Ήταν ένα όμορφο και τρυφερό αγόρι, που καμάρωναν οι γονιοί μα και το χωριό ολόκληρο.
Έπαιρνε τα γράμματα κι όλοι έβλεπαν μπροστά τους έναν μελλοντικό δάσκαλο, αν συνέχιζε την πορεία του πατέρα του ή κάτι άλλο σπουδαίο πάντως.
Το Γερακάρι, σίγουρα, με τον μικρό Νίκο, θα έβγαζε έναν ακόμα επιστήμονα.
Ο νιος μεγάλωνε κι έδειχνε μια αφοσίωση στα γράμματα αλλά και στις αξίες που του είχαν διδάξει. Κι έλαχε από μια συγκυρία οδυνηρή, μια περιπέτεια με μυθιστορηματική πλοκή, να εξελιχθεί σε ένα μεγάλο πατριώτη και να τιμήσει πρώτα την ηρωική του γενιά, πριν γίνει ένας από τους λαμπρούς λειτουργούς του Ιπποκράτη. Ήταν ο Νίκος Κοκονάς.
Μια φωτεινή παρουσία
Η κλινική του ήταν από τις πιο οργανωμένες της πόλης κι αργότερα τον ζούσαμε στο στοργικό ίσκιο των παιδιών του, από τους γνωστούς και καταξιωμένους τουριστικούς επιχειρηματίες του νομού μας, χωρίς ποτέ να χάσει τη διάθεση να γράψει και να σχολιάσει.
Ερχόταν συχνά στη γρότα της Χατζηγρηγοράκη, όπου ήταν κάποτε τα γραφεία των «Ρεθεμνιώτικων Νέων». Κρατούσε συνήθως ένα κείμενο για δημοσίευση, με ποικίλη θεματική. Ευγενέστατος με τις κυρίες, έπιανε για λίγο τη συζήτηση με τον Γιάννη Χαλκιαδάκη κι όποτε τύχαινε να περάσει και ο πρωτοξάδελφός του Σπύρος Μαρνιέρος (οι μητέρες τους ήταν αδελφές), τεντώναμε τ’ αυτιά μας οι νεότεροι, γιατί με τους τρεις εκεί πέρα, ξεκινούσε σεμινάριο σύγχρονης ιστορίας.
Αργότερα, όταν ξεκινούσαμε τις διοργανώσεις για να τιμηθούν τα Ολοκαυτώματα του Κέντρους, στην ομάδα πρώτος και καλύτερος, δικαιωματικά, ο Νίκος Κοκονάς. Άκουγε με σεβασμό κάθε εισήγηση και πέρα από τις a priori αποδεκτές προτάσεις του Μαρνιέρου.
Κι όπου είχε αντιρρήσεις με διακριτικό τρόπο τις εξέφραζε. Έτσι ο Νίκος Κοκονάς έμεινε στη μνήμη μας ξεχωριστός και πέρα από την πατριωτική του και συγγραφική του δράση. Πέρα από την λαμπρή του καριέρα ως γιατρός. Γιατί ήταν και παρέμεινε μέχρι το τέλος ένας ευγενικός και αρχοντοαναθρεμμένος άνθρωπος με άπειρες ευαισθησίες. Κι ας είχε βιώσει τη βία του κατακτητή κι ας είχε αποκτήσει τις συγκλονιστικές εμπειρίες του αντιστασιακού αγώνα.
Μια οικογένεια στην Αντίσταση
Ο Νίκος Κοκονάς, γιος του Αλέξανδρου και της Μαρίας παπα-Νικολή Γενεράλη, γεννήθηκε στο Γερακάρι του 1924.
Τα πρώτα γράμματα τα διδάχτηκε στο χωριό του, από το δάσκαλο πατέρα του. Έπειτα φοίτησε στο Γυμνάσιο Ρεθύμνου από το 1936 μέχρι το 1942. Άξιο τέκνο του πατέρα του, δεν ήταν δυνατόν να μην ενταχθεί, μαθητής ακόμα, στην Εθνική Αντίσταση.
Όπως θα δούμε σε σχετικό αφιέρωμα που ετοιμάζουμε για τον πατέρα του, το αρχοντικό του στο Γερακάρι, είχε μεταβληθεί σε κέντρο διαβουλεύσεων και αποφάσεων για τη μεθόδευση του αγώνα ενάντια στον κατακτητή.
Ήταν κι ένα άσυλο αγάπης για κάθε πεινασμένο και κατατρεγμένο. Πως τους προλάβαινε όλους αυτούς εκείνη η ηρωική μάνα, η Μαρία, εκείνη το ήξερε. Και πάντα με το χαμόγελο.
Για την ιστορία να προσθέσω ότι η γυναίκα αυτή και η αδελφή της Αθηνά είναι τα κεντρικά πρόσωπα γύρω από τα οποία αναπτύσσω τα γεγονότα της 22ας Αυγούστου 1944, στα μαρτυρικά χωριά του Κέντρους με το θεατρικό μου έργο «Ελεγεία Ηρώων».
Με την καθοδήγηση του πατέρα
Και να ήθελε επομένως ο Νίκος δεν μπορούσε να μην κάνει το χρέος του σαν Έλληνας. Είχε πάντα την καθοδήγηση του πατέρα του, που τον στήριζε και με την ακλόνητη εμπιστοσύνη του. Κι ο Νίκος δεν τον απογοήτευσε ποτέ.
Το Σεπτέμβρη του 43 συλλαμβάνεται από τους Γερμανούς. «Εφιάλτης» του ένας Τουρκαλβανός, που ξεκίνησε σαν αντιστασιακός και ξαφνικά βρέθηκε στην απέναντι πλευρά κι έγινε πράκτορας των Γερμανών.
Αξίζει να παρακολουθήσουμε τα γεγονότα που ακολούθησαν μέσα από τις προσωπικές σημειώσεις του που είδαν το φως της δημοσιότητας στο περιοδικό «Προμηθέας Πυρφόρος».
Κακό προαίσθημα
Εκείνο το πρωί ο Νίκος ξύπνησε πολύ νωρίς. Σαν κάποιο ακαθόριστο συναίσθημα να τον προειδοποιούσε για κάτι. Αυτή η αίσθηση του είχε χαλάσει τη διάθεση. Κι ένα κακό όνειρο χειροτέρευε την κατάστασή του.
Ενώ ετοιμαζόταν για το πρωινό του μια φασαρία του τράβηξε την προσοχή από τη μεριά του σχολειού. Υπέθεσε ότι ήταν παιδιά που έπαιζαν όταν τον τάραξε η φωνή της γιαγιάς του, της παπα-Νικολίνας, που του φώναζε απελπισμένα:
«Νικολιό, κοπέλι μου, Γερμανοί τσοί συκιές, γλάκα…».
Συγχρόνως έφταναν στ’ αυτιά του ποδοβολητά κι αγριοφωνάρες προς τα βορινά.
Με το που στρέφει αριστερά την κεφαλή του, βλέπει σε μια απόσταση λιγότερη από εκατό μέτρα, καμιά δεκαριά Γερμανούς να τρέχουν προς το σπίτι του με τα όπλα ανά χείρας.
«Πόδια μου βοηθάτε μου» λέει ο νεαρός, από μέσα του, κι επιχειρεί να ξεφύγει. Λίγο ακόμα και θα πηδούσε στο «Σόχωρο», όπου είχε πολλές ελπίδες διαφυγής, καθώς τον κάλυπταν τα δέντρα και το ρυάκι. Στάθηκε άτυχος για λίγα δευτερόλεπτα. Σαν να είχαν μαντέψει τις κινήσεις του οι Γερμανοί τον περικύκλωσαν. Και σε λίγο, με βίαιο τρόπο, τον οδηγούσαν μπροστά στον επικεφαλής, που περίμενε στην είσοδο του σπιτιού.
Εκεί που προσπαθούσε να αποφύγει τα χτυπήματα ο Νίκος, πήρε το μάτι του τη δύστυχη μάνα του να τραβάει τα μαλλιά της από απελπισία και να κλαίει. Ήξερε καλά τι περίμενε τον γιο της κι ο νους της κόντευε να σαλέψει. Τον έστησαν στη μέση της αυλής και δυο στρατιώτες τον κρατούσαν τόσο γερά από τους καρπούς που σε λίγο αισθανόταν να παραλύουν τα δάκτυλά του.
Έψαχναν τον πατέρα
Ουσιαστικά οι Γερμανοί είχαν έρθει για τον πατέρα του. Αλλά η σύλληψη του γιου, που είχε δώσει υποψίες στην προσπάθειά του να ξεφύγει, βοηθούσε εξαιρετικά τα σχέδιά τους.
Ενώ τον κρατούσαν δυο, οι άλλοι, μπήκαν μέσα στο σπίτι. Άρχισαν να παραβιάζουν συρτάρια και να κάνουν τον κόσμο άνω κάτω, προσπαθώντας να βρουν στοιχεία για τη δράση της οικογενείας, που απλά προς το παρόν είχαν ακούσει.
Μια γυναίκα του σπιτιού μάταια προσπαθούσε να τους καλοπιάσει κρατώντας ένα κοριτσάκι, ξαδελφούλα του Νίκου, που βλέποντας τη φασαρία και μη ξέροντας τι συμβαίνει έσκουζε στο κλάμα.
Ο Νίκος άκουγε και κόντευε να τρελαθεί. Παράλληλα σκεπτόταν αν δεν καταφέρει να ξεφύγει τι τον περιμένει.
Προσπαθούσε να προετοιμαστεί ψυχολογικά και για τα βασανιστήρια που ήταν βέβαιο ότι θα ακολουθούσαν.
Άρχισε να υπερισχύει η σκέψη της διαφυγής.
Έψαχνε να βρει τρόπο, όταν στο μεταξύ τέλειωσε η έρευνα και βγήκαν όλοι οι Γερμανοί από το σπίτι.
Τότε τον πλησίασε ο επικεφαλής, ένας δεκανέας ξερακιανός, μεσήλικας και λίγο καμπούρης. Τον ακολουθούσε ένας υποδεκανέας, ψηλός, ξανθός και ρωμαλέος.
Που Πάπας;
«Που Πάπας;» ρώτησε ο υποδεκανέας τον Νίκο με μια αγριοφωνάρα, που απειλούσε σοβαρά το ακουστικό τύμπανο.
Ο Νίκος έκανε πως δεν καταλάβαινε προσπαθώντας να κερδίσει χρόνο. Λίγο ακόμα και θ’ απαντούσε «στη Ρώμη» αν και ήξερε πως ψάχνουν τον πατέρα του.
Που βρήκε την όρεξη εκείνη τη στιγμή να αστειευθεί στα νιάτα και στη γενναία καρδιά του το όφειλε.
Κείνη την ώρα όμως μια σκέψη άρχισε να τον βασανίζει.
Που ήξεραν πως είναι γιος του Αλέξανδρου; Μήπως είχαν ζητήσει ταυτότητα. Κάτι παιζόταν εκεί και έπρεπε να είναι διπλά προσεκτικός, μήπως προκύψει κάποιο στοιχείο που να δίνει τον προδότη.
Συνέχιζε να κάνει πως δεν καταλαβαίνει μέχρι που έχασαν την υπομονή τους οι Γερμανοί κι άρχισαν να τον χτυπούν με μανία.
Ο Νίκος αποφάσισε να αλλάξει τακτική. Ήξερε πως ήδη δυο πατριώτες ο Νίκος Βρανάς και ο Νίκος Δ. Ταταράκις είχαν φύγει για να ειδοποιήσουν τον πατέρα του να κρυφτεί. Είχαν άριστη οργάνωση οι αντιστασιακοί στο Γερακάρι και ήξεραν πώς να αντιδρούν κάθε στιγμή.
Από τη στιγμή λοιπόν που ο πατέρα του δεν ήταν κοντά και δεν κινδύνευε, αποφάσισε να υποκριθεί πως συνεργάζεται. Σε ένα κράμα λοιπόν ελληνικών – γερμανικών – γαλλικών, τους εξήγησε ότι ο πατέρας του, που ήταν αξιωματικός, όπως κάθε Σάββατο είχε πάει να παρουσιαστεί στο γερμανικό φυλάκιο που ήταν στην Σχολή Ασωμάτων, γι’ αυτό έλειπε από το σπίτι.
Που να φανταστεί ο καημένος ότι οι Γερμανοί είχαν φορητό ασύρματο και ήταν σε θέση να ελέγξουν την πληροφορία.
Ο τουρκαλβανός τους είχε προδώσει
Στο μεταξύ, όμως, είχε το χρόνο να σκεφτεί μια πληροφορία που είχε έρθει από την ομάδα του Αγίου Βασιλείου, επικεφαλής της οποίας ήταν ο δικηγόρος Μιχαήλ Μυρ. Παπαδάκις. Σύμφωνα με αυτή ο Τσέλος, ο τουρκαλβανός, ήταν επικίνδυνος, συνεργαζόταν με τον εχθρό και έπρεπε να τον προσέχουν. Επομένως ήταν φυσικό να πάνε τόσο ενημερωμένοι στο σπίτι του Κοκονά οι Γερμανοί. Ο Τουρκαλβανός, που μπαινόβγαινε με άνεση στο σπίτι, έτρωγε κι έπινε, θα τους είχε πει τα πάντα χαρτί και καλαμάρι. Είχε δίκιο, λοιπόν, ο πατέρας Κοκονάς που είχε δώσει τελευταία γραμμή να μην εμπιστεύονται τον ξένο. Κάτι θα είχε υποψιαστεί και αυτός, αλλά τον είχαν προλάβει τα γεγονότα και δεν κατάφερε να αντιδράσει.
Το μυστήριο της προδοσίας είχε μερικώς επιλυθεί αλλά αυτό που μετρούσε τώρα ήταν να καταφέρει να τους ξεφύγει.
Πάνω στην ώρα επιβεβαιώθηκαν και οι υποψίες του. Ντυμένος Γερμανός δεκανέας ο προδότης, ξυρισμένος, νόμιζε πως δεν θα αναγνωριστεί. Άρχισε μάλιστα να κτυπάει το Νίκο, που μόλις τέσσερις μέρες πριν, καθόταν κοντά του και του εκθείαζε τον ηρωισμό του πατέρα του.
Προς το άγνωστο
Στο μεταξύ οι Γερμανοί με τη σιγουριά πως εύκολα θα διαπιστώσουν που βρίσκεται ο Αλέξανδρος Κοκονάς, αποφάσισαν να κάνουν ένα διάλειμμα ρημάζοντας την κρεβατίνα.
Έπειτα φόρτωσαν στο Νίκο μια βούργια, που είχε μέσα αγγλικά βιβλία που βρήκαν και μερικά άλλα πράγματα, και ξεκίνησαν προς άγνωστη κατεύθυνση.
Η ιδέα όμως της απόδρασης δεν εγκατέλειπε τον Νίκο. Προσπαθούσε να είναι ψύχραιμος. Και κάποια στιγμή ακολουθώντας ένα πανέξυπνο στρατήγημα, αλλά και με την εύνοια της τύχης τα κατάφερε.
Κατόρθωσε να δραπετεύσει και να καταφύγει στη Μέση Ανατολή όπου κατετάγη στην αεροπορία. Μετά από σαράντα μέρες μπήκε στη σχολή Ιπτάμενων.
Οι Γερμανοί που είχαν υπολογίσει με τη σύλληψη του νεαρού να υποχρεώσουν και τον πατέρα να παραδοθεί, μόλις διαπίστωσαν την απόδραση του Νίκου σκύλιασαν κυριολεκτικά.
Σαν πρώτη αντίδραση έκαψαν το σπίτι του Κοκονά και στη συνέχεια έσφιξαν τόσο γερά τον κλοιό γύρω από τους πατριώτες, που αναγκάστηκε η οργάνωση να διατάξει την απομάκρυνσή τους από το Αμάρι και την αναχώρησή τους για Μέση Ανατολή.
Ο Νίκος απέδειξε και στο κέντρο λήψης αποφάσεων για τον αγώνα τις ικανότητές του. Ετοιμαζόταν να ολοκληρώσει την εκπαίδευσή του στη Ροδεσία, όταν τον έριξε στο κρεβάτι μια εξαιρετικά επικίνδυνη ασθένεια. Η ζωή του κρεμόταν από μια κλωστή. Σώθηκε τελικά από την πενικιλίνη που έστειλαν από το Λονδίνο για να θεραπευθεί τελικά και να ευλογεί τον Φλέμινγκ στη συνέχεια.
Σπουδαίες επιστημονικές εργασίες
Μετά την επάνοδό του στην Ελλάδα, σπούδασε Ιατρική στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και το 1949, μόλις πήρε το δίπλωμά του υπηρέτησε στο στρατό ως ανθυπίατρος.
Μετά την ειδίκευσή του στην Παθολογία, που απέκτησε στον Ευαγγελισμό, εγκαταστάθηκε στο Ρέθυμνο και πρόσφερε τις υπηρεσίες του στους πάσχοντες ως ελεύθερος επαγγελματίας.
Αργότερα διετέλεσε διευθυντής της Παθολογικής Κλινικής του Γενικού Νοσοκομείου Ρεθύμνου, (1971-1985) και μέλος της Ακαδημίας Επιστημών Νέας Υόρκης με πολλές συμμετοχές και ανακοινώσεις τόσο σε ελληνικά όσο και σε διεθνή ιατρικά συνέδρια.
Στις πρωτότυπες εργασίες του περιγράφονται, για πρώτη φορά στην Ελλάδα, οκτώ περιπτώσεων Υποδορίου Οζώδους Πολυαρτιρίτιδας καθώς και ιατροκοινωνική έρευνα μιας συγκεκριμένης ενότητας χωριών του νομού Ρεθύμνου. Σε αρκετές αριθμούνται και οι ανακοινώσεις από περιπτώσεις που αντιμετώπισε με επιτυχία στο Γενικό Νοσοκομείο Ρεθύμνου, ενώ παράλληλα, ο τοπικός τύπος είχε έναν αφοσιωμένο συνεργάτη που πλούτιζε τις στήλες του με ενδιαφέροντα δημοσιεύματα.
Το ύφος του καθαρά θετικού επιστήμονα, απλό, δωρικό, μεστό, συγκεκριμένο είχε αποκτήσει ένα θερμό αναγνωστικό κοινό.
Μεγάλη υπηρεσία με το αρχείο Τζιφάκη
Τα βιβλία του, εξάλλου, είναι ιδιαίτερα σημαντικά, με κορυφαίο αυτό που αφορά το αρχείο Χρίστου Τζιφάκη.
Ένα μάλιστα, με τίτλο «Βρετανοί κατάσκοποι στην Κρήτη (1941-1945)» περιέχει εκατό πρωτότυπες επιστολές των Βρετανών κατασκόπων, που όλες μαζί αποκαλύπτουν την άλλη, την τόσο άγνωστη και ίσως σημαντικότερη πλευρά της Αντίστασης, στην Κρήτη. Και οπωσδήποτε την πλευρά της Αντίστασης, που επέφερε τα δεινότερα πλήγματα στους κατακτητές, στα πλαίσια του μυστικού πολέμου της κατασκοπίας και της δολιοφθοράς.
Μέσα από τις σελίδες του βιβλίου φαίνεται ότι σε αγαστή συνεργασία Κρήτες αντιστασιακοί και Βρετανοί πράκτορες εκπλήρωσαν με επιτυχία την αποστολή τους και δικαιολογημένα η Αντίσταση στην Κρήτη χαρακτηρίστηκε η πιο καλά οργανωμένη στην κατεχόμενη Ευρώπη.
Ένα ξεχασμένο κείμενο
Το επεισόδιο της σύλληψής του το έγραψε ένα χρόνο μετά τα γεγονότα έχοντας ακόμα νωπές μνήμες.
Και μετά το ξέχασε κάπου στα πράγματά του. Οι πολύτιμες για τον ιστορικό ερευνητή αυτές σημειώσεις, πέρασαν, χωρίς καν να τις διαβάσει, από μπαούλο σε μπαούλο με όλα του τα προσωπικά πράγματα, μέχρι που κατέληξαν σε μια γωνιά της βιβλιοθήκης του. Εκεί τα ανακάλυψε παίζοντας ο γιος του Μιχάλης και ενώ ο γιατρός απασχολημένος ούτε θα έδινε και πάλι σημασία στα χειρόγραφα, έφτασε το γεγονός στον Σπύρο Μαρνιέρο, που αυτός δεν έχανε λεπτό όταν ανακάλυπτε πηγή στοιχείων.
Σημασία έχει ότι οι σημειώσεις αυτές έφτασαν να δημοσιεύονται στον «Προμηθέα Πυρφόρο» σε τεύχος του 1981 και είναι πολύτιμες για τον ερευνητή.
Ο γιατρός που έζησε με αξιοπρέπεια χωρίς να ζητά περγαμηνές για τη δράση του, περνούσε τον καιρό του γράφοντας τα άρθρα και τα βιβλία του και συμμετέχοντας ενεργά στην πολιτιστική ζωή. Είχε προλάβει να απολαύσει τη χαρά του πατέρα χαρισματικών παιδιών.
Έφυγε ειρηνικά το Μάρτιο του 2006, αφήνοντας μνήμη αγαθή στους Ρεθεμνιώτες που σκέπτονται πάντα με αγάπη και σεβασμό το Νίκο Κοκονά, με την έντονη πατριωτική δράση ακολουθώντας τα χνάρια του ήρωα πατέρα του.