Δεύτερον, αυτές οι ομάδες -και όχι μόνο- θεωρούν ότι οι δημοσιογράφοι έχουν πρωταγωνιστικό ρόλο στην τραγωδία της χώρας. Και εκεί αρχίζει το πρόβλημα να ρίχνει μπόι και ίσκιο. Τι κάνεις όταν οι λάθος άνθρωποι ασπάζονται τη σωστή άποψη; Προσέχεις, αυτό κάνεις.
Όλοι ξέρουν ότι οι περισσότεροι αναγνωρίσιμοι δημοσιογράφοι αποφεύγουν να κυκλοφορούν σε περιοχές όπου ένα γνωστό πρόσωπο μετατρέπεται σε στόχος. Υπάρχουν άνθρωποι που έφαγαν ξύλο επειδή έμοιαζαν σε κάποιους άλλους των media. Και δημοσιογράφοι που δέχθηκαν επιθέσεις χωρίς συγκεκριμένο λόγο, απλώς επειδή κάνουν αυτή τη δουλειά ή είναι γνωστοί, μία ανάμνηση από το παλιό σύμπαν.
Μπορώ να σας αραδιάσω δεκάδες τσιτάτα για αυτά που σέρνουν πίσω τους οι επιθέσεις εναντίον των δημοσιογράφων. Και θα φώναζα ότι είναι καλύτερο να υπάρχουν και δημοσιογράφοι που σιχαίνεσαι, παρά μόνο δημοσιογράφοι με τους οποίους συμφωνείς. Θα μου απαντήσουν με άλλα τόσα. Πιθανότατα και σε «άλλη» γλώσσα. Επίσης δεν θα μπω στην κουβέντα για τα περί βίας. Στο τέλος θα παίξουμε ξύλο και ξέρουμε ποιος θα τις φάει.
Έχουμε μία βρωμοκατάσταση να διαχειριστούμε ως κλάδος πέρα από την οικονομική εξαθλίωση και την κοινωνική απαξίωση. Οι άνθρωποι μας χρειάζονται λιγότερο. Και εμείς χρειαζόμαστε χρόνο για τη νέα δημοσιογραφία. Πιθανότατα και βοήθεια από το εξωτερικό, από όσους θέλουν ένα καινούργιο τοπίο στη χώρα. Ίσως οι παλαιότεροι από μας πρέπει να περιμένουν αυτούς που έρχονται από πίσω μας. Οι τύποι που βάζουν τα γκαζάκια είναι η ακραία έκφραση μίας αντίληψης με ευρύ κοινωνικό απόηχο. Διότι ακόμα και αν σταματήσουν να μας δέρνουν, δεν θα πάψουν να μας φτύνουν.
Υ.Γ.: τα παραπάνω δεν αναιρούν και τις ευθύνες που φέρουν όσοι αρθρώνουν δημόσιο λόγο θεωρώντας γενικώς και αορίστως τους δημοσιογράφους ως φερέφωνα συμφερόντων και πιστούς υπαλλήλους της διαπλοκής. Τη μέρα που κάποιος δημοσιογράφος θα πάθει κάτι σοβαρό, η συμμετοχή τους στην αυτουργία δεν θα είναι αμελητέα.