H επιθυμία του Χρίστου Γεωργόπουλου να συγκεντρωθούν σε μια ταινία όσα συνθέτουν με αρχειακό υλικό την ιστορία των Περιβολίων σήμανε συναγερμό μνήμης.
Μορφές σεβάσμιες, πρόσωπα που έγραψαν τη δική τους ιστορία στο γραφικό προάστιο ήρθαν στο επίκεντρο των συζητήσεων. Και αν κάνεις μια βόλτα τις μέρες αυτές στα καφενεία της περιοχής θ’ ακούσεις και πόσα δεν θ’ ακούσεις με αφορμή την επικείμενη προβολή της ταινίας το βράδυ της Παρασκευής στο Σπίτι του Πολιτισμού.
Για την ταινία είχα πολλά στοιχεία για να ξεδιπλώσω την ιστορία του ιστορικού τόπου. Είναι όσα διδάχτηκα από το Δημήτρη Βιβυλάκη, τον Αλκιβιάδη Μαυράκη και πρόσφατα από το Νίκο Δερεδάκη. Είναι όσα μου μετέφεραν οι στίχοι του Γιώργη Καλομενόπουλου. Είναι όσα προσθέτουν οι προφορικές μαρτυρίες.
Κι είναι ν’ απορείς πόσα δεν έχουν να σου πουν τα Περιβόλια που σύμφωνα με τους εκλογομάγειρες όλων των εποχών «έβγαζαν» πάντα το δήμαρχο.
Να ήταν τόσο καθοριστική η ψήφος των Περβολιανών για την εκλογή του δημάρχου Ρεθύμνου; Από επαγγελματική εμπειρία θα συμφωνούσα αλλά δεν παίρνω κι όρκο για να μη μου χρεωθεί σοβινιστική υστερία. Για ν’ αποφύγω το σκόπελο θα σταθώ σε μνήμες Περβολιανών στις οποίες όμως δεσπόζουν πρόσωπα από τα Μισσίρια. Αξέχαστοι άνθρωποι που σημάδεψαν την κοινωνική ζωή των Περβολιανών είτε με την τέχνη είτε με το ταλέντο τους.
Η γιαγιά Σκαρβέλαινα
Δεν θα σας ταλαιπωρήσω με χιλιοειπωμένες ιστορίες στο σημερινό μας αφιέρωμα. Θα σας μεταφέρω απλά στα Καστελλάκια στο αρχοντικό του Νίκου Σκαρβέλη. Και θα τον αφήσουμε να μας διηγηθεί όλες αυτές τις όμορφες ιστορίες που ξέρει να διηγείται τόσο χαρισματικά.
Ο Νίκος Σκαρβέλης συνταξιούχος τραπεζικός υπάλληλος, με ευρωπαϊκή κουλτούρα και λατρεία στις παραδόσεις των αλησμόνητων πατρίδων έτσι όπως διηγείται στο σαλόνι του με τις αντίκες που σε κάνουν να αισθάνεσαι ότι βρίσκεσαι σε χώρο ανατολίτικου παραμυθιού, θέλεις να σταματήσεις και την ανάσα σου ακόμα για να μη χάνεις λέξη.
Ιδιαίτερα όταν μιλά για τη γιαγιά Σκαρβέλαινα. Ήταν πράγματι μια σπουδαία γυναίκα η πρακτική αυτή ορθοπεδικός όλης της περιοχής. Κι ακόμα θα δεις κατοίκους των Περιβολιών να σου δείχνουν τα άκρα τους που κάποτε είχαν υποφέρει αλλά στα θαυματουργά χέρια της γιαγιάς δεν ξαναγνώρισαν πόνο από την ίδια αιτία ποτέ πια.
Είχε μια δική της τακτική η κυρά Μαριγώ. Ενώ χρειάζεται χρόνος για να «δέσουν» ταλαιπωρημένα οστά, εκείνη με μια κίνηση κατάφερνε να αποκαθιστά αμέσως το πρόβλημα. Και ο ασθενής να φεύγει ευγνωμονώντας. Κι όποιος τόλμησε να βγάλει χρήματα να την πληρώσει για τον κόπο της έπαιρνε την απάντηση από τη φημισμένη «γιάτρισσα».
«Αν θες να μου κάνεις κάτι να συχωρέσεις τα ποθαμένα μου».
Είχε κι άλλες πρακτικές γιάτρισσες το Ρέθυμνο αλλά μιας και μιλάμε για τη συγκεκριμένη περιοχή στη Σκαρβέλαινα πρέπει να σταματήσουμε.
Μια πράξη μεγαλοψυχίας
Κι είχε μια ψυχή περβόλι η γυναίκα αυτή.
Κάποτε μια γειτόνισσα την πήγε στο δικαστήριο για μια ασήμαντη αγροζημιά. Αν και αποδείχτηκε ότι η ενάγουσα ευθυνόταν τελικά και η γιαγιά αθωώθηκε πανηγυρικά, εκείνη το έφερε βαρέως. Ακούς εκεί να την πάνε στον «καντή». Ήταν βλέπετε θέμα φιλότιμου και από αυτό η γιαγιά είχε και με το παραπάνω. Περνούσε ο καιρός και κείνη δεν έπαυε να αναφέρεται στο θέμα με παράπονο. Μάταια την παρηγορούσαν οι άλλοι. Εκείνη δεν μπορούσε να το ξεπεράσει με τίποτα.
Και μια μέρα εκεί που βγαίνει στο κατώφλι βλέπει την «αντίδικο» να στέκει μαζεμένη και να κρατά το χέρι της. Φαινόταν να υποφέρει πολύ. Η Σκαρβέλαινα πήρε μεμιάς το σβηστήρα και ξέγραψε το συμβάν που την είχε κάνει να στενοχωρηθεί τόσο πολύ.
«Άντε πέρασε μέσα, της είπε. Δεν είμαστε και Τούρκοι Έλα να σε χαρώ…».
Η γειτόνισσα που πονούσε αφόρητα δεν περίμενε παρακάλια. Έσπευσε με ευγνωμοσύνη να δεχθεί την περίθαλψη της έμπειρης πρακτικού και σε λίγο «ούτε γάτα ούτε ζημιά». Η αποκατάσταση του χεριού αποκατάστησε και τη σχέση. Έτσι ήταν η γιαγιά Σκαρβέλαινα. Μια ψυχή γεμάτη ατέρμονη καλοσύνη. Αν και ήταν Μισσιριανή είχε πάντα μια ξεχωριστή θέση στην καρδιά των Περβολιανών.
Οι γιοι με τη γλυκόλαλη λύρα
Αυτό που τη διέκρινε ήταν και η βαθιά αίσθηση του χιούμορ. Ιδιαίτερα όταν έβλεπε τους γιους της Δημήτρη και Λευτέρη να πιάνουν τη λύρα. Το «τσούκαρο» όπως έλεγε χαριτολογώντας.
Παθιασμένοι με τη λύρα ήταν και οι δυο. Δεν θα δεις αναφορά στην παραδοσιακή μουσική χωρίς να γίνεται λόγος πλάι στο Λαγό, στον Καρεκλά και στο Φουσταλιέρη και για τους Σκαρβέληδες.
Ένα πένθος βαρύ έκανε το Δημήτρη να κρεμάσει κάποια στιγμή τη λύρα του. Ο πόνος της ψυχής του δεν επέτρεπε γλέντι πια. Κι όμως ένα βράδυ πως το ‘φερε η περίσταση και ο τόπος γέμισε από το μοναδικό άκουσμα που ήξερε να προσφέρει ο καλός αυτός λυράρης.
Είχε μόλις τελειώσει η παράσταση με το έργο του Νίκου Ορφανού «Καλά ξέτελα» από την Ερασιτεχνική Σκηνή του Ωδείου και όλοι οι συντελεστές κατέληξαν στο σπίτι του Σκαρβέλη για να τον συγχαρούν κιόλας για την κόρη του. Η Βαρβάρα που μέχρι τις πρόβες έκανε χρέη υποβολείου βρέθηκε ελέω του σπουδαίου Λευτέρη Κορωνάκη στη σκηνή. Ο μεγάλος μας ηθοποιός με το έμπειρο μάτι του είχε διακρίνει πως η πανέμορφη σεμνή κοπέλα διέθετε σκηνική παρουσία.
Και η χαρισματική συμπολίτισσα δικαίωσε τις προσδοκίες όσων πίστεψαν στο ταλέντο τους ακόμα και ξεπερνώντας τη δυσκολία της γλώσσας στο κείμενο. Αν και Μικρασιάτισσα απέδωσε την κρητική ντοπιολαλιά, καλύτερα κι από τους ντόπιους.
Πάνω στα συχαρίκια έπιασε και η κυρά Σοφία η μητέρα να ετοιμάζει τους περίφημους μεζέδες που είχαν κάνει την ταβέρνα του συζύγου της κέντρο διερχομένων καλοφαγάδων.
Όσο προχωρούσε η ώρα τόσο και περισσότερο γινόταν επιτακτική ανάγκη να ακουστεί και λύρα. Άρχισαν λοιπόν οι πρεσβύτεροι της συντροφιάς Βογιατζάκης, Νησιανάκης, Παπαϊωάννου να ασκούν όλη την επιρροή τους για να πείσουν το Δημήτρη. Και τα κατάφεραν. Έφυγε τρέχοντας ο μικρός τότε Νίκος να φέρει τη λύρα. Και κείνο το βράδυ ο Δημήτρης έπαιξε καλύτερα από ποτέ.
Ο Λευτέρης, στα χνάρια του αδερφού του, ήταν πάντα το βασικό πρόσωπο στις πολυθρύλητες καντάδες που γινόταν στην περιοχή.
Πήγαινε ο αρχικός πυρήνας της παρέας ξεσήκωνε το Λευτέρη κι άρχιζε ο περίπατος με τις αναγκαίες στάσεις για ρακί που αν και αγουροξυπνημένη σέρβιρε με υποχρεωτικό χαμόγελο η κάθε νοικοκυρά, στην οποία έπεφτε ο κλήρος ν’ ανοίξει την πόρτα. Όσο για το νοικοκύρη μέχρι να σερβιριστεί η ρακί ετοιμαζόταν να ακολουθήσει την παρέα. Η πορεία εξελισσόταν σε τρικούβερτο γλέντι. Και δεν αποτελούσε φαινόμενο κάποιοι από τη βόλτα να βρίσκονται κατευθείαν στη δουλειά. Κανένας πάντως δεν ήθελε να χαλάσει την παρέα.
Η επισήμανση αυτή είναι απαραίτητη γιατί κι άλλες φορές έχουμε τονίσει ότι εθεωρείτο μέγα αμάρτημα για κάθε Περβολιανό να χάσει μεροκάματο.
Έχουν να πουν για τον πεθερό μου Δημήτρη Λαδιά, από τους τακτικούς της παρέας, ότι μια μέρα από κούραση μόλις γύρισε από τη δουλειά τον πήρε ο ύπνος στην καρέκλα και μόλις άνοιξε τα μάτια του πιστεύοντας ότι είναι πρωί ανέβηκε στο ποδήλατο και πετάλιζε δαιμονισμένα για να φθάσει στου Τσουρλή πιστεύοντας ότι θα αργήσει στη δουλειά, μέχρι που συνειδητοποίησε την πλάνη του και πήρε το δρόμο του γυρισμού ανακουφισμένος.
Και το ύδωρ εγένετο …ρακί
Από τις νυκτερινές αυτές εξορμήσεις δεν έλειπαν και τα ευτράπελα
Μια νύχτα, μου διηγήθηκε ο κ. Γιώργης Αντωνάκης, αυτή τη φορά, η παρέα σταμάτησε σε ένα σπίτι που δεν του περίσσευαν τα αγαθά. Η καημένη η νοικοκυρά έσπευσε να δηλώσει τρατάρισμα ρακής πριν βεβαιωθεί. Όταν διαπίστωσε πως δεν έχει σταλιά πάγωσε στην αρχή. Μετά όμως είπε να το ρισκάρει. Έβαλε λοιπόν νερό στα ποτηράκια κι όλοι ήπιαν στην υγειά της χωρίς όμως κανένας να δείξει ότι κατάλαβε τη μικρή «νοθεία». Τόση κατανόηση υπήρχε εκείνα τα χρόνια τα δύσκολα.
Η λύρα του Λευτέρη, που σημειωτέον τραγουδούσε και εξαιρετικά, δεν σταμάτησε να προσφέρει εκτός από τέχνη και κοινωνικό ενδιαφέρον. Από την τέχνη του συγκεντρώθηκαν χρήματα όταν χρειάστηκε να κατασκευαστεί το τέμπλο του Άη Γιώργη.
Όμορφα χρόνια που ζωγράφισε στη μνήμη η ποιότητα εκείνων των ανθρώπων του μόχθου που δεν επέτρεψαν ποτέ τη ζωή να τους πάρει από κάτω. Καιρός ήταν να τους κάνουμε αυτό το «μνημόσυνο».