Της ΣΜΑΡΩΣ ΣΤΡΑΤΗ*
Συχνά σε ομάδες γονέων, αλλά και στις καθημερινές συναναστροφές ακούμε γονείς να αλληλοκατηγορούνται για το ποιος έχει την καταλληλότερη αντιμετώπιση απέναντι στα παιδιά του, ποιος τα καλομαθαίνει και ποιος τα νταντεύει. Μαμάδες και μπαμπάδες χρησιμοποιούν διαφορετικούς τρόπους συμπεριφοράς απέναντι στα παιδιά τους, και πως θα μπορούσε να συμβαίνει διαφορετικά εφόσον προέρχονται από διαφορετικές οικογένειες, είχαν διαφορετικές εμπειρίες και ενδεχομένως πολύ διαφορετικές αξίες και κουλτούρες. Οι διαφορετικές, όμως, αυτές στάσεις των γονιών, σύμφωνα με τα αποτελέσματα ερευνών, δείχνουν να είναι ένας σημαντικά ωφέλιμος παράγοντας στην ανάπτυξη των παιδιών, εφόσον εκφράζονται σε ένα υποστηρικτικό και θετικό κλίμα.
Πως φτάσαμε, όμως να συζητάμε για την εμπλοκή των μπαμπάδων στην ανατροφή των παιδιών;
Η πραγματικότητα θέλει (και) την Ελληνική κοινωνία να βρίσκεται σε διαδικασία μετασχηματισμού της. Η παραδοσιακή έννοια της πατρότητας τείνει να αντικατασταθεί, τόσο λόγω της συμμετοχής της μητέρας στην αγορά εργασίας, όσο και λόγω αλλαγής των παραδοσιακών στερεοτύπων που διαμορφώνουν τους ρόλους και τις σχέσεις μεταξύ των δυο φύλων.
Συγκριτικά με τις προηγούμενες γενιές, οι σημερινοί μπαμπάδες φαίνεται να είναι περισσότερο δημοκρατικοί, ανεκτικοί και συμμετοχικοί σε σχέση με τους αυταρχικούς και απόμακρους πατεράδες τους.
Συνεπώς, βρισκόμαστε σήμερα να προσπαθούμε να ισορροπήσουμε στο τεντωμένο σχοινί μιας νέας πραγματικότητας που απαιτεί την εξ ίσου προσαρμογή και των δυο γονιών σε καινούργιους ρόλους. Για να αντιμετωπίσουμε την κρισιμότητα της κατάστασης αυτής, χρειάζεται από όλους, μαμάδες και μπαμπάδες ωριμότητα και θέληση για συνεργασία.
Οι μαμάδες είναι συνήθως πιο προστατευτικές, πιο συναισθηματικές, επικεντρώνουν στην παροχή φροντίδας και ασφάλειας. Εστιάζουν στις λεπτομέρειες, κάνουν περισσότερες ερωτήσεις, επιδιώκουν την επικοινωνία, εξηγούν πιο αναλυτικά. Όλα αυτά, ασφαλώς απαραίτητα για την υγιή ανάπτυξη των παιδιών. Οι μπαμπάδες από την άλλη, τείνουν να έχουν υψηλότερες προσδοκίες από τα παιδιά, μιλούν λιγότερο, κατευθύνουν περισσότερο δίνοντας οδηγίες (π.χ. πώς να κάνει ποδήλατο, να ψαρέψει, να περάσει το δρόμο). Δεν αγχώνονται με την ασφάλεια, ωθούν τα παιδιά να παίρνουν ρίσκα, να δοκιμάζουν καινούργιες εμπειρίες. Η στάση τους αυτή πηγάζει από τη θέλησή τους να προετοιμάσουν τα παιδιά για τον πραγματικό κόσμο. Είναι λιγότερο υπομονετικοί στις εξαρτητικές συμπεριφορές των παιδιών (π.χ. να βάλει τα παπούτσια μόνο του), σε σχέση με τις μαμάδες που σπεύδουν για βοήθεια στην πρώτη δυσκολία. Με τον τρόπο αυτό προωθείται η αυτονομία και σταδιακά η ανεξαρτησία των παιδιών. Ακόμα και στον τρόπο και το είδος παιχνιδιού παρατηρούνται διαφορετικές προσεγγίσεις. Οι μαμάδες αρέσκονται να παίζουν με τα παιδιά τους ήρεμα/τυποποιημένα παιχνίδια (π.χ. επιτραπέζια, παζλ, βιβλία), δραστηριότητες που επικεντρώνουν στην ανάπτυξη των γνωστικών δεξιοτήτων, όπως η μνήμη, η φαντασία, και η λογική σκέψη αλλά και δεξιοτήτων κοινωνικοποίησης όπως η υπομονή και η ενσυναίσθηση. Οι μπαμπάδες αλληλεπιδρούν κυρίως σωματικά (π.χ. κυνηγητό, πάλη, μπάλα). Οι δραστηριότητες αυτές των μπαμπάδων βοηθούν τα παιδιά να αποκτήσουν καλύτερη αίσθηση και έλεγχο του σώματός τους, να αναπτύξουν κινητικές δεξιότητες και φυσικά προσφέρουν στα παιδιά την άμεση φυσική επαφή με το μπαμπά τους.
Ίσως, έχει γίνει ήδη σαφές το ότι ο τρόπος που οι γονείς εμπλέκονται στη ζωή του παιδιού τους είναι συμπληρωματικός. Σύμφωνα δε, με την Αμερικανική Ψυχολογική Εταιρεία, το νοιάξιμο και η αυξανόμενη εμπλοκή του πατέρα στα οικογενειακά θέματα βοηθά τα παιδιά να αναπτυχθούν κοινωνικά, συναισθηματικά και γνωστικά, ενώ έχουν λιγότερες πιθανότητες να αντιμετωπίσουν προβλήματα στη συμπεριφορά ή προβλήματα σχετιζόμενα με τη χρήση.
Πως μπορεί όμως να λειτουργήσουν όλα αρμονικά και οι διαφορετικότητες αυτές να αποδώσουν τα μέγιστα σε μια φορτισμένη καθημερινότητα;
Είναι σημαντικό να ξέρουμε ότι τα παιδιά γνωρίζουν πολύ καλά την ύπαρξη αυτών των διαφορών μεταξύ των γονέων και μάλιστα χρειάζεται και είναι βοηθητικό. Δεν είναι όλοι οι άνθρωποι ίδιοι, όπως και οι απόψεις και οι στάσεις τους δεν είναι ίδιες και αυτό είναι ένα μάθημα για όλη τους τη ζωή. Το κρίσιμο ζήτημα είναι να έχουν την ευκαιρία να βλέπουν τους γονείς να επιλύουν ή να συμβιβάζουν τις διαφορές τους με εποικοδομητικό τρόπο. Πρόβλημα είναι όχι οι διαφωνίες, αλλά το να μην μπορούν οι γονείς να τις χειριστούν.
Οι γονείς θα πρέπει καταρχήν να συμφωνήσουν σε μια προσέγγιση αποδεκτή και για τους δυο, αναφορικά με τη διαπαιδαγώγηση του παιδιού, τις αξίες που θέλουν να περάσουν στα παιδιά, ποιες συμπεριφορές είναι αποδεκτές και με ποιο κοινό τρόπο θα αντιμετωπιστούν οι μη επιτρεπόμενες.
Να είναι υποστηρικτικοί απέναντι στον άλλο γονέα ακόμα και αν δεν συμφωνούν με τη στάση του. Αργότερα, όταν δεν θα είναι μπροστά τα παιδιά θα το συζητήσουν με ησυχία και καθαρό μυαλό. Τα παιδιά μπορούν εύκολα να χειριστούν τους γονείς και να δημιουργήσουν σύγκρουση μεταξύ των γονιών, γι’ αυτό θα πρέπει οι γονείς να είναι προσεκτικοί. Καλό θα είναι να μην διαφωνούν έντονα ακυρώνοντας τον άλλο μπροστά στα παιδιά.
Ας μην φοβούνται να δίνουν χρόνο στον εαυτό τους και ας πάρουν αποφάσεις από κοινού με το σύζυγο. Είναι σημαντικό για το παιδί να γνωρίζει ότι οι αποφάσεις που παίρνονται είναι κοινές, βοηθά στο αίσθημα της ασφάλειάς του και λαμβάνει το μήνυμα ότι οι γονείς του είναι μια ομάδα που μπορείς να βασίζεσαι σ’ αυτήν.
Οι επιπτώσεις των διαφωνιών που δεν επιλύονται με τους τρόπους που προαναφέρθηκαν, είναι πολύ αρνητικές.
Τα παιδιά αισθάνονται εντελώς μπερδεμένα ανάμεσα σε δυο αντικρουόμενες προσδοκίες.
Είναι πιθανό να πάρουν το μέρος του γονιού που τα βολεύει, και να υιοθετήσουν αυτή τη συμπεριφορά ως πρότυπο στη μετέπειτα ζωή τους.
Μεγαλώνοντας μέσα σε συνεχείς ανεπίλυτες συγκρούσεις, ίσως έχει ως αποτέλεσμα απομόνωση και συμπτώματα κατάθλιψης.
Είναι, επομένως καθοριστικής σημασίας ο τρόπος που ως γονείς θα επιλέξουν να επιλύσουν τις διαφορές τους.
Τελειώνοντας, είναι σημαντικό να αναφερθεί πως τα οφέλη της «ομαλής συμβίωσης των διαφορών» και της ενεργού εμπλοκής του πατέρα στην οικογένεια, δεν περιορίζονται στα παιδιά. Και η μητέρα-σύζυγος, εφόσον δεχτεί τη συμμετοχή του συζύγου στην ανατροφή, χωρίς να τη λάβει ως απειλή στο μητρικό ρόλο της, θα νιώσει μεγάλη ανακούφιση από το μοίρασμα φροντίδας, ευθύνης και αγωγής των παιδιών. Το ίδιο σημαντικό είναι και για τον πατέρα. Έχει την ευκαιρία να δει τον εαυτό του διαφορετικά. Δεν περιορίζεται πια στο στείρο ρόλο του κουβαλητή και οικονομικού χορηγού, αλλά γίνεται μέρος της ομάδας, αποτελεί πηγή φροντίδας, αγάπης, συντροφικότητας, τόσο των παιδιών όσο και της συζύγου, και αποκτά καινούργια αίσθηση του ανήκειν.
Ακριβώς επειδή οι μπαμπάδες δεν είναι μαμάδες και οι μαμάδες δεν είναι μπαμπάδες, είναι τόσο σημαντικός και αναντικατάστατος ο ρόλος και των δυο.
*Η Σμαρώ Στρατή είναι ψυχολόγος