Διατάξεις που θα διέπουν τη δραστηριότητα γύρω από τον αγροτικό τουρισμό, προωθούν την ανάπτυξη του αγροτουρισμού, για τη στήριξη των τοπικών οικονομιών της περιφέρειας, αλλά και την ανάδειξη των συγκριτικών πλεονεκτημάτων των ελληνικών αγροτικών προϊόντων και του τρόπου ζωής της ελληνικής υπαίθρου, περιλαμβάνει το σχέδιο νόμου του υπουργείου Τουρισμού, που δόθηκε προς δημόσια διαβούλευση με τίτλο «Αναδιοργάνωση του υπουργείου Τουρισμού, Ρυθμίσεις Ειδικών Τουριστικών Υποδομών, Εκπαίδευση και Κατάρτιση στον Τουρισμό, Αγροτουρισμός και Λοιπές Διατάξεις».
Ειδικότερα, σύμφωνα με τον βουλευτή Λευτέρη Αυγενάκη, ο οποίος επανειλημμένα έχει κάνει κοινοβουλευτικές παρεμβάσεις για το θέμα, θεσπίζεται το «Ειδικό Σήμα Αγροτουρισμού», ειδικό λογότυπο χορηγούμενο από το υπουργείο Τουρισμού, με το οποίο πιστοποιείται ότι μία επιχείρηση πληροί τις ειδικές προϋποθέσεις του νόμου και προσφέρει ένα ελάχιστο προδιαγεγραμμένο επίπεδο υπηρεσιών. Απαραίτητη προϋπόθεση για τη χορήγηση του Ειδικού Σήματος Αγροτουρισμού είναι η προηγούμενη απόκτηση από την επιχείρηση του συνόλου των ειδικών αδειών που αντιστοιχούν στις δραστηριότητές της.
Επιπλέον, προβλέπονται ως ιδιαίτερη κατηγορία τουριστικών επιχειρήσεων, οι επιχειρήσεις Αγροτουρισμού, ενώ η συνδρομή των προϋποθέσεων χορήγησης του Ειδικού Σήματος Αγροτουρισμού, πέραν της αρχικής διαπίστωσής της, ελέγχεται και διαπιστώνεται τουλάχιστον ανά τριετία από την υπηρεσία η οποία το χορηγεί και από κάθε υπηρεσία που προΐσταται αυτής.
Στο σχέδιο νόμου προβλέπονται και ειδικές φορολογικές και ασφαλιστικές ρυθμίσεις για τους επαγγελματίες αγρότες που παρέχουν υπηρεσίες αγροτουρισμού, καθώς εισόδημα επαγγελματία αγρότη που προέρχεται από τον Αγροτουρισμό, δηλώνεται και φορολογείται ως αγροτικό εισόδημα, εφόσον το εισόδημα που προέρχεται από αγροτουριστική δραστηριότητα δεν υπερβαίνει το 50% του ετήσιου ατομικού εισοδήματός του, ενώ όσον αφορά στην ασφάλιση των αγροτών που απασχολούνται σε αγροτουριστική επιχειρηματική δραστηριότητα, ασφαλίζονται στον Οργανισμό Γεωργικών Ασφαλίσεων, εφόσον το εισόδημα που προέρχεται από τη δραστηριότητα αυτή δεν υπερβαίνει το 50% του ετήσιου ατομικού εισοδήματός τους.