Στην «πλατεία» της Ορνές ήταν το καφενείο του γερο – Βαγγέλη. Ήταν το κοινωνικό κέντρο του χωριού, εκεί πήγαιναν οι χωριανοί μετά το φαγητό μεσημέρι και βράδυ, έπιναν τον καφέ τους και έπαιζαν χαρτιά, Πρέφα, Σκαμπίλι, Κιάμο (υποθέτω από τον νεοϊταλικό απόγονο του λατινικού Clamo που σήμαινε καλώ, γιατί ο επιτιθέμενος «καλούσε» ένα σύμμαχο). Έπαιζαν ακόμη Ξερή ή Χιλιάδα, παραπλήσια προς το Κουμ – Καν, ή Tάβλι. Συνήθως όμως έλεγαν τα νέα της ημέρας, άκουαν στο ραδιόφωνο τις ειδήσεις ή σχολίαζαν τον καιρό και τις εργασίες τους. Εκεί πήγαινε και κάθε ξένος που ερχόταν στο χωριό και εκεί γινόταν το γλέντι τις Απόκριες, της Παναγίας και του «Αστράτηγου», του Αρχιστράτηγου Μιχαήλ στις 6 Σεπτεμβρίου. Ήταν και μικρό παντοπωλείο, σπάνια κρεοπωλείο και φιλοξενούσε τους περιοδεύοντες πωλητές, όπως ο Μιχελακονικολής, που έφερνε ψάρια από την Αγιά Γαλήνη, ή ο ταχυδρόμος τρεις φορές την εβδομάδα.
Το καφενείο του γέρο – Βαγγέλη ήταν πρώτα απ’ όλα ο συνδετικός κρίκος των χωριανών και το συνέχισε επάξια ο γιος του ο Ηλίας, με το μολύβι καρφωμένο στα κατσαρά μαλλιά του.
Ένα μεσημέρι του Σεπτέμβρη ο μπάρμπα – Μύρος, ο ένας από τους δύο συστηματικούς κυνηγούς του χωριού, είπε:
– Ήρθε πάλι απόψε ο κάτης και μου πήρε μιαν όρθα και οι σκύλοι μου δεν εβγάλανε άχνα, εφοβηθήκανε. Τρεις μου έχει παρμένες ως εδά και λέω πως δε θα μ’ αφήσει κιαμιά.
Ο κάτης ήταν ένας αυθεντικός αγριόγατος, ο οποίος πηδούσε τον αυλότοιχο του σπιτιού του, δυόμιση μέτρα, πήγαινε στον στάβλο, άρπαζε μια όρνιθα και έφευγε χωρίς οι κυνηγόσκυλοι του μπάρμπα – Μύρου να τολμήσουν να του επιτεθούν. Το πρωί βρέθηκαν τα φτερά της στα πρώτα βράχια λίγο πιο έξω από το χωριό, ήταν «χοχλιδάτη».
– Αυτοί είναι θεριά, είπε ο γέρο – Βαγγέλης, ο καφετζής. Να σάσε κάμω μια ιστορία. Όντεν εγιάειρα απού την Αμερική, επήγα στσι Χαβδάλες στα αγριοπερίστερα και έπιασα μερκά. Όντεν έφευγα ήμουνε καψωμένος, γιατί έκανε πολλή κάψα στο κατσίμαχο, κι εμπήκα σ’ ένα σπηλιάρι να ξεκουραστώ μια ολιά στο πετροσκιανιό, πριχού να πάρω την «Τοιχίδα» απάνω και σοπατήσω στον «Πόρο του Γομαρά». Την ώρα που ξεκρεμούσα τον τσιφτέ απού τον ώμο μου, είδα μια κίνηση, κάτι έπεφτε απάνω μου. Επρόλαβα κι έβαλα τον τσιφτέ ανάμεσά μας και του ‘παιξα. Ήτανε ένας μεγάλος αγκριγιόγατος, σαν ένα μαρτή, μα τον επέτυχα στον μπέτη και τον εσκότωσα, αλλιώς θα με είχενε πνιμένο. Ήτανε σταχτής βεργάτος, με μαύρες ρίγες και τα βυζά του ετρέχανε το γάλα. Πρέπει πως είχε κατσούλια ψηλά στην τρύπα και τα βύζανενε, όντεν εμπήκα στη σπηλιά».
Ο γέρο – Βαγγέλης ήταν στιβαρός και ψύχραιμος άνθρωπος. Νέος είχε πάει στην Αμερική, όπως πολλοί Έλληνες τότε, γύρω στο ’20, για δουλειά και προσλήφθηκε σε μια γεωργική εταιρεία να τροφοδοτεί με δεμάτια στάχυα μια αλωνιστική μηχανή. Όταν σήκωσε ένα δεμάτι, ένας μεγάλος όφις τυλίχτηκε στο στιβάνι του. Ετίναξε το πόδι του, αλλά αυτός έμεινε εκεί σφίγγοντας το στιβάνι. Τότε ο Βαγγέλης περπάτησε στη μεγάλη σκηνή που ήταν το μαγειρείο για το εργοτάξιο και μόλις τον είδαν οι μάγειροι και οι βοηθοί τους με τον όφι στο πόδι εξαφανίστηκαν από την άλλη πόρτα. Πήρε ένα μεγάλο μαχαίρι και έσφαξε τοv όφι «στο στιβάνι ντου απάνω». Ήταν θανατηφόρα ιοβόλος.
– Να σας πω κι εγώ μια ιστορία για τσι αγριόγατους που μου είπε ο πατέρας μου, είπε ο Ζαχαρίας ο δάσκαλος. Όταν ήταν νέος, στο τέλος του περασμένου αιώνα, συνέβηκε ένα γεγονός στο μοναστήρι του Βένη. Ένας καλόγερος έπηζε το γάλα και έκανε τυροζούλια, που τα ‘βαζε στη σκαντζά στην παραστιά να ξεραθούνε, για να τα βάλει στην κουρούπα με το λάδι. Ένας μεγάλος αγριόγατος από το δάσος, που έφτανε ως την αυλή του μοναστηριού, τα μυρίστηκε και, όταν έλειπε ο καλόγερος, έμπαινε από το παραθυράκι του κελιού και έτρωε ένα τυράκι.
Ο καλόγερος έδεσε με ένα μακρύ σπάγο το παραθυράκι και τον παραφύλαξε. Όταν αυτός μπήκε στο κελί, ετράβηξε τον σπάγο και έκλεισε το παραθυράκι. Κατόπιν πήρε μια χοντρή βέργα και μπήκε στο κελί του να σκοτώσει τον κάτη. Ήταν Σάββατο απόγευμα.
Την Κυριακή δεν εμφανίστηκε ο καλόγερος και οι άλλοι εθεώρησαν ότι ήταν στο χωριό που ήταν εφημέριος. Όταν όμως πήγε Δευτέρα μεσημέρι και δεν εφάνηκε, κατάλαβαν ότι κάτι συμβαίνει και πήγαν στο κελί του, που ήταν κλεισμένο από μέσα. Έσπασαν την πόρτα με ένα μπαλτά και άνοιξαν, και τότε μέσα από τα πόδια τους πετάχτηκε ο αγριόγατος και χάθηκε στο δάσος.
Μέσα στο κελί κοιτόταν νεκρός ο καλόγερος. Ο αγριόγατος τον είχε τυφλώσει και τον είχε πνίξει και είχε φάει τα μάγουλα και τη μύτη του.
– Για όνομα του Θεού, είπαν όλοι οι θαμώνες, αυτός είναι κιόλας θεριό.
– Να σασε πω κι εγώ ίντα είδα ο ίδιος, είπε ο Αδαμογιάννης, ο άλλος συστηματικός κυνηγός του χωριού. Οπέρσις εκυνηγούσαμενε πρωί στη «Κομμάτα» στα πλάγια και ήμαστανε στο απανωστράτι. Μια στιγμή οι σκύλοι εξετρουμιστήκανε και εσφίξανε ισαπάνω στον ασπαλαθέ ως τα χάλαρα, μα εγαυγίζανε, δεν εμαχίζανε λαγό. Των ακλούθηξα περίεργος και εβρήκα στην άκρα του ασπαλαθέ ένα λαγό μισοφαωμένο, ακόμη ζεστό. Ο αγκριγιόγατος είχε φαωμένο τον ομυαλό απού την κεφαλή και το λαιμό και τον μπέτη χαμηλά, ως την κοιλιά, και τα απομεσικά, την καρδιά, το σκώτι και τα πλεμόνια και τσι κουτάλες, μόνο οι μεροί ήταν ακόμη. Λέω πως, α δε τον εβρίσκανε οι σκύλοι, θα τον έτρωε ολόκληρο. Οι σκύλοι μας εμαζωχτήκανε μπροστά σε μια τρύπα στα χάλαρα, μα δεν εμπήκανε μέσα, γιατί εφοβούντανε τον κάτη.
Η συζήτηση για τους αγριόγατους συνεχίστηκε.
Εκείνη την ώρα τελείωσε η πρέφα που έπαιζαν ο Μανώλης του Μιχαλάκη, ο Νικολής τση Πελαγιάς και ο Θοδωρής του Χρήστο.
– Θείε, σπάσε μας δυο γαζόζες στα τρία, φώναξε ο ηττημένος.
Ο τετράχρονος Νίκος του γείτονα φάνηκε διστακτικά στην πόρτα.
– Μωρέ συ Νικολή, ίντά φαες μωρέ το μεσημέρι; τον ρώτησε ο κοντινότερος.
– Πετεινό, απάντησε ο Νικολής. Από τότε τον έλεγαν «Πετεινό».
– Κέρασε τον μπάρμπα Χαράλαμπο, που έμπαινε, είπε ο ανηψιός του.
– Εξάρες! Δε σου τό ‘πα πως θα σου κάμω μάθημα στο τάβλι; Υψώθηκε θριαμβευτική η φωνή του Ηλία.
Ήρθε κι η Μαριώ και πήγε στον καφετζή:
– Θείε, η μαμά μου μού ‘πε να μου δώσεις ένα κουτί σπίρτα και το βράδυ που θα ‘ρθει ο μπαμπάς μου θα στο πλερώσει.
Τέτοιες φωνούλες δεν ακούονται πια στην Ορνέ.
Τις παραμονές των Χριστουγέννων την ίδια χρονιά, ένα βράδυ οι κυνηγοί, ο μπάρμπα – Μύρος και ο μπάρμπα – Γιάννης, έφεραν στο καφενείο τον περιώνυμο αγριόγατο. Ήταν ξανθός με σκούρες πυρόξανθες ρίγες, στο μέγεθος μεσαίου σκύλου και τον κρέμασαν στη βορειοδυτική γωνία του καφενείου από μια σιδερόβεργα που κρεμόταν από την οροφή. Εκεί κρεμούσαν τα σφάγια.
Οι νυχτερινές περιπολίες των κυνηγών με τη μικρή αγέλη των σκύλων τους είχε στόχο τους αρκάλους και τις ζουρίδες, που πουλούσαν το δέρμα τους ακριβά. Τους αρκάλους τους έγδερναν κανονικά, ανοίγοντας το δέρμα στην κοιλιά του ζώου από την ουρά μέχρι το σαγόνι και εγκάρσια στα τέσσερα πόδια. Κατόπιν έσχιζαν ένα καλάμι στα τέσσερα, όξυναν τις άκρες και τέντωναν μ’ αυτά το δέρμα για να ξεραθεί στον ήλιο. Το κρέας των αρκάλων δεν το τρώνε ούτε οι άνθρωποι ούτε οι σκύλοι.
Τις ζουρίδες τις έγδερναν με απίστευτη τεχνική, για να μη χαλάσει η γούνα. Επωφελούμενοι από την ελαστικότητα του δέρματος, τις έγδερναν από το στόμα. Άνοιγαν τα χείλη με ένα κοφτερό μαχαίρι και από το άνοιγμα αυτό περνούσε ολόκληρο το σώμα του ζώου. Κατόπιν γέμιζαν το δέρμα με άχυρα πάλι από το στόμα και το έρραβαν. Ούτε της ζουρίδας το κρέας έτρωγε κανείς.
Εκείνο το βράδυ, οι σκύλοι κυνήγησαν τον αγριόγατο και τον πολιόρκησαν σε μια ελιά. Οι κυνηγοί νόμισαν πως ήταν ζουρίδα και έτρεξαν ως συνήθως, αλλά ήταν ο άρπαγας των ορνίθων και τον σκότωσαν με ψιλά σκάγια από κοντά. Την επόμενη μέρα τον έγδαραν σαν ζουρίδα και γέμισαν το δέρμα του με άχυρα. Για πολλά χρόνια ήταν σπάνιο έκθεμα στη βιτρίνα ενός δερματέμπορου, του Παντελιδάκη, στη λεωφόρο Κουντουριώτη, απέναντι στην οδό Πρεβελάκη. Εκείνη την εποχή οι άνθρωποι στα χωριά προσπαθούσαν να εκμεταλλευθούν κάθε πόρο της Φύσης για να επιβιώσουν.
Σήμερα το καφενείο του γέρο – Βαγγέλη έχει διασκευαστεί σε κατοικία. Στο χωριό ζουν εφτά – οχτώ ηλικιωμένοι άνθρωποι, η μακραίωνη αυτή ανθρώπινη κυψέλη έχει εξαντληθεί. Και οι αγριόγατοι έχουν λιγοστέψει απειλητικά και πρέπει να προστατεύονται αντί να θηρεύονται. Είναι ντροπή να εκλείψει αυτό το αιλουροειδές της Κρήτης, ο Felis Sylvestris της Ζωολογίας, που αντιστοιχεί στον Λύγκα της Ευρώπης και στο Καρακάλ της Αφρικής.
* Ο Δημήτρης Z. Αρχοντάκης είναι τ. δήμαρχος Ρεθύμνης