Η Μικρασιατική μου καταγωγή, ήταν από τους λόγους, που είχα κερδίσει τη συμπάθεια του αξέχαστου δικηγόρου και μέγιστου ιστορικού ερευνητή Μιχαήλ Μύρωνος Παπαδάκι.
Μου μιλούσε με μεγάλη αγάπη για τη Σμύρνη και την κουλτούρα της, αλλά ποτέ δεν είχα καταλάβει από πού εκπορευόταν όλο αυτό το ενδιαφέρον και ο θαυμασμός.
Άλλωστε ήταν τόσο ενδιαφέροντα αυτά που μου μάθαινε, ώστε άφηνα τις απορίες για άλλη φορά, προκειμένου να μην τον διακόψω και χάσω πολύτιμο χρόνο σε βάρος όλων όσων μου αφηγείτο για πρόσωπα και καταστάσεις, για μνημεία και επιγραφές.
Μέσα από το έργο του, όμως, που έχει καταγράψει ο σημαντικός μας συμπολίτης λόγιος και ερευνητής κ. Γιάννης Παπιομύτογλου, χρόνια μετά την αναχώρησή του, ο αξέχαστος φίλος μου απαντά σε πολλές μου απορίες.
Γράμματα στο μέτωπο
Μια από αυτές, πως δηλαδή προέκυψε η τόση του αγάπη και θαυμασμός για τη Σμύρνη, απαντήθηκε μέσα από ένα συγκινητικό άρθρο που είχε δημοσιεύσει τον Ιούνιο του 1961.
Σ’ αυτό ο Μιχαήλ Μυρ. Παπαδάκις αναφέρεται στις αναμνήσεις του από το μέτωπο της Μικράς Ασίας. Με τη γλαφυρή του πένα περιγράφει τόσο παραστατικά τις εμπειρίες του από το μέτωπο που σου δίνει την αίσθηση ότι ζεις κι ο ίδιος τα γεγονότα που διαβάζεις.
Εκεί στο μέτωπο ο Παπαδάκις προσπαθούσε να προσαρμοστεί στην εφιαλτική πραγματικότητα. Ήταν πολλά που βασάνιζαν το φαντάρο. Πείνα, δίψα, κακουχίες στην ημερήσια διάταξη αλλά το όνειρο της μεγάλης πατρίδας που κρατούσε τους φαντάρους όρθιους με πείσμα και πίστη για την τελική νίκη.
Εκείνο το χειμώνα 1919-1920, η Χα Μοίρα Ορεινού Πυροβολικού που υπηρετούσε είχε στρατοπεδεύσει σ’ ένα βουνό νοτικά στο χωριό Αγιουσουλούκ.
Σύμφωνα με τον Παπαδάκι αυτή η ονομασία ήταν παραφθορά των λέξεων Άγιος Θεολόγος, που πάλι ήταν το όνομα μιας παλιάς εκκλησίας εκεί. Παλαιά Έφεσος λεγόταν η πόλη στην αρχαιότητα και τα ερείπιά της σώζονταν καθώς και της Εκκλησίας.
Κι επειδή οι Τούρκοι το Αγιουσουλούκ το είχαν για ελληνική λέξη, την άλλαξαν μεταπολεμικά και έκτοτε ονομάζεται Σελτζούκ.
Ξεχειμωνιάσανε λοιπόν οι φαντάροι σε κείνο το βουνό, μέσα σε μικρά ξεροπέτρινα σπιτάκια, που είχαν χτίσει ανενόχλητοι, σχεδόν, από τον εχθρό, γιατί ο στρατός του Κεμάλ δεν είχε ακόμα σχηματιστεί.
Μια δυο φορές όλη την εποχή, χρειάστηκε να χρησιμοποιήσουν τα κανόνια τους σε κάτι άτακτους που άφηναν οι Ιταλοί από τα Σώκια, που είχαν στην κυριαρχία τους, να πλησιάσουν στους φαντάρους μας.
Η πλήξη ήταν θανάσιμη, εκτός των άλλων προβλημάτων. Και οι φαντάροι μας δεν έβλεπαν την ώρα να δοθεί το σύνθημα για μάχη και να «ξεσκουριάσουν».
Ζητούν αλληλογραφία
Έτσι κι εκείνο το πρωινό, με αφάνταστη βαρεμάρα είχαν συγκεντρωθεί για την ημερήσια διαταγή. Το περιεχόμενο συνήθως ήταν ανδραγαθήματα ή τιμωρία φαντάρων, άδειες, ποιοι έχριζαν νοσηλείας, θέματα καθημερινότητας. Εκείνο το πρωί όμως αυτό που ακούστηκε έκανε τις νεανικές καρδιές να σκιρτήσουν.
«Όσοι αξιωματικοί και οπλίτες ήθελαν αλληλογραφία, μπορούσαν να ζητήσουν από το σωματείο ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΙΣ ΑΔΕΛΦΗ ΤΟΥ ΣΤΡΑΤΙΩΤΗ που ήταν στην Σμύρνη».
Το ίδιο βράδυ κιόλας ο Παπαδάκις, στο φως ενός κεριού, στο σπιτάκι που έμενε με τέσσερις στρατιώτες, έγραψε στο σωματείο ζητώντας αλληλογραφία.
Στο τέλος έγραφε πως ήταν Κρητικός. Αξίζει να σημειωθεί ότι σε ολόκληρη μοίρα τρεις ήταν οι Κρητικοί ανάμεσα σε 500 Ελλαδίτες.
Ήταν έξυπνη κίνηση γιατί η καταγωγή ήταν ένα δέλεαρ για τους Μικρασιάτες που λάτρευαν το Βενιζέλο. Κι όπως το περίμενε βρήκε αμέσως ανταπόκριση.
Αφού περίμενε κάποιες μέρες αυτός και οι άλλοι που είχαν ζητήσει αλληλογραφία άκουσε πρώτος αυτός το όνομά του ένα απόγευμα όταν περίμενε το συσσίτιο. Κάτω από το βλέμμα των συναδέλφων του με εμφανή ζήλεια για την τύχη του, πήρε με ανυπομονησία το φάκελο αλλά και το δέμα που τον συνόδευε. Ενώ όμως κατευθυνόταν στο καλύβι του ανυπόμονος να το διαβάσει πρόσεξε πίσω του να τον ακολουθούν οι συστρατιώτες του όλων των βαθμίδων, όπως οι γάτες ακολουθούν κάποιον που κρατάει ένα ψάρι.
Ήταν ο κομψός φάκελος με τα καλλιγραφικά γράμματα, ήταν η αγωνία παιδιών 19-20 χρόνων που μόνο στη φαντασία τους βίωναν πια την ύπαρξη του ωραίου φύλου που προκάλεσαν τόση αναστάτωση.
«Αγαπητέ μου κύριε δεκανεύ»
Τι να κάνει κι ο Παπαδάκις; Κατάλαβε ότι δεν γλιτώνει αν δεν διαβάσει το γράμμα και στους άλλους. Αποφασισμένος να τους διώξει μια ώρα νωρίτερα για να απολαύσει την ανάγνωση ανέβηκε σε μια πέτρα κι άρχισε να διαβάζει.
Μα δεν ήταν γράμμα αυτό ήταν λογοτέχνημα. Η άγνωστη κοπέλα που υπέγραφε «Χρυσή Δάφνη» ξεκινούσε με το τόσο ευγενικό «Αγαπητέ μου κύριε δεκανεύ». Στο άκουσμα όμως αυτό οι πάντες ξεκίνησαν την πλάκα υποχρεώνοντας τον Παπαδάκι ν’ αρχίσει τις άγριες ματιές και τον έφεδρο υπολοχαγό Μακρή Παναγιώτη, που ήταν και δάσκαλος στην πολιτική του ζωή ν’ αρχίσει τις …αβροφροσύνες ανώτερου στον κατώτερο, για να σταματήσει η οχλαγωγία μετά από το «Αγαπητέ μου κύριε δεκανεύ».
Η «Χρυσή Δάφνη» είχε πραγματικά το χάρισμα της πένας. Το γράμμα της τόσο μεστό έκανε στην συνέχεια τους φαντάρους να ακούνε μαγεμένοι. Δεν είχαν πια καμιά όρεξη για πειράγματα.
Ήταν σε άπταιστη καθαρεύουσα ένας ύμνος για τον Έλληνα πολεμιστή, «…που αρχίζει από τα βάθη των αιώνων να πολεμά και προχωρεί συνεχώς, διαλύων τα σκότη, άτινα επικάθηνται της ανθρωπότητος με το λαμπηρό φως της λόγχης του και με των οφθαλμών του το ατραπτοβόλον και ακαταμάχητον φέγγος …».
Έλεγε πολλά για τον Έλληνα στρατιώτη. Μα σαν έφθασε στην Κρήτη και τους Κρητικού κυριολεκτικά τους αποθέωσε.
Έγραφε ακόμη πως θεωρούσε εξαιρετική εύνοια της τύχης της και πως ήταν μεγάλη ευχαρίστηση γι’ αυτήν που θα αλληλογραφούσε με Κρητικό και άλλα πολλά. Κρητικοί βέβαια πολλοί δεν ήταν στην ομήγυρη για να απολαύσουν τους ύμνους. Ο παραλήπτης Παπαδάκις ήταν μόνο κι ένας Σπύρος Βορεινάκης από τον Κεφαλά Χανίων. Μόλις τέλειωσε η ανάγνωση συναντήθηκαν τα βλέμματά τους και με το ζόρι συγκράτησαν ένα δάκρυ χαράς και περηφάνιας. Ύστερα ο ευτυχής παραλήπτης του γράμματος άνοιξε το δέμα που ήταν γεμάτο κουλουράκια, γλυκά και μπισκότα. Τα μοίρασε όσο γινόταν πιο δίκαια γιατί είχαν μαζευτεί κάπου 45 άνδρες του ουλαμού.
Κι αρχίζει το όνειρο
Κι από εκείνη τη μέρα ο Παπαδάκις άρχισε να ζει ένα όνειρο. Την άλλη μέρα είχε να λαμβάνει περιοδικά κι εφημερίδες. Τη μεθεπομένη ένα γράμμα με περισσότερο ενθουσιασμό από το πρώτο. Κι αυτό συνεχίστηκε για καιρό Γράμματα, εφημερίδες, περιοδικά, δέματα με τρόφιμα και άλλα με μάλλινα είδη. Τελικά η ευγενική «Χρυσή Δάφνη» είχε βολέψει όλο τον ουλαμό, γιατί ο Παπαδάκις δεν μπορούσε να διανοηθεί ότι θα απολαύσει μόνος του τα καλούδια, όταν και οι άλλοι συνάδελφοί του τα είχαν ανάγκη. Του αρκούσαν τα γράμματα που τον γέμιζαν ενθουσιασμό και γλυκό χτυποκάρδι που προκαλούσε η γοητεία του αγνώστου.
Σαν ήρθε ο Μάρτης του 1920, έφυγαν από το Αγιουσουλούκ και ξεκίνησαν την πορεία προς τη δόξα περιφέροντας τα κανόνια τους, όπου η στρατηγική γραμμή απαιτούσε. Από τη Μαγνησία στο Μπαλού – Κεσσέρ, στην Προύσα, στην Πάνορμο, στην Αρτάκη στα Μουδανιά. Περάσανε από την Προποντίδα στην Ηράκλεια και στη Ραιδεστό της Ανατολικής Θράκης, πήγανε στο Μουρατλί στο Μπαμπά -Εσκί, στο Λουλέ Μπουγκάζ, κι εκεί πιάσανε τον Αρχηγό της Τουρκικής Επανάστασης στη Θράκη τον Τζαφφέρ Ταγιάρ.
Ύστερα πάλι γύρισαν στη Μικρά Ασία Παντού, όπου κι αν πήγαν τους συνόδευε η φροντίδα και η στοργή της «Χρυσής Δάφνης».
Ήρθαν όμως και οι φρικτές μέρες μετά την πτώση του Ελευθερίου Βενιζέλου. Ο στρατός μας είχε αρχίσει να διαισθάνεται τις εξελίξεις που θα άνοιγαν μια πληγή αγιάτρευτη στον ελληνισμό. Κι η μελαγχολία ήταν διάχυτη παντού.
Περίλυπα και μελαγχολικά ήταν τώρα και τα γράμματα της «Χρυσής Δάφνης», που έδινε ιδιαίτερο βάρος στην ενίσχυση του ηθικού των φαντάρων.
Αυτά τα γράμματα έδιναν μεγάλο κουράγιο όχι μόνο στον Παπαδάκι αλλά και στους άλλους που είχε πια γίνει συνήθεια να ενημερώνονται για το περιεχόμενο. Είχαν, μήπως, κι άλλη διέξοδο να αντλήσουν από κάπου κουράγιο;
Κι ύστερα σιωπή
Λίγο καιρό πριν την τραγωδία στο Σαγγάριο κόπηκαν μαχαίρι τα γράμματα, τα δέματα, η ελπίδα και η ψυχαγωγία της «Χρυσής Δάφνης».
Ο λόγος εμφανής. Είχε αρχίσει να κυριαρχεί η φαυλοκρατία στο στράτευμα που έβλεπε αυτές τις κινήσεις σαν τρόπο… «διαρροής μυστικών του μετώπου». Αν είναι δυνατόν. Τα λιγοστά γράμματα που έπαιρναν πια οι στρατιώτες ήταν αποκλειστικά από το σπίτι τους και αυτά όμως ακρωτηριασμένα από το ψαλίδι της λογοκρισίας.
Ο Παπαδάκης είχε καταλάβει που οφείλετο η σιωπή της κοπέλας. Περιορίστηκε να διαβάζει τα παλιά γράμματα που ήταν πολύτιμα γι’ αυτόν, τόσο που μια μέρα όταν έμαθε πως κάποιος απολύεται και επιστρέφει στην Κρήτη, έσπευσε να τον βρει και να του δώσει πολύτιμο φορτίο τα γράμματα της Σμυρνιοπούλας, να τα αφήσει στο πατρικό του στη Σοχώρα.
Αυτά τα γράμματα ο αξέχαστος δικηγόρος τα κρατούσε σαν ιερή παρακαταθήκη, μέχρι το μεγάλο βομβαρδισμό το Μάιο του 1941, που δεν είχε αφήσει τίποτα όρθιο σε αρκετά σημεία του Ρεθύμνου.
Ποτέ όμως δεν ξέχασε τη «Χρυσή Δάφνη». Και της αφιέρωσε αρκετά σημειώματα όπως πρόσεξα σε πιο ενδελεχή έρευνα στον τοπικό τύπο.
Ποτέ δεν την ξέχασε κι ας μην έμαθε ποτέ το όνομά της, την οικογενειακή της κατάσταση, αν κατάφερε να σωθεί από την καταστροφή.
Μια φωτισμένη πρωτοβουλία
Με συγκίνησε το δημοσίευμα και αναζήτησα με τα μέσα που μας δίνει η σύγχρονη τεχνολογία την ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΙΔΑ ΑΔΕΛΦΗ ΤΟΥ ΣΤΡΑΤΙΩΤΗ.
Η έρευνα με έφερε κοντά σε μια φωτισμένη γυναικεία μορφή την Αύρα Θεοδωροπούλου.
Γεννήθηκε το 1880 στην Αδριανούπολη, όπου ο πατέρας της υπηρετούσε ως πρόξενος. Σπούδασε θεωρία της μουσικής, πιάνο, ξένες γλώσσες και είχε μεγάλη εγκυκλοπαιδική μόρφωση. Το 1900 εργάστηκε ως δασκάλα και καθηγήτρια πιάνου στο «Ωδείο Αθηνών». Το 1919 πρωτοστάτησε στην ίδρυση του «Ελληνικού Ωδείου», του οποίου διετέλεσε έφορος για αρκετά χρόνια. Ήταν αδελφή της Θεώνης Δρακοπούλου, γνωστής ως «Μυρτιώτισσας». Παντρεύτηκε τον Σπύρο Θεοδωρόπουλο, δικηγόρο, λογοτέχνη, υπουργό των πρώτων κυβερνήσεων του Βενιζέλου, ιδρυτή του Εργατικού Κέντρου Αθήνας και εισηγητή της εργατικής νομοθεσίας.
Από νέα προβληματιζόταν για τη υποδεέστερη θέση των γυναικών, την καταπίεσή τους και τον αποκλεισμό τους από την κοινωνική και πολιτική ζωή του τόπου. Πρωτοστάτησε στην ίδρυση του «Κυριακού Σχολείου Εργατριών», το οποίο λειτούργησε από το 1911 μέχρι το 1922, με την υποστήριξη του Εργατικού Κέντρου Αθήνας. Το Σχολείο παρείχε στις εργάτριες δωρεάν στοιχειώδη εκπαίδευση, επαγγελματική μόρφωση και γνώσεις απαραίτητες για την βελτίωση των συνθηκών της ζωής τους, τόσο ως εργατριών όσο και ως μητέρων. Η Θεοδωροπούλου ανέπτυξε σημαντική κοινωνική δράση και δραστηριοποιήθηκε στους πολέμους του 1897 και του 1912-13, προσφέροντας τις υπηρεσίες της ως εθελόντρια νοσοκόμος. Τιμήθηκε για την δράση της με τα μετάλλια του Ερυθρού Σταυρού, της Βασίλισσας Όλγας, του Βαλκανικού Πολέμου και του Ελληνο-βουλγαρικού Πολέμου. Το 1918 ίδρυσε μαζί με άλλες γυναίκες (Νίνα Φωκά, Ελευθερία Π. Βουρλούμη, Ελένη Βλαβιανού, Ελένη Μελά, Μαρία Κυριακίδου και Θάλεια Μπαχά), τον σύνδεσμο «Αδελφή του Στρατιώτου», με σκοπό την ηθική και υλική υποστήριξη του Έλληνα στρατιώτη και την αντιμετώπιση των προβλημάτων που είχαν δημιουργήσει οι συνεχείς πόλεμοι. Ο σύνδεσμος «Αδελφή του Στρατιώτου» περιλάμβανε τα τμήματα: αλληλογραφίας μετώπου, διεκπαιρεώσεως υποθέσεων στρατιωτών και των οικογενειών τους, βιβλιοθήκης του μετώπου, επισκέψεως νοσοκομείων, κατασκευής και παροχής ιματισμού, ευρέσεως εργασίας στις οικογένειες των στρατιωτών, εορτών και εράνων. Ακολούθησε η ίδρυση περιφερειακών τμημάτων σε 12 πόλεις της Ελλάδας, και η ίδρυση του «Σπιτιού του Στρατιώτη», στην Αθήνα και τον Πειραιά, για την προσφορά στέγης στους αδειούχους στρατιώτες που δεν είχαν άλλο κατάλυμα. Ο σύνδεσμος λειτούργησε ως τις αρχές του 1920 που συγχωνεύτηκε στο Πατριωτικό Ίδρυμα του Υπουργείου Περιθάλψεως, ως αυτοτελές τμήμα του, και εξακολούθησε τη λειτουργία του ως τον Μάρτιο του 1922.
Η Θεοδωροπούλου στη συνέχεια δραστηριοποιήθηκε στο δημοτικιστικό και το φεμινιστικό κίνημα. Τον Ιανουάριο του 1920, πρωτοστάτησε στην ίδρυση του φεμινιστικού σωματείου «Σύνδεσμος Ελληνίδων για τα Δικαιώματα της Γυναίκας» που διεκδικούσε την άμεση χορήγηση πολιτικών δικαιωμάτων στις γυναίκες, η οποία θα άνοιγε τον δρόμο για τη χειραφέτησή τους σε όλους τους τομείς.
Μετά την Μικρασιατική Καταστροφή, ο Σύνδεσμος ενεπλάκη στην προσπάθεια της περίθαλψης των προσφύγων. Το 1922 ίδρυσε την «Επιτροπή Κοινωνικής Πρόνοιας», που επόπτευε καταυλισμούς προσφύγων, το «Γραφείο πληροφοριών για πρόσφυγες» και το ορφανοτροφείο «Εθνική Στέγη», που στεγαζόταν στο κτήριο του Χαροκόπειου, στην Καλλιθέα. Σε αυτό συντηρούνταν 85 ορφανές προσφυγοπούλες από τη Μικρά Ασία, οι οποίες εκπαιδεύονταν στην κατασκευή ψάθινων επίπλων και πλεκτών ειδών, τα οποία πωλούνταν σε τιμές ασυναγώνιστες. Το ορφανοτροφείο συντηρούνταν από δωρεές εύπορων φίλων του και από τις εισπράξεις της εργασίας των ορφανών.
Ενδιαφέρον έχει η αναφορά της Θεοδωροπούλου στο 9ο Συνέδριο της «Διεθνούς Ένωσης για τη Γυναικεία Ψήφο» που έγινε στη Ρώμη το Μάιο του 1923, στην οποία παρέχει πληροφορίες για την πορεία και τις κατακτήσεις του ελληνικού φεμινιστικού κινήματος.
Ποιος ξέρει ποια από τις συνεργάτιδες της Αύρας Θεοδωροπούλου κρυβόταν πίσω από το ψευδώνυμο «Χρυσή Δάφνη».
Σημασία έχει ότι η πρωτοβουλία αυτή μερικών φωτισμένων γυναικών, έδιωξε το σκοτάδι της μοναξιάς των στρατιωτών μας, στις πιο δύσκολες εποχές της σύγχρονης ιστορίας και τους εμψύχωνε για ν’ αντέξουν στο μετερίζι της τιμής.
Κι ήταν απόλυτα φυσικό να μην σβήσει ποτέ από τη σκέψη του Μιχαήλ Μυρ. Παπαδάκι η «Χρυσή Δάφνη» και να νοιώθει τόσο αγάπη για τη Σμύρνη και τον πολιτισμό της.