Στ’ Αρκάδι μπουρλοτιέρηδες με λύσσα πολεμούνε
τη δόξα τσ’ ανατίναξης να τήνε μοιραστούνε.
Μία μονάχα μπαλοτέ, δε φτάνει να κεντήσει
μπαρούτι που ‘χει ανάδοση, στο δάκρυ πλημμυρίσει.
Κεντά ο Γιαμπουδόκωστας εις το μπαρούτι απάνω
καπνίζει, σιγανοκεντά, μα δε σκορπά το γάμο.
Στην πιο κατάλληλη στιγμή, ως λένε οι από πάνω
δύναμη δίδει στη φωτιά, πιστόλα πού ‘ναι χάμω.
Τρεις έπεσαν νεκροί, απ’ των Τουρκώ τα βόλια
του ‘νους ακούστει να κεντά, στου θάνατου τη θώρια.
Σεισμός μέγας εγίνηκε, πράμα ορθό δε μένει
παντού καπνοί, με αίματα και κατασκοτωμένοι.
Η τύχη το ‘φερε ετσά, γυναίκα να γλυτώσει
την ιστορία τη σωστή σε μας να μεταδώσει.
Τα πρώτα δυο μερόνυκτα, το χάρο πολεμούσε
κι ύστερα τραχαπάλευε να σώσει όσα μπορούσε
Πιστόλα πήρε ενθύμιο από νεκρού τα χέρια
που ‘χε σκορπίσει θάνατο στα Τούρκικα ασκέρια.
Λιγοψυχιά το σύγκορμο μόλις ο νους το βάνει
τίνος το όπλο ανακρατεί και όσα έχει κάνει.
Στη μέσα μπάντα του μυαλού κρατεί φυλακισμένο
το μυστικό απού ζησε δε το λαλεί σε ξένο.
Τη προλαλά μου φώναξε, τση πε προτού πεθάνει
τα όσα είχανε γενεί, κι ο νους μας δε τα βάνει.
Ποιός ήταν ο πυρπολητής, στου Αρκαδιού το κάστρο
που η τύχη το καμε ετσά, να το γεμίζει μ’ άθο.
Του Τζιτζικόκωστα η μορφή ήτανε χαραγμένη
εις την μπιστόλα που ‘χενε, χρόνια πολλά χωσμένη.
Από τσ’ Αρμένους ήτανε η ρίζα τση γενιάς του,
στ Αρκάδι επολέμιενε μαζί κι η φαμιλιά ντου.
Ούλοι εσκοτωθήκανε, μα η πιστόλα μένει
να μαρτυρεί το γίνηκε σ’ ούλη την οικουμένη.
Η πιστολιά απού ‘ρίξε στο τέλος τσ’ αναπνιάς του
Τσ’ ελευθερίας φώναξε να ‘ρθει στα ύστερά ντου.
Χρόνους πενήντα και εκατό το μυστικό κρατούμε
των σκοτωμένων τσι δικούς δε των το μαρτυρούμε.
Μα ‘δα που πέρασε ο καιρός δίκη δε μας σε πιάνει
κι αμολυτή αφήκαμε πληγή που έχει γιάνει..
Για τούτα να που μολογώ έχω εις τα κιτάπια
πολλώ λογιώ τεκμήρια για τ’ άπιστα τα μάτια.
Πρώτος ο Γιαμπουδόκωστας με θέληση κρατούσε
τση λευτεριάς το λάβαρο και δε το παρατούσε.
Μα κι άλλοι πέσαν ήρωες στου Αρκαδιού το κάστρο
των απογόνων οι μαλές, δε σβήνουνε το άστρο.
Ποτέ με το συνορισιό ο τόπος δε τιμάται
Κι αν τύχει και πολύ γενεί η δόξα δε γροικάται.
Γιώργης Κτιστάκης