Από τις Απόκριες στο Μοναστηράκι έχω επίσης άμεσα βιώματα, ξέρω όμως και από τον παππού μου και άλλους σύγχρονούς του ότι εκτός από την παρέα των συνήθως μασκαρεμένων που περιερχόταν τραγουδώντας τα σπίτια του χωριού, παλιότερα έκαναν και είδος αθλητικών αγώνων και έπαιζαν ομαδικά παιχνίδια.
Συγκεκριμένα, στη διάρκεια της περιοδεύουσας παρέας συχνά γινόταν αγώνας οινοποσίας, που ξεκινούσε με μια προσωπική πρόκληση ενός κωμαστή προς ένα άλλο: «Θα σε κάμω να πεις ‘βίκο’!». Η πρόκληση γινόταν αποδεκτή και οι δυο συμπότες έκτοτε έπιναν την ίδια ποσότητα κρασιού μέχρι τελικής πτώσεως. Παρευρέθηκα σε μια τέτοια οινομαχία, που έληξε όταν ο ένας μονομάχος δήλωσε «βίκο!», σηκώθηκε τρεκλίζοντας και κατευθύνθηκε υποβασταζόμενος προς το σπίτι του, κάτω από τα εύθυμα σχόλια των υπόλοιπων κωμαστών.
Για πολύ καιρό έκτοτε διερωτόμουνα γιατί ο «βίκος», το γνωστό ψυχανθές, εξέφραζε την ήττα στην οινοποσία και γιατί όχι άλλα ζωοτροφικά όσπρια όπως το ρόβι ή το λαθούρι. Τελικά, φοιτητής πια, κατέληξα στην άποψη ότι δεν επρόκειτο για το φυτό «βίκος», αλλά για βενετσιάνικο γλωσσικό κατάλοιπο, κάτω από το οποίο υπολάνθανε το λατινικό παθητικό ρήμα Vincor (ηττώμαι, νικήθηκα). Και σήμερα βρίσκω πολύ πιθανή την άποψη αυτή.
Η χαρά της ζωής, όταν βιώνεται πλούσια, ανακαλεί στη σκέψη και το πεπερασμένο της ανθρώπινης ύπαρξης και φέρνει το συναίσθημα της μελαγχολίας που χαρακτηρίζει κι αυτό την κρητική ποίηση. Συχνά στο τραγούδι αντιπαραβαλλόταν η προσωρινότητα του ανθρώπου προς την αιωνιότητα της Φύσης:
Βραδυάζει – ξημερώνει ο Θιος κι ο ήλιος πάντα βγαίνει,
μα η νιότη κι η παληκαριά φεύγει και δε γιαγιέρνει.
Συνηθισμένη ήταν η αντίθεση προς τα βουνά:
Μόνο τ’ αόρια τα ψηλά έχουν πάντα αέρα,
μα η νιότη κι η παληκαριά δεν είναι κάθε μέρα.
Κι ένας σκεπτικισμός, απόσταγμα λαϊκής σοφίας, για το σώμα:
Όσο και να ‘ναι το κορμί με δύναμη γεμάτο,
με τα φαρμάκια της ζωής κάποτε πέφτει κάτω.
Κι ένας άλλος για την ψυχή:
Όπως το ξύλο στη φωθιά λειώνει και γίνεται άθος,
έτσι περνά με τον καιρό και σβήνει κάθε πάθος.
Στα ομαδικά γλέντια, με τη βοήθεια και του εξαίρετου αμαριώτικου κρασιού, οι άνθρωποι εκφραζόταν απροκάλυπτα, «εκ βαθέων».
Ομαδικά παιχνίδια και αυτοσχέδιοι αγώνες γινόταν κανονικά την Καθαρά Δευτέρα στην πλατεία του χωριού. Δεν τα πρόφτασα, αλλά από διηγήσεις ξέρω ότι τα κυριότερα ήταν:
- «Το Καράβι». Ήταν διελκυστίνδα, δύο ισάριθμες ομάδες διεκδικούσαν ένα μακρύ ξύλο (μια τέμπλα) αντί για το χοντρό σχοινί που χρησιμοποιείται σήμερα στους αγώνες.
- «Το Τόπι». Παιζόταν από πέντε άτομα. Τα τέσσερα σχημάτιζαν ένα κύκλο και το πέμπτο έμπαινε στη μέση. Οι τέσσερις πετούσαν ο ένας στον άλλο ένα σφιχτοδεμένο δεμάτι χόρτα και ο μεσαίος έπρεπε να καταλάβει εγκαίρως για ποιον προοριζόταν και να προλάβει να το αρπάξει στον αέρα. Αν το πετύχαινε, ήταν υποχρεωμένος αυτός που το πέταξε να τον σηκώσει στην πλάτη του και να κάνει το γύρο της πλατείας υπό τους καγχασμούς των θεατών.
- «Το Βόλι». Κανονικός αγώνας, όπως σήμερα.
- «Ο Αγγελικός Χορός». Μια δεκαριά άτομα, τα πιο ρωμαλέα, έπιαναν στον χορό αγκαλιασμένα σφιχτά σ’ ένα κύκλο. Πάνω στους ώμους τους ανέβαιναν άλλοι τόσοι πατώντας καθένας στους ώμους δύο διπλανών και σχημάτιζαν και αυτοί αγκαλιασμένοι ένα σφιχτό κύκλο. Το ζητούμενο ήταν πόση ώρα θα σήκωναν οι από κάτω τους από πάνω και να χορεύουν κιόλας και πώς θα κρατούσαν οι από πάνω την ισορροπία τους. Ήταν είδος επίδειξης αντοχής και ισορροπίας.
- Οι «Αμάδες». Το γνωστό παιχνίδι επιδεξιότητας.
- « Ποταμός». Ένας διασκεδαστής έσκυβε μέχρι ν’ ακουμπήσουν τα δάχτυλά του στη γη. Ο επόμενος τρέχοντας ακουμπούσε τα χέρια του στην πλάτη του πρώτου, πηδούσε πάνω απ’ αυτόν και έπαιρνε τη στάση του πρώτου μπροστά του. Το ίδιο ο τρίτος, όλοι στη σειρά μέχρι που ο πρώτος γινόταν τελευταίος. Τότε επαναλάμβανε τον κύκλο μέχρι να έρθει πάλι τελευταίος και ούτω καθεξής.
Είναι ελκυστική η ανάμνηση των εορταστικών αυτών εκδηλώσεων και η συσχέτισή τους με τα αρχαία Ανθεστήρια που τελούνταν την ίδια εποχή με τις σημερινές Απόκριες, τέλος Φεβρουαρίου με αρχές Μαρτίου, και περιλάμβαναν εορτασμούς, αγώνες οινοποσίας, όπως προκύπτει λόγου χάρη από την παρωδία τους στους «Αχαρνής» του Αριστοφάνη, άλλους αγώνες και απεριόριστη ευθυμία και ελευθεριότητα.
Μια φωτογραφία αποκριάτικης παρέας στο Μοναστηράκι από την προπολεμική εποχή της ακμής του είναι η παρατιθέμενη. Από όσους γνωρίζω, μόνο ο πασαδόρος με το μαντολίνο ζει σήμερα, είναι ο Στέλιος Αρχοντάκης, αγαπημένος μου εξάδελφος, ο επιλεγόμενος «Καρύδης».