«Πουλί δεν ξανακελαηδεί,
στο γέρο Ψηλορείτη
γιατί μαυροφορέσανε
οι Γερμανοί την Κρήτη.
Μαύρα έβαψαν τ’ Αβδελλά,
Κάλυβο και Άγιο Μάμα
και όλα τα περίχωρα,
λυπούνται τσι με κλάμα»
Η σημερινή ημέρα μας φέρνει στο νου την τραγωδία που σημειώθηκε στο Γουρνόλακκο το Σεπτέμβρη του 1943. Ένα ακόμα έγκλημα των ναζί που δυστυχώς χωρίς τιμωρία.
Ας γυρίσουμε πίσω το χρόνο κι ας αναβιώσουμε το χρονικό μέσα από την έρευνα των ιστορικών και τις μαρτυρίες όσων το βίωσαν.
Αρχές Σεπτέμβρη του 1943 τα Γερμανικά στρατεύματα κατοχής, έχοντας εντολή να πατάξουν κάθε θύλακα αντίστασης, περικύκλωσαν τον Ψηλορείτη.
Ιδιαίτερα δοκιμάστηκαν την περίοδο αυτή ορεινός πληθυσμός του Μυλοποτάμου και του Αμαρίου.
Ένα από τα αποσπάσματα αυτά, είχε ως αποστολή και ερεύνησε διεξοδικά μεταξύ άλλων τα όρη γύρω από τα χωριά Αβδελάς, Άγιος Μάμας, Κάλυβος και Λιβάδια. Αποτέλεσμα ήταν να συλληφθούν δώδεκα κτηνοτρόφοι και δύο παιδιά.
Τη νύχτα της 2ας προς 3η Σεπτεμβρίου διανυκτέρευσαν στη θέση «Βικιά Λαγκός» και το πρωί της 3ης Σεπτεμβρίου οδήγησαν τους συλληφθέντες εδώ στο Γουρνόλακκο. Αφού έδιωξαν τα δύο παιδιά, τον Μιχάλη Πρινάρη από τις Αβδανίτες και τον Ιωάννη Λαμπρινό από τα Αβδελά, ετοιμάστηκαν να εκτελέσουν τους δώδεκα κρατούμενους.
Εκείνοι αντιστάθηκαν, κάνοντας μια τελευταία απέλπιδα προσπάθεια να ξεφύγουν, αλλά τα πυρά των Γερμανών του γάζωσαν, καθώς έτρεχαν στις πλαγιές των βουνών, που μας τριγυρίζουν και βρισκόμαστε σήμερα.
Από τους 12 κτηνοτρόφους κατάφερε να διαφύγει ο Ελευθέριος Σαρρής από τον Άγιο Μάμα με σοβαρό τραύμα στο χέρι. Όμως, και μεταξύ των έντεκα που έπεσαν, ένας δεν ήταν νεκρός.
Ο τότε 16χρονος Ιωάννης Νικηφόρος από την Κάλυβο, έχοντας τραύμα από σφαίρα στο κεφάλι, θεωρήθηκε νεκρός από τους Γερμανούς, οι οποίοι έκριναν άσκοπο να του δώσουν τη λεγόμενη «χαριστική βολή».
Ο Ιωάννης Νικηφόρος επέζησε. Διασώθηκε από τον πατέρα του και κατοίκους των Ζωνιανών και των Λιβαδίων που είχαν ανέβει στον Γουρνόλακκο για να δουν τι είχε συμβεί.
Κι έλεγε ο ξεχωριστός αυτός άνθρωπος όποτε θυμόταν τα γεγονότα και την περιπέτειά του.
«Η σφαίρα εμπήκε απ’ το -γ- καφά και βγήκε απ’ το στόμα, δεν ήθελε ο Κωσταντής, να φάω ακόμη χώμα», αναφερόμενος στον Άγιο Κωνσταντίνο.
Στο Νικηφόρο αναφέρεται και το συγκλονιστικό ποίημα που έγραψε ο Δημήτρης Ιωάννου Παρασύρης, ή «Αναστοδημήτρης», από τα Ζωνιανά,
«…Ένα κοπέλι εγλύτωσε, ήταν τραυματισμένο,
κι οι αποδέλοιποι Νεκροί το’ χανε σκεπασμένο.
Είναι από την Κάλυβο που το γνωρίζουν όλοι,
και Νικηφόρος λέγεται, ο Γιάννης του Μανώλη…».
Για τον Ιωάννη Νικηφόρο ο ανώτερος αξιωματικός ΕΛΑΣ ε.α κ. Βασίλης Αποστολάκης είχε τονίσει στον επικήδειό του που ξεχώριζε για το λυρισμό του».
Ο Γιάννης Νικηφόρος, γεννήθηκε στο ιστορικό, γραφικό και αρχοντικό χωριό, Κάλυβος, με τους γνήσιους, συνετούς, φιλοπρόοδους, εργατικούς, φιλόξενους και ειλικρινείς ανθρώπους, στις 17 Ιανουαρίου 1927, ανήμερα της εορτής του Αγίου Αντωνίου, σε χρόνια δύσκολα, σκληρά, πέτρινα. Γονείς του, ο Εμμανουήλ Ιωάννου Νικηφόρος και η Ελένη Κωνσταντίνου Παπαδάκη.
Είναι ο πρωτότοκος της σεβαστής εκείνης Οικογένειας και με Θεία βούληση, θα ομορφύνουν το αρχοντικό του Μανώλη και της Ελένης Νικηφόρου, άλλα πέντε παιδιά: Ο Δημήτρης, ο Μιχάλης, η Μαρία, ο Ορέστης, η Αγάπη.
Ο Γιάννης, ως πρώτος γιος, θα σηκώσει, μαζί με τους άξιους Γονείς του, το μεγαλύτερο βάρος, για να αναστήσουν την Οικογένειά τους, ματώνοντας πάνω στη Μάνα γη.
Με το πέρασμά του στην αιωνιότητα, ξυπνούν οι μνήμες του Γουρνόλακκου.
Ο Γιάννης Νικηφόρος, βρίσκεται, εκείνη την αποφράδα ημέρα του Σεπτεμβρίου μαζί με δύο άλλους συγχωριανούς του, τους αείμνηστους Χαράλαμπο Μιχαήλ Κοζορώνη και Ιωάννη Κωνσταντίνου Παραγιουδάκη στο Καλυβιανό «αόρι» και συλλαμβάνονται, από πολυάριθμο Γερμανικό απόσπασμα, σε απαγορευμένη ζώνη. Νωρίτερα, έχουν συλληφθεί Αβδελλιανοί, και Αγιομαμίτες, για την ίδια αιτία. Μαζί τους και τα μικρά παιδιά ο Μιχάλης Νικολάου Πρινάρης από τις Αβδανίτες και ο Γιάννης Ανδρέα Λαμπρινός από τα Αβδελά. (Ο Μιχάλης Πρινάρης παρευρίσκεται σήμερα στον ιερό τούτο χώρο και συμπροσεύχεται και εκείνος, για την ανάπαυση της ψυχής του συναγωνιστή του Γιάννη Νικηφόρου).
Οι πάνοπλοι Γερμανοί οδηγούν τους ομήρους στο Γουρνόλακκο στις πλαγιές του Ψηλορείτη και την άλλη ημέρα, Σάββατο, 4 Σεπτεμβρίου 1943 εκτελούν το σατανικό τους σχέδιο. Τα χιτλερικά κτήνη σκοτώνουν αυτούς που έχουν συλλάβει, εκτός τους μικρούς Μιχάλη Πρινάρη και Γιάννη Λαμπρινό, τους οποίους διώχνουν, με μία ομάδα Γερμανών, για τα Ζωνιανά. Έντεκα συντοπίτες μας πέφτουν από τα δολοφονικά χέρια των Ναζί, τα όπλα των οποίων ξερνούν το θάνατο. Ένας γλιτώνει, ο Ελευθέριος Ιωάννου Σαρρής, από τον Άγιο Μάμα, ο οποίος, αργότερα, θα πεθάνει από το τραύμα του.
Ο Γιάννης Νικηφόρος, αν και τραυματίζεται πολύ βαριά, θα σωθεί από θαύμα. Η σφαίρα θα εισέλθει από τον αυχένα και θα εξέλθει από τη στοματική χώρα. Θα πέσει αιμόφυρτος στο έδαφος και θα εκληφθεί, από τα ναζιστικά ανθρωποειδή, ως Νεκρός. Γι’ αυτό και οι υπάνθρωποι ναζιστές, δεν προχωρούν σε χαριστική βολή, κατά την απαίσια και απάνθρωπη τακτική τους.
Στα Ζωνιανά, που έχουν πάει ο Μιχάλης Πρινάρης και ο Γιάννης Λαμπρινός συναντούν, τυχαία, τον πατέρα του Γιάννη, το Μανώλη Νικηφόρο, διηγούνται το θλιβερό γεγονός και τον οδηγούν το απόγευμα στο Γουρνόλακκο. Ο τραγικός πατέρας, μεταφέρει τον τραυματία Γιο του στα Λιβάδια και από ‘κει στα Ανώγεια, για να του παρασχεθούν οι πρώτες βοήθειες. Ο Γιάννης Νικηφόρος, θα επιζήσει. Είναι θέλημα Θεού.
Τη νύχτα, Καλυβιανοί θα παραλάβουν, από τον τόπο του μαρτυρίου, τους δύο νεκρούς συγχωριανούς, Χαράλαμπο Κοζορώνη και Ιωάννη Παραγιουδάκη.
Αρχές της δεκαετίας του ’60, η καλή του μοίρα θα του στείλει μία άξια συγχωριανή του, από μία αρχοντική και νοικοκυρεμένη Οικογένεια, την Ιφιγένεια Αντωνίου και Αικατερίνης Βασσάλου, όπου δημιουργούν, με τη βοήθεια του Θεού, μία σεβαστή Οικογένεια. Θα έρθουν στον κόσμο τρία παιδιά: ο Μανώλης, ο Αντώνης, η Ελένη.
Στο ετήσιο Μνημόσυνο του Γουρνόλακκου, όταν οι συνθήκες της υγείας του το επέτρεπαν και παρευρισκόταν, κοσμούσε και τιμούσε, με την παρουσία του, την όλη τελετή.
Πληροφορίες για τους άλλους ήρωες
Ο Ελευθέριος Μιχαήλ Σαρρής από τον Άγιο Μάμα διαφεύγει τρέχοντας, τραυματισμένος στον ώμο και στο χέρι, από τα πυρά του γερμανικού εκτελεστικού αποσπάσματος που στην κυριολεξία γάζωναν την πλαγιά του βουνού καθώς ανέβαινε.
Τον βρίσκουν Λιβαδιώτες στη «Στέρνα των Χνάριδων», σε άσχημη κατάσταση. Ειδοποιούν την οικογένεια του και τον φυγαδεύουν σε σπηλιές της ευρύτερης περιοχής, όπου κρυφά προσπαθούν να επουλώσουν τα τραύματά του. Πεθαίνει αργότερα χωρίς να έχει ξεπεράσει το μακελειό του Γουρνόλακκου.
Τα δυο παιδιά ο Μιχαήλ Πρινάρης και ο Ιωάννη Λαμπρινός κατεβαίνουν στα Ζωνιανά και ειδοποιούν για το μακελειό. Μάλιστα ο Μιχαήλ Πρινάρης, το απόγευμα επιστέφει στον τόπο του εγκλήματος για να δείξει το σημείο της εκτέλεσης στον πατέρα του Ιωάννη Νικηφόρου από την Κάλυβο.
Η δεύτερη πράξη του δράματος
Η τραγωδία όμως έχει και δεύτερη πράξη που μένει να θυμίζει το πανάρχαιο χρέος των Ελλήνων που δεν μπορεί να παραγραφεί ούτε από την απειλή του θανάτου.
Έχοντας ειδοποιηθεί οι κάτοικοι της Καλύβου ανεβαίνουν και παίρνουν τους 2 νεκρούς τους. Τον Παραγιουδάκη Ιωάννη του Κωνσταντίνου και τον Κοζορώνη Χαράλαμπο του Μιχαήλ. Στο σημείο μένουν 6 Παρασύρηδες από τα Ζωνιανά για να προφυλάξουν από τα σκυλιά και τα όρνια τα άψυχα κορμιά, του Σερλή Κυριάκου και Ρουσσάκη Ιωάννη από τον Άγιο Μάμα, των Μαθιουδάκη Πέτρο, Μαθιουδάκη Γεώργιο, Μαθιουδάκη Ιωάννη, Πανταλό Ιωάννη, Πανταλό Πέτρο και Μιχελιουδάκη Ανδρέα, από τα Αβδελλά, μέχρι να έρθουν οι δικοί τους.
Το δράμα όμως δεν έχει ολοκληρωθεί εκείνο το πρωινό του Σεπτέμβρη του 1943. Τα θλιβερά μαντάτα στο Γουρνόλακκο φτάνουν και στα υπόλοιπα χωριά των εκτελεσθέντων. Στις 5 Σεπτεμβρίου ο ιερέας Ανδρέας Γεωργίου Βαρδιάμπασης από τα Λιβάδια, ο δάσκαλος τον Αβδελλών Δετοράκης Νικόλαος του Κωνσταντίνου με καταγωγή από την Κριτσά Λασιθίου με συγγενείς, γνωστούς και φίλους των εκτελεσθέντων από τα χωριά Άγιος Μάμας και Αβδελλά, φτάνουν στο Γουρνόλακκο για να ν’ αποδώσουν τις τελευταίες τιμές στους νεκρούς.
Βάζουν σκοπούς και οι υπόλοιποι επιδίδονται στην ταφή των νεκρών.
Εκείνη την ώρα Γερμανικό ολιγάριθμο απόσπασμα, προερχόμενο από το Γαράζο (σύμφωνα με μαρτυρίες κρατούσαν μπιτόνια με βενζίνη για να κάψουν τους νεκρούς), φθάνει στα Ζωνιανά και προχωρεί προς τον Ψηλορείτη. Ο παπα-Γιάννης Ζερβός προσπαθεί με διάφορα προσχήματα να τους καθυστερήσει και να δώσει χρόνο να ειδοποιηθούν όσοι βρίσκονται στο βουνό.
Η Πελαγία Δημ. Παρασύρη ή Αναστοδημήτραινα βρίσκει την ευκαιρία να προπορευτεί των Γερμανών, φωνάζοντας προς όλες τις κατευθύνσεις συνθηματικά «Οι τράγοι ανεβαίνουν στα όρη». Ένας σημαντικός αριθμός ανθρώπων που βρίσκεται στην ευρύτερη περιοχή σώζεται στο άκουσμα του μηνύματος από την αγωνίστρια.
Οι φύλακες στο Γουρνόλακκο ειδοποιούν όσους βρίσκονταν μέσα στο λάκκο για τον ερχομό των Γερμανών. Εκείνοι όμως δεν εγκαταλείπουν το ιερό έργο τους. Μένουν και συνεχίζουν την ταφή των νεκρών τους.
Σε λίγο καταφθάνει το γερμανικό απόσπασμα, περικυκλώνει το Γουρνόλακκο, και χωρίς καμία προειδοποίηση τους εκτελεί όλους επί τόπου. Στο σημείο που βρισκόταν ο καθένας εκείνη τη στιγμή ακόμα και τον παπα-Αντρέα.
Ο συνολικός αριθμός των νεκρών φτάνει στους 32. Συγκεκριμένα 21 από τον Αβδελλά, έξι από τον Άγιο Μάμα, δυο από την Κάλυβο, ένας από τα Λιβάδια, ένας από την Κριτσά και ένας από της Αβδανίτες. Εδώ η μοίρα έπαιξε ένα παιχνίδι. Νεκρός από της Αβδανίτες είναι ο Πρινάρης Νικόλαος, πατέρας του παιδιού που είχε σωθεί την προηγούμενη.
Αναφέρει στο ποίημά του ο Παρασύρης
«Είκοσι δυο Αβδελιανοί
και έξι Αγιομαμίτες,
ήσαν και δυο Καλυβιανοί
κι ένας απ’ τσ’ Αβδανίτες.
Εκειά ‘τονε και ο παπα-Ανδρέας
από τα Λιβάδια, που ‘χε καθήκον ιερό,
να θάψει παλικάρια.
Πολλοί ήσανε, συντέκνοι μου
και φίλοι και γνωστοί μου,
κι αν κάθομαι, κι αν περπατώ,
τσοι κλαίει η ψυχή μου…».
Τα άψυχα κορμιά των εκτελεσθέντων, μέχρι να δοθεί η απαιτουμένη άδεια από τα στρατεύματα κατοχής για την ταφή τους, βρίσκονταν εκτεθειμένα στα στοιχειά της φύσης. Με αποτέλεσμα όταν μετά από 20 ημέρες επιτράπηκε η ταφή τους, τα κορμιά ήταν αλλοιωμένα.
Ότι είχε απομένει ετάφησαν στο Γουρνόλακκο, καθώς και στα μνημεία του Αγίου Μάμα και των Αβδελλών.
Οι εκτελεσθέντες της Κυριακής, που συμπληρώνουν το μαρτυρικό κατάλογο του Γουρνόλακου είναι:
Αβδανίτες: Νικόλαος Μιχαήλ Πρινάρης
Αβδελλάς: Νικόλαος Κωνσταντίνου Δετοράκης. Δάσκαλος. Κριτσά Λασιθίου, Ανδρέας Ματθαίου Καλαϊτζάκης, Ιωάννης Ιωάννου Καλλέργης, Επαμεινώνδας Σταύρου Λαμπρινός, Γεώργιος Παναγιώτου Μαθιουδάκης, Εμμανουήλ Γεωργίου Μαθιουδάκης, Ιωάννης Δημητρίου Μαθιουδάκης, Ιωάννης Παναγιώτου Μαθιουδάκης, Ιωάννης Εμμανουήλ Μιχαλογιάννης, Αντώνιος Κυριάκου Μιχελουδάκης, Γεώργιος Κυριάκου Μιχελουδάκης, Εμμανουήλ Γεωργίου Μιχελουδάκης, Χαράλαμπος Γεωργίου Μιχελουδάκης, Γεώργιος Εμμανουήλ Πανταλός, Γεώργιος Χρήστου Πανταλός, Ιωάννης Δημητρίου Φραγκιαδάκης.
Άγιος Μάμας: Μιχαήλ Εμμανουήλ Ζαχαράκης, Κων/νος Παντελή Μανουράς, Γρηγόριος Γεωργίου Ορφανός.
Λιβάδια: Ιερέας πατήρ Ανδρέας Γεωργίου Βαρδιάμπασης.
Τα θύματα του Γουρνόλακκου λέγεται, ότι αντίκρισε μεταξύ άλλων από τους πρώτους που έφτασαν, ο δάσκαλος από τα Λιβάδια Γεώργιος Βαρδιάμπασης, του οποίου γιος ήταν ο παπα-Ανδρέας. Στη θέα του νεκρού του παιδιού και των άλλων ανδρών λύγισε και στο μυαλό του γεννήθηκε ένα από τα πιο περίεργα ποιήματα, από όσα έχουν δει το φως της δημοσιότητας μέχρι σήμερα. Ο λόγος για τη «Μάχη του Αρμαγεδών» που εκδόθηκε από τον Δήμο Κουλούκωνα, (κι είναι τιμή για κείνους που το αποφάσισαν) πολλά χρόνια μετά το θάνατο του συγγραφέα.
Τη δε ταφή των νεκρών έκανε ο παπα-Ζερβός από τα Ζωνιανά, ο οποίος σφράγισε με τις προσευχές και τις δεήσεις του, το δράμα του Γουρνόλακκου.
Ένα χρόνο μετά, στην εφημερίδα «Ελεύθερη Γνώμη» (3 Δεκεμβρίου 1944) κατονομάζονται οι υπαίτιοι της τραγωδίας δηλαδή στο στρατηγός Μπρούνο Όσβαλντ Μπρόγιερ, ο διοικητής της Γερμανικής Χωροφυλακής Ρεθύμνης, ένας Γερμανός λοχίας ονόματι Βέτε. Συμμετείχε κι ένα ακόμα αξιωματικός που δεν κατονομάζεται.
Κι ενώ αυτοί δικάστηκαν και καταδικάστηκαν για άλλες θηριωδίες για το δράμα στο Γουρνόλακκο δεν έγινε ούτε αναφορά. Κι έτσι είναι από τα εγκλήματα της ναζιστικής κατοχής που έμεινε ατιμώρητο.
Το σύνολο των αδικοχαμένων στο Γουρνόλακκο ανήλθε στον αριθμό τριάντα δύο (32) από πέντε χωριά.
Λιβάδια: Βαρδιάμπασης Ανδρέας
Αβδανίτες: Πριναράκης Νικόλαος
Κάλυβος: Παραγιουδάκης Ιωάννης, Κοζορώνης Χαράλαμπος
Άγιος Μάμας: Ζαχαράκης Μιχαήλ, Ορφανός Γρηγόριος, Μανουράς Κωνσταντίνος, Σερλής Κυριάκος, Ρουσσάκης Ιωάννης, Σαρρής Ελευθέριος
Αβδελάς: Δετοράκης Νικόλαος (δάσκαλος), Μιχελιουδάκης Γεώργιος του Κυριάκου, Μιχελιουδάκης Χαράλαμπος, Μιχελιουδάκης Εμμανουήλ, Μιχελιουδάκης Γεώργιος του Εμμανουήλ, Μιχελιουδάκης Αντώνιος, Μιχελιουδάκης Αντρέας, Μαθιουδάκης Μιχαήλ, Μαθιουδάκης Εμμανουήλ, Μαθιουδάκης Ιωάννης του Δημητρίου, Μαθιουδάκης Πέτρος, Μαθιουδάκης Γεώργιος, Μαθιουδάκης Ιωάννης του Παναγιώτου, Πανταλός Ιωάννης, Πανταλός Πέτρος, Πανταλός Γεώργιος του Χρήστου, Πανταλός Γεώργιος του Εμμανουήλ, Καλλέργης Ιωάννης, Λαμπρινός Επαμεινώνδας, Καλαϊτζάκης Ανδρέας, Φραγκιαδάκης Ιωάννης, Μιχαλογιαννάκης Ιωάννης.
Η θρυλική Αναστοδημήτραινα
Αποκοτιά είναι ο ηρωισμός όπως και να το κάνουμε. Η τραγωδία στο Γουρνόλακκο μας δίνει ακριβώς τη διάσταση της μεγαλειώδους αυτής πράξης. Η Αναστοδημήτραινα που βρίσκει χρόνο να πάρει τρέχοντας το δρόμο για το βουνό και να βάλει φωνή προειδοποιώντας για τον ερχομό των Γερμανών μένει στην ιστορία κι αυτό χάρις στο πάθος κάποιων ανθρώπων να κρατήσουν άσβηστες τις ηρωικές αυτές πράξεις.
Έτσι και η παράτολμη αυτή γυναίκα που υποκλίνεται κάθε ελεύθερος άνθρωπος στη μνήμη της έχει την τιμή που της άξιζε. Είναι ένα καλαίσθητο μνημείο στο σημείο που έδρασε. Μια μεγαλόπρεπη γυναίκα όμοια με τη μοίρα της Κρήτης δείχνει το δρόμο προς τη λύτρωση.
Λόγω της επετείου του Γουρνόλακκου η συνέντευξη με τον τελευταίο αντάρτη της Κοξαρέ μεταφέρεται στο αφιέρωμα της Τρίτης.
Πηγή
Πολιτιστικό Ρέθυμνο
Ενότητα Αντίσταση
Ομιλίες αντιδημάρχων στις επετειακές εκδηλώσεις
Βασίλη Αποστολάκη: Ιωάννης Νικηφόρος