Να κάνει κανείς ένα λάθος είναι εύκολο. Να το παραδεχτεί και να το διορθώσει χρειάζεται γενναιότητα. Αυτό συνέβη στην περίπτωση του προγράμματος τηλεπιμορφώσης επιστημόνων· το λεγόμενο «voucher για επιστήμονες» ή αλλιώς voucher των 600 ευρώ».
Το εν λόγω πρόγραμμα «έμπαζε» τόσο από πλευράς σχεδιασμού, ανάθεσης και υλοποίησης όσο και από πλευράς περιεχομένου. Ως προς το περιεχόμενο, μου έλεγε γνωστό μου πρόσωπο, που συμμετείχε σε σχετικό πρόγραμμα, τα ακόλουθα (αποδίδω ελευθέρα το νόημά τους): Η προχειρότητα και το επίπεδο του περιεχομένου νιώθω να με προσβάλλουν ως πρόσωπο. Και από την άλλη, νιώθω οργή για τα χρήματα που θα εισπράξουν κάποια ΚΕΚ τα οποία όχι μόνο δεν με επιμορφώνουν, αλλά με προσβάλλουν με αυτό που μου προσφέρουν.
Με τη σειρά μου, ένιωθα απογοήτευση με τη συγκεκριμένη κυβερνητική πολιτική και αγανάκτηση με τον απαράδεκτο τρόπο που αντιμετώπισε ο υπουργός εργασίας τη σχετική κριτική της αξιωματικής αντιπολίτευσης.
Δεν έγραψα τότε γιατί δεν συνηθίζω να σχολιάζω την επικαιρότητα -αυτή είναι δουλειά των δημοσιογράφων-, αλλά και επειδή, ως πολίτη, με έχουν κουράσει η γκρίνια και η συνεχής άσκηση άγονης κριτικής. Γράφω, όμως, σήμερα, επειδή η εξέλιξη των πραγμάτων και εν γένει η όλη αντιμετώπιση της πανδημίας αφήνουν να διαφανούν σημάδια αισιοδοξίας· και αυτό ακριβώς θέλω να επισημάνω με το άρθρο μου.
Η αποκατάσταση των πραγμάτων από τον πρωθυπουργό αφήνει να διαφανεί ο χαρακτήρας του πολιτικού άνδρα. Δεν δίστασε να εκθέσει τον υπουργό του, προκειμένου να διορθώσει το λάθος και να αποτρέψει το σκάνδαλο, που σε άλλες εποχές μάλλον δεν θα εθεωρείτο σκάνδαλο. Πέρα από την αποφασιστικότητα έδειξε επίσης εντιμότητα και συνέπεια απέναντι στον εαυτό του, στην κυβερνητική γραμμή και στους επιστήμονες που πλήττονται από την πανδημία.
Αυτό το επεισόδιο αποκτά ιδιαίτερο νόημα αν ενταχθεί στο γενικότερο πλαίσιο αντιμετώπισης της τρέχουσας υγειονομικής κρίσης. Όπως γράφει και ο φίλος μου Σήφης Μπουζάκης στην εφημερίδα των Πατρών «Πελοπόννησος», ξαφνικά διαπιστώνουμε ότι σε μια περίοδο κρίσης λειτουργούν το κράτος και οι θεσμοί. Αυτή είναι μια ευχάριστη και ελπιδοφόρα εμπειρία που ελπίζουμε και ευχόμαστε να έχει συνέχεια.
Το σημαντικότερο, ωστόσο, που συμβαίνει στην τρέχουσα περίοδο αντιμετώπισης της πανδημίας, είναι η σύζευξη πολιτικού και επιστημονικού λόγου και μάλιστα σε ευρεία κλίμακα και με επιτυχή τρόπο. Οι «τεχνοκράτες» που σε άλλες εποχές χλευάζονταν, τώρα λειτουργούν ως ισότιμοι συνομιλητές και εισακούονται από την πολιτική εξουσία.
Αυτή η σύζευξη οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στον ίδιο τον πρωθυπουργό ο οποίος πέρα από την πολιτική εμπειρία και γνώση διαθέτει και μια στέρεη επιστημονική κατάρτιση και επομένως είναι σε θέση να συνομιλεί και να κατανοεί τους επιστήμονες. Και όχι μόνο αυτό, αλλά επειδή δίδει στον επιστημονικό λόγο τη θέση που του ανήκει επιλέγει ως συνεργάτες του τους καλύτερους επιστήμονες. Λαμπρό παράδειγμα αποτελεί ο Σωτήρης Τσιόδρας τον οποίο ακούμε ευλαβικά κάθε απόγευμα στις 18.00.
Αυτή η σύζευξη πολιτικού και επιστημονικού λόγου σε συνδυασμό με τη σεμνότητα και τη σοβαρότητα, είναι που πείθουν τους πολίτες και τους ωθούν σε πειθαρχία. Δεν άλλαξε ξαφνικά η «ψυχοσύνθεση» των «απείθαρχων Ελλήνων», ο τρόπος αντιμετώπισής τους από την πολιτική εξουσία άλλαξε.
Η συγκεκριμένη επιτυχής σύζευξη πολιτικού και επιστημονικού λόγου, ή αλλιώς η συνεργασία πολιτικών και τεχνοκρατών, μένει να επεκταθεί και στους άλλους τομείς διακυβέρνησης, να εμπεδωθεί και να μετεξελιχθεί από θετική περιπτωσιακή εμπειρία σε κοινωνικό κεκτημένο.
Ιδιαίτερα στον τομέα της οικονομίας και της ανάπτυξης αυτό θα είναι ένα μεγάλο ζητούμενο στην αμέσως επόμενη φάση, δεδομένου ότι μετά την υγειονομική κρίση αναμένεται να ακολουθήσει μια οικονομική κρίση, ενδεχομένως βαθύτερη από αυτήν που βιώσαμε κατά την τελευταία δεκαετία.
Αν και στην επόμενη φάση, στη φάση χαλάρωσης των περιοριστικών μέτρων, της επανεκκίνησης της οικονομίας και του εκσυγχρονισμού της δημοσίας διοίκησης, της εκπαίδευσης και εν γένει των κοινωνικών θεσμών, συνδυαστούν επιστημονική γνώση και πολιτική βούληση και συν-λειτουργήσουν επιτυχώς επιστημονικός, πολιτικός και κοινωνικός λόγος, τότε θα έχουμε βάσιμους λόγους πλέον να αισιοδοξούμε για το συλλογικό και ατομικό μας μέλλον.