Του ΣΑΒΒΑ ΑΜΑΝΑΤΙΔΗ*
Εκατό χρόνια, 1919-2019 από τη Γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου. Ευλαβικές στιγμές περισυλλογής, στιγμές καθαρά μνημόσυνες, στιγμές κατά τις οποίες όλος ο ελληνικός λαός οφείλει να διαλέγεται με το παρελθόν του, να συνομιλεί με την ιστορία του. Γιατί έτσι αναβαπτίζει τη μνήμη του, νιώθει την ευθύνη του ιστορικού του βάρους, βεβαιώνει την ύπαρξη του και κραταιώνει την εθνική του αυτοσυνειδησία, με τις ζείδωρες πηγές της ύπαρξής του που είναι η θέωση του ελληνικού πνεύματος και ο πόνος της πατρίδας. Η ελληνική πολιτεία με ομόφωνη απόφαση που έλαβε την 24η Φεβρουαρίου 1994, όρισε την 19η Μαΐου ημέρα εθνικής μνήμης για την γενοκτονία του ποντιακού ελληνισμού. Είναι η ημέρα που ο Μουσταφά Κεμάλ αποβιβάστηκε στη Σαμψούντα και ξεκίνησε τη δεύτερη φάση της εξόντωσης των μειονοτήτων και κυρίως των Αρμενίων και Ελλήνων του Πόντου, εφαρμόζοντας το σχέδιο του Γερμανού Λίμαν Φον Σάβντερς, του μισητού ανθέλληνα που έλεγε στους Τούρκους: «Σας βεβαιώ, με το σύστημα που σας προτείνω ο θάνατος τους είναι βέβαιος… Η μισητή και άτιμη ράτσα των Ελλήνων θα χαθεί για πάντα» (Αντώνιος Γαβριηλίδης, Σελίδες εκ της εθνικής συμφοράς του Πόντου).
Το μαρτύριο των Ελλήνων του Πόντου που άρχισε το 1906 με την επανάσταση των Νεοτούρκων, εντάθηκε το 1914 και ολοκληρώθηκε το 1922-23. Τη φρίκη της συμφοράς δύσκολα μπορούμε να περιγράψουμε γιατί οι Τούρκοι άρχισαν τους εκτοπισμούς, τις δολοφονίες, τους βιασμούς, τις κακουχίες, τις πυρπολήσεις, τις εξορίες στα βάθη της Μικράς Ασίας. Η γενοκτονία έγινε μεθοδικά. Οι κάτοικοι των πόλεων και χωριών του Πόντου για να αποφύγουν τη σφαγή του Τοπάλ Οσμάν και των Τσέτηδων, μαζί με τα γυναικόπαιδα κατέφευγαν στα βουνά, κυνηγημένοι, με βουρκωμένα μάτια, χάνοντας η μάνα το παιδί και το παιδί τη μάνα, αλλά πάντοτε με την πίστη στον θεό και την ελπίδα για σωτηρία. Κυνηγημένοι έπαιρναν μαζί τους ότι πολυτιμότερο είχαν. Και ανάμεσα σε αυτά την πανσέβαστη εικόνα της Παναγίας της ιστορικής μονής του Πόντου Σουμελά. Την εικόνα έκρυψε ο αείμνηστος αρχιμανδρίτης Αμβρόσιος, που υποσχέθηκε ότι θα ξαναέρθει στα άγια χώματα να την ελευθερώσει. Δεκαετίες μετά πραγματοποίησε την υπόσχεση του. Ανέσυρε με δάκρυα τη σεπτή εικόνα και την μετέφερε στο Βέρμιο, σε μια πανέμορφη πλαγιά, όπου κτίστηκε το μοναστήρι της Παναγίας Σουμελά και όπου έκτοτε εναποθέτουν οι Πανέλληνες εκεί τον πόνο και την νοσταλγία τους. Ο Κεμάλ Ατατούρκ αναδείχτηκε σε ηθικό αυτουργό των απεριόριστων εγκλημάτων του συνεργάτη του Τοπάλ Οσμάν, τον οποίο διόρισε γενικό αντιπρόσωπο του στην παραλιακή ζώνη του Πόντου, με απεριόριστο δικαίωμα ζωής και θανάτου πάνω στους Έλληνες.
Όπως γράφει ο Χρ. Σαμουηλίδης στο βιβλίο του «Μαύρη Θάλασσα» ο Τοπάλ Οσμάν άνοιξε τις φυλακές σε όλα τα κατακάθια και αποβράσματα, τους κλέφτες, τους χασικλήδες, τους πλιατσικολόγους, τους φυγόδικους, τους κατάδικους ισοβίτες, τους ληστές και βιαστές και τους εξόπλισε με όπλα και μαχαίρια, με εντολή να καταστρέψουν τους γκιαούρηδες του Πόντου για να μην μείνει ζωντανή καμία ελληνική ψυχή. Φωτιά και μαχαίρι, τους έλεγε».
Άπειρες είναι οι εκθέσεις στα αρχεία των υπουργείων εξωτερικών Αγγλίας, Γαλλίας, Αυστρίας και Αμερικής για τα μαρτύρια του ελληνικού λαού του Πόντου. Περισσότεροι από 353.000 Έλληνες του Πόντου βρήκαν μαρτυρικό θάνατο από τους Νεότουρκους και τους Κεμαλικούς. Τα βουνά και οι χαράδρες του Πόντου γέμισαν από τα πτώματα των αθώων θυμάτων της τουρκικής θηριωδίας. Αυτό που δεν πέτυχε το κεμαλικό καθεστώς στους 5 αιώνες της τυραννικής του διοίκησης να εξοντώσει δηλαδή τον ελληνισμό του Πόντου και της Ιωνίας, το πέτυχε μέσα σε λίγα χρόνια ο Κεμάλ Ατατούρκ με τον Τοπάλ Οσμάν και τους Τσέτες. Εγκληματική λαγνεία, αιμοσταγής βαρβαρότης, θηριωδία κτηνώδης, ανάγκασαν πλήθη ανθρώπων να πορεύονται προς το μαρτύριο και να σφάζονται ως ερίφια και γυναίκες να ατιμάζονται. Αλλά και ο ιερός κλήρος, ένθεος μυσταγωγός της εθνικής ψυχής και ζωής και ακούραστος διάκονος των ιδεωδών και παραδόσεων της φυλής μας, βρέθηκε επί του θυσιαστηρίου. Γι’ αυτό κλαίει ο Κωστής Παλαμάς: «Ω! ψες των κρίνων εθνικών ολόανθα στεφάνια ξερά σκορπούνε στον σταυρό μπροστά του μαρτυρίου». Η 19η Μαΐου, κατεξοχήν μνημόσυνη ημέρα είναι η επιστροφή, με μάτια δακρυσμένα στα ιερά χώματα του Πόντου και της Μικράς Ασίας των αξέχαστων ελληνικών πατρίδων και κοιτίδας του ελληνισμού, που το 1922 τον αφάνισαν από τις προγονικές εστίες, τον εκάμαν αποκαΐδια και ως τέφρα τον σκόρπισαν στο έλεος των ανέμων, της δυστυχίας και του θανάτου. Γιατί ο αιμοσταγής Τοπάλ Οσμάν και οι Τσέτες, όπως έγραψε ο Δημήτρης Ψαθάς στο συγκινητικό ιστόρημά του «Γη του Πόντου» ήθελαν, να χαρούν την αγωνία του θανάτου και το τελευταίο βογγητό των θυμάτων που στραγγάλιζαν και μαχαίρωναν.
Οι Έλληνες του Πόντου και της μικρασιάτικης γης των αξέχαστων ελληνικών πατρίδων, πλημμυρισμένοι από τον πόθο και την γλυκιά νοσταλγική ονειροπόληση περιγράφουν με απαράμιλλή τέχνη, τοπογραφικά, ιστορικά, πολιτιστικά, τις πόλεις, τους τόπους και τα ιερά. Δίνουν το παρών και σήμερα και δείχνουν ότι αξίζει να συνεχίσουν την ιστορική δημιουργική παράδοση, μέσα στην μεγάλη οικογένεια της ελεύθερης πατρίδας και του έθνους. Γιατί γνωρίζουν ότι η ιστορική μοίρα είναι πιο ισχυρή από την ανθρώπινη βούληση και μαζί με τον λαϊκό τραγουδιστή ψάλουν: «Ποιος ξέρει τι καιροί θα ρθούν, τι χρόνια θα περάσουν, να πάμε να τα πάρουμε για να πολύ χαρούμε». Άλλωστε και το «Καράβι της ελπίδας» του Γεωργίου Αθάνα που αρμενίζει στα πέλαγα του μέλλοντος, δεν καταποντίστηκε ποτέ, καθώς είναι φορτωμένο με την πολύτιμη ελπίδα του ξανά γυρισμού, μόλις τον Έθνος το καλέσει: « έλα χρυσό καράβι, έλα ξεφόρτωσε! Δώσε μας τον θησαυρό σου και άνοιξε τα πανιά ολόισια για την Σμύρνη και τα Μουντανιά». Γιατί η εθνική μνήμη διατηρεί χλωρή την ρίζα της ελληνικής φυλής. Όπου υπάρχουν σταυροί, εκεί και Ανάσταση, γιατί «Ουκ εάλω η ρίζα. Ουκ εάλω το φως! Ουκ εάλω η βασιλεύουσα ψυχή των Ελλήνων» (από το βιβλίο Δρόμοι Πολιτικής Ελπίδας). Και κατακλείοντας το σύντομο αυτό μνημόσυνο σημείωμα, θα ήθελα για το έργο της προσφοράς και της θυσίας όλων των επωνύμων και ανωνύμων Ποντίων προγόνων μας, να προσφέρω ως ελάχιστο δείγμα τιμής και σεβασμού τους παρακάτω στίχους του Φίλωνα Κτενίδη «Αποθαμμέν’ θα απομέν’ αδά όπου ετάφαν χιλιάδες χρόνια φύλακες, και μέρες μυριάδες….. και άλλ’ ατόσα και αν διαβαίν θα μεν, και θα παρμένε, θα αναμένε την Λαμπρήν και το Χριστός Ανέστη…..θα αναμέν’ τον γυρισμό και τη ξενιτεμένε» Δηλαδή: Οι νεκροί θα μείνουνε, εδώ όπου τάφηκαν για χιλιάδες χρόνια φύλακες και μέρες ατελείωτες και άλλα τόσα χρόνια και αν περάσουν θα μένουν και θα περιμένουν. Θα περιμένουν τη Λαμπρή και το Χριστός Ανέστη. Θα περιμένουν τον γυρισμό του ξενιτεμένου. Είναι η καλύτερή απάντηση προς όλους εκείνους οι οποίοι με κείμενα και λόγους τους, γεμάτους από νοσηρή σκοπιμότητα, ιδεολογική πλευρίτιδα και επιστημονική μυωπία προσπαθούν να στρεβλώσουν την ιστορική μνήμη και να ρίξουν λήθη στα γεγονότα, να νοθεύσουν και παραχαράξουν την ιστορία μας. Πρέπει να αγρυπνούμε, γιατί θεωρούμε αναγκαία την συνεχή επαφή του σύγχρονου ελληνισμού με την ιστορική και πολιτιστική κληρονομιά, των αλησμόνητων και αλύτρωτων ελληνικών πατρίδων. Εξάλλου δείγματα ενός ζωτικού λαού και συστατικά του ιστορικού του δυναμισμού είναι η μνήμη και η ευγνωμοσύνη.