Αγαπημένο θέμα στις αναφορές του αξέχαστου Κώστα Ξεξάκη το Αρκάδι. Είναι κι ένας από τους λόγιους του τόπου που τεκμηριώνει τα στοιχεία του πυρπολητή του Αρκαδίου.
Και τούτο γιατί δυο μπαρμπάδες του ήταν καλόγεροι στο ιστορικό μοναστήρι κι έζησαν τα γεγονότα της θρυλικής εθελοθυσίας.
Από τα δεκάδες περιστατικά που μας διέσωσε ήταν και η ιστορία ενός βρέφους που δικαιώνει τη λαϊκή ρήση «Όταν έχει λάδι το καντήλι σου…».
Το μωρό που έκλαιγε κι έπρεπε να πεθάνει
Ο θάνατος ήταν το αποκορύφωνα του δράματος για όσους τον βρήκαν στο Αρκάδι και το τέλος των βασάνων, αλλά και των ηρωισμών τους. Υπήρξαν, όμως, κι άλλα δράματα που δεν έφτασαν στο θάνατο, αλλά όμως, βασάνισαν τις ψυχές και τα σώματα μέρες πολλές ή μήνες ή και μόνο μια στιγμή. Αγωνίες και σπαραγμοί όχι μόνο για όσους κλείστηκαν μέσα στα τοιχία της Μονής, αλλά και έξω στην περιοχή, στους τρομαγμένους και κυνηγημένους, στους απόλεμους γέρους, στις γυναίκες, στις μάνες, στα μωρά…
Ήταν δέκα ή δεκαπέντε απόλεμοι από του Πίκρη γέροντες, μανάδες, μωρά, που δεν πρόλαβαν να κλειστούν στη Μονή. Ανηφόριζαν στο φαράγγι, σέρνονταν από κλαδί σε κλαδί, έφευγαν να μην τους αντιληφθούν οι άτακτοι, οι ρέμπελοι Τούρκοι. Ήξεραν καλά τα κατατόπια και τα περάσματα κι έφτασαν σε μια μικρή σπηλιά που είναι ψηλά στο φαράγγι κάτω από το ύψωμα του Κορέ.
Κρύφτηκαν εκεί. Ξέφυγαν από το μάτι και τ’ αφτί του Τούρκου, λούφαξαν εκεί αποσταμένοι. Ηρέμησε το περίτρομο βλέμμα. Ανάσαναν. Τουφέκια δεν είχαν. Ψυχές μόνο που έτρεμαν και περίμεναν τη σωτηρία των από τον κρυψώνα, το σκοτάδι και τη σιωπή. Η σωτηρία των ήταν αμφίβολη.
Αν ακουγόταν κάποιο τρίξιμο, πατημασιές, ανθρώπινη φωνή… όλοι έμεναν βουβοί. Τα χείλη έτρεμαν, οι αναπνοές χαμήλωναν. Μια μυστική προσευχή είχαν όλοι στο μυαλό τους «…να μην μας ακούσουν οι Τούρκοι». Σιγά. Όλα σιγά-σιγά. Με τις ματιές η συνεννόηση. Οι γέροι δεν έβηχαν. Οι γυναίκες δεν έκλαιγαν και τα μωρά εκοιμόντουσαν μακάρια, ανίδεα, στην αγκαλιά της μάνας των που παρακαλούσε να μην κλάψει το μωρό…
Αλλά ο μικρός Μανόλης, του Φραγκιά Σχιζάρη, από του Πίκρη, έσπασε τη σιωπή, άρχισε να κλαίει…, έβαλε τις φωνές και δε σταματούσε με τίποτα.
Η άμυνα, η σωτηρία εχάνονταν…
Μάταια η μάνα τούδινε το βυζί της, το χάιδευε, το νανούριζε… Αυτό δε σταματούσε. Οι Τούρκοι θα ‘κουγαν το κλάμα…
– «Πάει, εχαθήκαμε όλοι για ένα μωρό!!! -Πνίξε το να σωθούμε…». Η μάνα έτρεμε σύγκορμη…
– «Πνίξε το…».
Το χέρι της έπιασε το λαιμό του… Μα ήταν δυνατόν! Το χάιδεψε το μικρό κι αδύναμο Μανολιό της, το σπλάχνο της, που η ζωούλα του ήταν δική της. Η ζωούλα που εσκιρτούσε με το κλάμα. Τα χέρια της έτρεμαν, τα δάκτυλά της δεν υπάκουαν…
– «Γροικάτε τσοι Τούρκους; Ακούσασί μας… εχαθήκαμενε!!!».
Βρέθηκε μια σακοράφα – μακριά βελόνα. Τη δώσανε στη μάνα.
– «Κάρφωσέ τηνε στο μήλιγγά του… Έτσι θα γλιτώσει μονομιάς».
Η μάνα δεν έβλεπε, δεν ήξερε ποια ήταν η βελόνα, ποιος είναι ο μήλιγγας. Εβογκούσε μέσα της. Παρακαλούσε τη μάνα, τη Μεγάλη Μάνα: «Παναγία μου πρόφταξε, βοήθησέ μας».
Δίπλα της ο άντρας της, ο Φραγκιός είχε κλείσει τα μάτια του να μην βλέπει.
– «Ίντα λες μπρε Φραγκιό;…».
Άνοιξε τα μάτια του. Δεν τώχε ακόμη σκοτώσει. Έκλαιγε ασταμάτητα. Είδε το γιο, το μονάκριβο Μανολιό, που το χόρευε στα γόνατά του και του τραγουδούσε. Δεν ήξερε τι ήταν που βούιζε στο μυαλό του. Έκαιγε το κεφάλι του και τα χείλη του ψιθύρισαν: -«Αγάλι-αγάλι, άστο μια στιγμή». Μανάδες ήταν κι άλλες εκεί. Τρισευτυχισμένες, γιατί τα μωρά των δεν έκλαιγαν, αλλά τον ξένο πόνο τον ένιωθαν…
Μια που ήταν σιμά στον πόρο του σπηλιού τη δρόσισε ο κρύος αέρας που φύσηξε. Εκεί στον πόρο έσταζε λίγο νερό. Το μυαλό της κινήθηκε…
Έβγαλε από το πόδι της το γοβάκι που φορούσε, επήγε εκεί που έπεφτε το νερό και μάζεψε αρκετό. Επλησίασε τη μάνα με το μωρό. -«Μήπως διψά, μπρε;» και τούριξε λίγο λίγο νερό στο στόμα. Το μωρό επιπίλισε. Το ρούφηξε αχόρταγα. Ήπιε, ήπιε νερό δροσερό και ηρέμησε το βλέμμα του. Είδε τη μανούλα του εσταμάτησε το κλάμα. Δε έκλαιγε πια.
Η Σωτηρία είχε έλθει.
Ο Φραγκιαδομανώλης, το μωρό που έκλαιγε, ο γιος του Φραγκιά Σχιζάρη, μεγάλωσε κι έζησε πολλά χρόνια.
Έναν καιρό ήταν μυλωνάς σε αλευρόμυλο -στου Σαλή το μύλο. Εκεί επήγαινα άλεσμα -κριθάρι και το άλεθε και πιάναμε κουβέντα. Γιος του ήταν ο Γεώργιος Σχιζάρης που παντρεύτηκε και ζούσε στην Αμνάτο, φίλος μου και τον αναφέρω σε άλλα δημοσιεύματά μου.
Όσα αναφέρω για το μωρό που έκλαιγε τα άκουσα από το Χριστάκη Μανουσογιάννη, κάτοικο του Πίκρη, που ήταν μεγαλονοικοκύρης, εγγράμματος, με αρκετή μόρφωση και καλός ψάλτης στην εκκλησία και καλός φίλος του πατέρα μου. Εκείνος τα είχε μάθει από τον ομοχώριο του Φραγκιά Σχιζάρη -πατέρα του μωρού- που τον επρόλαβε πριν πεθάνει και του εδιηγείτο πολλά για την Επανάσταση του ’66.
Όταν ο Χριστάκης μου εδιηγείτο το περιστατικό ήτο παρών και ο πατέρας μου, Ανδρέας.
– «Αυτά τα λέω, Αντρέα, στο γιο σου, για να τα μαθαίνουν και οι νεότεροι, να ξέρουν τι ετραβούσαν εκείνο τον καιρό οι χριστιανοί από τους Τούρκους. Γράψε τα να μην τα ξεχάσεις, Κωστή».
Το μωρό που έκλαιγε, ο Φραγκιαδομανώλης, είχε γιο το Γεώργιο Σχιζάρη. Πέθανε πριν λίγα χρόνια στην Αμνάτο. Ο γιος του ζει στην Αθήνα.
Ο πρώτος που έσφαξαν
Ανατολικά του χωριού μου, Καψαλιανά, είναι ένας Λαγκός -μικρό φαράγγι- που ανηφορίζει προς το Αρκάδι. Στα πλάγια του έχει μικρά και μεγάλα πεζούλια, δασωμένα με αγριόδενδρα και θάμνους και άλλα καλλιεργημένα. Στο δυτικό πλάι του Λαγκού ένα μονοπάτι οδηγεί προς το Αρκάδι. Στην απέναντι πλαγιά ήταν ένα μικρό σπιτάκι, όπου διέμενε πότε-πότε ένας χριστιανός.
Εκείνες τις μέρες του Νοέμβρη 1866, εκτός από τον τακτικό Τουρκικό στρατό που επήγαινε προς το Αρκάδι, ξεσηκώθηκαν και πολλοί Τούρκοι, άτακτοι πλιατσικολόγοι, που πήγαιναν κι αυτοί, για να σφάξουν και ν’ αρπάξουν. Μερικοί Τούρκοι προχωρώντας απ’ εκείνο το μονοπάτι του Λαγκού άκουσαν στο απέναντι σπιτάκι να παίζει μια λύρα.
Αυτός ο χριστιανός -ο λυράρης- απομονωμένος εκεί στο σπιτάκι δεν είχε πάρει καθόλου χαμπάρι ούτε για πόλεμο ούτε για επανάσταση… Άκουσαν οι Τούρκοι τη λύρα κι έτρεξαν και τον βρήκαν ξένοιαστο και άοπλο και τον έσφαξαν.
Και μου διηγείται ο παππούς μου, Αντώνιος Γ. Σταματάκης (1840-1930). «Αυτός ήταν ο πρώτος που έσφαξαν οι Τούρκοι στα χωριά μας.
Αν δεν έπαιζε τη λύρα εκείνη την ώρα θα γλίτωνε ο κακομοίρης».
Το σπιτάκι εσώζετο -ίσως και τώρα- και πήγα πριν το 1930 και το είδα εγκαταλειμμένο και ερειπωμένο.
Το Αδαμάκι, ο ατρόμητος ταχυδρόμος του Γούμενου
Ήταν και ο Αδάμ Γεωργίου Παπαδάκης, ιδιαίτερα έμπιστος του Ηγουμένου Γαβριήλ Μαρινάκη. Τον έλεγαν το «Αδαμάκι» ή «Αδαμακάκι», γιατί ήταν πολύ μικρόσωμος. Δεν τον γνώρισα όσο ζούσε. Πέθανε το 1905. Γνώρισα, όμως, τα παιδιά του. Το Γιώργη, που ήταν κι αυτός μικρόσωμος, και τις θυγατέρες του, τη Μαριγώ και το Παρασκιώ. Το Αδαμακάκι είχε σύζυγο -μετά το 1866- τη Φωτεινή Σχιζάρη.
Ο Γιώργης τ’ Αδαμακιού, «έστεσε» ένα καμίνι ξύλα, για να τα ψήσει και να πουλήσει τα κάρβουνα. Το καμίνι ήταν σε απόσταση πενήντα μέτρων από το πατρικό μου σπίτι, στα Καψαλιανά, και ο Γιώργης ερχόταν εκείνες τις μέρες σπίτι μας και πολλές ώρες τα έλεγαν με τον πατέρα μου. Η Μαριγώ και το Παρασκιώ ήταν τακτικές μαζώχτρες, κάθε βεντέμα, στις ελιές μας περί το 1925. Ήμουν μαθητής γυμνασίου τότε και τις ρωτούσα και μου έλεγαν για τον πατέρα τους. Απ’ αυτά λίγα θυμάμαι. Περισσότερα έμαθα για το Αρκάδι, στα 1866 και το Αδαμάκι όταν το 1976 πήγα επίτηδες στου Πίκρη. Σ’ ένα σπίτι ήρθαν η θυγατέρα της Μαριγώς, η Ελένη, σύζυγος Αλεξάκη και η σύζυγος του Γιώργη Αδάμ Παπαδάκη, Ελένη Πηγουνάκη και αυτή γέννημα και θρέμμα Πίκρη. Στη πολύωρη συζήτηση που είχαμε έμαθα και εξεκαθάρισα πολλά: Γράφει ο Τ. Βενέρης στο βιβλίο του για το Αρκάδι, σελ. 245, αναφερόμενος στους ταχυδρόμους Αδάμ Παπαδάκη και παπά-Κρανιώτη, που βγήκαν από το Αρκάδι μεταφέροντες επιστολές προς Κορωναίο κ.λπ. «Τους αγγελιοφόρους τούτους κατεβίβασαν δια σχοινίου εκ του μεγάλου παραθύρου του ευρισκομένου υπεράνω του εν τη Νοτία πλευρά της Μονής «Πορτάλι».
Σ’ αυτά τα γραφόμενα υπάρχει μια ανακρίβεια και σημαντική παράλειψη. Ο Αδάμ Παπαδάκης δεν κατέβηκε με σκοινί από το παράθυρο. Από μια υπόγεια τρύπα εμπαινόβγαινε.
Μια τρύπα, ένας υπόνομος για τα νερά της βροχής, αρχίζει μέσα από την αυλή της Μονής, δίπλα από τη βάση της σκάλας που ανεβαίνει στο μουσείο, περνά κάτω από τις οικοδομές, βγαίνει έξω σ’ ένα σόχωρο, το διαπερνά υπόγεια και εκβάλλει στην άκρη του, σ’ ένα δετάρι μικρό γκρεμνό, ύψους ενάμισι μέτρο.
Ο Γιώργης Σχιζάρης μου είπε κάποτε: «Πάμε στο Αρκάδι να σου δείξω την τρύπα που εμπαινόβγαινε το Αδαμακάκι».
Πήγαμε και είδαμε την είσοδό της και την έξοδο στο δετάρι. Η έξοδος είναι κρυμμένη από χόρτα και πυκνούς θάμνους. Τους παραμερίσαμε και την είδαμε.
Λίγη ώρα πριν την ανατίναξη της μπαρουταποθήκης, κάλεσε ο Γούμενος τον Αδαμάκη στο κελί του και του είπε: «Εμείς όλοι θα πεθάνουμε εδώ μέσα. Μόνο εσύ Αδαμάκη μπορείς να γλυτώσεις. Φύγε, και να θυμάσαι να δηγάσαι ότι γίνηκε εδώ μέσα».
Μόλις είχε απομακρυνθεί από το κελί λίγα μέτρα, ο Αδαμάκης άκουσε ένα πυροβολισμό στο κελί. Επέστρεψε και είδε τον Γούμενο νεκρό. Πήρε από τη μέση του το μαχαίρι του, με το ασημωτό θηκάρι και έφυγε. Ήταν ο πρώτος που είδε το Γούμενο νεκρό και όχι ο Μ. Καλλιγιάννης, που γράφει ο Τ. Βενέρης, σελ. 335.
Και έλεγε η θυγατέρα του Αδαμακιού, η Μαριγώ, (μου τα είπε η θυγατέρα της κ. Ελένη Αλεξάκη): «Ώστεν απού ‘ζενε ο μακαρίτης ο πατέρας μου το ‘λεγε με παράπονο: Γιάντα ‘γω να πάρω το μαχαίρι και να μην πάρω την κεφαλί του, μόνο την άφηκα των Τουρκώ και τηνε κάμανε μπαϊράκι. Και το ‘λεγε και το ξανάλεγε και δεν είχε ο πόνος του παρηγορημό».
Το ασημωτό θηκάρι το έκαμε δύο κομμάτια ο Γ. Σχιζάρης, όπως μου είπε ο ίδιος, και πήρε το ένα η Ελένη Αλεξάκη και το άλλο η Πηγουνάκη.
Παρακάλεσα την Ελένη να μου δώσει ένα κομμάτι για το Μουσείο, και μου το έδωσε. Το κατέθεσα στο Ιστορικό Λαογραφικό Μουσείο Ρεθύμνου.
Ένας που σώθηκε από την σφαγή
Μετά την ανατίναξη της μπαρουταποθήκης στο Αρκάδι, το απόγευμα της 9ης Νοεμβρίου 1866, ο αγώνας, η αντίσταση, ήσαν μάταια… Αλλά, εκεί στην μεγάλη Τράπεζα της Μονής, 36 πολεμιστές παρέμεναν αμπαρωμένοι μέσα στους γερούς τοίχους, τα παχιά θόλα και την ασφαλισμένη πόρτα. Οι Τούρκοι είπαν: «Εάν παραδώσετε τα όπλα σας δεν θα σας πειράξομε». Και τα παρέδωσαν.
Άνοιξε η πόρτα και άρχισε η σφαγή… Απάνω στα μεγάλα τραπέζια ακουμπούσαν τις κεφαλές τους κι έκοβαν το λαιμό τους…
Ανάμεσα στους 36 ήταν κι ένα αγόρι 15 χρονών. Ο Κωνσταντίνος Παπαδάκης, από τον Πίκρη. …Έβλεπε τα αίματα και άκουγε τα ουρλιαχτά… Μισότρελο, τρέμοντας και κλαίγοντας, σύρθηκε ανάμεσα στα πόδια και έφτασε στην πόρτα, όπου στεκόταν ο αξιωματικός που επέβλεπε τη σφαγή. Αγκάλιασε τα πόδια του και ξεφώνησε: «Μα δεν είπες ότι δεν θα τους σφάξεις;».
Υπήρχε κάποια ευαίσθητη χορδή. Ο αξιωματικός λυπήθηκε. Εκάλεσε έναν στρατιώτη και του παρέδωσε το αγόρι και του παράγγειλε: «Θα το προστατεύεις να μην το πειράξει κανένας και θα ψάξεις να βρεις τους γονείς του να τους το παραδώσεις».
Ο στρατιώτης εξετέλεσε τη διαταγή. Ο μικρός Κωνσταντίνος παραδόθηκε στους γονείς του. Αργότερα, που η επανάσταση και ο πόλεμος συνεχίζονταν και πολλοί Κρητικοί κατέφυγαν στην ελεύθερη Ελλάδα, ο μικρός Κωνσταντίνος, μαζί με τους γονείς του, κατέφυγαν στην Αθήνα και, άμα ησύχασαν τα πράγματα, επέστρεψε πάλι στου Πίκρη. Εκεί μεγάλωσε και έγινε καλός άνθρωπος και καλός χριστιανός. Χειροτονήθηκε ιερέας. Ενορία του ήταν και η Αμνάτος. Απέκτησε τέσσερα παιδιά: Ευαγγελία, σύζυγος Νικολάου Σμυνάκη στο χωριό Πίκρης, Δημήτριος, Κωνσταντίνος και Καλλιόπη, σύζυγος Σταυρακάκη από τα Μουρτζανά.
Μια σημαντική λεπτομέρεια είναι η αλλαγή του επωνύμου που έκαναν δύο παιδιά του. Ο γιος Κωνσταντίνος Παπαδάκης, έγινε δημοδιδάσκαλος και υπηρετούσε στο δημοτικό σχολείο της Αμνάτου. Εκεί πολλοί μαθητές είχαν το επώνυμο Παπαδάκης, όπως και πολλοί άλλοι στον Πίκρη και στην Αμνάτο. Γι’ αυτό ο δάσκαλος άλλαξε το επώνυμό του από Παπαδάκης και το έκαμε Περιστερίδης. Το ίδιο έκαμε κι ο αδελφός του Δημήτριος. Οι Περιστερίδηδες που ζουν τώρα στην Αμνάτο και στο Ρέθυμνο, είναι και αυτοί απόγονοι του Κωνσταντίνου Παπαδάκη που σώθηκε από τη σφαγή στην Τράπεζα του Αρκαδίου.
Ο ιερέας Κωνσταντίνος Παπαδάκης ταξίδεψε και μακριά από την Ελλάδα σε άλλες περιοχές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Πέθανε και ετάφη στη Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου.
Πηγή:
Πολιτιστικό Ρέθυμνο Ενότητα Αρκάδι