Η επικαιρότητα των αποκριάτικων εκδηλώσεων της πόλης μας και μια προγενέστερη συζήτηση που είχα κάμει με την καλή μου συνεργάτιδα στον Δήμο Αίμη Μιχελιδάκη στα πλαίσια επιστημονικής της εργασίας έφεραν στη μνήμη μου αποκριάτικα βιώματα από τα παιδικά και τα νεανικά μου χρόνια. Άλλωστε, όπως έχω ξαναπεί, όταν ο ήλιος της ζωής χαμηλώνει στον ορίζοντα της μελλοντικής αβεβαιότητας, ο νους στρέφεται νοσταλγικά προς τη βεβαιότητα του παρελθόντος.
Θα έλεγα λοιπόν ότι ήρθα στο Ρέθυμνο ως μαθητής της Α’ τάξης του Γυμνασίου, το 1950, έντεκα χρονών. Έτσι, οι μνήμες και τα βιώματά μου για τις Απόκριες προέρχονται αντίστοιχα από τα χωριά Ορνέ και Μοναστηράκι και από την πόλη. Αναφέρομαι στα μεταπολεμικά χρόνια. Οι αναμνήσεις για τα χωριά που θα καταθέσω αφορούν το διάστημα 1947 – 1950.
Σχετικά με τα χωριά ως γενική παρατήρηση θα πω ότι σε όλα ανεξαιρέτως, μετά τα βαριά χρόνια της Κατοχής και του Εμφυλίου, οι Απόκριες ήσαν πολύ σημαντική ευκαιρία να αποτινάξουν για λίγο οι άνθρωποι την καταθλιπτική ατμόσφαιρα, να συναντηθούν σ’ ένα κοινό τόπο και να χαρούν. Η χαρά της ζωής ξαναγύριζε δειλά – δειλά και ίσως το πρώτο ανενδοίαστο ξέσπασμά της γινόταν τις Απόκριες, όπως εκφραζόταν με τη ρήση της εποχής: «Τσι Μεγάλες Αποκρές, κουζουλαίνονται κι οι γραις». Σχηματιζόταν μια μεγάλη παρέα κυρίως από τους άντρες, ως επί το πλείστον μασκαρεμένους, με τον λυράρη, και περιερχόταν όλα ανεξαιρέτως τα σπίτια, όπου τους κερνούσαν κρασί και μεζέδες, τραγουδούσαν και, αν ο χώρος το επέτρεπε, χόρευαν. Ήταν από τις ελάχιστες ευκαιρίες που είχαν οι νεαροί να εκφράσουν τα συναισθήματά του προς την κοπελιά που ήθελαν:
Τα μάθια σου μου παίζουνε σαΐτες ασημένιες,
εις την καρδιά μου μπαίνουνε και βγαίνουν ματωμένες.
Γινόταν και ποιητική πρόταση γάμου:
Για το Θεό, γή πάρε με γή πε των αμαθιώ σου,
να μη με σαΐτεύουνε όντε περνώ από μπρός σου.
Η πρόταση συνοδευόταν από υπόσχεση πλήρους αφοσίωσης:
Γης θα γενώ να με πατείς, βουνό να κυνηγήσεις,
ότι μου πεις, όπως το πεις κι ότι μου διορίσεις.
Το βράδυ η παρέα κατέληγε στο καφενείο, όπου γινόταν πάνδημο ολονύχτιο γλέντι. Τα αστεία και τα πειράγματα έδιναν το πνεύμα της ημέρας. Υλικά για μεταμφιέσεις δεν υπήρχαν και χρησιμοποιούνταν τα καθημερινά ή τα σχολιανά ρούχα. Συνήθως άντρες ντύνονταν γυναίκες και, λίγες, γυναίκες άντρες φτειάχνοντας και γένια και μουστάκια με μουζουδές από τα τηγανοτσίκαλα.
Ειδικότερα από την Ορνέ, η εντονότερη αποκριάτικη μνήμη μου είναι το έθιμο του Καντή, σάτιρα του Ανατολίτη δικαστή. Μια χρονιά έβαλαν Καντή τον Αρίστο, ένα ευρηματικό και ευφυολόγο ηλικιωμένο, τον τύλιξαν με ένα μεγάλο σκούρο τραπεζομάντηλο ως καφτάνι και του φόρεσαν στο κεφάλι μια μαδαρέ, ένα βαθύ πανέρι πλεγμένο με λεπτές βίτσες, συνήθως αγριελιάς, μυρτιάς, λυγιάς κλπ. στο οποίο όλες οι νοικοκυρές έβαζαν τη ζεστή μυζήθρα να στραγγίσει, όταν έπηζαν το γάλα από τα οικόσιτα ζώα τους. Τον κάθισαν επάνω σ’ ένα γάιδαρο και του έδωσαν το γενικό πρόσταγμα. Πολλά σπίτια ήσαν ισόγεια και καμιά φορά ο Καντής έδιδε εντολή: «Μέσα!» και οι άντρες έσπρωχναν τον γάιδαρο στο καθιστικό του σπιτιού γελώντας με τα αλληλοσυγκρουόμενα συναισθήματα των νοικοκυρών, που θα ήθελαν να γελάσουν κι αυτές, αλλά ανησυχούσαν κιόλας μήπως ο γάιδαρος κοπρίσει το χώρο τους. Μετά τα κεράσματα, ο Καντής, έβρισκε μια ανύπαρκτη κατηγορία και έβγαζε την καταδικαστική απόφασή του με συνοπτικές διαδικασίες:
– Πελαγιά, δεν εξαράχνιασες τα μεσοδόκια σου!
– Μα που τσι θωρείς τσι αράχνες;
– Κάνεις πως δεν τσι θωρείς, ε; Σε καταδικάζω να φέρεις τρία γαρδούμια και ένα μπουκάλι κρασί (ήξερε τι ζώο είχε σφάξει ο νοικοκύρης και ότι είχε κρασί).
Τα φαγώσιμα έμπαιναν σε ένα μπουγαδοκόφινο που κουβαλούσαν δύο άντρες και το κρασί σε μια κανίστρα, όλων των ειδών μαζί, κι έτσι συγκεντρωνόταν προμήθειες για το βραδινό γλέντι.
Όταν η παρέα έφτασε το σπίτι του Βαγγέλη, που είχε μια ψηλή τσιμεντένια σκάλα, ο Καντής διέταξε: «Απάνω!» και οι άντρες, σε μια οινόβρεκτη διονυσιακή έκρηξη ευθυμίας, ανέβασαν σπρώχνοντας και σηκώνοντας στα χέρια τον γάιδαρο στη σκάλα με τον Καντή στη ράχη του. Ήταν ασφαλώς η πρώτη και τελευταία φορά που έκανε τη βόλτα του γάιδαρος στη μεγάλη βεράντα του Βαγγέλη.
Όμως η κουζίνα έβγαινε στη βεράντα και η μύτη του Καντή έπιασε την ευωδία του τηγανητού ξέροντας και ότι ο Βαγγέλης, ο γείτονάς του, είχε σφάξει ένα χοίρο.
– Χαρίκλεια, σου τσίκνωσενε το τσικάλι σου! Πού είχες το νού σου;
– Όϊ Καντή μου, δε μου τσίκνωσενε.
– Μου λες και ψόματα, ε; Σε καταδικάζω να φέρεις μια τηγανέ χοιρινό κρέας και μισή οκά ρακή!
Η ρακή έμπαινε σε μια μπουκάλα.
Το κατέβασμα του γαϊδάρου από τη σκάλα με τον Καντή στη ράχη του, δεν ήταν λιγότερο ακροβατικό από το ανέβασμα.
Σ’ ένα άλλο σπίτι η σκάλα ήταν στενή και δεν χωρούσε θεαματικές αναβάσεις. Ο Καντής αναγκάστηκε να ξεπεζέψει και να ανεβεί με τα πόδια, εμπνεόμενος απ’ αυτό την κατηγορία του:
– Καδιανή, δεν εσκούπισες την αυλή σου και πάτησα μια κουτσουλέ. Δεν το κάτεχες πως θελά ‘ρθομε; Επίτηδες μου το ‘καμες;
– Όϊ, Καντή μου, θεόψυχά μου εσκούπισά τηνε το πρωί.
– Πας να με στραβώσεις κιόλας, ε; Σε καταδικάζω να φέρεις τρία κομμάθια βραστό κρέας, (στην ατμόσφαιρα ήταν αισθητή η οσμή από τη βραστή στειρόγα που είχε σφάξει ο νοικοκύρης), κι ένα κατσοχοιράκι (ξερό αθοτυράκι οικιακής παρασκευής, το περιεχόμενο της μαδαρές).
Δεν έμενε κανένα σπίτι να μην το επισκεφθεί η παρέα και να μεταγγίσει κέφι, έκπληξη και χαρά. Και το βράδυ διασκέδαζαν όλοι μαζί στο καφενείο του γερο Βαγγέλη με τη γλυκόλαλη λύρα του Νικολή, του τσαγκάρη. Μέχρι τα χαράματα το εορταστικό περιεχόμενο του μπουγαδοκόφινου, της κανίστρας και της μπουκάλας είχε μετακομίσει στον τελικό προορισμό του.
Από τους πρωταγωνιστές εκείνων των αυθεντικών εθιμικών και τόσο ανθρώπινων εκφράσεων με τις βαθιές παγανιστικές ρίζες, κανείς δεν ζει σήμερα. Το χωριό έχει πια μια δεκαριά κατοίκους ηλικιωμένους.
* Ο Δημήτρης Αρχοντάκης είναι τ. δήμαρχος Ρεθύμνης