Πριν από πολλές δεκαετίες ένα φθινόπωρο βγήκα στο κυνήγι στην Ορνέ, στο Κέντρος. Στη ρίζα του βουνού ήταν ένας τεράστιος ασπαλαθές, που αργότερα αποτεφρώθηκε ακολουθώντας τη μοίρα ολόκληρης της χλωρίδας του βουνού, και ακολούθησα το υποτυπώδες μονοπάτι, που τον διέσχιζε. Η λαγωναρέ μου, η Γοργόνα, με ειδοποίησε με τη μύτη στο χώμα και κουνώντας έντονα την ουρά της ότι εντόπισε οσμή από το πέρασμα λαγού («αποβολή»), αλλά δεν την ενθάρρυνα με το γνωστό της σφύριγμα να την ψάξει, γιατί δεν υπήρχε ορατότητα και πεδίο βολής. Προορισμός μου ήταν οι σπανάδες, ψηλά στο αόρι. Παρέκαμψα το «Λαδόσπηλιο», πέρασα ανάμεσα από τους «Ορθούς Πόρους», δύο τεράστια ομοιόμορφα συγκροτήματα βράχων, και έφτασα στο πρώτο λακκούδι, κατάφυτο από αστοιβίδες και αχινοπόδους. Από εκεί δεν φαινόταν κανένα χωριό, μόνο ο ουρανός. Πιο ψηλά, στο βάθος, ορθωνόταν ο πέτρινος όγκος μιας κορυφής και στη βάση του σε μια μακρόστενη σπηλιά, που έκλεινε ένας ξερότοιχος, ήταν το παλιό μητάτο. Η περιοχή λεγόταν «Βιτσιλόκουμος» (η βιτσίλα, ο κρητικός αετός, ως λέξη είναι βενετσιάνικο κατάλοιπο από το ιταλικό albicilla = ασπριδερός, προσδιορισμός του aquila = αετός, γι’ αυτό είναι θηλυκού γένους).
Είχα πολλά χρόνια να πάω εκεί. Την τελευταία φορά που είχα ανεβεί έσφυζε από ζωή. Άνθρωποι, ζώα, κίνηση, σκυλιά, στειρούλια στην άκρη του υψιπέδου, ένας ορεσίβιος κόσμος. Ήταν και μια γουρούνα με τα γουρουνάκια της, που τρεφόταν με τον χουμά μέσα στα μακρόστενα πινάκια τους, σκαλισμένα σε κορμό αγκουτσακιάς. Είχα δέσει τη λαγωναρέ μου με την αλυσιδίτσα της, μην την πνίξουν τα βοσκόσκυλα, και πλησίασα. Μετά τις χειραψίες και τα καλωσορίσματα, μπήκα μέσα στο σπηλιάρι. Ο τυροκόμος είχε βάλει τη γραβιέρα στα καλούπια και έβαζε το ανάχυμα στο καζάνι να βγάλει τη μυζήθρα. Βούτηξε μια μεγάλη κουτάλα στο καζάνι, γέμισε ένα αλουμινένιο χρειγιδάκι ζεστή μυζήθρα σύζουμη και με φίλεψε. Ποτέ άλλοτε δεν είχα αυτή την εμπειρία κι αυτές οι εικόνες ανακλήθηκαν στη μνήμη μου. Δεν αντιστάθηκα στην παρόρμηση να ξαναπάω.
Τώρα ήταν ερημιά και σιωπή. Ο εξωτερικός χώρος ήταν σκεπασμένος με αραιά ξερά χόρτα, στα οποία εδέσποζαν μισόξερες ποντικιές με μαραμένα λουλούδια. Η σκεβρωμένη ξυλόπορτα κρεμόταν μισάνοιχτη από τον κάτω μεντεσέ. Προχώρησα μέσα με την αίσθηση ότι έμπαινα σ’ ένα τάφο της ζωής. Ανάμεσα στην ξερολιθιά του τοίχου και τον βράχο ήσαν σκορπισμένα δεκάδες τσίγκινα καλούπια της γραβιέρας και τα καπάκια τους, πάνω σ’ ένα σάπιο ετοιμόρροπο ξύλινο πάγκο και χάμω στο έδαφος. Πάγκος και έδαφος σκεπαζόταν από παχύ στρώμα βερβελίδες, σημάδι ότι ημιάγριες αίγες είχαν αναπληρώσει το κενό των ανθρώπων κατά τις ώρες του καύσωνα και της βροχής.
Έμεινα ακίνητος και σκεπτικός. Συνειδητοποίησα ότι αντίκριζα το τέλος μιας μορφής ζωής, που η αρχή της χανόταν ίσως στη μινωική εποχή. Ένιωθα θλίψη, την οποία δεν εκτόνωσε η σκέψη ότι η ζωή συνεχίζεται, δεν πεθαίνει μια μορφή ζωής, αλλά εκτοπίζεται από μια νέα μορφή, πιο προηγμένη και βιώσιμη, με νέους όρους. Κάθε μορφή ζωής κάνει τον κύκλο της και αφήνει ένα απόθεμα γνώσεων και εμπειριών, που αποτελεί τον πυρήνα της επόμενης, πιο εξελιγμένης μορφής ζωής, του νέου κύκλου, μέσα στον οποίο επιβιώνει αθέατος ο παλιός.
Όταν καταστάλαξε μέσα μου η συναισθηματική φόρτιση, πήρα ένα καλούπι με το καπάκι του ως ενθύμιο, το έβαλα στο βουργιάλι μου και έφυγα προς τα δυτικά. Ήθελα να ψάξω τις κακοτοπιές εκεί, να περάσω τη «Σεληνάρα» πάνω από τον καταρράχτη και να κατεβώ από τα Κρυοβρυσανά τσίφετα, που ήξερα τα περάσματα.
Λίγο πιο πέρα το μάτι μου πήρε μια ασπριδερή βούλα στο χώμα, στο μέγεθος της παλάμης μου, σημάδι ότι εκεί κοντά, πιθανώς σε ακτίνα πενήντα έως εκατό βημάτων, ήταν η «κοιμητέ» ενός λαγού. Όταν ο δειλινό σηκωθεί ο λαγός, απομακρύνεται από την «καθέ» του και αδειάζει την ουροδόχο κύστη και το έντερό του από τα προϊόντα της ημερήσιας λειτουργίας τους. Τον προδίδει η άσπρη βούλα στο χώμα και κάπου κοντά ένα σωρουλάκι βερβελίδες. Την υπόλοιπη νύχτα ο λαγός, καθώς βοσκολογά «κουνελίζοντας», αφήνει σποραδικά μια – δυο βερβελίδες, που μαρτυρούν με ακρίβεια το φύλο του (του θηλυκού είναι στρογγυλές) και το μέγεθός του.
Εκείνη την εποχή οι κυνηγοί συνοδευόταν από ντόπια Κρητικά σκυλιά, ακριβώς αυτά που αναφέρει επαινετικά ο Ξενοφώντας στον «Κυνηγετικό» του. Αυτά δεν ήσαν όπως οι σημερινοί, ξενόφερτοι ως επί το πλείστον, καθαρόαιμοι ιχνηλάτες, αλλά έψαχναν μεθοδικά όλες τις πιθανές θέσεις του λαγού, κυρίως «τα τελευταία ζάλα», τη «μάλαξη» ή «τριβαρέ» και συχνά τον εύρισκαν «ανεμιστό». Ούτε τον καταδίωκαν πολύ, εκτός αν ήταν τραυματισμένος.
Πρωταγωνιστής στο κυνήγι ήταν τότε ο κυνηγός, όχι ο σκύλος. Αυτός ήξερε «πού καθίζει», ποιος τόπος «σέρνει τον λαγό». Τον χειμώνα προτιμά νοτικά απάνεμα σημεία που λιάζονται περισσότερο, ενώ το καλοκαίρι αναζητά δροσερές βορεινάδες, πετροσκιανιό, μια γυροδετέ ή το κοίλωμα ενός βράχου κρυμμένο από ένα θάμνο ή μια πυκνούρα, συχνά μια ρυακίδα, ή ένα πατάρι σ’ ένα γκρεμνό. Αλλά είναι απρόβλεπτος, μπορεί να κάθεται οπουδήποτε, σ’ ένα ασήμαντο κλαδάκι, μια αλετρέ ή ένα λαγότρυπο με ξετρύπι. Ο κυνηγός αξιολογούσε τα σημάδια του, το κομμένο κλαδάκι της φασκομηλιάς στο μονοπάτι, τις πατημασιές στον πάσπαρο ή τον πηλό, τις τρίχες του στην τρύπα του βράχου ή τον παραβιασμένο ιστό της αράχνης, τα σκαλίσματα στο χώμα με τον δαγκωμένο κόνδυλο του γλυκορόδικου (πώς τον βρίσκει το ψιμοκαλόκαιρο στο σκοτίδι, μυστήριο), τον κάραβο στην πυκνούρα, τη δαγκωματέ στο απίδι ή στο χαρούπι, τον «τσιμπημένο» άγκρουστο.
Μια ή περισσότερες τούφες άσπρες τρίχες είναι από το στήθος δύο ασερνικών λαγών, που πάλεψαν ανυποχώρητα για τα μάτια μιας όμορφης λαγουδίνας.
Και εντοπίζει ο κυνηγός την «καθέ» του από λίγο χώμα σερμένο έξω, καθώς ίσιωσε τη θέση του να γίνει αναπαυτική, ή από ένα ξερό τμήμα σε μια χλωρή αστοιβίδα ή αχινόποδα, όταν έκοψε από κάτω ένα κλαδάκι που τον ενοχλούσε, αλλά περισσότερο από τα αστραφτερά μάτια του.
Όταν σπούδαζα στην Γερμανία, χαρά μου ήταν να περπατήσω στο κοντινό δάσος ύστερα από χιονόπτωση και να διαβάσω πάνω στην αφρώδη στούπα τις ιστορίες της νύχτας: Τον τριποδισμό του λαγού (τα λακκάκια από τα μπροστινά πόδια του το ένα πίσω από το άλλο και λίγο πιο πίσω εγκάρσια τα ίχνη από τα πισινά), τον τροχασμό της αλεπούς (δυο ζευγάρια ίχνη στο ίδιο ύψος) που τον ακολουθούσε, τα ανεπαίσθητα ίχνη του ποντικού, που σταματούσαν ξαφνικά σ’ ένα λακκάκι, το σημείο που τον κάρφωσε η κουκουβάγια, και εκατέρωθεν δυο επιμήκη λακκάκια από τις φτερούγες της, που του απέκλειαν τη διαφυγή. Ή τον ακατάστατο χείμαρρο των ιχνών από τα υπέροχα ζαρκάδια, που είχαν χαμηλώσει από τα ψηλά.
Εκείνη τη μέρα στο παλιό μητάτο, καθώς ψάχναμε με τη λαγωναρέ μου το λακκούδι, απορροφημένος από τις σκέψεις μου δεν θυμήθηκα ότι ο λαγός σπάνια καθίζει σε λακκούδι, συνήθως κάθεται στο φρύδι, ώστε να έχει δυο δυνατότητες διαφυγής αθέατος, πάνω και κάτω, ανάλογα με την προέλευση του κινδύνου. Έτσι, όταν η Γοργόνα μου προσπαθούσε να σκαρφαλώσει στο φρύδι, άκουσα το θρόϊσμα του θάμνου από το απότομο ξεπέταγμά του από πάνω. Μέχρι να προβάλω, ο λαγός ανηφόριζε μακριά, εκτός βολής. Χαλάλι του, η Φύση ήταν πιο προνοητική από μένα.
Στα Κρυοβρυσανά τσίφετα είχα δυο συμβάντα: Σ’ ένα δετάρι υπήρχε ένα σκιερό κοίλωμα αρκετά μεγάλο, από όπου πέταξε καθώς πλησίαζα ένα σμάρι πέρδικες. Δεν τους έριξα, γιατί είχα αποκλείσει από τους κυνηγετικούς στόχους μου κάθε πετούμενο, ενδημικό ή αποδημητικό. Όταν κατέβαινα το σκαλί, είδα ότι το σπηλιάρι είχε χώμα, στο οποίο κυλιόταν οι πέρδικες, ίσως για να απαλλαγούν από παράσιτα, ήταν «Περδικοκυλίστρα». Η έκπληξη ήταν στο επόμενο δετάρι. Οι συχνοί βόρειοι άνεμοι είχαν στρέψει ένα παλιό αγρούλιδα προς τα κάτω σχεδόν οριζόντια. Από την κάτω πλευρά του κρεμόταν μετέωρος ένας μεγάλος τράγος πιασμένος από τα κέρατα. Ο κακομοίρης είχε ανεβεί στον αγρούλιδα από πάνω να βοσκήσει βλαστάρια, αλλά γλίστρησε και κρεμάστηκε στο κενό. Θα ήταν εκεί περισσότερο από ένα χρόνο χωρίς να τον ανακαλύψουν οι σκάρες και οι κοράκοι κάτω υπό τη σκέπη του αγρούλιδα, γιατί όταν τον κούνησα με την άκρη της ορειβατικής μου κατσούνας ήταν αφυδατωμένος, τυμπανιαίος, σαν ένα ασκί γεμάτο αέρα. Η Φύση παίζει άσχημα παιγνίδια.
Σήμερα, καθώς αναθυμούμαι εκείνες τις κυνηγετικές ορειβασίες, σκέφτομαι ότι άλλη μια μορφή ζωής, το κυνήγι με κρητικά σκυλιά από τη μινωική εποχή (στις πήλινες πινακίδες της Γραμμικής Γραφής Β αναφέρονται ο «κυναγέτας» και οι «ελαφίαι», τα δέρματα ελαφιών, και υπάρχουν θαυμάσιες απεικονίσεις θηρευτικών σκηνών, όπως εκείνη με τους τρεις κυνηγούς και τους τρεις σκύλους σε σαρκοφάγο των Αρμένων) ολοκληρώνει οσονούπω τον κύκλο της και τείνει να εκλείψει. Τώρα κυριαρχούν οι καθαρόαιμοι ιχνηλάτες, που εντοπίζουν την «αποβολή» από τον τόπο της βοσκής του λαγού και την ακολουθούν («σεκούζι» είναι από το λατινικό sequor που σημαίνει «ακολουθώ») μέχρι να τον σηκώσουν και μετά τον κυνηγούν επί ώρες μέσα στα όρια της γνωστής του περιοχής, μέχρι να τον πετύχει ο κυνηγός στο καρτέρι. Τώρα το κυνήγι δεν είναι πια διάλογος και αναμέτρηση του κυνηγού με τη Φύση, πρωταγωνιστής δεν είναι πια ο κυνηγός, είναι η αγέλη των ιχνηλατών του. Ο προαιώνιος κυνηγός, που κατανοούσε τη γλώσσα της Φύσης, γιατί ήταν κι αυτός ακόμη ενταγμένος σ’ αυτήν, υποβαθμίστηκε σε εκτροφέα καθαρόαιμων ιχνηλατών.
Όλα αλλάζουν στην αέναη ροή του χρόνου, ένας κύκλος ζωής κλείνει και ένας νέος ανοίγει. Είχε δίκιο ο Ηράκλειτος.