A’
To 1962 κλήθηκα να υπηρετήσω τη θητεία μου στον στρατό και παρουσιάστηκα στην Κόρινθο, Ιούλιο μήνα. Οι συνθήκες δεν ήσαν ιδεώδεις: τρεις χιλιάδες νεοσύλλεκτοι, ζέστη, λίγο νερό και κοπιαστικές ασκήσεις, αλλά το φαγητό ήταν πολύ καλό από άποψη πρωτεϊνών και θερμίδων.
Όσοι ήσαν αμάθητοι σε κακουχίες, κυρίως οι αστοί, υπέφεραν, αλλά οι σκληραγωγημένοι αγρότες, κι εγώ μαζί τους, αντεπεξερχόμαστε στις δυσκολίες σχεδόν με ευχαρίστηση.
Στον θάλαμο είχαμε το ίδιο κρεβάτι, πάνω και κάτω, με ένα συνάδελφο Αλκιβιάδη, που εργαζόταν στις εκδόσεις «Παπύρου» και είχαμε γίνει φίλοι. Ήταν πολύ μικρόσωμος αλλά πολύ καλλιεργημένος και ικανότατος. Σε μια περίπτωση πέτυχε με τον όλμο των 60 το απίστευτο, χτύπησε το σημαιάκι που έδειχνε το κέντρο του στόχου.
Ένα μεσημέρι στο συσσίτιο πήρε στην καραβάνα του ένα κομμάτι κρέας και μόλις απομακρύνθηκε λίγο από το καζάνι, ένας σωματώδης αγροίκος τον σκούντησε δυνατά σκόπιμα στο χέρι, με αποτέλεσμα να τιναχτεί το κρέας κάτω στο ρυπαρό έδαφος. Μετά τον ρώτησε:
– Το θες;
Ο Αλκιβιάδης κούνησε αρνητικά το κεφάλι του και αυτός το πήρε, πήγε δίπλα στη βρύση, που παραδόξως είχε νερό, το ξέπλυνε και το χλαπάκιασε. Η σκηνή εκτυλίχθηκε μπροστά στα μάτια μου και ένιωσα έντονη παρόρμηση να τον κτυπήσω, αλλά συγκρατήθηκα, ήταν εκεί και ο Αξιωματικός Υπηρεσίας. Αρκέστηκα να δώσω στον Αλκιβιάδη το μισό από το δικό μου κρέας.
Την επόμενη μέρα πήγαμε στο πεδίο ασκήσεων, στα «Εξαμίλια», και κάναμε ασκήσεις με αποπνικτική ζέστη. Σ’ ένα διάλειμμα πήγα σ’ ένα συγκρότημα βράχων, όπου είχα δει πολλή πρασινάδα. Έχω ακόμη και σήμερα τη συνήθεια, όταν βγω στην εξοχή, να βρίσκω πάντα κάτι να βάλω στο στόμα μου, ένα βλαστάρι γλυκοσυρίδας, μερικά φύλλα γαλατσίδας, ένα πηγουνίτη, ένα απίδι, ένα σύκο, ένα χαρούπι, πάντα κάτι βρίσκω ανάλογα με την εποχή.
Εκείνη τη φορά βρήκα μια «πρασιά» ολόκληρη από πετροκάρυδα. Είναι ένας βολβός όσο ένα φουντούκι περίπου, που κάνει ένα υπέροχο ανθάκι άσπρο με πορτοκαλί ραβδώσεις. Κάρφωνα την ξιφολόγχη μου στο χώμα δυο – τρεις πόντους, έβγαζα τον βολβό, τον καθάριζα και τον έτρωγα. Έχει γαλακτώδη υφή.
Κάποια στιγμή ήρθε ένας φίλος από τον διπλανό λόχο να με δει και έτυχε να απευθυνθεί στον αγροίκο. Αυτός απάντησε δυνατά για να τον ακούσω κι εγώ:
– Τον Αρχοντάκη θες; Εκεί πέρα βοσκάει.
Σε λίγη ώρα επικράτησε η λαιμαργία του και ήρθε κοντά.
– Ρε συ, τι τρως; Το ρε ήταν απαραίτητο δομικό στοιχείο της στρατιωτικής διαλέκτου.
– Μπα; ήρθες να βοσκήσεις κι εσύ; τον ρώτησα.
– Έλα ρε, ένα αστείο έκανα, δώσε μου κι εμένα απ’ αυτό που τρως.
Ανάμεσα στα πετροκάρυδα ήταν κάμποσα δρακοντούλια. Διάλεξα το μεγαλύτερο, έβγαλα τον κόνδυλό του και κρατώντας τον από μια άκρη τον καθάρισα προσεκτικά. Έκοψα το καθαρισμένο μέρος, που ήταν το μεγαλύτερο, και του το πρόσφερα πάνω στη λάμα της ξιφολόγχης κι αυτός το άρπαξε και το μάσησε με βουλιμία. Τότε τον λυπήθηκα. Το πρόσωπό του κοκκίνισε, το στόμα, η μύτη και τα μάτια του έτρεχαν υγρά, έβηχε και έτρεξε σαν τρελός στον λόχο να βρει ένα παγούρι με νερό. Ευκολότερα θα τo ‘βρισκε στην έρημο Σαχάρα παρά στον λόχο εκείνη την ώρα.
Το μεσημέρι αργά επιστρέψαμε στο στρατόπεδο και πήγαμε καθένας στο κρεβάτι του να αποθέσομε τα όπλα και τα σακίδια και να πάρουμε τη σιτιοδόχη για το φαγητό. Μόλις την πήρα και γύρισα να φύγω, τον βρήκα να μου κλείνει τον δρόμο, είχε έρθει να με δείρει. Στάθηκα προκλητικά μπροστά του πολύ κοντά και περίμενα την κίνησή του έτοιμος για όλα. Αλλά φαίνεται ότι έκρινε ότι δεν ήμουν του χεριού του και αρκέστηκε να μου πει:
– Ά, ρε Κρητικέ τι μού ‘κανες.
– Τι σου ‘κανα ρε; Εμείς στην Κρήτη αυτά τα βάζομε στη σαλάτα μας, ραπανάκια για την όρεξη!
Γούρλωσε τα μάτια μια στιγμή κι έφυγε αμίλητος. Ασφαλώς σκεφτόταν «Πού έμπλεξα».
Γελούσα μ’ αυτές τις κρητικές καυχησιολογίες. Σε μια επίπονη άσκηση στα βουνά της Φλώρινας τον επόμενο χρόνο ξεκουραζόμαστε μ’ ένα συνάδελφο Δόκιμο κάτω από ένα πεύκο, όταν έξυσε τη μύτη του.
– Εμείς στο χωριό μου λέμε, όταν μας ξύνει η μύτη μας, ότι θα φάμε ξύλο. Εσείς στην Κρήτη λέτε κάτι;
– Εμείς λέμε ότι θα ρίξουμε ξύλο.
Το πίστεψε και με κοίταξε με δέος, ενώ γελούσα.
Από την Κόρινθο με πήγαν στη Σχολή Εφέδρων Αξιωματικών Πεζικού (ΣΕΑΠ), από την οποία αποφοίτησα σε άριστη φυσική κατάσταση, ποτέ δεν ήμουν σε καλύτερη. Από τη ΣΕΑΠ μετατέθηκα στα Γρεβενά.
Τη Μεγάλη Εβδομάδα του 1963 -πότε πέρασαν τόσα χρόνια, τα θυμούμαι σαν όνειρο- με κάλεσε ο Διοικητής και μου είπε:
– Πάρε τέσσερις στρατιώτες με φτυάρια και αξίνες και ένα REO και πήγαινε στο χωριό Μηλιά. Εκεί, σ’ ένα ποταμάκι είναι ένα σημείο που έχει κόκκινη άμμο, να φορτώσεις το REO και να το φέρεις στο ηρώο για διακόσμηση. Στον χάρτη αυτό είναι σημειωμένη κατά προσέγγιση η θέση της άμμου.
Ακολουθώντας τον χάρτη βρήκα το χωριό και το ποταμάκι, σχεδόν ξερό, και το όρυγμα που είχε την κόκκινη άμμο. Ήταν σαν σπηλιά από τις εξορύξεις που είχαν γίνει. Οι στρατιώτες άρχισαν να σκάβουν το τοίχωμα κι εγώ στεκόμουν κοντά τους και κάπνιζα ένα τσιγάρο. Ξαφνικά κάτι άστραψε στο κεφάλι μου που δεν μου άρεσε.
– Όλοι έξω! Φώναξα και πηδήσαμε όλοι μαζί έξω στην κοίτη του ποταμού.
Την επόμενη στιγμή η στέγη της σπηλιάς κατέρρευσε και τόνοι χώματος έπεσαν και σκέπασαν τα εργαλεία μας.
Μείναμε άναυδοι και αμήχανοι. Ήμαστε ζωντανοί.
Πολλά χρόνια αργότερα διάβασα στην εφημερίδα ότι στο χωριά Μηλιά των Γρεβενών είχαν βρεθεί οι μακρότεροι χαυλιόδοντες Μαμούθ που ήταν γνωστοί. Υποθέτω πως θα ήταν σ’ εκείνο το παράξενο πέτρωμα κάποιας μακρινής γεωλογικής περιόδου.
Αγαπούσα τους στρατιώτες μου και φρόντιζα τις ανάγκες τους, αλλά ήμουν και αυστηρός στην τήρηση των Κανονισμών και με αγαπούσαν κι αυτοί. Τους κούραζα στις ασκήσεις, αλλά πάντα έμπαινα μπροστά και με ακολουθούσαν, («Μας ξελίγωσε ο Δόκιμος. Χτες το βράδυ αντέξαμε, αλλά απόψε δεν τη βγάζομε»).
Σε μια άσκηση («Επίθεση σε οχυρωμένο λόφο») προχωρούσαμε αργά έρποντας προς την κορυφή με το σύστημα «Πυρ και Κίνηση» καλυπτόμενοι από βραχάκια, εδαφικά εξάρματα κλπ. Στην κορυφή ένα πολυβόλο Μπράουνιγκ στη μέση και δυο οπλοπολυβόλα Μπαρ στα άκρα με μικρές κοφτές ριπές προς τον Όρλιακα απέναντι παρίσταναν τους αμυνόμενους. Το σκηνικό συμπληρωνόταν από ισχυρές κροτίδες, μερικές ήσαν καπνογόνες, που ριχνόταν μπροστά, αυτές παρίσταναν βολές όλμων και πυροβολικού. Ήταν μια αρκετά αληθοφανής παράσταση μάχης.
Μια στιγμή παρατήρησα ότι ένας στρατιώτης μου είχε μείνει πολύ πίσω.
– Ψαριανέ, του φώναξα, τι κάνεις εκεί; Κουνήσου.
– Παριστάνω τον νεκρό, κύριε Δόκιμε, μου απάντησε.
Παρά την έντασή μου εγέλασα. Πώς να θυμώσεις μ’ αυτά τα παιδιά και πώς να μην τα αγαπάς, που διατηρούν σε κάθε περίσταση το χιούμορ τους, τον χυμό της ζωής;