Νικόλαος Κ. Μυστράκης: Ο γιατρός της προσφοράς (1873-1956)
ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΟΥΣ ΛΑΜΠΡΟΥΣ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΕΣ
Αφιέρωσε τη ζωή του στο Ατσιπόπουλο και στους ανθρώπους του
Της ΕΥΑΣ ΛΑΔΙΑ
Ένα καλοκαίρι, πριν από μερικά χρόνια, μας κάλεσαν στα αποκαλυπτήρια μιας προτομής στο Ατσιπόπουλο. Η ανταπόκριση ήταν άμεση, επειδή ο κ. Δημήτρης Αετουδάκης που ήταν ο κεντρικός ομιλητής, είναι μια μεγάλη μορφή των Κρητικών Γραμμάτων και σαν ομιλητής από αυτούς που χαίρεσαι να τους ακούς. Κι έπειτα προτομή δεν στήνεται για τον καθένα. Το θέμα παρουσίαζε ενδιαφέρον.
Με αυτή την ευκαιρία γνωρίσαμε τότε τη ζωή και το έργο του Νικολάου Κων. Μυστράκη, ενός ακόμα αλτρουιστή γιατρού.
Η εκδήλωση μας έμεινε αξέχαστη. Άριστα οργανωμένη, με κόσμο εκλεκτό, που είχε συρρεύσει από παντού για να τιμήσει τον υπέροχο αυτό άνθρωπο. Μια σπάνια μορφή, από τις θείες δωρεές, τους επίγειους αγγέλους για τους αναξιοπαθούντες.
Το 2006 κυκλοφόρησε κι ένα βιβλίο με θέμα τον αλτρουιστή γιατρό, του κ. Δημήτρη Αετουδάκη, που με το σπάνιο λογοτεχνικό του ύφος ξεδιπλώνει όλες τις πτυχές της χαρισματικής προσωπικότητας του Νικολάου Μυστράκη. Από το βιβλίο αυτό θα αντλήσουμε στοιχεία για το σημερινό μας αφιέρωμα, αλλά και από ένα δημοσίευμα του Γιάννη Δαλέντζα.
Ο Νικόλαος Μυστράκης γεννήθηκε στις 12 Μαΐου του 1873, στο Ατσιπόπουλο, και ήταν παιδί πολυμελούς οικογένειας. Γονείς του ο Κώστας Μυστράκης και η Μαρία Παπαλεξάκη. Ήταν η εποχή που χάλκευε το αγωνιστικό πνεύμα των νέων ανθρώπων. Συνετέλεσε και το ιστορικό παρελθόν της οικογένειας κι έτσι διαμορφώθηκε ο χαρακτήρας του μικρού, με όλα τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν κάθε Κρητικό, με πλήρη επίγνωση της σημαντικής καταγωγής του.
Μετά το δημοτικό σχολείο, που τέλειωσε στο χωριό του, γράφτηκε στο τότε ελληνικό Γυμνάσιο Ρεθύμνου Αν και η εκπαίδευση δεν ήταν στα σημερινά πρότυπα χρονικής διάρκειας, εν τούτοις τα παιδιά, έχοντας δασκάλους, κορυφαίες μορφές της εκπαίδευσης, μάθαιναν καλά γράμματα. Και μπορούσαν άνετα να μεταλαμπαδεύσουν το φως της γνώσης.
Στην έδρα του δασκάλου
Έτσι ο Νικόλαος με το απολυτήριο του Γυμνασίου, μόρφωση εξαιρετική για τα δεδομένα της εποχής, διορίστηκε δάσκαλος στα Ρούστικα, αρχικά και στη συνέχεια στις Μουρνιές Χανίων. Πόθος του Μυστράκη, όμως, ήταν να σπουδάσει ιατρική. Κι ο πατέρας του, που διέθετε και τη σχετική οικονομική άνεση, δεν είχε καμιά αντίρρηση.
Στα 19 του χρόνια λοιπόν ο νεαρός Μυστράκης, αφήνει πίσω του την έδρα του δασκάλου, ανεβαίνει στην Αθήνα και γράφεται στην ιατρική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Αν και οι πειρασμοί για έναν επαρχιώτη φοιτητή ήταν πολλοί, ο Νικόλαος, θωρακισμένος με τις οικογενειακές παραδόσεις, ήξερε να βάζει προτεραιότητες στη ζωή του. Με άνεση, λοιπόν, τέλειωσε, αριστούχος, τις σπουδές του στη Γενική Ιατρική και εξειδικεύτηκε στη Μαιευτική. Σύμφωνα με αναφορά του κ. Αετουδάκη, στο βιβλίο του «Σκόρπιες μνήμες», ο Νικόλαος Μυστράκης μετεκπαιδεύτηκε στη Γερμανία, πραγματικό κατόρθωμα για την εποχή του.
Εκείνο που τον χαρακτήριζε ήταν και μια έμφυτη αρχοντιά. Και προκαλούσε το σεβασμό, με το μέτριο ανάστημα, αλλά χαριτωμένο του παρουσιαστικό.
Μόρφωση αξιόλογη
Σαν γνήσιος Ατσιποπουλιανός, δεν άφησε καμιά ευκαιρία, για περισσότερη γνώση να πάει χαμένη. Συμπλήρωσε λοιπόν τη μόρφωσή του με Γαλλικά και Γερμανικά. Ήταν στα 1897, που ετοιμαζόταν να ολοκληρώσει την εκπαίδευσή του στη φαρμακευτική, γιατί εκείνα τα χρόνια ο γιατρός παρασκεύαζε ο ίδιος τα φάρμακα που έδινε στους ασθενείς του. Η έκρηξη της επανάστασης, όμως, ξύπνησε τον πατριώτη μέσα του κι έτρεξε να προσφέρει, από τους πρώτους, τις αγωνιστικές του υπηρεσίες στο νησί του.
Μέλος της γ’ τάξης των αγωνιστών, έκανε το χρέος του σαν Κρητικός και το 1902 τελειώνει τις σπουδές του, αποκτά ειδίκευση το 1905 και επιστρέφει στον τόπο του, αδιαφορώντας για τις ευκαιρίες, καριέρας ζηλευτής, που θα του εξασφάλιζε η παραμονή στην πρωτεύουσα.
Εδώ προσφέρει τις υπηρεσίες του στο Δημοτικό Νοσοκομείο Ρεθύμνου, που είχε κτιστεί από τους Ρώσους και σήμερα στεγάζει τη Σχολή Αστυφυλάκων.
Πίσω στο μέτωπο
Νέο κάλεσμα της πατρίδας το 1912, ξεσηκώνει το νεαρό γιατρό, που κατατάσσεται από τους πρώτους, εθελοντής στον ελληνικό στρατό, με πολλούς συγχωριανούς του, γιατί είναι γνωστή η προσφορά των Ατσιποπουλιανών σε όλους τους εθνικούς αγώνες.
Υπηρέτησε στο 1ο και 6ο Στρατιωτικά Νοσοκομεία και αργότερα στο Μεσολόγγι.
Μετά την αποστρατεία του επιστρέφει στο χωριό του και στα 1918, τοποθετείται επιμελητής στο Δημοτικό Νοσοκομείο μέχρι το 1925. Παράλληλα εξυπηρετούσε και πάσχοντες συγχωριανούς του στο πατρικό του σπίτι, που αποτελούσε ιατρείο και φαρμακείο.
Ήταν άνθρωπος που λάτρευε τη διαφάνεια και ήθελε να βλέπει γύρω του ανθρώπους με άποψη, που μόνο η σωστή ενημέρωση διαμορφώνει. Βλέπουμε λοιπόν να δημοσιεύει στα 1926, στην εφημερίδα «Κρητική Επιθεώρηση» έναν εκτεταμένο πίνακα με τους ασθενείς που εξυπηρετήθηκαν στο νοσοκομείο. Και μας έδωσε με τον τρόπο αυτό και μια πολύτιμη εικόνα, για τον μελλοντικό ερευνητή της κατάστασης που επικρατούσε στον τομέα της Υγείας εκείνη την εποχή στο Ρέθυμνο.
Ενεργός συμμετοχή στα κοινά
Εργάζεται άοκνα ο Νικόλαος Μυστράκης, αλλά και πάλι νιώθει ανεπαρκείς τις υπηρεσίες του στον τόπο. Παράλληλα με τα ιατρικά του καθήκοντα, ασχολείται ενεργά με τα κοινά. Και στη διάρκεια 1903-1905, εκλέγεται δήμαρχος Ατσιποπούλου, αναλαμβάνοντας δήμο με τα τεράστια προβλήματα δώδεκα χωριών, που ανήκαν στη διοικητική δικαιοδοσία του. Και το τονίζουμε αυτό, για να φανεί η ανιδιοτελής ανάγκη προσφοράς, που διέκρινε το Μυστράκη, χωρίς ιδιοτέλειες και προσωπικές φιλοδοξίες. Ο τόπος τον απασχολούσε και η αναζήτηση τρόπου απομάκρυνσης της μιζέριας. Οι συνθήκες της εποχής, υποχρέωσαν τον δήμαρχο να δημιουργήσει ομάδες νέων, ικανών να υπερασπιστούν τον τόπο τους, αν χρειαστεί. Δημιουργήθηκε έτσι ο Σκοπευτικός Σύλλογος με πρόεδρο τον ίδιο.
Μία όμορφη οικογένεια
Τα χρόνια περνούν κι όλοι πιέζουν το γιατρό να δημιουργήσει και οικογένεια. Είχε δικαίωμα κι αυτός στις χαρές της ζωής. Ο ίδιος αποφασίζει ν’ ασχοληθεί με τον εαυτό του έχοντας πια «πατήσει» τα 47 του χρόνια. Εκλεκτή του είναι η Χρυσή Μιχαήλ Κωστάκη και ο γάμος τους γίνεται 12 Ιανουαρίου 1920. Αποδεικνύεται, ωστόσο, κι ένας εξαιρετικός οικογενειάρχης που καμαρώνει τα παιδιά του Κώστα, Μαρία, Ειρήνη και Γαρυφαλιά. Αν και μεγάλος στην ηλικία, για τα δεδομένα της εποχής, μεταδίδει στα παιδιά του νεανικό ενθουσιασμό για κάθε τι πρωτοπόρο και δημιουργικό που ωφελεί τους γύρω μας.
Στο βιβλίο του «Σκόρπιες Μνήμες» ο κ. Αετουδάκης, αναφερόμενος στον αλτρουιστή Νικόλαο Μυστράκη, τονίζει ότι έβαζε το καθήκον πάνω απ’ όλα. Ακόμα κι όταν είχε ο ίδιος πυρετό, όσο άρρωστος κι αν ήταν δεν άφηνε αβοήθητο τον πάσχοντα που τον χρειαζόταν. Ούτε μια στιγμή επίσης δεν σταμάτησε να συμπληρώνει τις γνώσεις του ιδιαίτερα γύρω από τις εξελίξεις στην επιστήμη του. Κατάφορτη ήταν η βιβλιοθήκη του και τα δέματα με νέα βιβλία δεν σταματούσαν ποτέ να φθάνουν στο σπίτι. Η συμπεριφορά του στον ασθενή ήταν παραπάνω από αδελφική. Με τρυφερότητα, αγάπη και κατανόηση αντιμετώπιζε κάθε περίπτωση. Έκανε πάντα άριστη διάγνωση και έδινε αποτελεσματική θεραπεία. Αλλά το σπουδαιότερο είναι ότι είχε ένα μοναδικό τρόπο να δίνει κουράγιο και να ανυψώνει το ηθικό του ασθενούς. Όσο για χρήματα ήταν το τελευταίο που τον απασχολούσε. Ένας πραγματικά «ανάργυρος» γιατρός.
Μέχρι το τέλος
Ο χρόνος άρχισε να βαραίνει στους ώμους του. Ο ίδιος όμως δεν εννοούσε να καταθέσει τα όπλα του αγώνα για τον συνάνθρωπο. Δεν αποφάσιζε να ξεκουραστεί.
Κάποτε αρρώστησε σοβαρά. Και αυτή η ασθένεια που τον κράτησε μεγάλο διάστημα, κατάκοιτο, τον έστειλε στον τόπο των δικαίων το Γενάρη του 1956. Έφυγε με την ικανοποίηση της πλήρους καταξίωσης και της απόλυτης στοργικής φροντίδας των αγαπημένων του.
Σύσσωμος η κοινωνία του Ατσιποπούλου τον συνόδευσε, με ειλικρινή θλίψη, στην τελευταία του κατοικία. Επικηδείους εκφώνησαν ο Γιάννης Δαλέντζας και ο γιατρός Νίκος Λυράκης ως πρόεδρος του Ιατρικού Συλλόγου,που τόνισε μεταξύ άλλων και τα εξής: «Αι ποικίλαι αρεταί, η καλοσύνη και έμφυτος ψυχική του ευγένεια, συνετέλεσαν ώστε ο Νικόλαος Μυστράκης, να αγαπηθεί, η δε προσέλευση των κατοίκων των πέριξ χωριών εις την κηδείαν είναι μια ηθική επιβράβευση της ξεχωριστής του προσωπικότητας.
Ο ανθρώπινος πόνος και η αρρώστια δεν γίνανε ποτέ για τον φωτισμένο και μεγαλόψυχο γιατρό Μυστράκη αντικείμενο πλουτισμού. Σαν επιστήμονας εθεωρείτο ο εκλεκτότερος της εποχής του και μέχρι των τελευταίων του ημερών ακόμα. Οι διαγνώσεις του ήταν πάντοτε σωστές και οι συμβουλές του σοφές.
Θυσίασε και λεφτά και θέσεις που του προσφέρθηκαν επανειλημμένα στην Αθήνα και αλλού για να μείνει κοντά στο χωριό του. Το όνομά του συμβολίζει τη θυσία του επιστήμονα, του αληθινού επιστήμονα που έταξε σε όλο του το βίο σκοπό άγιο την εξυπηρέτηση των συνανθρώπων του…»
Φλογερός αλτρουιστής
Κι ο Γιάννης Δαλέντζας με την εισαγγελική πένα και την ασυμβίβαστη γραφή, είχε γράψει στον τύπο, για τον Μυστράκη, και πριν ακόμα το θάνατό του (Μάρτιο 1955).
«Νύχτα μέρα -πάντοτε ξάγρυπνος, πάντοτε πρόθυμος, πάντοτε φλογερός αλτρουιστής έτρεχε να βοηθήσει τους πάσχοντες και τα ψίχουλα της αμοιβής του φτάνανε λίγο λίγο για να περνά και να θρέφει μια στοργική οικογένεια …»
Έτσι μεγάλωσε τα παιδιά του, και τα καμάρωνε στην εξέλιξή τους, ενώ ο Κώστας και η Μαρία του, του έδωσαν την πρόσθετη χαρά, ότι συνέχιζαν τη δική του παράδοση στην ανακούφιση κάθε δυστυχισμένου, με βαθειά χριστιανική αντίληψη στην κάθε τους κίνηση αγάπης. Μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας αποφεύγοντας εκδηλώσεις ευγνωμοσύνης.
Σήμερα η προτομή του γιατρού στο Ατσιπόπουλο μένει να θυμίζει την προσφορά του και να παραδειγματίζει τις γενιές, που έρχονται για το χρέος κάθε ανθρώπου, που θέλει να τιμά τις παραδόσεις του τόπου του, και να δίνει υπόσταση στις έννοιες της πρεπιάς και της ανθρωπιάς.
Η οικογένεια του Νικολάου Μυστράκη μετά τη γερμανική κατοχή
Έφεδρος Ανθυπίατρος 1912-1913