Μέρος Δ’
Ένας φημισμένος ριμαδόρος, που ο στίχος έρρεε με φυσική άνεση από το στόμα του, ήταν ο Μανουσογιώργης στην Κρύα Βρύση. Έζησε μέχρι το 1930, χαρίζοντας γέλιο και εύθυμη διάθεση με τις σάτιρές του στους χωριανούς και κοντοχωριανούς, ιδίως κάθε φορά που τους ψοφούσε κανένα μεγάλο ζώο.
Αλλά κάποτε, παραμονή της Αποκριάς, εψόφησε ο δικός του γάιδαρος και η περίπτωση προσφερόταν ιδανικά για σάτιρα εις βάρος του. Εσηκώθηκε μόφωτα – μόφωτα, έσκαψε ένα λάκκο στο χωράφι του και έθαψε το ζώο και γύρισε στο χωριό με το σκαπέτι στον ώμο περνώντας υποχρεωτικά από την πλατεία της εκκλησίας, το «Κυπαρίσσι».
Η λειτουργία είχε τελειώσει και οι χωριανοί καθόταν στα πεζούλια τυλιγμένοι στα καπότα τους και λιαζόταν. Τον είδαν από μακριά και είπαν:
– Έρχεται ο Μανουσογιώργης από τη θανή. Εδά θα περιμένει πως θα τονέ πειράξομενε. Ίντα θα του πούμενε;
Αλλά κανείς δεν είχε σχεδιάσει τίποτε. Υπήρξε αμηχανία και κάποιος πρότεινε:
– Να μην του πούμενε πράμα. Να δούμενε ίντα θα μασέ πει ο ίδιος.
Επλησίασε ο Μανουσογιώργης κι αυτοί κοίταζαν αδιάφοροι εδώ κι εκεί.
– Καλημέρα, χωριανοί, Χρόνια Πολλά.
– Επίσης, απάντησαν μερικοί οκνά – οκνά και …. σιωπή.
Ο Μανουσογιώργης κατάλαβε την παγίδα και πέρασε αμέσως στην επίθεση:
– Τέθοιες θλιμμένες Αποκρές δεν είδα στον καιρό μου
κι ευχαριστώ τσι χωριανούς που κλαίν’ το γάϊδαρό μου.
Στο ετήσιο Λεύκωμα, «Οι παλιοί ανθρώποι» που εκδίδει ο Σύλλογος Κρυοβρυσανών «Οι 35 Εθνομάρτυρες», διασώζεται μέρος από τη ρίμα που έβγαλε ο ίδιος για τον γάιδαρό του, αυτοσαρκαζόμενος, αφού κανείς χωριανός δεν τολμούσε να το κάμει:
Εγώ περίμενα να βρω χορό στο Κυπαρίσσι
και δεν εβρέθηκε κιανείς να με καλωσορίσει.
Η πρωτοτυπία της ρίμας αυτής έγκειται στον φανταστικό διάλογο που έκανε με τον γάιδαρό του την ώρα που ψοφούσε:
Στον Κυλισμένο Χάρακα πήγε να λιομαζώνει
μα όπου κι αν πάει το ριζικό η μοίρα το ζυγώνει.
Όντεν εκοντοφτάνανε εις το Κεφαλοβρύσι
Ετότεσάς του φάνηκε πως θελά ξεψυχήσει.
Εν όψει του θανάτου του του λέει ο γάιδαρος, παρωδώντας την ανθρώπινη συνήθεια της προθανάτιας αλληλοσυγχώρησης των πταισμάτων:
Κάθισε δα αφεντικό, για να λογαριαστούμε
κι αν έχομε παράπονα, ο γεις τ’ αλλού να πούμε.
Θυμάσαι όντε με φόρτωνες ξύλα απού το ρυάκι
κι έλεγες του Ευτύχιου να με χτυπά στη ράχη;
Ευτύχιος ήταν ένας από τους γιους του Μανουσογιώργη.
Θυμάσαι όντε με φόρτωνες απού τον Κάτω Κέρα
και κόλας και στη ράχη μου με την παντέρμη βέργα;
Δυστυχώς, μόνο αυτά τα σπαράγματα της ρίμας διασώθηκαν σε διήγηση του Μάρκου Φωτάκη.
Η σκέψη του Μανουσογιώργη μετουσιωνόταν αυθόρμητα σε στίχους. Μια φορά πήγε για δουλειές στου Γερακάρη. Ο κοντινότερος ημιονικός δρόμος ήταν από τον αυχένα του Κέντρους, που βρίσκεται πάνω από τον Πλατανέ. Εκεί στο βουνό συνάντησε μια ομάδα που έχτιζε μια στέρνα για το νερό μιας πηγής. Την επόμενη μέρα που επέστρεφε τους βρήκε να οδύρονται στα χαλάσματα της στέρνας, είχαν βάλει το νερό ενόσω ήταν νωπή ακόμη η κατασκευή και η πίεση την γκρέμισε. Απορώντας τον ρώτησαν, γιατί χάλασε η στέρνα. Η απάντησή του ήταν άμεση και έμμετρη:
Παράξενο μου φαίνεται να με ρωτούν εμένα
ιντά ‘παθε και χάλασε των κουζουλών η στέρνα.
Μια φορά πάλι πήγε πολύ πρωί στην αυλή του να πάρει τα ζώα του να βγει στην εξοχή, όταν πέρασε απ’ έξω μια χωριανή βιαστικά, έκανε πως δεν το είδε και δεν το χαιρέτησε. Της είπε αμέσως:
Σαν τον αέρα τον δριμύ, τον ανακατωσάρη
περνάς και δε με χαιρετάς, σαν να μου κάνεις χάρη.
Η δισέγγονή του Μαρία διέσωσε την πρώτη μαντινάδα που σύνθεσε παιδί ακόμη ο Μανουσογιώργης:
Δεν πάω μπλιο στην Άμπελο μηδέ στο Περαχώρι,
γιατί με κοντομούρισε ο Δασκαλοκοκόλης.
Μαρτυρείται ακόμη, ότι, όταν πέρασε σε περιοδεία του ο Πρίγκιπας Γεώργιος, επί Κρητικής Πολιτείας, κράτησε τα χαλινάρια του αλόγου του και του είπε:
Καλώς όρισες, Πρίγκιπα, τση Κρήτης το ξαθέρι,
που ‘φερες στσοι Ρωμιούς χαρά και στην Τουρκιά μαχαίρι.
Κι όταν κάποτε Τούρκοι «ζαπτιέδες» (χωροφύλακες) τον έπιασαν με ένα μαχαίρι, ενώ απαγορευόταν η οπλοφορία, και τον πήγαν στον καδή στο Σπήλι να δικαστεί, απολογήθηκε:
Εφέρανέ με επαέ για μια παλιομαχαίρα.
να το ‘ξερα ο δυστυχής να την πετάξω πέρα.
Από τα παιδιά του Μανουσογιώργη ο Μανουσομανώλης είχε το ίδιο χάρισμα και έπαιζε και λύρα. Σ’ ένα χορό τον προκάλεσε ένας Μελαμπιανός μαντιναδολόγος:
Τραγούδιε και να τραγουδώ κι ανέ με μπροστερέψεις,
χελυό γαϊδούρι θα γενώ να με καβαλικέψεις.
Ο Μανουσομανώλης απάντησε:
Χελυό γαϊδούρι θα γενείς με δίχως χαλινάρι,
να σε καβαλικεύγουνε ούλοι μικροί – μεγάλοι.
Ο Σπύρος Φωτάκης, στο βιβλίο του «Ένας Εισαγγελέας θυμάται», διασώζει δυο δείγματα από τις στιγμιαίες εμπνεύσεις του. Σ’ ένα χορό γύριζε μέσα στον κύκλο των χορευτών παίζοντας την λύρα του και έλεγε στον καθένα μια μαντινάδα που του ταίριαζε. Όταν έφτασε στον Γιάννη Πιτσιδιανάκη, τον επιλεγόμενο «Πιπέρη», που έσερνε στο χορό την έγγυο γυναίκα του, του τραγούδησε:
Και ξαποπίσω του κρατεί ο Γιάννης ο Πιπέρης
ιντά ‘φαε και πρήστηκε το μπιστικό του ταίρι!
Παρεμπιπτόντως, το προσωνύμιο «Πιπέρης» οφειλόταν στον αυστηρό χαρακτήρα του. Μια φορά κατάγγειλε τη γυναίκα του, γιατί οι όρνιθές της έτρωγαν ξένο σπαρμένο και πλήρωσε ο ίδιος το πρόστιμο. Ήταν αγροφύλακας και στην Ορνέ. Σ’ έναν άλλο με ανοιχτόχρωμα μάτια, τραγούδησε:
Κι επρόβαλεν ο ποντικός απού το σταμνοστάτη
κι εφαίνουνταν τα μάθια του σαν του βεργάτου κάτη.
Οι αυτοσχέδιοι αυτοί στιχουργοί ήσαν απλοί άνθρωποι, αλλά ευφυέστατοι και με παιγνιώδη διάθεση και πρόσφεραν σημαντική κοινωνική υπηρεσία μεταδίδοντας ευθυμία σε μια δύσθυμη εποχή.
Μέρος Ε’
Πρέπει να ήταν το 1948, όταν ψόφησε ο γάιδαρος του παππού μου του Θόδωρου, ο «Χελυός». (Η λέξη είναι κατευθείαν απόγονος του αρχαίου έγχελυς και περιγράφει το χρώμα του, σκούρο γκρίζο στη ράχη και ασπριδερό στην κοιλιά).
Ο παππούς είχε πάει, όπως κάθε μέρα, στο αγαπημένο του περβόλι, «Στου Παπά τ’ Αμπέλια», που είχε δικό του νερό, οπωροφόρα δέντρα, ελιές, χαρουπιές και μια σπηλιά κρυμμένη από ένα καλαμιώνα. Στην σπηλιά αυτή ζήσαμε δέκα μήνες κατά την Κατοχή, εξαιτίας του φόβου των Γερμανών, επειδή ο πατέρας μου και ο παππούς μου, ο μόνος στην περιοχή που ήξερε αγγλικά γιατί είχε ζήσει 25 χρόνια στο Γιοχάνεσμπουργκ, είχαν αναμιχθεί στη φυγάδευση συμμάχων στρατιωτικών.
Η κόρη του η Πόπη και η ανιψιά του η Χαρίκλεια, που πήγαιναν στην εξοχή να βρουν λάχανα, τον συνάντησαν πεζό λίγο έξω από το χωριό νωρίς το απομεσήμερο αντί για το βράδυ, όπως συνήθιζε.
– Θείε, ίντα ‘καμες το γάϊδαρο, τον ρώτησε η Χαρίκλεια.
– Εδώ τον έχω. Χρόνια με πήγαινε αυτός, τώρα τον πάω εγώ, απάντησε ο παππούς δείχνοντας το μεγάλο καλάθι στον ώμο του περασμένο στο σκαλιδάκι του ποτίσματος. Ο Χελυός είχε ψοφήσει και ο παππούς τον είχε γδάρει και έβαλε το δέρμα του στο καλάθι αντί για περβολικά.
Κάποιος ανώνυμος χωριανός «έβγαλε» τη σχετική ρίμα, από την οποία θυμούμαι ελάχιστα δίστιχα:
«Εψόφησεν ο γάϊδαρος απού ‘τρωε τα χόρτα
και διάολο θα ξαναμπεί εις του «Ντορμπά» την πόρτα».
«Ντορμπάς» ήταν το οικογενειακό παρατσούκλι του παππού μου, γιατί κάποτε ο πατέρας του πήγε να λάβει μέρος σε ένα πλειστηριασμό περιουσίας και οι ανταγωνιστές του είπαν:
– Ίντα γυρεύεις επαέ, Μανωλάκη; Απού τα εκατό ναπολεόνια ξεκινά.
– Στον ντορμπά τα ‘χω, απάντησε και του έμεινε το όνομα.
Εψόφησεν ο γάϊδαρος εις του «Παπά τ’ Αμπέλια»
και κλαίει τον η Βαγγελιά με ούλα τα κοπέλια.
Βαγγελιά ήταν η γιαγιά μου, μια αγέρωχη Σφακιανή, που δεν λογάριαζε κανένα και τα ‘βαζε με όλο το χωριό. Φυσικά, ήταν ευνοούμενος στόχος της σάτιρας.
Εψόφησεν ο γάϊδαρος απού ‘τρωγε το γέμι
και τρώει το η Βαγγελιά κι άρχισε και παχαίνει.
Το «γέμι» ήταν συνήθως ταγή (βρώμη), που δινόταν στα ιπποειδή ζώα ως ενισχυτικό της διατροφής τους.
Κατόπιν άρχιζε η διανομή του κρέατος του γαϊδάρου στον οικογενειακό κύκλο, από την οποία δεν θυμούμαι παρά το τελευταίο δίστιχο:
Κι ο Ιπποκράτης έτρεχε να πάρει τσ’ ατζιπόδους
κι απού το ζόρε το πολύ εντάκαρε τσι π…….
Ο δεύτερος στίχος ομοιοκαταληκτούσε με τον πρώτο με τη λέξη που σημαίνει την ηχηρή εξαέρωση του παχέος εντέρου. Ο Ιπποκράτης ήταν ο πρόπαππούς μου, Σφακιανός, για τον οποίο διηγούνται πολλές ιστορίες προκλητικής παλικαριάς. Η επιλογή των λέξεων δεν ήταν το πρώτο μέλημα των ριμαδόρων, προείχε η σάτιρα.
Ενώ πρέπει να προσθέσω μια παρατήρηση. Στα δύσκολα χρόνια της Κατοχής και μέχρι τη δεκαετία του ’60 σπάνια έθαβαν μεγάλο ζώο, γάιδαρο, μουλάρι κλπ., χωρίς να το γδάρουν. Έπαιρναν το δέρμα του, το άπλωναν στο φουρνόσπιτο ή στην κουζίνα τους με το τρίχωμα στο πάτωμα και, αφού το πασπάλιζαν με αλάτι, το σκέπαζαν με στάχτη και το πατούσαν σαν χαλί. Όταν αφυδατωνόταν τελείως, το τύλιγαν σε ρολό και το πήγαιναν στο «Ταμπακαριό», το Βυρσοδεψείο. Ο ταμπάκης το επεξεργαζόταν και κρατούσε το μισό για τον κόπο του. Το άλλο μισό το πήγαινε ο ιδιοκτήτης του ζώου στον τσαγκάρη του χωριού, ο οποίος κρατούσε επίσης το μισό του μισού και με το υπόλοιπο του έφτιαχνε ένα ζευγάρι παπούτσια ή άρβυλα ή και στιβάνια, αλλά τότε ο ιδιοκτήτης πλήρωνε και κάτι επιπλέον.
Πενία τέχνας κατεργάζεται.