Το πανηγυρικό κλίμα των ημερών που δημιούργησε η εκλογή του Σεβασμιότατου κ. κ. Ευγενίου στην Αρχιεπισκοπή Κρήτης, μας δίνει το ερέθισμα να γυρίσουμε πίσω το χρόνο και να θυμηθούμε μορφές της Ιεροσύνης που είτε γεννήθηκαν είτε άφησαν έντονα τα ίχνη της παρουσίας τους στο Ρέθυμνο.Και βάζουμε αρχή από τον Πατριάρχη Αλεξανδρείας Θεόδωρο Β’.Έναν γλυκύτατο ιερέα που σε γοήτευε το μειλίχιο ύφος του και η αγάπη που ακτινοβολούσε η μορφή του θα θυμούνται όχι μόνο οι δημότες Αγίου Βασιλείου αλλά και Ρεθεμνιώτες που είναι κοντά στην Εκκλησία. Γι’ αυτό και γιορτάστηκε κυριολεκτικά η εκλογή του στο Πατριαρχείο Αλεξανδρείας το 2004.
Ποιος είναι ο Πάπας και Πατριάρχης Αλεξανδρείας και πάσης Αφρικής, Θεόδωρος;
Ο κατά κόσμον Νικόλαος Χορευτάκης γεννήθηκε το 1954 στο χωριό Προφήτης Ηλίας Ηρακλείου και έζησε στη Νέα Αλικαρνασσό Ηρακλείου όπου και ολοκλήρωσε τις εγκύκλιες σπουδές του.
Είναι απόφοιτος της Ριζαρείου Εκκλησιαστικής Σχολής και πτυχιούχος της Θεολογικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Επίσης σπούδασε στην Οδησσό της Ρωσίας Ιστορία Τέχνης, Λογοτεχνία και Φιλοσοφία. Από μικρός ήθελε να ακολουθήσει την ιεροσύνη και εκάρη μοναχός στην Ιερά Μονή Κοιμήσεως της Θεοτόκου Αγκαράθου στις 15 Αυγούστου 1973 παίρνοντας το όνομα Διονύσιος.
Χειροτονήθηκε Διάκονος το 1975 και Πρεσβύτερος – Αρχιμανδρίτης στις 23 Απριλίου 1978 από τον Μητροπολίτη Λάμπης και Σφακίων Θεόδωρο. Τα έτη 1975 – 1985 υπηρέτησε ως Αρχιδιάκονος και Πρωτοσύγκελλος της Ιεράς Μητροπόλεως Λάμπης και Σφακίων. Τα έτη 1985 – 1990 υπηρέτησε ως Πατριαρχικός Έξαρχος στη Ρωσία με έδρα την Οδησσό επί Πατριαρχών Νικολάου ΣΤ’ και Παρθενίου Γ’, όπου συνέστησε το Ίδρυμα Ελληνικού Πολιτισμού και το Μουσείο Φιλικής Εταιρείας.
Στις 17 Ιουνίου 1990 χειροτονήθηκε Επίσκοπος υπό τον τίτλο της πάλαι ποτέ διαλαμψάσης Επισκοπής Κυρήνης και διορίστηκε Εκπρόσωπος και διευθυντής του γραφείου της Α.Θ. Μακαριότητος του Πάπα και Πατριάρχου Αλεξανδρείας Παρθενίου Γ’ στην Αθήνα 1990 – 1997. Το 1997 διορίστηκε Πατριαρχικός Επίτροπος Αλεξανδρείας από τον Πατριάρχη Αλεξανδρείας Πέτρο Ζ’.
Τον Σεπτέμβριο του 1997 εξελέγη Μητροπολίτης Καμερούν. Κατά το χρονικό διάστημα της ποιμαντορίας του ανέπτυξε σημαντική ιεραποστολική δράση. Ανήγειρε Ιερούς Ναούς, εκπαιδευτήρια και νοσοκομεία, βοηθώντας αδιακρίτως πολλούς Αφρικανούς και Έλληνες. Το 16 Σεπτεμβρίου 2002 εξελέγη Μητροπολίτης Ζιμπάμπουε, όπου ίδρυσε 4 Ιεραποστολικά κέντρα στην πρωτεύουσα Χαράρε, Ελληνικό Πολιτιστικό Κέντρο χωρητικότητας 400 συνέδρων, δύο μεγάλα Ιεραποστολικά κέντρα στο Μαλάουι, τα οποία περιλαμβάνουν Νοσοκομείο, τεχνικές σχολές και παιδικούς σταθμούς. Με τη αρωγή της Βουλής των Ελλήνων ανακαίνισε το «Ελληνικό τετράγωνο» (Σχολείο-Εκκλησία-Πρεσβυτέριο) στη πόλη Μπέιρα της Μοζαμβίκης. Επίσης θεμελίωσε Ιερούς Ναούς και συνέβαλε στην ίδρυση Ελληνικών Κοινοτήτων στα κράτη της Μποτσουάνα και της Αγκόλα.
Στις 9 Οκτωβρίου 2004 εξελέγη από την Ιεραρχία του Αλεξανδρινού Θρόνου παμψηφεί ως ο 115ος Πάπας και Πατριάρχης Αλεξανδρείας και πάσης Αφρικής. Είναι ο έβδομος κρητικής καταγωγής Πατριάρχης Αλεξανδρείας μετά τους Σίλβεστρο, Μελέτιο Πηγά, Κύριλλο Λούκαρη, Γεράσιμο Παλλαδά, Γεράσιμο Σπαρταλιώτη και Μελέτιο Μεταξάκη.
Η Ενθρόνιση έγινε στον Ιερό Καθεδρικό Ναό Ευαγγελισμού της Θεοτόκου Αλεξανδρείας, παρουσία Προκαθημένων και Αντιπροσωπειών όλων των Εκκλησιών και Πολιτικών Αρχών Ελλάδος, Κύπρου και Αιγύπτου την 24η Οκτωβρίου 2004.
Από νωρίς βρήκε το δρόμο του
Σ ένα θαυμάσιο άρθρο του ο Μάκης Αδαμόπουλος, στην εφημερίδα «Ορθόδοξη Αλήθεια» αναφέρει σχετικά για τον Πατριάρχη Θεόδωρο:
«Ο μικρός Νικόλαος Χορευτάκης ήξερε από νωρίς ότι θα γινόταν κληρικός. Ίσως δεν φανταζόταν ότι το θέλημα του Θεού ήταν να γίνει ο 116ος διάδοχος του αποστόλου και ευαγγελιστού Μάρκου, Πατριάρχης Αλεξάνδρειας και πάσης Αφρικής.
Ο πατέρας του, αξιωματικός της Χωροφυλακής, ήλπιζε ότι θα ακολουθήσει τα δικά του βήματα και θα γίνει αστυνομικός. Η μητέρα του ήταν σύμφωνη με την επιθυμία του γιου της.
Η οικογένειά του τον στήριξε και τον άφησε να βαδίσει στον δρόμο που ο ίδιος ήθελε. Φρόντισαν μόνο να διαμορφώσουν έναν χαρακτήρα για τον οποίο θα καμάρωναν με υπερηφάνεια.
Η αγάπη του για τον συνάνθρωπο ήταν διάχυτη από τα πρώτα μαθητικά χρόνια. Την ώρα που όλα τα παιδιά πήγαιναν στο σχολείο με το λεωφορείο, ο μικρός Νικόλαος ξυπνούσε νωρίτερα και, αψηφώντας τα καιρικά φαινόμενα, πήγαινε με τα πόδια και μάλιστα χωρίς να το ξέρει κανείς.
Με αυτόν τον τρόπο μάζευε το χαρτζιλίκι του και κάθε Σάββατο πήγαινε στον φούρνο και αγόραζε φρέσκο ζεστό ψωμί, για να το προσφέρει σε μία οικογένεια που στερούνταν ακόμη και τα βασικά.
Ο ίδιος ποτέ δεν διεκδίκησε τα εύσημα γι’ αυτήν την πράξη του. Η ίδια η οικογένεια το γνωστοποίησε στους γονείς του, οι οποίοι με συγκίνηση καμάρωναν τον γιο τους.
Το 1968 συνέβη ένα γεγονός που σημάδεψε τον χαρακτήρα του: Ο πρόωρος και αδόκητος θάνατος του πατέρα του. Η μητέρα του αναδείχθηκε γι’ αυτόν το αξεπέραστο πρότυπο καρτερίας και υπομονής, καθώς, με βάσανα και στερήσεις, ανέθρεψε τόσο τον ίδιο όσο και την αδελφή του Ρούλα Μαχλά.
Κανείς δεν θυμάται τον Πατριάρχη ως παιδί να παίζει στις γειτονιές. Τα παιχνίδια που του έκαναν δώρο τα χάριζε με τη σειρά του στους φίλους του. Έτσι μπορούσε και προσέφερε χαρά στους άλλους.
Ο ίδιος ασχολούνταν μόνο με τον εκκλησιαστικό τρόπο υπάρξεως. Συμμετείχε σε όλες τις ιερές ακολουθίες και τις Κυριακές πήγαινε από νωρίς στην εκκλησία.
Πολλές φορές μάλιστα, προτού ακόμη φτάσει ο παπάς του χωριού. Τα απογεύματα, λίγο πριν σουρουπώσει, μάζευε τα υπόλοιπα παιδιά και τους μιλούσε, σαν να ήταν το ποίμνιό του.
Η οικογένεια του Πατριάρχη εγκαταστάθηκε οριστικά στη Νέα Αλικαρνασσό του Ηρακλείου και εκείνος ολοκλήρωσε τις εγκύκλιες σπουδές του στο Β’ Γυμνάσιο Αρρένων Ηρακλείου.
Τον ζήλο και την ευλάβειά του για τη διακονία της Εκκλησίας εγκαίρως διέγνωσε ο τότε γυμνασιακός διδάσκαλός του και μετέπειτα μητροπολίτης Λάμπης και Σφακίων, ο μακαριστός Θεόδωρος Τζεδάκης.
Τον γνώρισε λίγο μετά την απώλεια του πατέρα του και στάθηκε δίπλα του βοηθώντας τον να ολοκληρώσει τις εγκύκλιες και τις θεολογικές σπουδές του.
Ήταν αυτός που πυροδότησε μέσα του τη φλόγα της ιεραποστολής και τον χειροτόνησε διάκονο στο καθολικό της ιστορικής Ι. Μονής Υπεραγίας Θεοτόκου Αγκαράθου την 22α Φεβρουαρίου 1975.
Ιεραπόστολος
Με την ανάρρηση στον Αποστολικό Θρόνο του Αγίου Μάρκου του μακαριστού Πατριάρχου κυρού Πέτρου Ζ’, ο επίσκοπος Κυρήνης Θεόδωρος ορίζεται πατριαρχικός επίτροπος Αλεξάνδρειας και στις 23 Σεπτεμβρίου 1997 εξελέγη παμψηφεί μητροπολίτης Καμερούν, υπέρτιμος και έξαρχος Κεντρικής Αφρικής, ενθρονιζόμενος την 10η Ιανουαρίου 1998 στο Γιαουντέ.
Υπηρετώντας την κατεξοχήν ιεραποστολική Μητρόπολη Καμερούν, ανέπτυξε πλούσιο ποιμαντικό έργο με σκοπό τη διάδοση του ευαγγελικού λόγου και την ανάπτυξη της ορθόδοξης πίστης.
Ακούραστος και χωρίς να σκέφτεται καθόλου τις δυσκολίες, επισκεπτόταν κάθε πιστό σε όλη την περιφέρεια της μητροπόλεως.
Η επιδίωξή του για την εξάπλωση της Ορθοδοξίας στην Αφρική και για την αναβάπτιση στα νάματα της Ορθοδοξίας του αφρικανού αδελφού ως κατ’ εικόνα Θεού δημιουργήματος, έλαβε σάρκα και οστά πρωτίστως μέσα από την ίδρυση και τη λειτουργία ιερών ναών. Ίδρυσε νέα ιεραποστολικά κέντρα.
Χειροτόνησε ιθαγενείς κληρικούς. Βάπτισε χιλιάδες πιστούς. Δημιούργησε ιατρικά κέντρα, φαρμακεία και σχολεία, και βοηθούσε στην ανάπτυξη του τόπου.
Στις 16 Σεπτεμβρίου 2002 εκλέχθηκε παμψηφεί μητροπολίτης Ζιμπάμπουε, υπέρτιμος και έξαρχος πάσης Νοτιοτέρας Αφρικής, όπου συνέχισε το ιεραποστολικό έργο του. Βασική επιδίωξή του και σε αυτήν την ιεραποστολική προσπάθειά του υπήρξε η ψυχική και η σωματική ανακούφιση του πάσχοντος, ανεξαρτήτως φυλής και θρησκείας, ανθρώπου της Αφρικής, της «ηπείρου του μέλλοντος», όπως επαναλαμβάνει σε κάθε ευκαιρία, και συνηθίζει να υπερασπίζεται ότι «ιεραποστολή, ως διακονία αγάπης, σημαίνει να υπηρετήσεις τον άνθρωπο να πιστέψει στις δικές του δυνάμεις, στα δικαιώματά του και στην ευθύνη του γι’ αυτό που είναι».
Παλιοί συνεργάτες του μακαριστού Πατριάρχη Πέτρου θυμούνται την αγάπη του για τον Θεόδωρο.
«Κάθε φορά που ο Θεόδωρος τηλεφωνούσε στον μακαριστό, σηκωνόταν από το γραφείο του και καθόταν στο σαλόνι για να μιλήσει μαζί του με άνεση και αρκετή ώρα. Ήταν από τα λίγα τηλεφωνήματα που διαρκούσαν τόση ώρα και το πρόσωπό του έλαμπε από χαρά» αποκαλύπτουν στην «ορθόδοξη Αλήθεια».
Μετά το τραγικό δυστύχημα της 11ης Σεπτεμβρίου 2004, με την πτώση του ελικοπτέρου που μετέφερε τον μακαριστό Πατριάρχη και τη συνοδεία του στο Άγιον Όρος, ο μητροπολίτης Ζιμπάμπουε κ. Θεόδωρος προσωποποίησε την ελπίδα για τη συνέχιση της πορείας του αλεξανδρινού Θρόνου στο διηνεκές του χρόνου.
Στις 9 Οκτωβρίου οι μητροπολίτες της Αγίας και Ιεράς Συνόδου τον εξέλεξαν, για πρώτη φορά, παμψηφεί νέο Πατριάρχη του παλαιφάτου Πατριαρχείου Αλεξανδρείας και πάσης Αφρικής.
«Καλωσόρισες, λευκέ πατέρα»
«Καλωσόρισες, λευκέ πατέρα». Έτσι υποδέχτηκαν τον Πατριάρχη σε κάθε χωριό ή πόλη της περιφέρειας του Πατριαρχείου. Παιδιά, νέοι, ηλικιωμένοι, όλοι περίμεναν να δουν τον Πατριάρχη και να πάρουν την ευχή του. Να μιλήσουν μαζί του, να του πουν τα προβλήματα και τις στενοχώριες τους.
Να ζητήσουν τις συμβουλές του. Αλλά και ο ίδιος δείχνει την αγάπη του με κάθε ευκαιρία. Δεν υπάρχει μέρος στην περιφέρεια του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας που να μην έχει επισκεφθεί.
Αγαπά τα παιδιά και φροντίζει για το μέλλον τους. Κάνει τα πάντα για να βελτιώσει τη ζωή τους. Ενημερώνεται καθημερινά για τις μελέτες, τις εργασίες, αλλά και τη λειτουργία των ιδρυμάτων και των εκπαιδευτηρίων.
Οι συνεργάτες του τον αγαπούν και τον σέβονται σαν πατέρα. Κάνουν λόγο για έναν χαρακτήρα μοναδικό, που διακρίνεται από απλότητα, ταπεινοφροσύνη και καταδεκτικότητα. «Διατηρεί την καλοσύνη του νεαρού μοναχού» υποστηρίζουν με πάθος.
Είναι δίπλα τους κάθε στιγμή και στηρίζει τις επιλογές τους. «Να επιμένετε σε ό,τι θέλετε να επιτύχετε» τους συμβουλεύει και τους παροτρύνει να μην αφήνουν τίποτε στην τύχη, αλλά διαρκώς να αγωνίζονται.
Αγαπημένη του μουσική, η κρητική, και αγαπημένο φαγητό, τα ζυμαρικά. Διαβάζει πολύ και στην τηλεόραση παρακολουθεί μόνο ειδήσεις και κανένα άλλο πρόγραμμα.
Επισκέπτεται την Ελλάδα και συγκεκριμένα την Κρήτη, όταν οι υποχρεώσεις το επιτρέπουν, για να βρεθεί με αγαπημένα του πρόσωπα, όπως η μητέρα του και η αδελφή του.
Τα καλοκαίρια επισκέπτεται την Ιερά Μονή Αγκαράθου. Εκεί γεμίζει δύναμη. Είναι σαν να μην πέρασε μια μέρα. Στέκεται στην αυλή και γεμίζει αναμνήσεις.
Ξεκουράζεται στο πεζούλι δίπλα στον σταμνοστάτη. Εκεί παλιά υπήρχε ένα σταμνί γεμάτο κρασί κι ένα γεμάτο νερό. Υπήρχε ακόμα κι ένα κοφίνι γεμάτο ψωμί, τυρί κι ελιές.
Μπορούσε λοιπόν ο διαβατάρης να ξαποστάσει, να φάει και να πιει όσο ήθελε. Αυτή την παράδοση της απλόχερης φιλοξενίας μετέφερε από την ιστορική Μονή της Μεγαλονήσου και την άπλωσε σε ολόκληρη την αφρικανική ήπειρο.
Αθανάσιος Πατελάρος
Η μεγάλη αυτή μορφή της Ορθοδοξίας μας γεννήθηκε στην Αξό Μυλοποτάμου μεταξύ των ετών 1580 και 1597. Σπούδασε Αρχαία Ελληνική Φιλολογία, Φιλοσοφία και Θεολογία. Ομιλούσε ελληνικά και λατινικά και διακρινόταν για τη γενικότερη μόρφωσή του, το κήρυγμά του και την ποίηση που έγραφε. Μελετούσε την Αγία Γραφή, και μάλιστα μετέφρασε μέρος της στα νέα ελληνικά. Στη Μονή Ιβήρων σώζεται σήμερα και μετάφραση του Ψαλτηρίου που έκανε ο ίδιος.
Ο πατέρας του Γεώργιος ήταν επιστήμονας και εκδότης, ενώ ο μεγαλύτερος του αδελφός Ευστάθιος ήταν φυσικός. Έζησε κατά την Ενετοκρατία, για διάστημα 26 χρόνων στη Μονή Αρκαδίου, όπου έλαβε την εκπαίδευση του.
Εκάρη μοναχός στο Σιναϊτικό Μετόχι του Χάνδακα. Κατόπιν μετέβη στο Άγιο Όρος, όπου εγκαταστάθηκε σε κελί που έκτισε ο ίδιος στην περιοχή της Μονής Παντοκράτορος. Χειροτονήθηκε διάκονος, ιερέας και επίσκοπος στη Θεσσαλονίκη. Το 1631 εξελέγη Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης.
Το Μάρτιο του 1634 εξελέγη Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως με τη βοήθεια του Σουλτάνου, αλλά και λατινοφρόνων και Ιησουητών. Η διάρκεια της πρώτης του Πατριαρχίας δεν είναι γνωστή. Εκθρονίστηκε πάντως συντομότατα (ίσως και εντός έτους) και επέστρεψε στο Άγιο Όρος. Διέμεινε στο αρχαίο μονύδριο του Ξύστρου, το οποίο βρισκόταν κοντά στις Καρυές, το οποίο και μεγάλωσε με προσωπική εργασία. Είναι η σημερινή Σκήτη του Αγίου Ανδρέα, της οποίας θεωρείται κτήτωρ. Από εκεί επεδίωξε τη βοήθεια του Πάπα, για να επανέλθει στο Θρόνο του. Το 1635 βρέθηκε στη Βενετία, από όπου κατηγορούσε τον Πατριάρχη Κύριλλο Λούκαρι ως αιρετικό, αλλά και τον Πάπα που δεν τον βοηθούσε.
Το 1639 ο Πατριάρχης Παρθένιος Α’ του παραχώρησε τη Μητρόπολη Θεσσαλονίκης και τη Μονή Βλατάδων. Το 1643 ο Αθανάσιος μετέβη στη Μολδαβία και στη Βλαχία, όπου κέρδισε τη συμπαράσταση του τοπικού ηγεμόνα και αναρριχήθηκε εκ νέου στον Πατριαρχικό Θρόνο το 1652 για δεκαπέντε ημέρες. Αν και αναφέρεται ότι τάχθηκε υπέρ της ένωσης με τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία,[1] εντούτοις την ημέρα της εκθρόνισής του έβγαλε κήρυγμα με βάση το χωρίο «Σῦ εἰ Πέτρος καὶ ἐπὶ ταύτῃ τῇ πέτρᾳ οἰκοδομήσω μου τὴν Ἐκκλησίαν» και αντέκρουσε τα επιχειρήματα που συνιστούν το παπικό πρωτείο. Το κήρυγμά του αυτό προκάλεσε τη μήνι των λατινοφρόνων, με προεξάρχοντα τον Αθανάσιο τον Κύπριο, ο οποίος το 1655 κυκλοφόρησε πραγματεία με τον τίτλο «Ἀντιπατελάριον».
Μετά τη νέα έκπτωσή του από το Θρόνο, ο Αθανάσιος μετέβη στη Ρωσία και αργότερα στο Ιάσιο της Ρουμανίας. Στη Ρωσία άσκησε σημαντικό ιεραποστολικό έργο και αντιλατινική δράση, πράγμα που δικαιολογεί και την ιδιαίτερη τιμή των Ρώσων στο πρόσωπό του. Απεβίωσε στις 5 Απριλίου 1654 στη Μονή Μεταμορφώσεως του Σωτήρος του Λούμπνι, στο Χάρκοβο της Ουκρανίας, όπου ενταφιάστηκε καθήμενος, κατά το τυπικό της Ανατολικής Εκκλησίας. Ο τάφος του υπήρξε πηγή αγιάσματος και ιαμάτων.
Η Ρωσική Εκκλησία αναγνώρισε την αγιότητά του το 1662, οπότε έγινε ανακομιδή των λειψάνων του. Η Μονή του Λούμπνι μετατράπηκε σε φυλακή το 1917 και σε στρατόπεδο το 1937. Το σκήνωμα του Αθανασίου Πατελάρου διασώθηκε στην αποθήκη ενός μουσείου. Το 1990 αποδόθηκε και πάλι στη Ρωσική Εκκλησία και διατηρείται στο Χάρκοβο της Ουκρανίας. Τμήμα του ιερού Λειψάνου του μετακομίστηκε στη γενέτειρά του στις 21 Αυγούστου 1993 και έκτοτε καθιερώθηκε εορτή της Μετακομιδής των Λειψάνων του, που εορτάζεται στην Αξό Μυλοποτάμου. Η Ορθόδοξη Εκκλησία τιμά τη μνήμη του στις 18 Ιανουαρίου και στις 2 Μαΐου.
Στις 1 Φεβρουαρίου 1662, υπάρχει μαρτυρία του μητροπολίτη Γάζας Παΐσιου Λιγαρίδη όταν επισκέφθηκε τη Μονή στο Λούμπνι, ο οποίος είχε ως όραμα τον Αθανάσιο στον ύπνο του, τα άφθαρτα κειμήλια του αγίου μεταφράστηκαν κατά την ημερομηνία αυτή. Το 1672, ο Τσάρος ζήτησε από τον ποδυάχυ Μ. Σαβίν να διερευνήσει τα θαύματα από τα κειμήλια του αγίου. Κατά τον 18ο αιώνα, χειρόγραφα της αγιογραφίας του και των κανόνων του προστατεύτηκαν στη μονή του Λούμπνι.
Το 1818, ο Μεθόδιος (Πισνιατσέβσκι), αρχιεπίσκοπος Πολτάβας, έκανε αίτηση στην Ιερά Σύνοδο για την αγιοποίηση του Αθανασίου, αλλά η αίτηση του απορρίφθηκε. Όμως η τιμητική του αγίου και τα καταγεγραμμένα θαύματα συνεχίστηκαν. Κατά τη δεκαετία του 1860, ο εκκλησιαστικός ιστορικός Αντρέι Νικολάγιεβιτς Μουράβιοβ δημιούργησε μια νέα αγιογραφία του Αθανασίου με παραδείγματα από θαύματα του.
ΠΗΓΕΣ: Βικιπαίδεια
Ορθόδοξη Αλήθεια
Διάφορα Διαδικτυακά Δημοσιεύματα