Ολοκληρώνουμε το αφιέρωμά μας στη Μάχη της Κρήτης με ψήγματα ιστορικής μνήμης από μεμονωμένα περιστατικά, αναφέροντας πρόσωπα λιγότερο γνωστά όπως ο Χωροφύλακας Μπουμπουλάκης Αναξαγόρας του Σπυρίδωνα από Περιβόλια Ρεθύμνου.
Στη μάχη της Κρήτης, στην περιοχή Περιβόλια Ρεθύμνου, ως επικεφαλής ομάδος πολιτών οργάνωσε και αντέταξε άμυνα, μαχόμενος με τους πολίτες κατά των Γερμανών αλεξιπτωτιστών, συνελήφθη και εκτελέστηκε μαζί με πολλούς απ’ αυτούς, στα Μυσίρια Ρεθύμνου την 23-5-1941.
Ένα ματωμένο διήμερο
Οι εκτελέσεις έγιναν στο διήμερο 23 και 24 Μαΐου από τους αιχμαλώτους που οι Γερμανοί είχαν συγκεντρώσει στο συγκεκριμένο διήμερο.
Τους αιχμαλώτους αυτούς που ήταν και γυναικόπαιδά τους είχαν κλείσει σε δύο σπίτια στα Μυσσίρια. Το ένα ήταν το καφενείο του Θεοδώρου Δουλουμπέκη πάνω στην αμαξιτή οδό. Αυτό υπάρχει ακόμα.
Το δεύτερο σπίτι – στρατόπεδο – συγκέντρωσης – ήταν το σπίτι του Γιάννη Μελισσουργού που ήταν στην παραλία. Αυτό το σπίτι όμως σήμερα δεν υπάρχει.
Στις 23 του Μάη, ημέρα Παρασκευή και ώρα 5:30 έως 6η απογευματινή, διάλεξαν 36 από τους νεότερους άνδρες που είχαν συλλάβει προ διημέρου και τους οδήγησαν στην παραλία και με το παράγγελμα αλτ, έβαλαν συγχρόνως ριπές εναντίον τους με ταχυβόλα όπλα και έτσι εκτέλεσαν 32 και τραυμάτισαν ένα που πέθανε αργότερα από το τραύμα του. Τη στιγμή της ομαδικής εκτέλεσης και μάλιστα όταν ρίχνονταν οι χαριστικές βολές, άρχισε το καταιγιστικό πυρ των όπλων του πυροβολικού ενός τμήματος Αυστραλών στρατιωτών που βρισκόταν 500 περίπου μέτρα μακρύτερα. Οι Γερμανοί ταράχτηκαν και εγκατέλειψαν τους τουφεκιζόμενους προσωρινά. Έτσι με τη σύγχυση που δημιουργήθηκε διασώθηκαν έρποντες προς την παραλία οι Μανούσος Μανουσάκης, ο Γιάννης Τερζιδάκης, ο Δημήτρης Λαδιάς και ο Γιάννης Λαγός που είχε πάρει τη χαριστική βολή στο πρόσωπο και πέθανε αργότερα.
Την άλλη μέρα το πρωί, πήραν από το καφενείο του Δουλουμπέκη άλλους 16 μεταξύ των οποίων ήταν και ένας ενενηντάρης γέροντας και μάλιστα τυφλός και τους εκτέλεσαν με τον ίδιο τρόπο. Οι εκτελέσεις δυστυχώς συνεχίστηκαν. Οδήγησαν και πάλι περίπου τριάντα ένα αιχμαλώτους τους οποίους αφού τους εκτέλεσαν αντί να του θάψουν τους έριξαν μέσα σε ένα πηγάδι και αφού αυτό γέμισε, τους άλλους τους παράχωσαν γύρω από το πηγάδι.
Συγκλονιστικές αφηγήσεις
Χρόνια μετά μου διηγιόταν, ο πεθερός μου, Δημήτρης Λαδιάς
«Μόλις είχα εξασφαλίσει την οικογένεια και γύριζα να δω τι γίνεται στα Περιβόλια που χαλούσε ο κόσμος. Μια στιγμή αντιλαμβάνομαι Γερμανό και ανεβαίνω σ’ ένα δέντρο. Αυτός όμως έδειχνε κουρασμένος. Δεν άργησε να με αντιληφθεί. Βρέθηκα με τους άλλους στην πρώτη φουρνιά που έσερναν στην άμμο για εκτέλεση. Με τις πρώτες ριπές έπεσα κάτω. Έμεινα καταπλακωμένος χωρίς καν να αναπνέω. Έλεγα τόσα και τόσα με βρήκαν. Θυμήθηκα τον εαυτό μου στα Βουρλά που γεννήθηκα. Κι έπειτα βρέθηκα παιδί εφτά χρονών ολομόναχο ανάμεσα σε άλλους πρόσφυγες να αναζητώ τη μάνα μου. Από το Ναύπλιο που βρισκόμουν με φέρανε στο Ρέθυμνο, όπου βρήκα τη μητέρα μου και την αδελφή μου. Είδα μετά τον εαυτό μου στην Αλβανία. Την πρώτη φορά που ήρθαμε σώμα με σώμα με τον εχθρό ποικίλα συναισθήματα με κυρίεψαν. Κι έπειτα τίποτα. Μόνο μανία να μην περάσουν οι Ιταλοί στα χώματά μας.
Με την κατάρρευση του μετώπου βρήκα τυχαία ένα καράβι να γυρίσω. Στάθηκα αρχικά άτυχος. Πέσαμε σε τορπίλη. Πάνω στον κίνδυνο αδιαφορώντας για το ύψος έδωσα μια και βρέθηκα στη θάλασσα. Τελικά σώθηκα. Κι ήρθα στο Ρέθυμνο. Μα χωρίς να πάρω ανάσα με πρόλαβαν τα γεγονότα. Και τώρα ήμουν καταπλακωμένος αλλά αποφασισμένος να ζήσω. Έπρεπε να ζήσω. Άκουσα βογγητό. Ψιθυριστά συνεννοήθηκα. Ήταν ο Μανουσάκης. Δίναμε κουράγιο ο ένας στον άλλο. Ξαφνικά μυρωδιά βενζίνης με έβαλε σε ταραχή. Οι Γερμανοί είχαν φαίνεται σκοπό να κάψουν τα πτώματα.
Ένα αγγλικό πυροβόλο από τον Άγιο Γιώργη είδε τη φωτιά κι άρχισε να βάλει. Οι Γερμανοί έγιναν λαγοί. Περιμέναμε ακόμα να νυχτώσει καλά. Κι έπειτα έρποντας φθάσαμε στη θάλασσα. Ο δρόμος για την ελευθερία ήταν ανοικτός. Κολυμπώντας φθάσαμε στο Ρέθυμνο. Κρυφτήκαμε μερικές μέρες κι έπειτα ειδοποιήσαμε τους δικούς μας που μας νόμιζαν νεκρούς».
Ο Δημήτρης Λαδιάς, συνέχισε τη ζωή του με την Ελευθερία του και τα παιδιά του. Την Αθηνά και το Γιώργο. Αργότερα το 1950 απόκτησε τον Παντελή.
Τερζιδάκης ο Άρχοντας
Ο Γιάννης Τερζιδάκης ένας ακόμα από τους διασωθέντες, ήταν ένας άρχοντας. Διατηρούσε μια επιχείρηση κοντά στον κινηματογράφο «Αύρα». Ψηλός, ευθυτενής, μερακλής μέχρι τα βαθειά του γεράματα, έκανε τις καλύτερες παρέες με τους πρωτομάστορες της κρητικής μουσικής. Έπαιζε και καταπληκτική λύρα. Μου άρεσε η παρέα του, γιατί ήταν ένας πολύ ευχάριστος τύπος. Με το καλαμπούρι πάντα στο στόμα.
Ο Γιάννης Σιράγας, ήταν από τους πιο φιλήσυχους ανθρώπους, αναφέρει ο Κώστας Μαμαλάκης, στο αφιέρωμά του «Η πόλη που δεν σβήνει».
Και προσθέτει:
«Αν όλοι οι άνθρωποι είχαν το χαρακτήρα του, ομαλή αρμονική και ανέφελη θα ήταν η συμβίωσή τους.
Με το λεπτό πρόσωπο, το μαύρο μουστακάκι τα μισόκλειστα στοχαστικά μάτια, πίσω από τα γυαλιά…
Τον θυμάμαι σκυμμένο πάνω στο έντυπο χάρτη – βιβλίο, στο βάθος του Βιβλιοχαρτοπωλείου του και πρακτορείου εφημερίδων. Αποστρεφόταν τον κίτρινο τύπο, που χάλασε τα σχέδια του μεγάλου Αρχιτέκτονα και διέκοψε την προσπάθεια της νέας εξόρμησης για αναδημιουργία, πούχε στο ενεργητικό της την ευλογημένη και γόνιμη «βενιζέλειο» τετραετία!
Ροφούσε απολαυστικά μαζί με τον καφέ του και το περιεχόμενο του «Ελεύθερου Βήματος» που πρακτόρευε της σοβαρότερης τότε Δημοκρατικής εφημερίδας.
Του άρεσε ύστερα με μετριοπάθεια και αντικειμενικότητα να συζητά τα φλέγοντα και την πολιτική κατάσταση με τους αντιφρονούντας, που τον άκουαν «κεχηνότες» και κλονισμένοι στις πεποιθήσεις τους από τα επιχειρήματα της ασφαλούς του κρίσεως. Το πολιτικό του αισθητήριο τον βοηθούσε και σε προβλέψεις πολιτικών εξελίξεων.
Αυτό το φιλειρηνικό, στοχαστικό άνθρωπο, ξύπνησαν ένα πρωί οι φωνές των προγόνων το αίσθημα του χρέους, η φωνή της Κρήτης!
Είχε πάντα του ακμαίο φρόνημα και λάτρευε το υπέρτατο αγαθό των ελευθέρων ανθρώπων! Τώρα που ήταν «υπέρ πάντων ο αγών» απόκτησε και αγωνιστικό μένος. Και έγινε ήρωας μάρτυρας.
Το αίμα του Γιάννη Σιράγα, ράντισε το χώμα στα Μισσίρια. Μαζί με το αίμα του Χαρίτου Καλομενόπουλου και των άλλων υπερήφανων ηρώων και μαρτύρων του Ρεθέμνου!».
Ανάμεσα στους εκτελεσθέντες ένας ακόμα εθνομάρτυρας, που είχε όμως την καλύτερη φήμη στην κοινωνία των Περιβολίων που ζούσε.
Ήταν ο Γεώργιος Κόλλιας.
Είχε έρθει πρόσφυγας από τις Φώκαιες. Κουβαλούσε μαζί του την κουλτούρα και την αρχοντιά της γενέτειράς του. Άνθρωπος φιλοπρόοδος και εργατικός κατάφερε με σκληρή δουλειά να δημιουργήσει ένα παντοπωλείο. Δεν αδικούσε κανέναν, δεν είχε προσωπικά με κανέναν Ήρεμος, μειλίχιος, χαριτωμένος.
Είχε παντρευτεί μια από τις πανέμορφες γυναίκες της περιοχής, τη Βασιλεία Σουσάρη. Ήταν από τις πιο εγγράμματες Μικρασιάτισσες, καθώς είχε προλάβει να προχωρήσει στο Γυμνάσιο. Ήρθε και η Μαρία να κάνει με την όμορφη παρουσία πιο φωτεινή την ευτυχία τους, ήρθε και ο Τάσος στις 20 του Απριλίου 1941. Δεν είχε προλάβει να σαραντίσει το βρέφος όταν συνέβη το κακό.
Ο Γιώργης Κόλλιας ατένισε στα 38 του χρόνια τελευταία φορά τον ήλιο, μαζί με τους άλλους πατριώτες. Ίσα που πρόλαβε να κάνει το σταυρό του. Έμεινε μόνο το όνομά του μαζί με των άλλων στο κενοτάφιο για αιώνια δόξα.
Ένα πολύτιμο εύρημα
Ο γιος του Τάσος, μεγάλωσε με τη φήμη του ξεχωριστού πατέρα του, που δεν είχε πικράνει ποτέ κανέναν, όλοι τον ανέφεραν με συγκίνηση, δίνοντας την εικόνα ενός αξιαγάπητου και γενικά ανθρώπου που τιμούσε τις ρίζες του. Σπούδασε δάσκαλος. Ήταν τα πρώτα χρόνια που είχε διοριστεί, 1967-68, όταν μια μέρα τον σταμάτησε ο καλός μας συμπολίτης Κίσσανδρος Σκουλουφιανάκης.
Έδειχνε συγκινημένος.
– Θέλω κάτι να σου δώσω, του είπε. Μπορεί να σε ενδιαφέρει.
Άνοιξε μια χαρτοπετσέτα και του έδωσε ένα δακτυλίδι αρραβώνα που έγραφε: «Βασιλεία Σουσάρη».
Τρέμοντας το πήρε ο Τάσος, που σήμερα είναι από τους πιο σημαντικούς συμπολίτες στο χώρο και του πολιτισμού.
Ήταν ένα «θυμητάρι» από τον πατέρα του. Ποιος ξέρει κάτω από ποιες συνθήκες αποχωρίστηκε ο Γιώργης τον αρραβώνα του. Ο Κίσσανδρος το βρήκε παίζοντας μπάλα εκεί στην άμμο, κοντά στο σημείο της εκτέλεσης και σκέφτηκε ότι μπορεί να ανήκει στον πατέρα του Τάσου. Ίσως ο σπάνιος εκείνος άνθρωπος ήθελε ν’ αφήσει πριν πεθάνει κάτι που να τον θυμίζει. Γιατί είναι γνωστό πως άμορφους σωρούς δημιουργούσαν οι εκατόμβες θυμάτων όταν και εφόσον τους εύρισκαν. Και στο πλιάτσικο θα μπορούσε να χαθεί κάτι πολύτιμο όπως ένας αρραβώνας.
Σημασία έχει ότι από τυχαίες στιγμές φτάνει, όσα χρόνια κι αν περάσουν, το μήνυμα που επιθυμεί κάποιος ν’ αφήσει στους μεταγενέστερους. Κι έχει μεγαλύτερη αξία το κληροδότημα αυτό, αν προέρχεται από έναν εθνομάρτυρα, όπως ήταν και ο Γιώργης Κόλλιας.
Και ο αδελφός του Καλομενόπουλου
Ανάμεσα στους νεκρούς και ο Χαρίτος Καλομενόπουλος που με το θάνατό του ενέπνευσε στον αδελφό του και γνωστό βάρδο του Ρεθύμνου το ποίημα που αναφέρεται στην εκτέλεση και στην τραγωδία που γράφτηκε στην άμμο των Μισσιρίων εκείνο το Μάη του 1941. Μια τραγωδία που δεν έχει τέλος.
Εικόνες ντροπής
Την εικόνα που επικρατούσε στην πόλη μετά τη μάχη της Κρήτης περιγράφει ο χρονογράφος της εποχής με τις παρακάτω γλαφυρές λεπτομέρειες.
«Σ’ όλους τους κανονισμούς των Στρατών της γης, είναι γραφτό, πως ο κάθε στρατός που νικητής μπαίνει σε μια πόλη, πρέπει να φανεί αξιοπρεπής και ιππότης.
Είναι μια αρχή, ένα αξίωμα στρατιωτικό, που δεν έχει εξαιρέσεις, για κάθε ταχτικό και πολιτισμένο στρατό.
Ο Γερμανικός στρατός μπαίνοντας στο Ρέθυμνο, πρώτη πράξη που έκαμε, χτύπησε στα μάτια του πληθυσμού, ήτανε να βγάλει τα ρούχα του, και να γυρίζει στους δρόμους, αξιωματικοί και στρατιώται, είτε μόνοι μ’ ένα κοντό βρακάκι, που μόλις εκάλυπτε αραχνοΰφαντα τα απόκρυφα μέλη τους, είτε και απολύτως ολόγδυμνοι, με ακάλυπτα και τα γενετικάτους όργανα.
Αυτή ήταν η πρώτη δημόσια πράξη τους! Έτσι ο πληθυσμός κυκλοφορώντας στους δρόμους, μπέρδεψεμε τους ξεβράκωτους Γερμανούς.
Συνηθισμένοι από τα περασμένα, της Διεθνούς κατοχής, που έδωκε την ευκαιρία στον Κρητικό Λαό να γνωρίσει Άγγλους, Ιταλούς, Γάλλους, Ρώσους, συνηθισμένοι από τους δικούς μας Αξιωματικούς, νησιώτες καθώς είμαστε, που χάρις στη θάλασσα ερχόμαστε σε επικοινωνία με τον έξω κόσμο, μετανάσται στη Αμερική και Αφρική, γραμματισμένοι με πολλούς Επιστήμονες μορφωμένους σε ξένα Πανεπιστήμια, στο θέαμα αυτό των ξεβράκωτων Γερμανών, δοκιμάσαμε ασυνήθη κατάπληξη!
Το χαρακτηρίσαμε σαν περιφρόνηση, μα και σαν απόδειξη μιας προστυχιάς άνευ προηγουμένου.
Σύγχρονα, οι Γερμανοί με τις λόγχες τους, και τα πιστόλια τους, έσπαζαν τις πόρτες των σπιτιών και των μαγαζιών και ελεηλάτουν τα χρήματα, χρυσαφικά, πολύτιμα πράγματα, έσπαζαν τα τζάμια, καθρέφτες, γυαλικά, αποπατούσαν μέσα σε καπέλα, τσάντες γυναικών, στη μέση των σπιτιών μας και κυκλοφορούσαν ύστερα στους δρόμους φορούντες κλεμμένα ψηλά επίσημα καπέλα, γυναικεία καπέλα, ανοιχτές ομπρέλες, με το κορμί τους ολόγυμνο!
Στην ατιμία αυτή, πήραν μέρος και οι Ιταλοί, αιχμάλωτοι της Αλβανίας, που είχαν κατέβη ωστόσο από το στρατόπεδο Ιταλών αιχμαλώτων της Μονής Ασωμάτων.
Η οργανωμένη και επίσημος λεηλασία της πόλεως, υπό των Γερμανών αρχών πλέον άρχισε ευθύς αμέσως.
Αυτοκίνητα στρατιωτικά, με στρατιώτας γερμανούς, έχοντας αξιωματικόν επικεφαλή και κατά διαταγή του Φρουραρχείου Ρεθύμνης (εννοείται του Γερμανικού) έπαιρναν από τα σπίτια της Ρεθύμνης, όλα τα έπιπλα του πληθυσμού!
Καρέκλες, τραπέζια, μπουφέδες, κρεβάτια, ρούχα, βάζοντας τους κατοίκους να τα φορτώσουν.
Πού τα πήγαιναν, άγνωστον.
Πάντων πολλά από αυτά τα είδαν στο αεροδρόμιο της Πηγής.
Το ίδιο το Φρουραρχείο, επέταξε ως λάφυρα πολέμου, όλα τα λάδια, αλεύρια, τρόφιμα, που βρήκε σε αποθήκες, είτε ήσαν Ελληνικού Στρατού, είτε ανήκαν σε ιδιώτες.
Αρκεί, η ποσότης να ήταν ενδιαφέρουσα. Ύστερα το ίδιο το Φρουραρχείο, με δικαιολογία πως οι Τσιβίλ (πολίται) έκοψαν ένα στρατιωτικό σύρμα, είτε παρέβησαν την αστυνομική ώρα, είτε εξύβρισαν την Γερμανία, είτε έκρυψαν ραδιόφωνο, είτε διέδιδαν ψευδείς ειδήσεις, διέτασσε, άλλοτε με κάποια αφορμή, άλλοτε για τρομοκρατία, άλλοτε για λωποδυσία, διέτασσε λέμε, πρόστιμα και φυλακίσεις, μεμονωμένες ή ομαδικές.
Εκτός των άλλων οι ναζί μόλις εγκαταστάθηκαν πρώτο τους μέλημα ήταν να έρθουν σε επαφή με τους γερμανόφωνους Ρεθεμνιώτες που είχαν σε λίστα γιατί είχαν έρθει απόλυτα οργανωμένοι. Με την ίδια μεθοδικότητα που είχαν καταγράψει με το φωτογραφικό φακό πρόσωπα και λεπτομέρειες από τη Μάχη της Κρήτης, άρχισαν να οργανώνουν το δίκτυο συνεργασίας τους με όποιον από τους ντόπιους γερμανομαθείς κατάφερναν να επηρεάσουν.
Γιατί υπήρξαν και κάποιοι που με την είσοδο των Γερμανών εκεί προς τον Πλατανιά τους υποδέχτηκαν ως …ελευθερωτές.
Από τους Γερμανομαθείς που έδειξαν εξ αρχής τις διαθέσεις τους χωρίς φόβο και πάθος ήταν ο περίφημος συγγραφέας και λογοτέχνης Σπύρος Τ. Λίτινας. Το είχαμε αναφέρει με λεπτομέρειες στο παρελθόν θα επανέλθουμε.
Πηγές:
Πολιτιστικό Ρέθυμνο (Ενότητα Μάχη της Κρήτης)
«Κρητική Επιθεώρηση»: Ιανουάριος 1947.