Σοφή ρήση αυτή που δικαιώνει τους μεγάλους καλλιτέχνες. Το έργο τους αφήνει άσβεστη τη μνήμη. Και δεν πεθαίνουν όσα χρόνια κι αν περάσουν από την αναχώρησή τους για το αιώνιο ταξίδι.
Ανάμεσά τους και ο Νίκος Μανιάς «το αηδόνι της Κρήτης» με τους αμέτρητους φανατικούς φίλους που δεν τον λησμονούν.
Πάει καιρός που ήρθε γεμάτος λαχτάρα ο Ανδρέας Μανταδάκης να μάθει αν θα κάνουμε αφιέρωμα στη μνήμη του Μανιά, όταν σιμώσει η επέτειος του θανάτου του. Μας έφερε και πλήθος από φωτογραφίες που για να δημοσιευθούν όλες θα χρειαζόμασταν λεύκωμα.
Ήταν προγραμματισμένο πάντως να θυμηθούμε το μεγάλο καλλιτέχνη και το κάνουμε σήμερα μαζί ανάβοντας κερί στη μνήμη του με την ευκαιρία του μνημοσύνου του.
Έγραψε ιστορία
Ο Νίκος Μανιάς έγραψε ιστορία στην κρητική μουσική. Και η καταξίωσή του δεν είναι σχήμα λόγου.
Κάποιος άλλος μεγάλος καλλιτέχνης μιλώντας για την αγάπη του κόσμου στο Μανιά είχε πει μεταξύ άλλων, πως όταν περνούσε μια μέρα ο αξέχαστος Νίκος από τα Λεοντάρια στο Ηράκλειο παρέα με το Λεωνίδα Κλάδο, σηκώθηκε ο κόσμος από τα γύρω μαγαζιά και τους χειροκροτούσε με ενθουσιασμό.
Παράτησε τη λύρα για το λαγούτο
Το κανονικό του επίθετο ήταν Μανιαδάκης. Γεννήθηκε το 1931 στην Επισκοπή Ρεθύμνου. Άρχισε από μικρός να ασχολείται με την μουσική και ξεκίνησε με λύρα, την οποία όμως παράτησε σύντομα για χάρη του λαούτου. Την λύρα του την είχε αποκτήσει από τον Μανώλη Σταγάκη στο Ρέθυμνο αλλά έπειτα από παρακίνηση του λυράρη Κυριάκου Μαυράκη από τη Φυλακή Αποκορώνου πήγε στα Χανιά, όπου με 700 δρχ. απέκτησε το πρώτο του λαούτο.
Με πρότυπό του τον Γιάννη Μαρκογιαννάκη και με την κληρονομιά του περιβόητου συντοπίτη του θρύλου-λαγουτιέρη Σταύρου Ψυλάκη ή Ψύλου (ο πιο παλιός καταγεγραμμένος Ρεθεμνιώτης λαγουτιέρης του 20ου αιώνα), ο Νίκος Μανιάς ξεκίνησε την καριέρα του.
Την πρώτη του δημόσια εμφάνιση την κάνει σε ηλικία 16 ετών σε γάμο στην Επισκοπή, πλάι στον Μαυράκη. Η πρώτη δισκογραφική δουλειά κυκλοφορεί το 1953 σε δίσκο 78 στροφών με τον Κώστα Μουντάκη («Σαν το ζητιάνο έρχομαι»), μια συνεργασία που στην πορεία της απέφερε μερικά από τα πιο κλασικά κομμάτια στην ιστορία της Κρητικής μουσικής.
Συνεργασία με μεγάλα ονόματα
Ο Νίκος Μανιάς είχε επίσης συνεργαστεί με μεγάλα ονόματα όπως τον Θανάση Σκορδαλό, τον Βαγγέλη Μαρκογιαννάκη, τον συντοπίτη του Μανώλη Κακλή, τον Γιώργο Καλομοίρη, τον Νίκο Σωπασή, τον Βασίλη Σκουλά, τον Γεράσιμο Σταματογιαννάκη, τον Νίκο Τσαγκαράκη, τον Γιάννη Σκαλίδη, κ.α., αλλά και με καλλιτέχνες από τη νεότερη γενιά όπως τον Στέλιο Σταματογιαννάκη, τον Χρήστο Στιβακτάκη, τους αδερφούς Φραγκιαδάκη, τον Νίκο Ζωιδάκη, κ.α.
Ερμήνευσε επίσης με ανεπανάληπτο τρόπο, σειρά κρητικών τραγουδιών, στο ύφος των λεγόμενων «κρητικορεμπέτικων» (βλ. ρεπερτόριο Φουσταλιέρη), που αποτέλεσαν σταθμό στην ιστορία της μουσικής της Κρήτης όπως «Αμέτεμε στην εκκλησιά», «Πες μου και γιάιντα τη χτυπάς», και άλλα συνθέσεις κυρίως του Βαγγέλη Μαρκογιαννάκη.
Ήταν ιδιαίτερα χαρισματικός στις παρέες και μιλούσε πάντα με την καρδιά του στους δημοσιογράφους. Για τα δύσκολα χρόνια της νιότης του είχε πει:
Δύσκολα χρόνια
«Σαν παιδιά, του χωριού, τα χρόνια αυτά τα δύσκολα, κουβεντιάζω τώρα για το ’46, ’45, κ.λπ., εκάναμε παρέες στα σπίτια. Επαίρναμε ένα πιατάκι φαΐ από το σπίτι μου, ένα πιατάκι φαΐ από του Μανόλη και συγκεντρωνόμεθα σε ένα σπίτι, πέντε – έξι παιδιά και κάναμε λοιπόν παρέα. Και μετά βγαίναμε στον δρόμο καντάδα. Αγκαλιαζόμεθα ο ένας με τον άλλον και τραγουδούσαμε λοιπόν και γυρίζαμε στα στενά. Τέλος πάντων. Ετραγουδούσα εγώ καλά, πολύ ωραία, από τότε. Θυμάμαι ότι μας εφωνάζανε στα καφενεία και μου λέγανε «καναρίνι», «καναρίνι», εμένα. Και μου λέγανε και έλα δω, και έλα δω, τέλος πάντων… Μετά το ’45 με ’46. Το ’47 είχα ένα θείο στην Αμερική, του πατέρα μου αδερφό, Μανιά, και ήρθε λοιπόν και κάναμε κάποια παρέα στο σπίτι μας, του θείου μου κάναμε ένα ρεφενέ εκεί πέρα, και με βάλανε λοιπόν εκεί πέρα και τραγούδησα. Και μου λέει «εσύ κακομοίρη τραγουδείς καλά και επειδής παίζει ο πατέρας σου μαντολίνο, να σου πάρω βρε μια λύρα». Εγώ λοιπόν ούτε ναι ούτε όχι δεν του είπα. Τον επηρεάσανε οι συγγενείς μου, η παρέα μας. Μου λέει «αύριο το πρωί θα πάμε στου Σταγομανόλη να πάρουμε μια λύρα, από το Ρέθυμνο».
Την άλλη μέρα πήραμε το λεωφορείο πήγαμε στο Ρέθυμνο και μου πήρε μια λύρα και την είχα δυο, τρεις, τέσσερις μήνες.
«Πάρε μωρέ Νικολιό λαγούτο»
Στο χωριό μου όμως υπήρχε ένας Φυσάκης, όπως σας είπα, λυράρης, και κάποιος Μαυράκης σε ένα άλλο χωριό δίπλα, στη Φλακί. Αυτός ο Μαυράκης ήταν τακτικά στην Επισκοπή σε γάμους ερχότανε, τακτικότατα. Και πιάνει λοιπόν μετά από κάνα δυο μήνες, αυτός μάλλον εφοβήθηκε ότι θα του κάνω αντίπραξη, θα του φάω τα γλέντια. Και μου λέει λοιπόν, «μώρε Νικολιό να πάρεις λαούτο, να πάρεις λαούτο και ν’ αφήσεις τη λύρα», μου λέει «και εγώ να σε παίρνω κακομοίρη στα γλέντια, μου λέει, και να βγάζεις λεφτά και τα λοιπά…». Αυτός με επηρέασε λοιπόν, και λέω του αδερφού μου «μωρέ συ, τη λύρα δεν την θέλω. Θα πάω από τα Χανιά να πάρω ένα λαούτο». «Γιάντα μωρέ»; «∆εν το θέλω μωρέ γιατί είναι δύσκολο και τα λοιπά… η λύρα είναι δύσκολη» του λέω».
Σταθμός στην πορεία του η γνωριμία του με τον Κώστα Μουντάκη το 1953 σε ένα πανηγύρι στον Κουρνά Αποκορώνου, από όπου ξεκίνησε μια συνεργασία που κράτησε 25 ολόκληρα χρόνια. Η πρώτη του δισκογραφική έκδοση σε συνεργασία με τον Κώστα Μουντάκη ήταν ο δίσκος 78 στροφών με τίτλο: «Σαν το ζητιάνο έρχομαι» που κυκλοφόρησε το 1953. Το 1960 ξεκίνησαν μια περιοδεία στην Αμερική επίσης με τον Κώστα Μουντάκη που κράτησε αρκετούς μήνες. Ακολούθησαν ακόμη τρία ταξίδια με τον Μουντάκη, και αρκετά ακόμη με τους Νίκο Σωπασή, Λεωνίδα Κλάδο, Νίκο Ξυλούρη και Βασίλη Σκουλά σε Καναδά, Γερμανία, Αυστραλία κ.α.
Ο Νίκος Μανιάς μιλούσε πάντα με αγάπη για τους συναδέλφους του.
Είχε πει σε συνεντεύξεις του για τον καθένα τους.
Με τον Μουντάκη συνεργάστηκα είκοσι τέσσερα χρόνια. Με τον Σκορδαλό πάρα πολλά χρόνια. Με τον Κλάδο, τον Καλομοίρη, με τον Σωπασή, με τον Γεράσιμο τον Σταματογιαννάκη. Με τον Τζαγκαράκη, το Σκαλίδη, το Σταυρακάκη… Με όλους τους καλλιτέχνες της Κρήτης. Αλλά η περισσότερη συνεργασία ήτανε με τον Κώστα τον Μουντάκη».
Έκανε και τις αξιολογήσεις του, γιατί πάντα είχε το θάρρος της γνώμης του.
Πρότυπό του ο Μαρκογιάννης
«Ήτανε ο Μαρκογιάννης, ήτανε ο Μπαξεβάνης. Ο Μπαξεβάνης βέβαια δεν έπαιζε όπως τον Μαρκογιάννη το λαγούτο, ετραγουδούσε πάρα πολύ ωραία, έπαιζε και λαγούτο. Ο Κουτσουρέλης». Τον Ψύλλο τον εθυμάμαι σαν τον νέο. Ήτανε και χασάπης και θυμάμαι την κόκκινη ποδιά που φορούσε. ∆εν τον θυμάμαι να παίζει καθόλου. Άκουγα όμως ότι ήτανε ωραίος. Το πρότυπο μου ήτανε ο Μαρκογιάννης. Μέχρι που ήρθε και έπαιζε στο σπίτι μου κοντά σ’ ένα πανηγύρι και το είχα πάρει το λαούτο λοιπόν, και πήγα και έκατσα δίπλα του και έβγαλα το λαούτο και ακούγανε πια το λαούτο παρά τη λύρα και με άρεσε πάρα πολύ».
Περασμένος στα χρόνια εξέφραζε παράπονο όταν τα παιδιά του ζητούσαν να ξεκουραστεί. Γνήσιος καλλιτέχνης ο Νίκος Μανιάς ήξερε πως μακριά από το πάλκο και το λαγούτο του δεν υπάρχει.
Ένοιωθε τη λαχτάρα του κοινού που τον θαύμαζε να τον ακούει να τραγουδά με την μοναδική φωνή του. Δεν είχε ονομαστεί τυχαία «το αηδόνι της Κρήτης» και μάλιστα σε περίοδο που μεσουρανούσαν τα μεγαλύτερα ονόματα της παραδοσιακής μας μουσικής. Καλλιτέχνες ανεπανάληπτοι.
Ένας μεγάλος καλλιτέχνης
Ο Νίκος Μανιάς πέθανε σε ηλικία 81 ετών, πριν από τρία χρόνια αφήνοντας φτωχότερη την κρητική μουσική και παράδοση. Κοσμοσυρροή στην κηδεία του που έγινε στην Επισκοπή και δημοσιεύματα σε όλο τον τύπο ακόμα και στον αθηναϊκό, (αποσπάσματα πήραμε από αυτά τα δημοσιεύματα για το αφιέρωμά μας αυτό) επιβεβαίωναν αυτό που είχε γίνει συνείδηση σε όλο τον κόσμο. Έφυγε ένας μεγάλος καλλιτέχνης, που συνεχίζει όμως να ζει μέσα από τα έργα του, αποκτώντας θαυμαστές και από τη νεότερη γενιά που ακολουθεί την παραδοσιακή μουσική. Γιατί αυτή είναι η θεία δωρεά για κάθε σπουδαίο άνθρωπο.
Να μεταλαμπαδεύεται η φήμη του στις επόμενες γενιές κατακτώντας έτσι το σημαντικότερο πράγμα για έναν άνθρωπο της τέχνης, την ΑΘΑΝΑΣΙΑ.