Μπορεί να ήταν αμούστακα παλικαράκια αλλά το έλεγε η καρδιά τους. Κι ήταν από τα πρώτα που εντάχθηκαν στη Αντίσταση.
Έχουμε μιλήσει κατά καιρούς για τον 7χρονο τότε Κώστα Μυγιάκη, που ήταν ο ενδιάμεσος μαντατοφόρος Μαρίας Λιονή και Ηγούμενου Διονυσίου. Πήγαινε με κάθε προφύλαξη στη Νομαρχία, έπαιρνε το μήνυμα και πεζός το μετέφερε στο Αρκάδι.
Ξέρουμε για τον Γιώργη Κονταράτο που αν και 14χρονος βοήθησε τον Μανουρά να καταρρίψει ένα εχθρικό αεροπλάνο στη μάχη της Κρήτης.
Είναι γνωστή η συμμετοχή του Μάρκου Πολιουδάκη, που 13χρονο αγόρι θέλησε να εκδικηθεί τις εκτελέσεις πατέρα, παππού και γιαγιά, με την ένταξή του σε αντιστασιακή ομάδα.
Πρόσφατα γράψαμε για τον Κωστή Βαβουράκη, από την Κοξαρέ που 14χρονος είχε ακολουθήσει την ομάδα του καπετάν Λεμονιά, έγινε ο εκλεκτός του αρχηγού του και αναλάμβανε ατρόμητος πολλές επικίνδυνες αποστολές.
Ο Μανούσος Πραματευτάκης που έφθασε στα 18 του, να είναι Γραμματέας της ΕΠΟΝ και βρήκε τραγικό θάνατο στα γεγονότα του Γενάρη 1945, από την εφηβεία του κιόλας ανακατεύτηκε με την Αντίσταση.
Από τους πρώτους που στελέχωσαν αντιστασιακές ομάδες ήταν και οι μαθητές της τάξης Μάνου Αστρινού, Χαράλαμπου Μακρυλάκη, Μανόλη Μπιρλιράκη κ.α που με την ανοχή πατριωτών που υπηρέτησαν στην εκπαίδευση και τους είχαν καθηγητές έκαναν αυτό που πίστευαν.
Είχαμε και κορίτσια στην Αντίσταση αλλά θα αναφερθούμε γι’ αυτά λεπτομερώς σε επόμενο αφιέρωμα.
Ήταν γενναία παιδιά και ενώ κάποια είχαν επώδυνο θάνατο, αυτά που έμειναν πίσω αγωνίζονταν με περισσότερο θάρρος και τόλμη.
Ας θυμηθούμε μερικές χαρακτηριστικές περιπτώσεις.
Γιώργης Κατσανεβάκης
Μια περίπτωση πολύ χαρακτηριστική ο Γιώργης Κατσανεβάκης από το Καβούσι. Ήταν κι αυτό απόγονος μιας από τις ισχυρότερες οικογένειες της επαρχίας Σφακίων.
Εδώ θα δανειστούμε στοιχεία από τον Πάρη Κελαϊδή, για να προσθέσουμε με την ευκαιρία, ότι λίγες οικογένειες, όπως αναφέρει χαρακτηριστικά, διαθέτουν επίσημα έγγραφα που να βεβαιώνεται η παλαιότητά τους. Οι περισσότερες στηρίζονται σε οικογενειακές παραδόσεις.
Σε αναφορά πάντως Σφακιανών προς Βενετσιάνο διοικητή Κρήτης το 1594, που είχε στο αρχείο του, υπέγραφε μεταξύ άλλων ο «Καπετάν-Κατσανέβας». Αποδεικνύεται με αυτό ότι η συγκεκριμένη Νιμπριώτικη οικογένεια υπήρχε στα Σφακιά, πριν από την παραπάνω χρονολογία.
Παρακλάδι λοιπόν της οικογένειας, για να γυρίσουμε στην αφήγηση Αναγνωστάκη, βρέθηκε και στο Καβούσι κι εκεί αργότερα είδε το πρώτο φως της ζωής και ο Γιώργης.
Μάθαινε για τους αντάρτες και μια φλόγα σιγόκαιγε μέσα του. Και μια μέρα πήρε τη μεγάλη απόφαση. Πήρε κρυφά από τους γονείς του ένα γερμανικό τουφέκι, με αρκετά πυρομαχικά και έβαλε ρότα για τις Αραβάνες, στους πρόποδες του Ψηλορείτη, που ήξερε ότι θα συναντήσει αντάρτικες ομάδες.
Για κακή του τύχη, άπειρος καθώς ήταν, έπεσε σε γερμανική ενέδρα και πιάστηκε αιχμάλωτος. Οι Γερμανοί τον μετέφεραν στις φυλακές του Ρεθύμνου και τον υπέβαλαν σε φρικτά βασανιστήρια για να ομολογήσει το κρησφύγετο των ανταρτών, ποιος του έδωσε το όπλο και ποιος άλλος από το χωριό κρύβει στο σπίτι του οπλισμό.
«Εσείς τι θα κάνατε;»
Αν και τόσο μικρός ο Γιώργης Κατσανεβάκης δεν άνοιξε το στόμα του κι ας ήξερε πράγματα που σίγουρα ενδιέφεραν τους βασανιστές του. Υπέμεινε όλα τα μαρτύρια με θάρρος αξιοθαύμαστο.
Επαναλάμβανε διαρκώς ότι το όπλο το βρήκε μόνος του κι ότι ήθελε να γίνει αντάρτης, για να λευτερώσει την πατρίδα του. Και σαν να μην έφτανε αυτός τους ρωτούσε με τη σειρά του: «Αν και σας η Πατρίδα σας είχε υποδουλωθεί από κάποιο άλλον λαό, το ίδιο δεν θα κάνατε;» .
Ακόμα και οι Γερμανοί θαύμασαν το θάρρος, τη λεβεντιά και τη φιλοπατρία του.
Αφού το πήραν απόφαση ότι ο μικρός δεν πρόκειται να λυγίσει τον οδήγησαν στον στρατηγό Αντρέ διοικητή του νησιού. Κι εκεί όμως ο νεαρός Γιώργης κράτησε την ίδια στάση, κερδίζοντας την εκτίμηση του Αντρέ, που περιορίστηκε να διατάξει τη μεταφορά του παιδιού στις φυλακές Χανίων.
Η προσαγωγή του πατέρα και το άδοξο τέλος
Αμέσως μετά διέταξε την προσαγωγή του πατέρα Κατσανεβάκη για ανάκριση με την υπόσχεση ότι δεν θα τον συλλάβει ούτε θα τον φυλακίσει.
Αυτό που δεν γνώριζε ο στρατηγός είναι ότι ο γέρο Κατσανέβας γνώριζε γερμανικά, γιατί είχε βρεθεί αιχμάλωτος σε γερμανικό στρατόπεδο στη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Και σ’ αυτόν ο Αντρέ άρχισε να ρωτάει τα ίδια.
Προέλευση όπλων, πού βρίσκονται οι ανταρτοφωλιές και ποιος στο χωριό αναπτύσσει αντιστασιακή δράση.
«Ναι», του είπε με θάρρος ο πατέρας του Γιώργη. «Υπάρχουν αντάρτες, αμέτρητοι, χιλιάδες πολεμούν με τον τρόπο τους ο καθένας. Αλλά για τα λημέρια τους μη με ρωτάτε. Δεν ξέρω».
Και βλέποντας τον γερμανό να τον ακούει άφωνος πρόσθεσε: «Αλλά και σας στρατηγέ, αν αυτό που συμβαίνει σε μένα τώρα, αυτή τη στιγμή συνέβαινε σε σας, στην πατρίδα σας, ερωτώ και να μου πείτε, σαν γερμανός στρατιώτης, θα αποκαλύπτατε εις τον εχθρόν ότι μυστικό γνωρίζατε»;
Ο Αντρέ κοίταξε με θαυμασμό τον γέροντα θαυμάζοντας την ευθύτητα, την ανδρεία και το θάρρος του. Κάτι ψιθύρισε σ’ ένα στρατιώτη και λίγο αργότερα ο μικρός Γιώργος έπεφτε στην αγκαλιά του πατέρα του. Ήταν πια ελεύθερος. Ο γέρο Κατσανεβάκης πήρε τον λεβέντη του με δάκρυα στα μάτια και πήραν τον δρόμο της επιστροφής για το χωριό.
Μόλις έφτασαν, οι χωριανοί τους επιφύλαξαν υποδοχή ηρώων και το γεγονός πανηγυρίστηκε από όλους.
Θλιβερή ωστόσο είναι η κατάληξη της ιστορίας μας. Ο Γιώργης μεγάλωσε, πήγε και στρατιώτης και μόλις αφυπηρέτησε, γύρισε στο χωριό για ν’ ασχοληθεί με την πατρική περιουσία. Ποιος το περίμενε όμως ότι αυτός ο μικρός ήρωας που σώθηκε από την εκτέλεση θα έπεφτε θύμα των στοιχείων της φύσης.
Πράγματι ενώ έβοσκε τα πρόβατά του, στη θέση Πύργος, του χωριού Καβούσι σκοτώθηκε από κεραυνό.
Ένα γενναίο Αρμενόπουλο
Δεν ήταν μόνο οι ντόπιοι που πολεμούσαν τον εχθρό αλλά και άλλες εθνικότητες που είχαν πια πολιτογραφηθεί Ρεθεμνιώτες. Όπως ήταν ο Ναζάρ ένα όμορφο και γενναίο Αρμενόπουλο.
Αυτό το αναφέρει ο Μιχάλης Χριστοφοράκης στο βιβλίο του για την Εθνική Αντίσταση. Είχε πληροφορηθεί για τη δράση του νεαρού Αρμένη από την συντρόφισσά του Καλλιόπη Κουτσουράκη – Μαραγκουδάκη.
Τα στοιχεία για το αδικοχαμένο παιδί του είχε συμπληρώσει ο Χρόνης Μπερνιδάκης, που ήξερε την οικογένεια επειδή γειτνίαζαν τα καταστήματα των πατεράδων τους.
Πατέρας του Ναζάρ ήταν ο Καραμπέτ, ένας τίμιος άνθρωπος που συμπαθούσε κι εκτιμούσε η τοπική κοινωνία. Είχε το ραφτάδικό του δίπλα στο φούρνο του πατέρα του Χρόνη.
Ο Ναζάρ ένα όμορφο και πανέξυπνο παιδί ήταν ιδιαίτερα αγαπητό για την ευγένεια και την προθυμία του. Από μικρός ήθελε να προσφέρει στον οικογενειακό κορβανά κι έτσι έπιασε δουλειά στο υαλοπωλείο Λευτέρη Μιχαλιδάκη που βρισκόταν στην πλατεία Πετυχάκη.
Η κατοχή ανάγκασε την οικογένεια να αποτραβηχτεί στις Πρασσές. Ο γιατρός ο Μαρούλης με την αρχοντιά που τον διέκρινε είχε δουλειά για όλους. Εκεί στο χωριό κατάφερε να εγκατασταθεί η οικογένεια και να ζει με αξιοπρέπεια δουλεύοντας για το καθημερινό.
Κι ενώ ο Καραμπέτ ήταν εντελώς αφοσιωμένος στα καθήκοντά του ο νεαρός Ναζάρ πρόσεξε μια περίεργη σχέση μεταξύ του γιατρού και των Ηγουμενίδη και Φραγκελάκη.
Να θυμίσουμε ότι ο Στέλιος Φραγκελάκης είχε οργανώσει όλη την περιοχή στη Αντίσταση και μάλιστα είχε αναπτύξει η ομάδα του σημαντική δράση. Η ανακάλυψη αυτή έκανε την καρδιά του Ναζάρ να χτυπήσει πιο γρήγορα.
Αμέσως χωρίς κανένα δισταγμό, βρήκε την ευκαιρία να ξεμοναχιάσει το Μαρούλη και το Φραγκελάκη και ζήτησε να ενταχθεί στην ομάδα. Ήταν τόση η ικεσία στο βλέμμα του που ο Φραγκελάκης δεν μπόρεσε να του αρνηθεί.
Έτσι ο Ναζάρ βρέθηκε στην ΕΠΟΝ χωρίς να ξέρει τίποτα η οικογένειά του. Ούτε και η αδελφή του Ελισσάβετ.
Δεν άργησε ο μικρός Αρμένης να γίνει το δεξί χέρι τόσο του Φραγκελάκη όσο και του γιατρού Μιχάλη Μαρούλη.
Εργαζόταν με συνέπεια ενήλικα μέχρι που προδόθηκε κι αυτός από το φρικτό εκείνο παπα-Πρασσανό. Συνελήφθη μαζί με τους άλλους τρεις, τον Φραγκελάκη, το Μαρούλη και τον Ηγουμενίδη.
Από την πρώτη στιγμή οι Γερμανοί υπέβαλαν το μικρό σε απάνθρωπα βασανιστήρια για να τον κλονίσουν, να σπάσει και να μιλήσει για την ομάδα και τους συντρόφους του. Μα δεν κατάφεραν τίποτα. Ήταν ο πιο μικρός κρατούμενος, αλλά έδειχνε στάση συνειδητοποιημένου ενήλικα αγωνιστή.
Αφηνιασμένοι οι ναζί που δεν είχαν καταφέρει να του πάρουν λέξη τον εκτέλεσαν κατευθείαν από την έδρα της Γκεστάπο. Ήταν το 1943.
Λέγεται πως η οικογένεια δέχτηκε με περηφάνια το θλιβερό νέο. Κι όπως κατέθεσε στο Μιχάλη Χριστοφοράκη η Καλλιόπη Κουτσουράκη – Μαραγκουδάκη, η γιαγιά του, μοιρολογώντας το εγγόνι της έλεγε μέσα στα αναφιλητά της «Καλύτερα παιδί μου που πέθανες έτσι!». Μετά την απελευθέρωσή μας η οικογένεια του Ναζάρ έφυγε για τη Σοβιετική Αρμενία αλλά δεν ξέχασε το Ρέθυμνο. Και όταν κατάφερε έκανε ένα σύντομο προσκύνημα εδώ η αδελφή του η Ελισσάβετ, προκαλώντας μεγάλη συγκίνηση στους γείτονες που την είδαν μετά από τόσα χρόνια.
Αυτός ήταν ο μικρός σε ηλικία αλλά μεγάλος σε δράση ήρωας Ναζάρ που κανένας δεν θα τον θυμόταν αν δεν τον ανέφερε στο σπουδαίο ιστορικό του πόνημα ο αξέχαστος αγωνιστής γιατρός Μιχάλης Χριστοφοράκης.
Νίκος Μακρυγιαννάκης, ένας 18χρονος ήρωας
Ο Νίκος Μακρυγιαννάκης γεννήθηκε στην Επισκοπή το 1926. Ήταν ένα από τα παιδιά του Νίκου Μακρυγιαννάκη.
Στην εφηβεία του ο Νίκος βρέθηκε στη λαίλαπα του πολέμου. Τα πρώτα δεινά μετά την επικράτηση των Γερμανών έδειχνε να τον εξοργίζουν παρά να κλονίζουν το θάρρος του.
Μια φωτιά σαν να έκαιγε μέσα του.
Κανένας δεν είχε καταλάβει την τρικυμία που βασάνιζε τον 14χρονο τότε Νικόλα.
Μόνο μια φορά όταν χάθηκε ο Αντώνης τους από κυάμωση κι η μάνα έκλαιγε απαρηγόρητα εκείνος γεμάτος θυμό της έλεγε «Γιατί τον κλαίτε. Σήμερα αυτός αύριο ίσως εμείς. Θα μας αφήσουν λέτε οι Γερμανοί να πάρουμε ανάσα;».
Πότε ακριβώς βρέθηκε στην Αντίσταση κανένας δεν μπορεί να πει με βεβαιότητα.
Μια μέρα κοντά στο ξεψύχισμα της ναζιστικής τυραννίας, φάνηκε ένας χωριανός στο σπίτι του Γιώργη Μακρυγιαννάκη.
Έδειχνε πολύ ταραγμένος. Επειδή όμως οι περιστάσεις το απαιτούσαν ζήτησε από τον πατέρα να ειδοποιήσει τον Νίκο. Όπως είπε, με καταφανή τα σημάδια της ντροπής για την γκάφα του, οι Γερμανοί τον σταμάτησαν και τον ρώτησαν ποιος ήταν ο νεαρός που παρουσίαζε μια ύποπτη δραστηριότητα. Ο χωριανός, κακή ώρα θα πείτε γιατί ο άνθρωπος δεν ήταν καταδότης αποκάλυψε την ταυτότητα του νεαρού. Αμέσως μετά συναισθάνθηκε τι έκανε κι αφού δεν γινόταν να το πάρει πίσω έσπευσε να ενημερώσει.
Μάλλον όμως πως ήταν αργά.
Στις 24 Ιουλίου 1944 έφεραν οι Γερμανοί και πέταξαν στην πλατεία ένα πτώμα. Λέγεται πως το κεφάλι ήταν χωμένο στο βουργιάλι που κρατούσε.
Από κοντά οι δήμιοι παρακολουθούσαν ποιος θα σιμώσει. Όσο κι αν ακούγεται υπερβολικό δεν κινδύνευε μόνο η οικογένεια του ήρωα, αλλά και το χωριό ολόκληρο αν θα αντιδρούσε η τοπική κοινωνία μπροστά στο θέαμα.
Από καμιά κοινωνία δεν λείπουν ευτυχώς οι άνθρωποι που με σωστούς χειρισμούς σώζουν τους υπόλοιπους. Έτσι και στην περίπτωση αυτή.
Κάποιος πήγε με τρόπο και είπε στους Γερμανούς ότι ο Νίκος ήταν ένα …«ζωηρό» παιδί και μάλιστα οι δικοί του τον είχαν απομακρύνει από το σπίτι.
Με τον τρόπο αυτό κατάφερε η οικογένεια να πάρει τη σορό και να γίνει η ταφή.
Ο θρήνος για το 18χρονο Νικόλα ράγιζε και τις πέτρες. Σε μια στιγμή πλησίασε να προσκυνήσει το νεκρό ο Γιάννης Βαρδινογιάννης πατέρας του Παύλου. Ατρόμητος καθώς ήταν έκανε ένα γύρο με τη ματιά του στις μαυροφορεμένες γυναίκες και είπε χωρίς να δειλιάσει:
– Τι τον κλαίτε μωρέ; Οι λεβέντες άνδρες δεν θέλουν το θρήνο.
Ήταν η πρώτη και καλύτερη αναφορά στον ηρωισμό του παλικαριού.
Αμέσως μετά η οικογένεια αναγκάστηκε να μεταφερθεί για την προστασία των υπόλοιπων παιδιών. Κι εκεί στη μεταφορά χάθηκαν προσωπικά αντικείμενα και φωτογραφίες. Έτσι δεν έχουμε καμιά να μας παρουσιάζει τον ήρωα.
Μια σημαντική δράση
Κι όταν άρχισαν με το πρώτο φως της λευτεριάς να έρχονται στην επιφάνεια οι δράσεις των ανταρτών τότε έγινε γνωστός και ο ηρωισμός του Νικολάου Μακρυγιαννάκη. Από επίσημα έγγραφα έμαθαν όλοι ότι ήταν μέλος της FOPS 133.
Αναφέρεται και στη λίστα με τα ονόματα των μελών όλων των αντάρτικων ομάδων ορεινών περιοχών Δυτικού Αποκορώνου και Δυτικού Ρεθύμνου. Επίσημα αναφέρεται σαν ενεργό μέλος από 1/1/44 μέχρι 24 Ιουλίου του ίδιου έτους που δολοφονήθηκε από τους ναζί.
Αναφέρεται ότι τελούσε υπό τας διαταγάς του Άγγλου Ταγματάρχου Α. Fielding αξιωματικού της Φορς 133.
Σύμφωνα με άλλη επίσημη έκθεση-αναφορά, εκείνη τη νύχτα 23-24 Ιουλίου 1944 πυροβολήθηκε από Γερμανικό καταδιωκτικό απόσπασμα στη θέση Σκοτεινή Αποκορώνου γιατί είχε επιτύχει την απελευθέρωση Ρώσου αιχμαλώτου και γιατί συνεργαζόταν με Άγγλους σαμποτέρ.
Όπως αντιλαμβάνεσθε το έλεγε η καρδιά του 18χρονου. Δεν ήταν μικρό πράγμα να ελευθερώσει αιχμάλωτο κάτω από τη μύτη των σκοπών.
Μα δεν ήταν το μοναδικό ανδραγάθημα του ήρωα.
Σύμφωνα πάντα με επίσημο έγγραφο ο Νικόλαος Γεωργίου Μακρυγιαννάκης από την Επισκοπή Ρεθύμνου, πιστός πολεμιστής, εκτός των άλλων υπηρεσιών που πρόσφερε στην οργάνωση δηλητηρίασε το νερό και το ρόφημα ενός Γερμανικού φυλακίου με αποτέλεσμα να εξοντωθούν 12 άνδρες.