Η αναφορά σε ανιδιοτελείς ανθρώπους, που έδωσαν τον εαυτό τους για τις ιδέες τους, ανεξάρτητα θέσης πολιτικής, είναι και ο σκοπός του αφιερώματός μας αυτού.
Επιθυμία μας να προβληθούν εκείνοι, οι άξιοι φορείς ιδεών, που η σεμνότητα των απογόνων τους ή το γεγονός ότι έφυγαν θύματα καταστάσεων χωρίς να προλάβουν να δημιουργήσουν οικογένεια, τους παραδίδει στη λήθη. Κι αυτό προσπαθούμε, με την προσπάθειά μας, να αποτρέψουμε.
Πως θα μπορούσαμε λοιπόν να μην κάνουμε μια ιδιαίτερη αναφορά στον Νίκο Λουλούδη; Από την πρώτη κιόλας φορά, που η έρευνα στα αρχεία, μας έφερε κοντά στην αγνή πατριωτική δράση του, αισθανθήκαμε ιδιαίτερο θαυμασμό για τον ήρωα. Θαυμάσαμε την απέραντη σεμνότητά του.
Γιατί ακόμα και σε προσωπικές του αφηγήσεις, προβάλλει όλους τους άλλους, που συμπορεύτηκαν αγωνιστικά, εκτός από τον εαυτό του. Σαν να μην συμμετείχε μαζί τους.
Αγαπούσε τον ΑΝΘΡΩΠΟ ο Νίκος Λουλούδης. Κι αυτή την ιδέα υπηρέτησε, χωρίς καμιά, έστω σκέψη ποτέ, να την καπηλευθεί όσες ευκαιρίες κι αν του δόθηκαν.
Ένας σεμνός πατριώτης
Εμείς τον γνωρίσαμε πρώτα από τα αφιερώματα του Νίκου Περακάκη. Αργότερα ο καλός συνάδελφος Μανόλης Παντινάκης, δημοσίευσε μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα αφήγηση του ήρωα στο βιβλίο του «Αντίσταση και Εξορία».
Το πρώτο μας αφιέρωμα είχε γίνει πριν από πέντε χρόνια περίπου, αλλά ποτέ δεν είναι αρκετή η αναφορά σε ανθρώπους, όπως αυτός και η υπενθύμιση της δράσης τους, γιατί όλο και κάποιο καινούργιο στοιχείο την συμπληρώνει.
Ο Νίκος Λουλούδης γεννήθηκε το 1922 στο Σπήλι, όπου τέλειωσε το Δημοτικό κι έκανε δυο χρόνια και στο Ημιγυμνάσιο. Οι συνθήκες εκείνων των καιρών, όμως, προσανατόλιζαν τους νέους κυρίως στις τέχνες, που έδιναν σίγουρο ψωμί. Σ’ ένα ραφτάδικο λοιπόν ξεκινά να μαθαίνει την τέχνη ο Λουλούδης. Πρώτα στου Λαγκουβάρδου και μετά στου Τζεδάκη. Το έτος 1939, σηματοδοτεί γι’ αυτόν μια πορεία γεμάτη από αγώνες. Είναι η χρονιά που γνωρίζεται με τον Λεωνίδα Καράμπελα. Ήταν ένας υποδηματοποιός, γνωστός για τις αριστερές του πεποιθήσεις.
Παρών στο κάλεσμα της πατρίδας
Η κήρυξη του πολέμου τον βρίσκει παρόντα, σε κάθε κάλεσμα της πατρίδας, σε κάθε κραυγή απόγνωσης πάσχοντα συνανθρώπου.
Στη Μάχη της Κρήτης τρέχει πάνω κάτω, από τη μια να πολεμήσει κι από την άλλη να προσφέρει τις πολύτιμες υπηρεσίες του σε τραυματίες Έλληνες και συμμάχους, καθώς το νοσοκομείο είχε μεταφερθεί στο Σπήλι.
Με αυτή την ανοιχτή στις προκλήσεις του καιρού του καρδιά δεν αργεί να δεχθεί πρώτος τα μηνύματα του ΕΑΜ. Σπεύδει από τους πρώτους να οργανωθεί αναπτύσσοντας αντιστασιακή δράση.
Με τον Θανάση Μαρκογιάννη και την Όλγα Πρεβελάκη είχαν δημιουργήσει το δικό τους πυρήνα διαφώτισης του κόσμου, για την ανάγκη ν’ αγωνιστούν προκειμένου ν’ απαλλαγούν από τον κατακτητή. Στη συνέχεια ο Νίκος ανέλαβε γραμματέας του ΚΚΕ Σπηλίου και αργότερα μέλος της Ακτιδικής Επιτροπής.
Ακούραστος πάντα δούλεψε με αυταπάρνηση για τη λευτεριά, πότε εδώ, πότε εκεί, από την οργάνωση και δραστηριοποίηση της Εθνικής Αντίστασης, στην Επιμελητεία του Αντάρτη και του εφεδρικού ΕΛΑΣ.
Σύμφωνα με το Νίκο Περακάκη, μετά την περίφημη Μάχη των Ποταμών, έσπευσε σαν υπεύθυνος της ΕΤΑ στο λημέρι του ΕΛΑΣ, στον Άγιο Γεώργιο και τον τροφοδότησε με τρόφιμα και άλλα εφόδια.
Νέες περιπέτειες
Όταν ήρθε η απελευθέρωση, εκείνος ετοιμαζόταν να συνεχίσει τον αγώνα του σε άλλα μετερίζια, παλεύοντας για κοινωνική δικαιοσύνη. Δεν πρόλαβε. Έγινε επιστράτευση για να συγκροτηθεί το νέο στράτευμα και στη διαδικασία αυτή ο Νίκος Λουλούδης, διαπίστωσε στην πορεία και όχι με μια ειλικρινή εξήγηση από πλευράς των κρατούντων, ότι ανήκε στους επικίνδυνους για το στράτευμα. Ποιος; Ο άνθρωπος που έκανε τη νύχτα μέρα για να υπηρετήσει την πατρίδα και να δει ξανά τον ουρανό της Κρήτης ξάστερο.
Εκείνη την εποχή κάθε ιδεολόγος βίωνε τον ίδιο απερίγραπτο εξευτελισμό. Ήταν πολίτης τρίτης κατηγορίας. Ήθελαν να τον παρουσιάζουν μίασμα του κοινωνικού συνόλου. Κι αν ήθελε να σωθεί από το ηθικό αυτό μαρτύριο και την άσκηση ψυχολογικής βίας δεν είχε παρά να βάλει μια υπογραφή.
Στον τοπικό τύπο μετά την απελευθέρωση και για μερικά χρόνια στη συνέχεια διαβάζουμε δεκάδες αποκηρύξεις, δημόσια, ανθρώπων που σίγουρα δεν άντεχαν άλλο τις διώξεις και τον κοινωνικό αποκλεισμό. Έμπαιναν στη μέση και στενοί συγγενείς, οι πιο σεβάσμιοι συνήθως, για να πείσουν τον ιδεολόγο να πάρει την μεγάλη απόφαση και να σωθούν όλοι.
Αυτό ζητούσαν κι από το Νίκο Λουλούδη.
«Μια υπογραφή μωρέ…».
Μάταια περίμενε όμως την υπογραφή αυτή η βεβαίωση ότι «έγινε καλός Έλληνας». Ούτε άκουσε ποτέ το εκκλησίασμα από τα χείλη του παπά, ότι ο Λουλούδης «είδε το φως το αληθινό…».
Ανελέητο ξύλο
Αρνιόταν πεισματικά ο αγνός πατριώτης να υπογράψει δήλωση. Και το αποτέλεσμα ήταν να οργώνεται αλύπητα το κορμί του από δημίους. Αλύπητο ξύλο με μόνη διακοπή για την επίμαχη ερώτηση που έπαιρνε την ίδια πεισματική άρνηση. Κι ο βούρδουλας έπαιρνε «φωτιά».
Στην αρχή οι δήμιοι υπολόγιζαν την υποταγή του Νίκου το πολύ σε ένα διήμερο. Που θα πήγαινε το πράμα; Μετά από τόσο ξύλο θα υπέκυπτε.
Κι όμως …Το ίδιο τους έκανε. Οι δυο μέρες έγιναν πέντε κι έπειτα οκτώ. Και το αποτέλεσμα έμενε το ίδιο.
Ο Νίκος Λουλούδης δεν επέτρεπε σε κανέναν να του απαιτεί διαπραγμάτευση της αξιοπρέπειάς του. Κι όσο ο πόνος γινόταν αφόρητος, τόσο περισσότερο γιγάντωνε η ψυχική δύναμη αυτού του ήρωα της συνείδησης.
Είδαν κι απόειδαν οι βολεμένοι εκείνων των καταστάσεων, ότι ο Νίκος δεν θα γίνει ποτέ δικός τους κι έσπευσαν να τον ξεφορτωθούν.
Βρέθηκε στη Μακρόνησο, βιώνοντας κι εκεί τη φρίκη μαζί με το βάσανο της εξορίας στον υπέρτατο βαθμό.
Αν τον ρωτούσες γιατί τόσο πείσμα, θα σου έλεγε απλά ότι ήταν η αίσθηση του δικαίου που θωράκιζε τις αντοχές του. Και το μαρτύριο δεν είχε τελειωμό.
Είχε πει σχετικά στον Παντινάκη:
«Βούρδουλας στο πετσί μου και μετά άρχιζαν πάλι. Με κατάβρεχαν κι ενώ έσταζα αίμα. Ύστερα με βούνευρα με χτυπούσαν στις φτέρνες και στις πατούσες. Και πάλι λιποθυμούσα. Τα πόδια μου τουμπάνιασαν. Τα αίματα έτρεχαν. Οι πόνοι ήταν αβάσταχτοι. Μα εκείνοι δεν σταματούσαν. Άλλαζαν βούρδουλες. Έπαιρναν μετά συρματόσχοινα και με χτυπούσαν. Μ’ έριχναν κάτω και χοροπηδούσαν με τις αρβύλες στην πληγωμένη μου πλάτη. Θυμάμαι ακόμα την μπροκαδούρα από τις αρβύλες. Από το πολύ ξύλο το πρόσωπό μου είχε το χρώμα του συκωτιού. Μου έλεγε ο Χατζημανώλης:
Ρε Νίκο Λουλούδη κάνε δήλωση ρε αλλιώς πεθαίνεις…».
Ασυμβίβαστος μέχρι το τέλος
Κι όμως αυτή η υπογραφή δεν δόθηκε ποτέ. Κι ο Νίκος Λουλούδης πέρασε στη χορεία των μαρτύρων της πίστης για κάποιο ιδανικό. O καιρός ειρήνης τον βρήκε αφοσιωμένο στον αγώνα της βιοπάλης, αλλά ποτέ αρνητή της ιδεολογίας του. Ήταν ο σκοπός της ζωής του.
Κι ήρθε η δικτατορία των συνταγματαρχών να τον βάλει σε νέες περιπέτειες. Ένα ακόμα καμίνι που δοκίμασε τις αντοχές του και τον έβγαλε πιο δυνατό.
Αφηγείται ο ίδιος στο Μανόλη Παντινάκη: «Όταν έγινε το πραξικόπημα στις 21 Απρίλη του 67, εγώ είχα εργάτη στο μαγαζί μου από κάτω και δουλεύαμε. Κάποια πληροφορία που ήρθε έλεγε ότι θα κάμουνε συλλήψεις. Αλλά που να πάμε;
Έστειλα το γιο μου το Μπάμπη στο σπίτι του Λευτέρη του Μιαούλη για να τον ενημερώσω και να μου πει πως θα πράξουμε. Εκείνος έκρινε ότι δεν έπρεπε να φύγουμε. Η φυγή μας θα μπορούσε να προκαλέσει τη δολοφονία μας χωρίς κανένας να υποψιαστεί το παραμικρό. Θα ήμασταν πιο σίγουροι αν η σύλληψη γινόταν από το επίσημο κράτος».
Ήρθε η σειρά του Νίκου Λουλούδη να συλληφθεί. Αυτή τη φορά τον οδήγησαν στο στρατόπεδο του Αγίου Παύλου Χανίων.
Ένας βράχος αντοχής
Είναι ν’ απορείς με τη φύση ανθρώπων όπως ο Λουλούδης. Όταν μια απλή ταλαιπωρία μας κλονίζει το ηθικό, πώς άραγε άντεξε ο άνθρωπος αυτός ένα σκόρπισμα ζωής και ονείρων, μια απίστευτη στέρηση αγαπημένων του ανθρώπων, μια απομάκρυνση για καιρούς από τις πιο απλές χαρές της ζωής. Κι είχε πάντα το κουράγιο να χαμογελά.
Ο Νίκος Λουλούδης ανήκε στη βασανισμένη γενιά που δεν είχε δικαίωμα στην ελεύθερη σκέψη. Κι όμως άντεξε. Παρά τα βάσανα και τις διώξεις.
Η αποζημίωση της ζωής για τον ήρωα ήταν τα παιδιά του. Φρόντισε να τα σπουδάσει και να δώσει εξαιρετικούς επιστήμονες στην κοινωνία. Μα κυρίως ενεργούς πολίτες. Ανθρώπους με άποψη και αγάπη για τον συνάνθρωπο.
Έμεινε αμετακίνητος στις θέσεις του μέχρι το τέλος. Και ποτέ δεν επέτρεψε σε κανένα παράγοντα να θίξει την αξιοπρέπειά του. Εκείνοι το ήξεραν και ποτέ δεν πλησίαζαν. Δεν άντεχαν τον ήλιο της σκέψης και τη λεπίδα των λόγων του όταν διαπίστωνε μια υπέρβαση πολιτικού ήθους.
Ο αγνός αυτός άνθρωπος κοντολογίς, είχε οριοθετήσει τις αξίες με κανόνες που δεν παραβίασε ποτέ.
Έφυγε στις 19 Μαΐου του 2006. Και εκείνοι που τον συνόδευσαν στην τελευταία του κατοικία ήταν πολλοί και η θλίψη τους απόλυτα ειλικρινής. Όσα του στέρησαν τα πέτρινα χρόνια εισέπραξε ο Νίκος Λουλούδης από το σέβας της τοπικής κοινωνίας. Κι αυτή ήταν η μεγαλύτερη ανταμοιβή για έναν αγνό αγωνιστή όπως αυτός.
Έτσι μένει στη μνήμη και αποτελεί πάντα ένα φωτεινό παράδειγμα αγωνιστικής προσφοράς χωρίς καμιά ανάγκη ανταπόδοσης. Γιατί το χρέος προς τα ιδανικά παραμένει ανεκτίμητο. Αυτό τουλάχιστον μας δίδαξε ο Νίκος Λουλούδης με τη ζωή και τη δράση του. Και τα παιδιά του που συνεχίζουν την ίδια πορεία και στάση ζωής με τη δική τους συμμετοχή στα κοινά μας το θυμίζουν.