Μέρος ΣΤ’
Η μαντινάδα έχει τεράστια επίδοση στην Κρήτη με διαγωνισμούς, συλλογές, μελέτες κ.λπ., που δεν είναι του παρόντος. Εδώ θα αναφέρω μερικά παραδείγματα, που χαρακτηρίζονται από ετοιμότητα του στιχουργού και πνευματική ευστοχία.
Διάσημος στιχουργός ήταν ο παλιός λυράρης Αλέκος Καραβίτης από τα Αχτούντα. Κάποτε γλεντούσαν στην Αγία Γαλήνη με τον γραμματέα της κοινότητας Μελάμπων και ξεκίνησαν για τις Μέλαμπες. Στον δρόμο ο γραμματέας παραπάτησε κι έπεσε σ’ ένα ρυάκι, όπου το ορμητικό νερό του άρπαξε το φέσι του. Μέχρι να βγει από το ρυάκι, ήταν έτοιμη η έμμετρη εξιστόρηση του συμβάντος:
Έπεσεν ο γραμματικός στου ποταμού τη μέση
κι έγρανε και τη βράκα του κι έχασε και το φέσι.
Μια άλλη φορά φιλοξενήθηκε σ’ ένα χωριό, για να παίξει στο πανηγύρι την επόμενη μέρα. Τη νύχτα, επειδή έκανε ζέστη στον οντά που τον έβαλαν να κοιμηθεί, πήρε μια πατανία και βγήκε να κοιμηθεί στην ταράτσα. Η νοικοκυρά με την κόρη της βγήκαν κι αυτές από άλλη πόρτα χωρίς να τον αντιληφθούν στο βαθύ σκοτάδι και ούρησαν κάπου δίπλα. Στο πανηγύρι ο Καραβίτης τραγούδησε:
Τη νύχτα που κοιμούμουνε στου ύπνου μου τη ζάλη
άκουσα και μικρή σφυρέ, άκουσα και μεγάλη.
Στο ίδιο πανηγύρι τραγούδησε:
Άχι και να ‘μουνε γδυμνός και ξεστιβανωμένος
και με την κόρη του παπά να ‘μουν αγκαλιασμένος.
Δεν είχε προσέξει ότι στην άκρη της πλατείας καθόταν με την παρέα του ένας παπάς ηρακλείων διαστάσεων, ο οποίος σηκώθηκε αμέσως, άρπαξε με τη χερούκλα του την καρέκλα του και ξεκίνησε να σπάσει και τη λύρα και την κεφαλή του λυράρη.
Ο Καραβίτης τα χρειάστηκε αλλά απολογήθηκε αστραπιαίως:
Παπά, φιλώ τη χέρα σου, φιλώ τον καρναβά σου,
μα η μαντιδάδα που ‘πα εγώ δεν ήταν τσ’ αφεδιά σου.
Ο παπάς ικανοποιήθηκε και κάθισε πάλι στην καρέκλα του, «Καρναβάς» λεγόταν τότε ένα κάλυμμα της κεφαλής των ιερωμένων.
Άλλος διάσημος για την ετοιμότητα και την ευρεσιλογία του στιχουργός ήταν ο Νίκος Αγγελάκης στου Γερακάρη. Κάποτε, Ιούλιο μήνα, εγύριζε στο χωριό το «σταλιστό», γύρω στις 11 το κοντομεσήμερο, πάνω στο γάιδαρο του σέρνοντας και τις αίγες του. Είδε ένα νεαρό που κατέβαινε μαχμουρλής στο καφενείο για τον πρωινό καφέ του παίζοντας στο ένα χέρι το αλυσιδάκι του και με το άλλο χέρι στην τσέπη. Μέχρι να διασταυρωθούν εσχολίασε:
Θωρώ σε πάλι κι έβαλες τη χέρα σου στην τσέπη,
μα δεν κατέχω γή εργάς γή πράμα πιάνεις πρέπει.
Ιούλιο μήνα δεν ήταν δυνατόν να «εργά».
Θα προσθέσω ότι μετά την κατοχή εμφανίστηκαν τα πρώτα βιομηχανικά προϊόντα, αλυσιδάκια που είχαν δύο κρίκους, ένα στρογγυλό για τα κλειδιά και στην άλλη άκρη ένα σε σχήμα κλειδαρότρυπας, που κρεμόταν από ένα κουμπί του παντελονιού στη ζώνη ή παιζόταν από τους νεαρούς τυλίγοντάς το δεξιόστροφα στο δείκτη του χεριού και ξετυλίγοντάς το αριστερόστροφα, καθρεπτάκια με δύο όψεις, νυχοκόπτες, γυαλιά «Μακ Άρθουρ», κλπ.
Μια άλλη φορά πήγε στο Ρέθυμνο και το βράδυ που γύρισε στο χωριό τον ρώτησαν αν βρήκε τίποτε να φάει εκεί. Απάντησε:
Σαν να ‘φαγα και καπαμά να ‘ταν κι από κουνέλι,
εφτά χοχλιούς, οχτώ δραχμές και πού, στου Νταμπουνέλη.
Του Νταμπουνέλη ήταν ένα μαγειρείο στην αρχή της οδού Αρκαδίου στον Άγνωστο, που δεν φημιζόταν για την καθαριότητά του, είχε καθιερωθεί όμως ως στέκι των Αμαριωτών, γιατί ήταν το πλησιέστερο προς το πρακτορείο των αυτοκινήτων.
Κάποτε πάλι ένας χωριανός έχτιζε μια τουαλέτα στο σωχώρι του, δίπλα στον δρόμο, και έφτιαχνε τη στέγη. Ο Νίκος περνούσε και στάθηκε να περιεργαστεί το έργο. Ο κατασκευαστής, ο Στραθιός, για να τον πειράξει, του είπε:
– Στάσου πέρα πέρα, Νικολή, μην πέσει κιανένα καδρόνι και σου σπάσει την κεφαλή σου και γεμίσει ο δρόμος άχερα.
Ο Αγγελάκης απάντησε:
– Όμορφο το ‘σαξες, Στραθιό, ετούτο το μιτάτο,
Κι α δεν πουλιέται το τυρί, αμοναχός σου φάτο.
Είναι τυπικό παράδειγμα υπαινικτικού κρητικού χιούμορ. Στην κυριολεξία ο Στραθιός είπε: «Είσαι βλάκας» και ο Αγγελάκης απάντησε «Να φας… το έκκριμα του εντέρου σου». Έχω ακούσει πολλές αντίστοιχες υπαινικτικές διατυπώσεις από Κρητικούς:
– Αυτός δεν ξοδεύει τα λεφτά του στο σαπούνι (είναι βρώμικος).
– Αυτός δεν ξεχωρίζει καλά το δικό του από το ξένο (είναι κλέφτης).
– Αυτή κάνει τη γλιστρίδα κι αναστενάζει (είναι πολυλογού).
– Τση χελυάς ο γιος (ο γάιδαρος), περί ανθρώπου.
Υπήρχε και σχετική μαντινάδα για τους υπαινιγμούς:
Αναγυριστικά μιλώ κι ανέ μπορέσεις νιώσε
κι αν είσαι έξυπνο πουλί, απάντηση μου δώσε.
Ο Νίκος Αγγελάκης χήρεψε και αργότερα τα παιδιά του τον συμβούλεψαν να βρει καμιά μεσοκαιρίτισσα γυναίκα να παντρευτεί να μην είναι μοναχός. Έβαψε, λοιπόν, τα στιβάνια του, έβαλε τα καλά του ρούχα, έστρωσε μια καινούρια πατανία στο μουλάρι του και ξεκίνησε για την Αμπαδιά, όπου είχε κάτι συντέκνους, σε αναζήτηση νύφης. Περνώντας από τον Οψυγιά στάθηκε να καλημερίσει τον φίλο του τον Ροδάμανθο, τον χαρκιά, παππού του ομώνυμου διάσημου λυράρη. Αυτός κατάλαβε τον σκοπό του και του είπε:
– Ίντα θα πα να γυρεύεις στην Αμπαδιά. Έχομενε επαδά γυναίκες πλια καλές. Εγώ θα σου προξενέψω μιαν ανηψά μου.
Ήταν μια κοπέλα με τα μισά του χρόνια. Του άρεσε, αλλά ρώτησε:
– Και θα με θέλει τουτηνά η κοπελιά;
– Γροίκα, αυτή θέλει παντρειά κι άσκημο θάνατο.
Κανόνισαν να γίνει ο γάμος την άλλη Κυριακή. Πήγε λοιπόν με λίγους στενούς συγγενείς ο Νίκος στον Οψυγιά, αλλά στην εκκλησία δεν ήρθε η κοπελιά που του είχαν δείξει μα η μεγαλύτερη αδελφή της «άσκημη σαν το χρέος», που έλεγε ο μακαρίτης ο Γιάννης Τζέλησης, ο φουρνάρης. Ο γαμπρός αντιστάθηκε και έκαμε να φύγει, αλλά οι δικοί του τον συγκράτησαν:
– Δεν είδες τσι οπλοφόρους στσι ταράτσες; Θα μασέ σκοτώσουνε. Πάρετηνε εδά και μη μιλείς. Και ο γάμος έγινε, αλλά σχολιάστηκε έμμετρα από τον παθόντα:
Μπλιο μου με τον Ροδάμανθο δεν ξανακάνω τόκα,
γιατί μου την εκάρφωξε πολλά βαθέ τη μπρόκα.
Από τον αλησμόνητο φίλο μου Γιάννη Φουρφουλάκη έμαθα ότι λίγο καιρό μετά ρώτησαν τον Νίκο πώς πάει η δεύτερη γυναίκα του κι αυτός απάντησε: «Είναι μετενσάρκωση τση πρώτης»!
Δεν του βγήκε ούτε καλόγνωμη!
Εκείνη την εποχή δεν ήταν σπάνιος ο γάμος αυτού του τύπου. Ένας συγγενής του παππού μου, νοικοκυρόπουλο και λεβέντης, βρέθηκε στην ίδια θέση και δήλωσε ότι θα φύγει, αλλά ο θείος του, ο γερο Βελτόνης από τα Σαχτούρια, τον απέτρεψε φοβούμενος για τη ζωή τους.
– Μωρέ μπάρμπα, και πώς θα την αγκαλιάζω; διαμαρτυρήθηκε αυτός.
– Ναι σου κι άχνα, θα σβήνεις το λύχνο, τον έκοψε ο πολύπειρος γέρο Βελτόνης.
Από τέτοια περιστατικά προέκυψε η παροιμία: «Άλλη του ‘δειξαν κι άλλη του ‘μπηξαν».
* O Δημήτρης Z. Αρχοντάκης είναι τ. Δήμαρχος Ρεθύμνης