργιακή (Μούρμουρα) που μου είχε προσφέρει ο γιος του Γιάννης.
Πρόκειται για το ημερολόγιο που ανέδειξε αργότερα με εκπομπές και αναφορές του στον τοπικό τύπο ένας ακόμα δέκτης αυτής της μεγάλης προσφοράς, ο Μανόλης Καρνιωτάκης που πρωτοστάτησε μάλιστα και στην κίνηση για τη μόνιμη έκθεση με έργα του μεγάλη λαϊκού ζωγράφου.
Πήρα με σεβασμό το ημερολόγιο και το καταχώρησα στο αρχείο, διατηρώντας όμως και το ύφος και την ορθογραφία.
Και τώρα με την ευκαιρία της συμπλήρωσης 100 χρόνων από τον μεγάλο διωγμό σκέφτηκα να σας σταχυολογήσω μνήμες του μεγάλου καλλιτέχνη, που μικρό παιδί βίωσε τη φρίκη του ξεριζωμού.
Θα αποφύγω μόνο όσα έχουν καθαρά προσωπικό χαρακτήρα που σε συναισθηματική φόρτιση τα πρόσθεσε και αυτά ο Μούρμουρας στο ημερολόγιό του.
Γράφει λοιπόν μεταξύ άλλων ο Δημήτρης Τεργιακής, προσθέτοντας μια ακόμα πολύτιμη πηγή πληροφοριών από την τραγική εκείνη περίοδο:
«Η οργή των Τούρκων μεγάλωσε και έβαλαν στην σκέψη να μας διώξουν από τη Μικρά Ασία. Από το εσωτερικό της Ασίας άρχισαν να διώχνουν όλους τους χριστιανούς και άρχισαν να έρχονται προς τα παράλια που ήταν και οι Φώκιες. Τότε αρχίσαμε να ανησυχούμε όλοι, γιατί βλέπαμε αυτοί που είχαν διωχτεί δεν τους άφηναν να πάρουν από τα υπάρχοντα που ο καθένας είχε να πάρει τίποτα. Έφευγαν μόνο να γλυτώσουν τη ζωή. Αφού μάθαμε τα συμβάντα ήλθαμε εις τις Νέες Φώκιες για να συνεννοηθούμε με έναν κουμπάρο εμπορευόμενο που είχαμε. Μαζί που φεύγαμε παιδιά γυναίκες σέρναμε και μια δεκαριά πρόβατα και επήγαμε στο σπίτι που είχαμε. Αμέσως ο πατέρας πήγε και επισκέφθηκε τον κουμπάρο Θεόδωρο Ποπονά. Αυτός τον ενημέρωσε όλοι την τραγικότητα που ήταν και μια που ο κουμπάρος είχε περισσότερη ανάγκη κάλεσε και τον πατέρα μου στο σπίτι του να ξημερωθούμε όλοι μαζί. Τότε πήρε τη μητέρα μου και τα τέσσερα μας παιδιά και πήγαμε στο σπίτι του. Εκεί ήταν όλοι οι κουμπάροι και όλη η οικογένεια του. Συγκεντρωμένοι περισσότεροι από 20 άνδρες και πολλές γυναίκες και παιδιά. Ίσως να ήταν 150 άτομα εκείνο το βράδυ ενωμένοι και αποφασισμένοι σε περίπτωση ανάγκης να αμυνθούμε.
Όπως παιδί ήμουνα μάντευα την διάθεση όλων μας, γιατί έβλεπα ορισμένους τρελούς με πολλά όπλα. Η βραδιά ήταν ατελείωτη στην τοποθεσία που ήταν το σπίτι ήταν ορατά τα βουνά και οι δρόμοι. Μόλις χάραξε όλοι ανυπομονούσαν και κάθε τόσο άνοιγαν το παράθυρο και έβλεπαν τα βουνά και τους δρόμους και περίμεναν το μοιραίο. Ξαφνικά φανήκαν περί τους 5.000 Τούρκους αντάρτες και έμπαιναν εις την πόλη. Όλοι ήταν κατά φάλαγγα και ατελείωτες ώρες περνούσαν. Ξαφνικά πετάχτηκαν οι αντάρτες από την φάλαγγα, ήλθαν και χτύπησαν την πόρτα. Στο αφεντικό του σπιτιού ήταν γνωστοί ήταν οι παραγιοί που άλλοτε έβλεπαν ζώα και μια που γνώριζαν το αφεντικό έπρεπε πρώτοι αυτοί να τον ληστέψουν. Τότε άνοιξε το παράθυρο και αφού γνώρισε τον Αμέτ και τον Αλί κατέβηκε άνοιξε την πόρτα, αλλά αυτοί την ώρα δεν ήταν παραγιοί ήταν αφεντικά και βιαστές. Αμέσως τον γύρισαν και οι δυο τα όπλα και με προστακτική διαταγή τον ζήτησαν παράδες. Αυτός με το χαμόγελο θλιμμένο πρόθημα εκτέλεσε την διαταγή. Ανέβηκε γέμισε τα δυο του χέρια χόρτασαν παράδες και έμειναν ευχαριστημένοι και πήραν την απόφαση να μας προστατεύσουν από άλλους για τη ζωή μας. Μας έκαναν μια φάλαγγα όλοι και μας έβαλαν στον δρόμο για τη θάλασσα να μας βάλουν σε ένα καΐκι να μας στείλουν στην Ελλάδα. Έτσι που μας πήγαιναν άλλοι μας σταματούσαν και δεν γνωρίζαμε με τι δικαιολογία δεν μας άφηναν.
Ο κίνδυνος να προδοθούν από τα κλάματα των παιδιών
Όταν φθάσαμε κοντά στο σπίτι μας ένα μικρό έφυγε από την φάλαγγα και πήρε την κατεύθυνση προς το σπίτι μας. Η μάνα μου που το είδε υποχρεώθηκε και έτρεξε να το πιάσει. Η φάλαγγα προχωρούσε και απομακρύνθηκε από κοντά μας. Πλήθος αντάρτες στο σοκάκι, το παιδί πήγε στο σπίτι μας και χτυπούσε την πόρτα, λες και κάποιος θα τον άνοιγε. Τότε η μητέρα που κρατούσε ένα πολύ μικρό παιδί στην αγκαλιά σαστισμένη από φόβο και από την αμηχανία που να πάμε στην απέναντι μεριά ήταν το σπίτι, η πόρτα σπασμένη, τα στρώματα στρωμένα, άνθρωποι δεν βρίσκονταν τότε έκανε να βγούμε εις το ταβάνι απάνω από την σκάλα ήταν ένα μέρος που μπορούσες να βγεις εις το ταβάνι. Αυτή την απόφαση πήρε η μητέρα και για να μη προδοθούμε από το μικρό και κλάψει το έβαλε μέσα στα στρώματα και μας ανέβασε απάνω εις το τραπεζάκι που έβαλε μια καρέκλα και ανεβήκαμε με τη βοήθεια από μια κοπέλα και έναν νέο που κρύβονταν και αυτοί. Ανεβήκαμε μέσα στο ταβάνι. Οι αντάρτες μέθυσαν από τους πυροβολισμούς, άκουγες μια βοή πρόβατα άνθρωποι όλοι φώναζαν, άκουγες μια κόλαση.
Οι αντάρτες μαζεύονταν έξι – εφτά μαζί και έμπαιναν στα σπίτια και λεηλατούσαν ότι πολύτιμο πράγμα έβρισκαν, το έπαιρναν. Προπαντός χρήματα. Ήρθαν και στο σπίτι που κρυβόμασταν, ανέβηκαν απάνω, βρήκαν τα στρώματα στρωμένα και το παιδί να κοιμάται. Ήταν έξι άνθρωποι το ξεσκέπασαν και το έβλεπαν και μάλιστα έκαναν συζήτηση γύρω από το παιδί. Εξερεύνησαν μπαούλα και κατόπιν κατέβησαν και έφυγαν. Εμείς καθίσαμε μέχρι που οι πυροβολισμοί απομακρύνθηκαν προς άλλη περιοχή της πολιτείας. Τότε όλοι οι μεγάλοι πήραν απόφαση να φύγουμε. Κατεβήκαμε από το ταβάνι, βγήκε ένας στον δρόμο προσεκτικά παρατήρησε ότι δεν υπήρχε κίνδυνος, βγήκαμε βιαστικά και κατευθυνθήκαμε για το βουνό. Καμιά δυσκολία δεν συναντήσαμε από μέσα από περιβόλια φθάσαμε μέσα σε δασωμένα εδάφη και πάρα πολύς κόσμος ήταν μέσα στο δάσος.
Αλληλεγγύη στους αδύναμους
Μέσα στο δάσος είχαν ένα μικρό παιδί εγκαταλειμμένο ποιος ξέρει ποιανού ήταν και γιατί. Η μάνα μου το λυπήθηκε και με παρότρυνε να το πάρω και το πήρα. Το σήκωνα περισσότερο από δυο ώρες. Φθάσαμε σε μέρος κατοικήσιμο Αμπέλια σπίτια και κόσμος. Καθίσαμε για να ξεκουραστούμε. Ήταν μια αμυγδαλιά. Άφησα το παιδί και ανέβηκα στην αμυγδαλιά για να κόψω αμύγδαλα. Τότε άκουσα ένα πυροβολισμό, πολλοί άνθρωποι έτρεχαν φωνάζοντας πως έρχονται οι Τούρκοι. Άφησα την αμυγδαλιά από τα χέρια μου και έπεσα στο έδαφος. Άρπαξα το παιδί και έτρεχα πίσω από τη μάνα μου και τον άλλο κόσμο. Εγώ ήμουνα κοντός μέσα εις το αμπέλι και το παιδί το κτυπούσαν τα κλήματα και έκλαιγε. Μέχρι που φθάσαμε εις τον πολύ κόσμο που ήταν συγκεντρωμένος, περί τους δέκα χιλιάδες ήταν από πολλές ημέρες άνθρωποι από χωριά, αλλά και από τις Νέες Φώκιες.
Πολλοί βοσκοί έφερναν τα πρόβατα τα άφηναν μέσα στον κόσμο και έλεγαν σφάξτε τα να μην τα βρουν οι Τούρκοι. Όσα μπορούσαν έσφαζαν και είχαν καζάνια και έβραζαν κρέατα και ο κόσμος αυτός έτρωγε. Η παραμονή μας ήταν τρεις τέσσερις ημέρες. Κάθε τόσο ερχόταν ένα βαπόρι και έσερνε μερικά καΐκια με σβηστά τα φώτα και φόρτωνε κόσμο και τον μετέφερε εις τα ελληνικά νησιά. Αλλά και αυτό δεν ήταν εύκολο. Το σκάφος που πλησίαζε την ακροθαλασσιά ήταν καταδικασμένο να βυθιστεί άδοξα, διότι ο κόσμος έτρεχε και έμπαιναν πολλοί περισσότεροι από την αντοχή του καϊκιού και το αποτέλεσμα ήταν να βυθιστεί.
Μετά από μέρες κατορθώσαμε να μπούμε εις ένα βαπόρι. Ήμασταν 8.000 χιλιάδες. Επήγαμε εις τη Μυτιλήνη κάναμε τρεις ημέρες εις το βαπόρι χωρίς να υπάρχουν βάρκες να μας βγάλουν εις τη στεριά. Μείναμε χωρίς νερό και φαγητό. Μετά με έβγαλαν εις ένα χωριό την Ερεσό. 8.000 χιλιάδες άνθρωποι πεινασμένοι σε μια ακροθαλασσιά. Έκαναν συσσίτια και μοίραζαν εις τον κόσμο. Εμάς ήλθε μια δασκάλα από ένα χωριό που ήταν τρεις ώρες μακριά από την Ερεσό ένα χωριό Μυσοτόπος. Αυτή η δασκάλα είχε δυο σπίτια και μας έδωσε το ένα και μέναμε. Καθίσαμε στο σπίτι της περίπου ένα μήνα οπότε είδαμε εις την εφημερίδα, πως ο βαρύτερος τραυματίας στο νοσοκομείο το προσφυγικό ήταν ο πατέρας μου με μαχαιριές….
Πως είχε συμβεί αυτή η συμφορά;
Όταν οι δυο Τούρκοι κατέβασαν τον πατέρα μου και γενικά αυτόν τον κόσμο τον έβαλαν εις ένα καΐκι για να φύγουν για την Ελλάδα. Τότε ο πατέρας είδε όλα τα παιδιά και η γυναίκα του έλειπαν. Είπε εγώ θα γυρίσω πίσω για να βρω τα παιδιά και την γυναίκα μου, άλλωστε τι τη θέλω τη ζωή χωρίς τα παιδιά και την γυναίκα μου… Γύρισε και έφτασε μέχρι το σπίτι μας. Παρουσιάστηκαν πέντε Τούρκοι και τον έπιασαν, τον αφαίρεσαν τα ρούχα και τα ποδήματα και τον άφησαν με τις κάλτσες και με τα σώβρακα γιατί τα ρούχα ήταν αξίας. Και τα κράτησαν εκτός αυτό του αφαίρεσαν όλες τις οικονομίες που είχε κάνει εις όλη του την ζωή ήταν 650 λίρες χρυσές και αφού τις πήραν ήθελαν να τον σκοτώσουν. Δυο τον βαστούσαν από το ένα χέρι και άλλοι δυο από το άλλο χέρι και ο πέμπτος βαστούσε ένα γιαταγάνι και με πείσμα προσπαθούσε να τον μπήξει εις την κοιλιά και αφού έβλεπε τον κίνδυνο του θανάτου άρπαξε το μαχαίρι από την κόψη, δεν τον άφηνε να το μπήξει εις την κοιλιά του, αλλά το μαχαίρι τον έκοβε τα χέρια και επειδή ήταν μακρύ και μεγάλο του κεντούσε εις το πρόσωπο. Τις δύο φορές που επιχείρησε όταν είδε πως δεν μπορούσε να τον ξεκοιλιάσει πήγε από το πίσω μέρος σήκωσε το διαταγάνι και του έδωσε μια κοφτή και επανέλαβε να τον καρφώνει το μαχαίρι εις την πλάτη. Τον είχαν δώσει επτά καρφωτές εις την πλάτη, τότε ω του θαύματος παρουσιάστηκε ένας Τούρκος Φωκιανός που γνώριζε τον Γιώργη Τεργιάκη και αμέσως επενέβη και με τα παρακάλια να μην τον σκοτώσουνε να τον αφήσουν ως τον είχαν και ο Τούρκος, αφού έκλαιγε τους ανάγκασε να σεβαστούν την θέληση του. Τον άφησαν και του είπανε για χατίρι του θα τον αφήσουμε και ας ζήση, εμείς ακόμα δεν σκοτώσαμε κανένα γκιαούρη και ας έχει χάρη από εσένα. Και αφού τον άφησαν πήρε τον δρόμο προς την θάλασσα. Η απόσταση ήταν σαν πεντακόσια μέτρα, έφθασε και είδε το καΐκι απομακρυσμένο περί τα διακόσια μέτρα και επειδή ήταν μπουνάτσα ένας βαρκάρης το τραβούσε τότε φώναξε με όση δύναμη τον είχε μείνει: Έλα κουμπάρε να με πάρετε.. Ο κουμπάρος γνώρισε την φωνή του και αμέσως έριξαν μια άλλη βάρκα, που είχαν μέσα στο καΐκι, μπήκαν μερικοί άνθρωποι, γεροδεμένοι, έπιασαν τα κουπιά και έφθασαν εις την ακρογιαλιά. Τον είδαν μέσα στα αίματα, μετά τον άρπαξαν και τον έβαλαν μέσα στη βάρκα. Του ήρθε μια λιποθυμιά όταν τον ανέβασαν. Είχαν χάρτες, καπνό και αμέσως τον έδεσαν τις πληγές του. Το σκάφος έφτασε εις την πρωτεύουσα Μυτιλήνης, αμέσως μετακομίστηκε εις το Νοσοκομείο και του έγινε θεραπεία.
Οι τοπικές εφημερίδες κάθε μέρα έγραφαν αυτούς που έμεναν τραυματίες εις τα νοσοκομεία και μεταξύ όλων των τραυματιών έγραφε και για την κατάσταση του πατέρα μου. Αυτό είδε η δασκάλα που μας φιλοξενούσε στο σπίτι της και φαίνεται ότι η μάνα μου την είχε ενημερώσει για το όνομα το επίθετο και γενικά για τον πατέρα μου. Όταν η μάνα μου είδε το όνομα του εις την εφημερίδα ότι ήταν εις το νοσοκομείο το – προσφυγικό γιατί έτσι το είχαν ονομάσει – λόγω του ότι όλοι οι μεταφερόμενοι από τη Μικρά Ασία ήταν εκεί μέσα, αμέσως το έκανε ένα τηλεγράφημα ότι είμαστε εις τη ζωή η γυναίκα του και τα τρία παιδιά του και είμαστε στο χωριό Μυσότοπος. Παράλληλα τον έστειλε και παράδες, γιατί όπως είπαμε η μάννα κρατούσε 150 λίρες απάνω της και αυτά τα χρήματα έδωσαν δύναμη και ελπίδα για την παραπέρα ζωή. Όταν έλαβε την είδηση και τα χρήματα αμέσως ζήτησε από τον γιατρό να τον αφήσει να βγει από το νοσοκομείο για να έλθει να μας συναντήσει, αλλά αυτό ήταν αδύνατο να επιτραπεί από τον γιατρό γιατί είχε δέκα μαχαιριές απάνω του. Τότε αναγκάστηκε να στείλει έναν να του αγοράσει ένα κοστούμι διότι δεν φορούσε όταν τον έβαλαν στο νοσοκομείο. Αφού του πήρε τα ρούχα αυτός που τα αγόρασε τα πήρα όπως ήταν δεμένα κατέβηκε εις το προαύλιο που οι άρρωστοι έκαναν περιπάτους και έκανε και ο πατέρας μου, τον είδε και σε μια ευκαιρία μοναξιάς πήδηξε το μπετενάκι βγήκε εις το δρόμο. Αμέσως έβγαλε τα ρούχα του νοσοκομείου και έβαλε το κουστούμι, που τού είχαν αγοράσει και αμέσως αναχώρησε για να έλθει αν μας προστατεύσει. Διάνυσε εννέα ώρες δρόμο και μια θάλασσα λίγα μίλια, έπειτα άλλο τόσο δρόμο και έφτασε εκεί που μέναμε. Η χαρά και η θλίψη ενώθηκαν και πλημμύρα κλάματα και χαρές μαζί, μόνο αυτά δεν μπορώ να περιγράψω…
Πήραμε τα βουνά φθάσαμε εις την ίδια θάλασσα και περάσαμε αντίπερα και φθάσαμε σε μια κωμόπολη. Εκεί βρήκαν ένα σπίτι και μας έβαλε ο μπαμπάς και κατόπιν έφυγε για το νοσοκομείο. Εκεί έκανε ακόμα οκτώ μήνες μέχρι που έλαβε την άδεια του Νοσοκομείου και ήλθε και μας ξαναβρήκε. Αλλά δεν μπορούσε να εργαστεί, κάθισε άλλα δύο χρόνια άνεργος. Τα λεπτά που κρατούσε η μάνα τα φάγαμε. Έκανε δουλειά του ποδαριού, μας δώσανε ένα Τούρκικο σπίτι εις την Κωμόπολη Πολύχνιτο στην απάνω Γρίπα. Ήταν ξεχωριστό μέρος σε λίγη απόσταση από την πόλη. Όταν επήγαμε εκεί πέθανε η μάνα μας. Άφησε τέσσερα μικρά παιδιά το μικρότερο ήταν δύο χρονών».
Η αναδρομή στο ματωμένο παρελθόν
Σκοπός των Τούρκων το πλιάτσικο. Ανταμοιβή στην επιχείρηση που ανέλαβαν να εξαφανίσουν ό,τι ελληνικό για λογαριασμό της κίνησης των Νεότουρκων.Ο αείμνηστος Τεργιακής με το δικό του ύφος περιγράφει τα φρικτά εκείνα γεγονότα. Διαβάζοντας και όσα από διακριτικότητα δεν θελήσαμε να δημοσιοποιήσουμε βιώνουμε την αγωνία ενός νεαρού που ζει πρωτόγνωρες καταστάσεις και βλέπει τη ζωή να χάνεται χωρίς δεύτερη σκέψη από άτακτο στρατό. Σε άλλες περιοχές τα πράγματα ήταν πολύ χειρότερα. Ανάλογα με το πόσο σύντομα αποφάσιζε ο κόσμος να αναζητήσει διέξοδο σωτηρίας απέφευγε τα χειρότερα. Ο γνωστός συγγραφέας κ. Παρασκευάς Συριανόγλου με την μοναδική του πένα μας περιγράφει πολλά από τα γεγονότα αυτά στα βιβλία του, τα οποία και συνιστούμε γιατί με ρεαλισμό και χωρίς υπερβολές, ο χαρισματικός συγγραφέας αναπτύσσει όλο το τραγικό χρονικό του ξεσηκωμού.
Βέβαια κάποιοι αναρωτούνται σε τι ωφελεί η αναδρομή στο ματωμένο αυτό παρελθόν. Μα για να προλάβουμε και άλλους «επιστήμονες» που με την αλαζονεία «στρατευμένων» ιστορικών προσπάθησαν να παρουσιάσουν τη μεγαλύτερη θηριωδία της σύγχρονης ιστορίας ως «συνωστισμό».
Κι όταν καταλάβουν οι νέοι μας τι σημαίνει προσφυγιά όλο και λιγότερα «κουφάρια» θα ξεβράζουν τα μανιασμένα κύματα, δυστυχισμένων που απελπισμένα αναζητούσαν μια δεύτερη πατρίδα.