Είχαμε προ ημερών αναφερθεί στο τέλος εποχής για το κτίριο του ΟΤΕ, όπου πρόκειται μελλοντικά να λειτουργήσει πολυκατάστημα. Και μετά το δημοσίευμα αυτό, που προκάλεσε συγκίνηση, είχαμε την ευκαιρία να πληροφορηθούμε μερικά ακόμα στοιχεία αρκετά ενδιαφέροντα για να συμπληρώσουν το αφιέρωμά μας αυτό.
Το οίκημα ανήκε στο ζεύγος Καστρινάκη. Επρόκειτο για ένα αρχοντικό πανέμορφο. Είχε πολλά δωμάτια κι έναν απέραντο διάδρομο. Το οίκημα είχε παραχωρηθεί στον δήμο, αρκετά χρόνια πριν από τον πόλεμο. Επειδή τότε βρισκόταν σε πλήρη άνθιση η Φιλαρμονική και μάλιστα είχε εξελιχθεί σε σχολείο για τα Ρεθεμνιωτόπουλα, που ήθελαν να μάθουν μουσική, ο δήμαρχος, Τίτος Πετυχάκης, παραχώρησε τον χώρο αυτό που ήταν τόσο άνετος και ιδανικός για τον προορισμό αυτό, ώστε να μπορεί η Φιλαρμονική να επιτελεί με άνεση το έργο της.
Στο ίδιο κτίριο δόθηκε ένα διαμέρισμα για να κατοικήσει με την οικογένειά του ο περίφημος αρχιμουσικός Γκίνος που δίδασκε στη Φιλαρμονική και μάλιστα έγραψε τη δική του μεγάλη ιστορία μαθαίνοντας τις πρώτες νότες σε παγκοσμίου φήμης μετέπειτα μουσικοσυνθέτες όπως ο Νίκος Μαμαγκάκης και ο Μπάμπης Πραματευτάκης.
Είμαστε ήδη σ’ επαφή με τον εγγονό του και σύντομα θα κάνουμε ένα εκτενές αφιέρωμα στον σημαντικό αυτό πολιτιστικό παράγοντα της πόλης, μιας άλλης ονειρεμένης εποχής.
Μια ακόμα ένοικος με συγκινητική ιστορία
Εκείνη την εποχή, πριν τον πόλεμο πάντα ζούσε στο Ρέθυμνο και το ζεύγος Καυγαλάκη από τα πιο αγαπημένα. Η κυρία Κατίνα Καυγαλάκη ήταν το καμάρι του συζύγου της. Κομψή πάντα με τον «αέρα» πραγματικής αρχόντισσας. Έχαιρε της γενικής εκτίμησης αλλά και του θαυμασμού που έκανε ιδιαίτερα υπερήφανο τον σύζυγό της.
Ο κ. Λεωνίδας Καούνης συγγενής του ζεύγους μας έλεγε σχετικά ότι η λατρεία του Καυγαλάκη στη σύζυγο φαίνεται και από τα «τεφτέρια» του, που βρήκε μετά το θάνατό του ο πατέρα του Εμμ. Καούνης. Έγραφε μεταξύ άλλων «δια φόρεμα της Κατίνας μου… Δρχ.» «δια καπέλο της Κατίνας μου ….δρχ.». Από αυτά και μόνο αντιλαμβανόμαστε πόσο άνετη ζωή περνούσε η Κατίνα Καυγαλάκη, η οποία ήταν από τις υπέρκομψες κυρίες της εποχής της. Ο κ. Καούνης μας την περιγράφει και με «καλύπτρα» προσώπου που ελάχιστες έφεραν και που εθεωρείτο στοιχείο κομψότητας περισσότερο από το βέλο στο καπέλο που φορούσαν αρκετές κυρίες.
Δυστυχώς η ευτυχία του ζεύγους Καυγαλάκη δεν κράτησε πολύ. Πέθανε ο σύζυγος κι έμεινε η Κατίνα στους πέντε δρόμους. Αμήχανη η τοπική κοινωνία δεν ήξερε πώς να προσφέρει τη βοήθειά της στην άτυχη χήρα που άμαθη να διαχειρίζεται την καθημερινότητά της πεινούσε κυριολεκτικά. Με το πρόσχημα κοινωνικής εκδήλωσης την καλούσαν σε διάφορα σπίτια για να της εξασφαλίσουν τουλάχιστον ένα πιάτο φαγητό. Ήταν όμως κυριολεκτικά στους πέντε δρόμους και από αξιοπρέπεια δεν ήθελε να ζητήσει βοήθεια. Με τη μεσολάβηση του Εμμ. Καούνη, ο δήμαρχος Τίτος Πετυχάκης της εξασφάλισε στέγη, παραχωρώντας της διαμέρισμα εκεί που στεγαζόταν και η οικογένεια Γκίνου. Είχε μάλιστα παρακαλέσει την οικογένεια να της δείξει αγάπη αλλά αυτό έγινε σε υπέρμετρο βαθμό και χωρίς καμιά προσπάθεια όπως φάνηκε με τον καιρό.
Έτσι η Κατίνα απέκτησε ξαφνικά οικογένεια. «Ήταν η γιαγιά μας», θα μας πει ο εγγονός του αρχιμουσικού κ. Νικόλαος Γκίνος που έφθασε τη Καυγαλάκη κι έχει πολλές αναμνήσεις από αυτή.
Κι ήρθε η μάχη της Κρήτης να φέρει τα πάνω κάτω στην τοπική κοινωνία που δοκιμάστηκε σκληρά από τους βομβαρδισμούς.
Στο μεγάλο βομβαρδισμό που ισοπέδωσε το ιστορικό κτίριο πέρασε μεγάλη δοκιμασία η Κατίνα. Θα συνεχίσουμε το συναξάρι της όμως όταν ασχοληθούμε ιδιαίτερα με το Νικόλαο Γκίνο.
Μετά τον πόλεμο
Με την ανασυγκρότηση της χώρας μετά τον πόλεμο, ήρθε και η σειρά του Ρεθύμνου να αποκτήσει μια υπηρεσία τηλεπικοινωνίας. Τα πρώτα γραφεία που ξεκίνησαν να λειτουργούν το 1949, στεγάστηκαν στο κτίριο ιδιοκτησίας Κλειδή, εργολάβου, εκεί όπου σήμερα απολαμβάνουμε τις μπουγάτσες Κουκλινού στη λεωφόρο.
Κάτω λειτουργούσε ταχυδρομείο και πάνω ακριβώς το τηλεγραφείο.
Επειδή με την πάροδο του χρόνου οι στεγαστικές ανάγκες ζητήθηκε η παραχώρηση του βομβαρδισμένου χώρου δίπλα που ανοικοδομήθηκε με δαπάνες της κεντρικής υπηρεσίας του ΟΤΕ, αφού με διάφορες «αλχημείες» οι εργαζόμενοι απέδειξαν ότι υπάρχει ενδιαφέρον τηλεφωνικών συνδέσεων οπότε η επέκταση της υπηρεσίας κρίνεται αναγκαία.
Έγινε πρώτα ένας όροφος που στο πίσω μέρος είχε έναν υπέροχο κήπο με λουλούδια, έναν πυρήνα Εδέμ, μέσα στην πόλη. Αργότερα και ανάλογα τις ανάγκες δημιουργήθηκαν και άλλοι χώροι μέχρι που έγινε το κτίριο του ΟΤΕ που γνωρίσαμε και στο εξής δεν θα υπάρχει πλέον. Εκεί αναπτύχθηκαν σχέσεις ζωής μεταξύ των υπαλλήλων.
Κι έγιναν οι σχέσεις αδελφικές όταν με πρωτοβουλία του Αριστείδη Λιαναντωνάκη λειτούργησε και λέσχη προσωπικού με πολλές δραστηριότητες που έδιναν παλμό πολιτιστικής ζωής και σε όλη την πόλη. Αξέχαστοι έμειναν οι αποκριάτικοι χοροί που ήταν το κοσμικό γεγονός κάθε χρονιά για το Ρέθυμνο.
Αυτή η σύμπνοια μεταξύ των υπαλλήλων συνεχίστηκε και πολύ αργότερα. Λειτουργούσαν σαν μια οικογένεια. Προσφερόταν να πάει παιδιά συναδέλφων στο σχολείο, όποιος δεν είχε υποχρεώσεις το πρωί για να μη λείψουν οι γονείς από τη βάρδια και υποστούν κυρώσεις. Το ίδιο ίσχυε και για το μεσημεριανό σχόλασμα.
Ήταν σαν μια γροθιά
Μου είπε σχετικά η παλιά συνάδελφος και παντοτινή φίλη Μαίρη Φραγκάκη, θυγατέρα του Παντελή Φραγκάκη, πρώην διευθυντή του ΟΤΕ, όταν τη ρώτησα σχετικά:
«Σημασία δίνω στο ότι αν και καθημερινοί άνθρωποι με τις μιζέριες, τις ανασφάλειες της εποχής, τον ανταγωνισμό στη χαρά και στη λύπη, ήταν ενωμένοι, γινόταν μια γροθιά. Σημαντική επίσης θεωρώ την αλληλεγγύη τους. Σε ζορισμένες υπηρεσιακές καταστάσεις, πρόσφεραν εθελοντική εργασία στον ή στην συνάδελφο που δεν μπορούσε να ανταπεξέλθει στο φόρτο εργασίας π.χ. στα Αρκάδια, σε βραδινή βάρδια όπου τα τηλεγραφήματα και τα τηλεφωνήματα από τους δημοσιογράφους έπεφταν βροχή, τηλεφωνούσε ο ένας και μοναδικός υπάλληλος σε άλλους που κατέφθαναν να βοηθήσουν. Και ο πατέρας μου το είχε κάνει αν και προϊστάμενος…
Και πόσοι άλλοι από αυτούς που προαναφέρατε υπαλλήλους δεν άφησαν το στίγμα τους στην υπηρεσία… Οι διανομείς κι ένας από αυτούς ο Στέλιος Βασσάλος. Ο Αντώνης ο Κανέλλης τόσοι άλλοι…».
«Εγώ μεγάλωσα στο κτίριο»
Ενδιαφέροντα όσα μας είπε και η Τίνα Φραγκάκη:
«Εγώ μεγάλωσα μέσα σε αυτό το κτίριο. Θυμάμαι τους διανομείς και τους τεχνικούς να με πηγαίνουν πολλά πρωινά με το μηχανάκι από τον ΟΤΕ στον παιδικό σταθμό. Θυμάμαι να με περιμένουν το μεσημέρι για να με πάνε πίσω «στο γραφείο», όπου περίμενα να σχολάσουν οι δικοί μου για να πάμε σπίτι. Ήξερα όλο το κτίριο απέξω. Κάθε γωνιά. Έτρεχα από όροφο σε όροφο, γραφείο σε γραφείο και πείραζα και μιλούσα και -πιθανόν- ενοχλούσα. Σουσουράδα με φώναζαν. Αλλά ο αγαπημένος μου ήταν ο «μεταλλάχτης». Με τα χιλιάδες κουμπάκια που αναβόσβηναν ασταμάτητα. Και κείνα τα υπέροχα τηλέφωνα που φορούσαν τα κορίτσια στο κεφάλι τους σαν στέκες. Ακόμα και σήμερα χαιρόμουν να μπαίνω μέσα και κάθε φορά προσπαθούσα να επανατοποθετήσω τους ανθρώπους και τα γραφεία στους χώρους της εποχής. Θυμάμαι να παρακολουθώ τις παρελάσεις από την ταράτσα του κτιρίου. Η καλύτερη θέση ήταν!!! Θυμάμαι… θυμάμαι… Πραγματικά, τέλος εποχής. Και ναι, θλίβομαι βαθιά τώρα που το βλέπω να γίνεται κουφάρι για να μεταλλαχτεί σε κάτι άλλο…».
Στα χρόνια της χούντας επίσης διαδραματίστηκαν γεγονότα στο κτίριο αυτό.
Μας λέει σχετικά η Τίνα:
«Θέλεις να σου πω και για το φαντάρο που στεκόταν απέξω όταν ξέσπασε η χούντα; Ήμουν 8 χρονών και φυσικά δεν ήξερα τι συμβαίνει. Έπιασα κουβέντα μαζί του και τον ρωτούσα γιατί έβαλαν τσουβάλια μπροστά στα παράθυρα και τι είχαν μέσα. Στέργιο τον έλεγαν. Πρώτη φορά άκουγα τέτοιο όνομα…».
Μια εμβληματική μορφή
Από τις εμβληματικές μορφές ήταν ο Παντελής Φραγκάκης. Μόνιμη πηγή ενημέρωσης για τους δημοσιογράφους της εποχής που «ζητιάνευαν» την είδηση.
Θυμάμαι πως έπαιρνα κάθε μέρα τηλέφωνο μήπως και βρω κάτι ενδιαφέρον για την εφημερίδα. Και μπορεί ειδήσεις να μην έβγαζα πάντα όμως έβγαινα σοφότερη από την επικοινωνία αυτή.
Ο Παντελής Φραγκάκης γεννήθηκε στις 15 Φεβρουαρίου 1919 και πέθανε στις 20 Αυγούστου του 1992, μετά από σύντομη μάχη με την επάρατη νόσο.
Ήταν το τέταρτο από 7 παιδιά, τα τέσσερα πέθαναν νωρίς, ο ίδιος κινδύνεψε και γι’ αυτό του έγινε αεροβάπτιση στο σπίτι, με την εικόνα του Αγίου Παντελεήμονα που ήταν γιατρός φερμένη, λένε, από απόμερο εκκλησάκι, γι’ αυτό και πήρε αυτό το όνομα, ήταν ταμένος δηλαδή.
Σπούδασε με πολλές δυσκολίες και στη διάρκεια αυτή πέρασε από πολλά επαγγέλματα για να τα βγάλει πέρα.
Ένα βράδυ που είχε βάρδια γνώρισε τηλεφωνικά μια συνάδελφό του που έμελε να γίνει και γυναίκα του. Μαζί της έκανε μια τόσο όμορφη οικογένεια. Δυναμική, υπέροχη η Κατίνα από τις πρωτεργάτριες της τουριστικής αναβάθμισης του Πανόρμου. Πόσα και πόσα δεν έχουμε να θυμηθούμε από τη δράση της αυτή.
Και σαν τηλεφωνήτρια στην υπηρεσία της άφησε εποχή όπως πληροφορούμαστε από τις συναδέλφους της.
Και μια λογοτέχνις στην παρέα
Από τις αξέχαστες παρουσίες στο μεταλλάχτη και η Άσπα Παπαδάκη Μαρκουλάκη.
Γνωριστήκαμε πρώτα την εποχή που ζητούσα να συνδεθώ με τις εφημερίδες των Αθηνών που συνεργαζόμουν για τις καθιερωμένες ημερήσιες ανταποκρίσεις, κι αργότερα ήρθαμε πιο κοντά μέσα από τις κοινές λογοτεχνικές ανησυχίες.
Γιατί η Άσπα εξελίχθηκε σε μια αξιόλογη ποιήτρια.
Μας είπε σχετικά για το κτίριο:
«Το διάστημα 1962-1986 που υπηρετούσα εκεί ως τηλεφωνήτρια ήταν το δεύτερο σπίτι μου. Περνώντας ένα πρωινό με ταξί έξω από το κτίριο του ΟΤΕ και βλέποντας τις εργολαβικές παρεμβάσεις σιγοψιθύρισα στην κοπέλα του ταξί που με εξυπηρετεί λόγω κινητικών δυσκολιών… «Πάλι χαλάνε το σπιτάκι μας και κτίζουνε… Μέχρι πότε να αντέξει κι αυτό;».
Ευτυχώς δεν είχα καταλάβει αμέσως πως αυτή η παρέμβαση ήταν και η χαριστική βολή. Έξωση εν ονόματι της προόδου και ανάπτυξης αλλά για άλλη χρήση. Όλα καλοδεχούμενα για να μην παρεξηγηθώ αλλά ο συναισθηματικός τομέας είναι που προκαλεί μια πικρία.
Πέρασα τόσα αξέχαστα χρόνια με τους συναδέλφους. Ήταν τα καλύτερα χρόνια της ζωής μου. Η σχέση μας με όλους έδινε περιεχόμενο στην έννοια της συναδελφοσύνης. Ο ένας για τον άλλο λειτουργούσαμε πάντα. Μαζί στις λύπες και στις χαρές.
Σαν να είναι τώρα θυμάμαι τη μέρα που πέρασα το κατώφλι του κτιρίου αυτού και άκουσα την ευχή «Σιδεροκέφαλη». Και τότε μόνο κατάλαβα και συνειδητοποίησα το νόημά της.
Σχετικό είναι και το ποίημα που έγραψα εμπνεόμενη από το χώρο.
Έμμετρες αναμνήσεις
Θυμάμαι εκείνο το πρωί
που τα σκαλιά περνούσα
λαχανιασμένη στάθηκα
κι ολόγυρα κοιτούσα
το κτίριο που έμπαινα
Νέα ζωή αρχινούσα
τα μάρμαρα της σκάλας του
λευκά σαν την ψυχή μου
Τη μέρα εκείνη ένοιωσα
τις ελπίδες της ζωής μου
τρελά να φτερουγίζουνε
σαν άσπρα περιστέρια
Θάρρος κουράγιο πήρανε
τα πόδια και τα χέρια
αισθάνθηκα χαρούμενη
και τρισευτυχισμένη
κι ένοιωσα το συναίσθημα
που ακόμα επιμένει
μες στην ψυχή να κατοικεί
κι ανάμνηση να φέρνει
Στ’ αυτιά μου ακόμη αντηχούν
όλα τα πεπραγμένα
Ήχοι και κουδουνίσματα
κι εγώ τα ‘χα χαμένα
Στο μεταλλάκτη κάθισα
μου φάνηκε σαν θρόνος
τ’ ακουστικό μου φόρεσα
και μου ‘φυγε ο φόβος
κι η αγωνία που ήτανε
μέσα στα σωθικά μου
κι ανάλαφρα μου φάνηκε
χτυπούσε η καρδιά μου
Μοιάζει η ζωή σαν να ‘ταν χθες
πριν από τόσα χρόνια
Τώρα στα μαύρα μου μαλλιά
πέφτουνε άσπρα χιόνια
Κι όμως στα μάτια συνεχώς
την ίδια εικόνα βλέπω
σαν θέλω να τη θυμηθώ
μέσα πάντα την έχω
Και μου ζεσταίνει την ψυχή
στων γηρατειών τη δύση
κι έτσι θα μείνει ζωντανή
μέχρι η ψυχή να σβήσει».
Συγκινητικά όσα ακούσαμε, κάνοντας αυτό το αφιέρωμα στο κτίριο του ΟΤΕ, από παλιούς υπαλλήλους που ανήκουν πάντα στα επίλεκτα μέλη της κοινωνίας μας.
Άνθρωποι που ζήσαμε στο λειτούργημά τους και τους εκτιμήσαμε για τη συνέπεια και την ευσυνειδησία τους σε εποχές που χωρίς τα αγαθά της σύγχρονης τεχνολογίας και η επικοινωνία δεν γινόταν εύκολα. Εκείνοι όμως έκαναν τα πάντα για να λειτουργεί η υπηρεσία άψογα και να προσφέρει πραγματικά κοινωνικό έργο.
Για όλους εμάς που τους ζήσαμε στην υπηρεσία τους, μαζί με όλους εκείνους που έφυγαν παραμένουν εμβληματικές μορφές. Συνδέονται με τις μνήμες μιας πόλης, τότε που είχε ανθρώπινο πρόσωπο και καρδιά που χτυπούσε στο ρυθμό της κοινωνικής προσφοράς και της ανιδιοτελούς αγάπης στον τόπο αυτό. Κι έτσι θα τους θυμόμαστε πάντα.