Ήταν προπαραμονή των Χριστουγέννων κι εγώ φοιτητής, όταν ανέβηκα κυνηγώντας στο Κέντρος με την αγαπημένη μου λαγωναρέ την «Πετούσα» και σοπάτησα στου «Μαγγανάρη». Φτάνοντας στο υψίπεδο σκεφτόμουν ότι το τοπωνύμιο φαινόταν να υποδηλώνει έναν παλιό ιδιοκτήτη, όπως πολλές άλλες Γενικές, του Φωτεινού, του Γιαννούδη, του Μαλεμιώτη, του Κουραδάρη κλπ., ο οποίος θα κατασκεύαζε ή θα χειριζόταν «Μαγγάνια», είτε το πιεστήριο του παραδοσιακού ελαιοτριβείου είτε το σύστημα άντλησης νερού από πηγάδι με τους αλλεπάλληλους κουβάδες, και θυμήθηκα την παλιά μαντινάδα:
Με το μαγγανοπήγαδο τούτος ο κόσμος μοιάζει
που όντε γεμίζει ο γεις γουβάς, ο διπλανός του αδειάζει.
Ως λέξη το «μαγγάνι» μου φάνηκε ότι ήταν η ελληνική «μηχανή», που πήγε στην Ευρώπη και επέστρεψε μεταμφιεσμένη σε Ευρωπαία.
Το υψίπεδο αυτό είχε πολλές πυκνούρες από ελυγιές και ανεμοχορτίδες, ήταν σχεδόν κατάφυτο, και στη μέση το διέσχιζε ένα ρηχό ρυακοφάωμα. Μόλις προχώρησα λίγο, η λαγωναρέ μου περιέπεσε σε μεγάλη διέγερση. Με τη μύτη στο χώμα ανάσαινε ηχηρά και κουνούσε μανιωδώς την ουρά της. Έχωνε το κεφάλι της στην αστουμπάλα και την ίδια στιγμή πηδούσε από την άλλη πλευρά, έτοιμη να αρπάξει τον λαγό. Σε ανάλογη διέγερση βρισκόμουν κι εγώ με το δάχτυλο στη σκανδάλη και τους σφυγμούς μου διπλασιασμένους.
Με την ένταση αυτή διασχίσαμε το υψίπεδο και φτάσαμε στην τελευταία πυκνούρα, κοντά στους βράχους και την πλαγιά του βουνού, που ανέβαινε σχεδόν γυμνή, ιδεώδες πεδίο βολής. Ο λαγός βρισκόταν πραγματικά στην τελευταία αστουμπάλα και μόλις η λαγωναρέ μου έβαλε το κεφάλι της μέσα μυρίζοντάς τον, εκτινάχτηκε από την άλλη μεριά. Όμως ο λαγός επιφυλάσσει πάντοτε εκπλήξεις στον κυνηγό και τον σκύλο του: αντί να πάρει τον ανήφορο, όπως περίμενα, χώθηκε σαν αστραπή σε μια τρύπα δύο – τρία βήματα από εκεί, κάτω από τον πρώτο βράχο. Είχε ετοιμάσει από πριν το σχέδιο διαφυγής του.
Η «Πετούσα» μου ήταν μικρόσωμη και χωνόταν στις τρύπες «ξετρυπιάζοντας» τον λαγό, σ’ αυτή την περίπτωση όμως το άνοιγμα ήταν πολύ μικρό και δεν χωρούσε. Έμεινε εκεί προσπαθώντας να σκάψει τον βράχο με τα νύχια της με τον γνωστό κλαυθμυρισμό της ανυπομονησίας.
Τότε θυμήθηκα μια πρωτόγονη τεχνική που είχα παρακολουθήσει να εφαρμόζουν ο μπάρμπα Μύρος κι ο μπάρμπα Γιάννης, οι ηλικιωμένοι σύντροφοι και δάσκαλοί μου στο κυνήγι. Έψαξα τριγύρω και βρήκα μια πλάκα λίγο μεγαλύτερη από τη σελίδα μιας εγκυκλοπαίδειας. Πιο δύσκολα βρήκα μια στρογγυλή πέτρα, που την στρογγύλεψα ακόμα περισσότερο χτυπώντας τις ακμές της με άλλη πέτρα και διαμορφώνοντάς την σαν ένα μεγάλο πορτοκάλι. Κατόπιν στένεψα με πέτρες την είσοδο της τρύπας τόσο, όσο να κλείνεται από τη στρογγυλή πέτρα. Ετοποθέτησα την πλάκα στην είσοδο με μεγάλη κλίση προς τα μέσα και τη στερέωσα καλά με άλλες πέτρες. Κατόπιν έχτισα πάνω στην πλάκα με πέτρες ένα κλουβί με σχήμα ισοσκελούς τριγώνου, που η κορυφή του κατέληγε χαμηλά στην είσοδο της τρύπας. Ετοποθέτησα τη στρογγυλή πέτρα στη βάση του τριγώνου, στο ψηλότερο σημείο, στερεώνοντάς την με ένα κλαδάκι αγκαραθέ, και έκλεισα το κλουβί με μια μεγάλη πέτρα. Το σκεπτικό της κατασκευής αυτής ήταν ότι το βράδυ ο λαγός θα θελήσει να βγει από την τρύπα και θα αρχίσει να σκαλίζει το πέτρινο κλουβί για να βρει διέξοδο, αλλά η μόνη κινητή πέτρα θα είναι η στρογγυλή, η οποία θα κυλήσει και οδηγούμενη από τα τοιχώματα που συγκλίνουν στην τρύπα θα την κλείσει και ο λαγός θα παγιδευτεί στο πέτρινο κλουβί του.
Το «τσουρλί» ήταν έτοιμο.
Ωστόσο δεν συνέχισα το κυνήγι. Από δυτικά, από τα Κρυοβρυσανά, ερχόταν ένα τεράστιο μολυβένιο σύννεφο που εκάλυπτε το βουνό μέχρι πιο χαμηλά από του «Μαγγανάρη», ενώ αστραπές φώτιζαν την περίμετρο των επί μέρους νεφών που το συγκροτούσαν και αλλεπάλληλες βροντές ηχούσαν απειλητικά. Βιάστηκα να το βάλω στα πόδια από την ανατολική πρόσβαση μην πέσω απάνω του κρατώντας και το μεταλλικό όπλο μου. Μέχρι να φτάσω χαμηλότερα, στα «Βουκολάδια», το υψίπεδο φλεγόταν. Ο ουρανός έκανε επίθεση στη γη με το βαρύ πυροβολικό του και ο ξερός κρότος του κεραυνού τόνιζε πόσο αδύνατο πλάσμα είναι ο άνθρωπος, όταν αντιμετωπίζει την οργή της Φύσης μακριά από το καταφύγιό του.
Την επόμενη το πρωί ανέβηκα πάλι στου «Μαγγανάρη» από τη δυτική πρόσβαση, από τα κακοσκάλια του «Τουρκόλακου». Ο λαγός ήταν στο κλουβί του, είχε πιαστεί. Τον έβγαλα έξω κρατώντας τον από τα αφτιά, όπως είχα δει τη γιαγιά μου να πιάνει τα κουνέλια, ήταν το πιο ασφαλές και ανώδυνο κράτημα. Στο μέτωπό του είχε ένα άσπρο αστεράκι, σημάδι ότι ήταν νεαρός, αχρόνιαστος.
Όμως καθώς τεντωνόταν, παρατήρησα ότι η κοιλιά του ήταν κάπως φουσκωμένη, αν και ήταν νηστικός. Την ψηλάφησα απαλά και εντόπισα δύο εξογκώματα, ήταν έφηβη λαγουδίνα ετοιμόγεννη. Αυτό ήταν πρόβλημα. Δεν μου άρεσε καθόλου η ιδέα να βγάλω από την κοιλιά της νεκρά δύο μαλλιασμένα λαγουδάκια, έπρεπε να την αφήσω να ζήσει και να γεννήσει, αλλά πώς; Η λαγωναρέ μου στεκόταν δίπλα, με τα πόδια λίγο λυγισμένα, το κεφάλι χαμηλωμένο και κινούσε αργά την ουρά της με το βλέμμα καρφωμένο στην λαγουδίνα. Αν την άφηνα ελεύθερη, δεν θα πρόφταινε να κάνει δυο βήματα και θα την άρπαζε.
Η λύση ήταν άλλη: χάλασα το «τσουρλί», ελευθέρωσα την είσοδο της τρύπας και την άφησα εκεί λέγοντάς της «Του χρόνου θα σε ψάξω κι εσένα και την οικογένειά σου». Εξαφανίστηκε αστραπιαία στα έγκατα των βράχων.
Το επόμενο φθινόπωρο η «Πετούσα» μου έπιασε ένα λαγό στο υψίπεδο του «Μαγγανάρη». Τα αφτιά του ήταν «σαμωμένα», σημαδεμένα «δεξό πηρούνι, ζερβό ξυράφι». Στο καφενείο έμαθα ποιος βοσκός το είχε βρει μικρό λαγουδάκι και το είχε «σαμώσει» κόβοντας τα αφτάκια του λίγο, όπως ήταν το σήμα στις αίγες του κοπαδιού του.
Καθώς το σκέφτομαι τώρα, βρίσκω ότι η λέξη «τσουρλί» προέρχεται από το «τσούρλος», που σημαίνει πέτρα που κυλά, κι αυτή πάλι από το «τσουρώ» ως υποχωρητικός σχηματισμός του. Υπόκειται το ρήμα «κυλώ» απόγονος του αρχαίου «κυλίω». Ωραία σύγχρονα βλαστήματα αρχαίων γλωσσικών ριζωμάτων.
Μια άλλη πρωτόγονη παγίδα για λαγούς μου περιέγραψε ο παππούς μου, ο ίδιος είχε γεννηθεί το 1870. Παλιά τα βοσκάκια έστηναν «Βάρνες»: Όταν εντόπιζαν στα χωράφια ένα σημείο με άγκρουστο, (η αρχαία άγρωστις), τη μόνη σχεδόν πρασινάδα το ψιμοκαλόκαιρο, στο οποίο πήγαιναν οι λαγοί, έβρισκαν ένα δυνατό και ευλύγιστο κλαδί «δυο οργιές μακρύ» και το πάκτωναν καλά στο έδαφος από την πλευρά της τομής. Κατόπιν το λύγιζαν και το κάρφωναν στο χώμα ελαφρά και από το λεπτό άκρο. Στο άκρο αυτό έδεναν 5 – 6 σπάγγους, συνήθως από «προβίδι» (λουρίδες από δέρμα αρνιού) ή από λινάρι, που κατέληγαν σε θηλιές («συρταρές») και τους άπλωναν πάνω στον άγκρουστο. Όταν ο λαγός ερχόταν τη νύχτα και έβοσκε στον άγκρουστο, συνήθως περνούσε το πόδι του σε μια θηλιά και πιανόταν. Τραβούσε τότε με δύναμη για να ελευθερωθεί, αλλά έτσι απελευθέρωνε τη λεπτή άκρη του κλαδιού από το χώμα και το κλαδί τιναζόταν επάνω με αποτέλεσμα ο λαγός να κρεμαστεί στον αέρα ανήμπορος να αντιδράσει.
Ποιος ξέρει πόσες ανάλογες αρχαϊκές τεχνικές θήρας, τροφοσυλλογής και γενικά απόσπασης από τη Φύση των δικαιωμάτων της άφησε πίσω του ο πολιτισμός στην ατέρμονη εξελικτική πορεία του ανά τους αιώνες.