Ποτέ δεν πέταξα κείμενο που λόγω έκτασης δεν θα μπορούσε να δημοσιευτεί στην εφημερίδα. Έφτανε συνήθως στο γραφείο μου «για να πάρω ό,τι χρειαζόμουν» κατά τους ευγενείς κειμενογράφους, που μου έδειχναν έτσι την εμπιστοσύνη τους. Από αυτά τα κείμενα, που κάποια αποδεικνύονται πολύτιμα, όσα μπορώ κι όποτε μπορώ στοιχειοθετούνται για την ιστοσελίδα μου. Σε πρόσφατη αναζήτησή μου μια ανακάλυψη μου έδωσε ιδιαίτερη χαρά. Ήταν όλες οι ομιλίες από μια εκδήλωση που είχε οργανώσει η Δημόσια Βιβλιοθήκη Ρεθύμνου με την ευκαιρία της μετακομιδής των λειψάνων του αξέχαστου συγγραφέα Γιάννη Δαλέντζα.
Από αυτές θα αντλήσουμε νέα στοιχεία για να δώσουμε ένα πληρέστερο βιογραφικό ενός ακόμα συγγραφέα του Γιάννη Δαλέντζα. Ενός σπουδαίου δημιουργού, που με τη γλώσσα της αλήθειας έγραφε τα έργα του ξαφνιάζοντας τους ανθρώπους του καιρού του ιδιαίτερα με το «Ντάρα Μανέλα», που δίνει το Ρέθυμνο με τα σκοτεινά του χρώματα. Έναν ασυμβίβαστο αγωνιστή που έμεινε μέχρι το τέλος ακλόνητος στο μετερίζι της ιδεολογίας του.
Απόγονος ηρώων
Ο Γιάννης Δαλέντζας γεννήθηκε στις 10 Ιουλίου 1912 στο Χαράρ της Αιθιοπίας. Από γονείς καταγόμενους από Κούφη και Ατσιπόπουλο αντίστοιχα.
Ο πατέρα του Μάρκος Εμμ. Δαλέντζας, μόλις τέλειωσε το Γυμνάσιο Σύρου ασχολήθηκε με το εμπόριο και ιδίως του καφέ. Είχε εγκατασταθεί από τους πρώτους στην Αιθιοπία. Πέθανε το 1918 στην Αντίς Αμπέμπα, όπου είχε ιδρύσει την πρώτη ελληνική κοινότητα, την εκκλησία του Αγίου Νικολάου και το πρώτο ελληνικό σχολείο της Αιθιοπίας. Η οικογένειά του η χήρα μητέρα και τρία παιδιά γύρισαν στο Ρέθυμνο το 1920 όπου και εγκαταστάθηκαν μόνιμα.
Και πρόγονοι του Γιάννη και από τους δυο γονείς, είχαν ιδιαίτερη προϊστορία στις κρητικές επαναστάσεις. Ο παππούς της μητέρας του Χατζή Βασίλης Χλαμπουτάκης, χρηματοδότησε την προμήθεια όπλων στην επανάσταση του 1821. Οι Τούρκοι σε αντίποινα έκαψαν τα σπίτια και τα ελαιόδεντρα που είχε στο Ατσιπόπουλο. Τα ίδια έκαναν και στις επαναστάσεις 1866 και 1867 όπου πήραν μέρος οι γιοι του.
Ο παππούς του, από τον πατέρα, καπετάν Μανόλης Δαλέντζας ή καπετάν Δράκος, από την Κούφη Ρεθύμνου, αναγνωρισμένος οπλαρχηγός του δυτικού διαμερίσματος ου Ρεθύμνου, πολέμησε σε πολλές μάχες κατά των Τούρκων. Στη μεταπολίτευση του 1899-1905 του απονεμήθηκε τιμητική σύνταξη οπλαρχηγού από την Κρητική Πολιτεία. Ο ίδιος όμως αρνήθηκε να τη δεχτεί δηλώνοντας πως «Εμείς δεν πολεμήσαμε τους Τούρκους για παράδες».
Η εγκατάσταση στο Ρέθυμνο
Όταν ο μικρός Γιάννης ήρθε στο Ρέθυμνο ήταν 8 χρόνων. Μέχρι το 1964 που έφυγε για εγκατάσταση στην Αθήνα έζησε όλες τις περιπέτειες του έθνους μας, από τη μικρασιατική καταστροφή και τον ερχομό των προσφύγων μέχρι τους πρώτους πολιτικούς κλυδωνισμούς των αρχών της δεκαετίας του 60.
Η περίοδος αυτή εκτός από τις άλλες πολιτικές αναστατώσεις συμπίπτει με γενικότερες μεταβολές στην κοινωνική διάρθρωση του Ρεθύμνου. Οι παλιές οικογένειες η μια μετά την άλλη ξεπέφτουν ή φεύγουν από το Ρέθυμνο.
Έρχονται αγρότες από την ύπαιθρο και η κοινωνία μετασχηματίζεται.
Σ’ αυτό το κλίμα μεγάλωσε ο Γιάννης, τέλειωσε το Γυμνάσιο το 1929 κι αμέσως έφυγε για την Αθήνα. Ήθελε να σπουδάσει νομικά. Πέτυχε να εισαχθεί στη Νομική του Πανεπιστημίου Αθηνών, αλλά από το πρώτο κιόλας έτος αναγκάστηκε να συμβιβαστεί με τη μοίρα του. Δεν είχε την οικονομική δυνατότητα να τα καταφέρει ούτε και περίμενε βοήθεια από πουθενά. Επειδή είχε το πάθος της γραφής αλλά και το ταλέντο αποφάσισε να ασχοληθεί με τη δημοσιογραφία.
Εργάστηκε στις εφημερίδες «Κρητική Επιθεώρηση» και «Βήμα», ενώ στα 1932 έβγαλε για λογαριασμό του κόμματος των Φιλελευθέρων, την εφημερίδα «Αλήθεια» ως υπεύθυνος διευθυντής.
Το 1933 πήγε στρατιώτης -έφεδρος αξιωματικός του Πυροβολικού- πήρε ενεργό μέρος και στο κίνημα του 1935 στη Σούδα.
Όταν απολύθηκε από το στρατό, συνέχισε να δημοσιογραφεί σε όλες τις προοδευτικές εφημερίδες της Κρήτης με άρθρα, κριτικές, διηγήματα, χρονικά, βιογραφίες κ.ά.
Το 1937 διορίστηκε υπάλληλος στο τμήμα ανταλλαξίμων Μουσουλμανικών κτημάτων της Εθνικής Τράπεζας και συνέχεια υπηρέτησε ως προϊστάμενος στην οικονομική εφορία, όπου έμεινε μέχρι το 1964 και απεχώρησε με αίτησή του.
Ο έρωτας της ζωής του
Το 1938 συνάντησε και τον έρωτα της ζωής του στο πρόσωπο μιας πανέμορφης και ταλαντούχας κοπέλας της Νέλλης Κισσαμιτάκη εξαιρετικής ζωγράφου. Ο πατέρας της ήταν ο Χανιώτης δημοκράτης, Γιάννης Γ. Κισσαμιτάκης, τμηματάρχης της Γενικής Διοίκησης Κρήτης. Η μητέρα της Μιλτία το γένος Βαρδάκη και Κούντουρου ήταν Σφακιανής καταγωγής Αρσακειάδα. Απόκτησαν μια κόρη την Όλγα, θαυμάσια καρατερίστα ηθοποιό, που μέχρι πρότινος εκτός από το θέατρο, απολαμβάναμε και στην τηλεόραση σε σειρές μεγάλης θεαματικότητας. Η Όλγα μπορεί να επέμενε να τελειώσει και την Δραματική Σχολή του Πέλου Κατσέλη αλλά παράλληλα σπούδασε και Πολιτικές Επιστήμες στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. Από τον πατέρα της κληρονόμησε και την κλίση στη λογοτεχνία.
Στο μετερίζι του αγώνα
Στον πόλεμο του 1940 ο Δαλέντζας βρέθηκε 29 του Οκτώβρη, από τους πρώτους στο καθήκον. Το 1941, πήρε μέρος στη Μάχη της Κρήτης. Μετά την κατάληψη του νησιού εντάχθηκε αμέσως στην Εθνική Αντίσταση. Γρήγορα αναδείχτηκε σε ηγετικό στέλεχος και μέλος της Νομαρχιακής Επιτροπής του ΕΑΜ και γραμματέας του παράνομου αντιστασιακού μηχανισμού του Νομού (εφημερίδα, δελτία, ραδιόφωνα, μπροσούρες κ.λ.π).
Διετέλεσε μέλος αρχικά και πρόεδρος στη συνέχεια των συνδικαλιστικών οργανώσεων των δημοσίων υπαλλήλων στην κατοχή. Μεγάλο για την εποχή επίτευγμά του, που είχε κατορθώσει να οργανώσει υπαλληλικά συσσίτια. Από προδοσία έπεσε στα χέρια των Γερμανών αρχές του Δεκέμβρη 1943. Κλείστηκε στις φυλακές του Ρεθύμνου, όπου πέρασε τα πιο φρικτά βασανιστήρια από τη Γκεστάπο. Κατάφερε να αντέξει και δεν έδωσε κανένα στοιχείο στους βασανιστές του που τον υπέβαλαν σε ακόμα πιο φρικτά βασανιστήρια για να ομολογήσει. Σε μια από τις φάσεις αυτές έχασε το δεξί του μάτι. Και πάλι όμως σώπασε. Είδαν κι απόειδαν οι σταυρωτές του και τον έστειλαν για εκτέλεση στην Αγιά.
Έκανε τη δοκιμασία του «μούσα»
Στο διάστημα της κράτησής του έκανε τη δοκιμασία του μούσα των όσων ακολούθησαν. Με έντονες πινελιές έχει καταγραφεί ο βίος των έγκλειστων της Αγυιάς που περίμεναν καθημερινά το θάνατο. Η παγωνιά του κελιού, ο πόνος από τα βασανιστήρια, ο ήχος από το βογγητό του συναγωνιστή στο διπλανό κελί, η μακάβρια προετοιμασία των εκτελέσεων, τα συναισθήματα μετά από κάθε νέα φουρνιά κρατουμένων και ομήρων, όλα αυτά στοιχειώνουν στη μνήμη των αναγνωστών του έργου του Δαλέντζα έτσι που να τον θυμούνται κάθε φορά που η επικαιρότητα προκαλεί για σχολιασμό.
Σε κείνες τις ώρες που θέριζε η πείνα, τρυπούσε το κόκαλο το δριμύ κρύο και πιο πολύ πάγωνε η καρδιά όσο την πλησίαζε η παγερή πνοή του θανάτου, ερχόταν και η Σειρήνα του συμβιβασμού να προκαλέσει. Τι μπορεί να είναι μια ομολογία; Μια υπογραφή αδελφέ τι μπορεί να σημαίνει πέρα από λευτεριά, ανεξαρτησία, απολαβές, προνόμια.
Ο Γιάννης Δαλέντζας για το λόγο αυτό δεν κατάφερε ποτέ να συμβιβαστεί. Προτιμούσε την οδύνη από την δολερή γαλήνη του συμβιβασμού.
Σπαρακτικές είναι οι ενότητες εκείνες που περιγράφει τις στιγμές σπάνιες πραγματικά που επιτρεπόταν η επίσκεψη. Μια χάρη που έπρεπε να αποτιμηθεί με χρυσάφι.
Η σύντροφος του δημιουργού η εκλεκτή ζωγράφος Νέλλη Δαλέντζα έκανε κάθε φορά ό,τι το δυνατόν για να στηρίξει το κουράγιο του συζύγου της. Κι ας ήξερε κάθε φορά πως ο χρόνος που του έμενε να ζήσει λιγόστευε.
Ήρθε η αμνηστία
Από τις κακουχίες είχε στο μεταξύ αρρωστήσει βαριά, οπότε αναγκάστηκαν να τον στείλουν στο νοσοκομείο το Μάρτη του 1944. Εκεί τον βρήκε η αμνηστία που έδωσε ο κατακτητής στις 25 Μαρτίου. Τον άφησαν ερείπιο σωματικό να επιστρέψει πίσω με την υπενθύμιση ότι έχουν τα μάτια τους πάνω του. Με την παραμικρή του ύποπτη δράση θα τον εκτελούσαν επιτόπου χωρίς δίκη.
Κάτι του είπαν. Από την πρώτη στιγμή συνέχισε τη δράση του, με αποτέλεσμα να ξαναπιαστεί τον Αύγουστο του 1944. Η μεγάλη του ψυχραιμία τον έσωσε. Μόλις βρήκε ευκαιρία πήδησε από ένα ψηλό παράθυρο μέσα από τα γραφεία που τον κρατούσαν. Κατέφυγε σε συγγενικό σπίτι κι από εκεί με τη βοήθεια συνδέσμου, κατάφερε να βρεθεί στο βουνό στην Παναγιά Δρακώνα Κεραμειών στα Χανιά.
Πήρε μέρος σε όλες τις μάχες της Δρακώνας και των Κεραμειών και το Νοέμβρη του 1944 ευτύχησε να κατέβη στο ελεύθερο πια Ρέθυμνο.
Συνιδρυτής της Πνευματικής Εστίας
Άνθρωπος αποφασιστικός καθώς ήταν άφησε στην άκρη το παρελθόν όσο κι αν τον είχε γεμίσει πληγές και κοίταξε γύρω του φροντίζοντας να συμβάλει στην ανόρθωση των ταλαιπωρημένων συμπατριωτών του. Ήταν από τα ιδρυτικά μέλη της Πνευματικής Εστίας του Ρεθύμνου και γενικός γραμματέας της στη συνέχεια. Αναφερόμαστε στο μεγάλο πνευματικό φορέα, στον οποίο το Ρέθυμνο οφείλει την πολιτιστική του παράδοση. Ένα από τα μεγάλα του επιτεύγματα ήταν και η Δημόσια Βιβλιοθήκη. Στο Διοικητικό της συμβούλιο ο Δαλέντζας χρημάτισε Γραμματέας μέχρι που αναχώρησε το 1964 στην Αθήνα για τις σπουδές της κόρης του.
Μέχρι το τέλος της ζωής του ήταν στο χώρο της αριστεράς. Πρωτοπόρος πάντα σε κινήματα για τη δημοκρατία προσυπέγραψε τον Αύγουστο του 1965 τη διακήρυξη των Κρητών Επιστημόνων, Λογοτεχνών, Καλλιτεχνών και Διανοουμένων για την προάσπιση της Συνταγματικής νομιμότητας και της δημοκρατικής ομαλότητας.
Τη διακήρυξη αυτή υπέγραψαν 100 Κρήτες συγγραφείς, επιστήμονες, διανοούμενοι και λοιποί παράγοντες της κρητικής παροικίας των Αθηνών.
Σχετικά η εφημερίδα «Νέος Κόσμος» στο φύλλο της (23-8-65) γράφει ότι το παράδειγμα του Γιάννη Δαλέντζα δείχνει το δρόμο που πρέπει να ακολουθήσουν όλοι οι πνευματικοί άνθρωποι για να καθοδηγήσουν το λαό στο δρόμο του καθήκοντος και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας.
Στις 6 του Μάρτη 1966 εκλέχτηκε στην Αθήνα παμψηφεί τακτικό μέλος της εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών σε τακτική Γενική Συνέλευση των μελών της.
Στα χρόνια της χούντας των συνταγματαρχών ο Γιάννης Δαλέντζας συνεργάστηκε με το πατριωτικό απελευθερωτικό μέτωπο και με τη δημοκρατική οργάνωση Κρήτης και υπήρξε όπως και σε όλη του τη ζωή ασυμβίβαστος και θαρραλέος αγωνιστής της λευτεριάς και της δημοκρατίας.
Όταν το Γενάρη του 1973 ο υφυπουργός της τότε Δικτατορίας περιφερειακός διοικητής Κρήτης, Γιώργος Γεωργαλάς, του έστειλε προσωπική πρόσκληση να συμμετάσχει στο συνέδριο της 13 του Γενάρη 1973 στο Ηράκλειο, των πνευματικών ανθρώπων της Κρήτης, όχι μόνο δεν πήγε αλλά έστειλε και το παρακάτω τηλεγράφημα μέσω της εφημερίδας «Κρητική Επιθεώρηση».
«Αδυνατώ ν’ ανταποκριθώ πρόσκληση διοίκησης Κρήτης για συνέδριο πνευματικών ανθρώπων κρίνοντας ότι δεν υπάρχουν συνθήκες ελεύθερου διαλόγου -Αθήνα 12-1-1973- Γιάννης Δαλέντζας».
Στο διάστημα αυτό της δικτατορίας απαγορεύτηκε η αποστολή βιβλίων του σε φίλους στην εξορία, στα νησιά και στο εξωτερικό.
Συνεργάστηκε στενά με τον παπα-Γιώργη Πυρουνάκη με αντιστασιακές αρθρογραφίες και περιοδείες στην Κρήτη.
Δεκέμβριο του 1973 ο Γιάννης Δαλέντζας αρρώστησε βαριά. Ήταν όμως χαρούμενος, δήλωνε ευτυχής που πρόλαβε να δει την πτώση της χούντας και να πάρει στα χέρια του το πρώτο ελεύθερο νόμιμο φύλλο του «Ριζοσπάστη».
Ο σπουδαίος αυτός αγωνιστής και μεγάλος συγγραφέας πέθανε στην Αθήνα στις 16 του Νοέμβρη 1974 σε ηλικία 62 χρόνων. Άφησε πλούσιο συγγραφικό έργο.
Εκτός από την «Πολιτεία της Ανοχής» (1955) έγραψε επίσης τα «Χρονικά του Ρεθύμνου» (1958), «Κρητικοί αντίλαλοι» (1959), «Αστραπές του Μπράσκου» (1962).
Αυτά που δεν είδαν το φως της δημοσιότητας ήταν τα έργα του «Καπητάνιος», «Ανθισμένοι Τάφοι», «Μορφές της Κρήτης», «Χρονικά των Γραφείων».
Γράφτηκαν αρκετά για τον Γιάννη Δαλέντζα, αλλά εκείνος που τον σκιαγράφησε περίτεχνα ήταν ο φιλόλογος Γιώργης Φρυγανάκης σε ένα ποίημά του, που χαρακτηρίζεται κόσμημα στα κρητικά γράμματα.
Αγωνιστή ασυμβίβαστε
Αδέκαστε δημόσιε κατήγορε
Κήρυκα της αλήθειας και της ανθρωπιάς
Με τον αγνό οραματισμό προφήτη βιβλικού
υψώθηκες στα μέτρα ανθρώπου-φωτοδότη
όπως τον θέλει ο Πλάτωνας στο «Μύθο του Σπηλαίου»
και όπως τον ενσάρκωσε ο «ενοχλητικός» Σωκράτης…
Εσένα, ανδρείε, δεν σου στήθηκε ανδριάντας.
Ούτ’ «έτος λογοτεχνικό» γιορτάστηκε
για τα εκατόχρονα από τη γέννησή σου.
Ούτε και φρεσκαρίστηκαν τα γράμματα
στο μνήμα σου
για να το βρίσκει εύκολα ο περαστικός
ή ο επισκέπτης…
Όμως αιώνια με τα βιβλία σου θα ταξιδεύεις
-τη θρυλική «Ντάρα Μανέλα» σου,
τα «Χρονικά του Ρέθεμνου»,
τους «Κρητικούς Αντίλαλους»,
τις «Αστραπές του Μπράσκου»-,
χτυπώντας ανελέητα τη σήψη:
Tις «παχεμένες» βολεμένες συνειδήσεις
Tους «φιληκάρηδες
με τα ψευτοφιλάνθρωπα αισθήματα»
ή τους «πολιτικάντες»
και τους «χαμηλονούσηδες εθελοσκλάβους» τους
Tους «αρχοντοπουριτανούς»
και ξιπασμένους «νουμεράτους»
και «νεόπλουτους»
Tους «Φαρισαίους», τους «θεομπαίχτες»
και πατριδοκάπηλους
Tους «θρασσεμένους συνεργάτες του εχτρού»
Tους κάθε χρώματος μεσσίες και μεσάζοντες
Tους απολίτικους -δήθεν «φιλήσυχους»- πολίτες
και τους γραφιάδες με το «κίτρινο» μελάνι
Όλους τους εκμεταλλευτές, χωρίς εξαίρεση,
«για να ξεμαγαρίσει η γη μας»
όπως έλεγες
«από τα ξένα τα μολέματα
και τα πληγιάσματα τα ντόπια»
Για το Γιάννη Δαλέντζα δεν έχει γίνει καμιά ιδιαίτερη αναφορά από φορείς που έχουν χρέος να αναδεικνύουν την πνευματική παραγωγή του τόπου. Ακόμα και ο τάφος του, όπως είχε καταγγείλει ο κ. Φρυγανάκηςς, είχε εντελώς παραμεληθεί σε σημείο που δεν φαινόταν ούτε το όνομα.
Τι πόλη των Γραμμάτων είμαστε αλήθεια όταν το επιτρέπουμε αυτό;