Του ΔΗΜΗΤΡΗ ΒΑΡΒΑΡΗΓΟΥ
«Φύσημα θεού και πνοή αθάνατη είναι η ψυχή Μανόλη παιδί μου. Γι’ αυτό δεν πρέπει να την αφαιρούμε».
«Κι όταν πεθάνει ο Άνθρωπος, τι γίνεται;»
«Σαν την πεταλούδα βγαίνει, μα δεν χάνεται. Πετά η ψυχή και περιμένει να γεννηθεί ένα άλλο ζωντανό για να τρέξει να χωθεί μέσα του». Από την Ψυχαρίδα του Νίκου Ντακάκη.
Δεν γινόταν να μην ξεκινήσω την εισαγωγή του κειμένου με φράσεις από το έργο του Νίκου, καθώς η Αριστοτελική αντίληψή του για τη σχέση ψυχής-σώματος είναι απόλυτα κυριαρχική και ως εντελέχεια στη φύση, ισχύει τόσο για τους ανθρώπους, όσο και για τα ζώα.
Γνωρίζοντας ο συγγραφέας ότι η διαφορά του ανθρώπου από τα ζώα είναι πως διαθέτει την υψηλότερη νοητική ικανότητα (νους) και άρα ο άνθρωπος είναι το ανώτερο δημιούργημα της φύσης, ενώ όλα τα υπόλοιπα, δημιουργήθηκαν για να τον εξυπηρετούν.
Έτσι έχρησε τους ήρωές του με όλα εκείνα τα στοιχεία που οι αισθήσεις οργανώνουν έναν χαρακτήρα και τον οδηγούν σε κάθε λογής συμπεριφορές.
Καθώς η ψυχή είναι το κέντρο αναφοράς του βιβλίου. Αυτή λοιπόν, η ψυχή, για να υπηρετήσει το σώμα που κατοικεί, ενδύει τους ήρωες με διάφορες μάσκες που χαρακτηρίζουν χωριστά τον κάθε έναν από αυτούς, σε καλό ή κακό χαρακτήρα.
Χαρακτήρες γεμάτους καλοσύνη, αγαθότητα, κι αγάπη… αλλά και την άλλη ψυχή της σκοτεινής σελήνης, χαρακτήρες πλημμυρισμένους στην κακία, τον εγωισμό, την αδιαντροπιά, την αισχύνη.
Όταν ο Νίκος Ντακάκης με πήρε τηλ. να μου προτείνει να μιλήσω για το βιβλίο του Ψυχαρίδα, ούτε που το σκέφτηκα καθόλου, καθώς ήμουν σίγουρος για τον στέρεο και δυνατό λογοτεχνικό του λόγο. Έχω την εμπειρία της λογοτεχνικής του δεινότητας από το προηγούμενο βιβλίο του «Η αδελφότης των στεναγμών», που είχα και τότε την τιμή να εκφράσω την άποψή μου.
Όταν έπιασα το βιβλίο στα χέρια μου, σκέφτηκα, ωχ, τι τούβλο είναι αυτό, πως θα προλάβω να το διαβάσω, καθώς όταν πρόκειται να εκφέρω την άποψή μου, πρέπει να είμαι προσεκτικός μην μου ξεφύγει κάτι σημαντικό από την ιστορία. Αμάν, βρε Νικόλα, για να δούμε τι θα προλάβω, ψιθύρισα κι άρχισα αμέσως να διαβάζω…
Κι αμέσως, μόλις από την πρώτη σελίδα αντιλήφθηκα τη δυναμική που έκρυβε στις σελίδες το βιβλίο του και βυθίστηκα στο χωροχρόνο των γεγονότων που εξελισσόταν με καταιγιστικούς ρυθμούς. Ειλικρινά, από τα πολλά βιβλία λογοτεχνίας που έχω διαβάσει δεν έχω ποτέ άλλοτε συναντήσει τόσες πολλές εμπλοκές, συγκρούσεις, μεταβολές και κορυφώσεις.
Όλοι γνωρίζουμε πόσο δύσκολη είναι η καλή λογοτεχνία, πόσο δύσκολο είναι για έναν συγγραφέα να δημιουργήσει εικόνες με τη γραφή του που θα φέρουν στο νου του αναγνώστη δικά του βιώματα και θα τον παραλληλίσουν σε ένα ταξίδι μυθικό προσφέροντας έτσι την ευχαρίστηση της καλής γραφής. Η επιτυχία του πεζού λόγου προκύπτει από την ένωση γνώσεων, φαντασίας, συναισθηματισμού και ικανότητα απόδοσης. Αυτά τα στοιχεία είναι ορατά και με κέρδισαν κατά την ανάγνωση καθώς αντάμωνα ένα ρευστό κείμενο να φανερώνει αβίαστα τη δημιουργική τόλμη του συγγραφέα.
Αχ, βρε Φίλε Νικόλα, τι μου κάνεις μουρμούρισα, είχα να επιμεληθώ ένα δικό μου βιβλίο για να το παραδώσω στον εκδότη και με άγχωνε ο χρόνος, αλλά όσο διάβαζα την ψυχαρίδα με ταξίδευε σε μία πλοκή που έκοβε την ανάσα και σελίδα τη σελίδα μεγάλωνε την περιέργειά μου σε βαθμό που ο χρόνος μου αφομοιωνόταν στην ιστορία του Μπαμπά, τον βασικό πρωταγωνιστή που ανήκει και ο μύθος, κι έπαψα να σκέφτομαι τα δικά μου.
Η Ψυχαρίδα με είχε κερδίσει, καθώς το ενδιαφέρον κορυφωνόταν συνεχώς και δενόμουν-ταυτιζόμουνα με τους ήρωες κι ένιωθα την ανάγκη όχι απλώς να διαβάσω αλλά με μια εσωτερική ανάγκη να συμπαρασταθώ στα προβλήματά τους.
Επιδέξιος ο τρόπος αφήγησης μιας απόλυτα σοβαρής μυθιστορηματικής εκφοράς του λογοτεχνικού ύφους, εκείνο το είδος γραφής που κατατάσσει το βιβλίο στην άριστη λογοτεχνία. Πολυπρόσωπο έργο, με χαρακτήρες δυνατούς, που δεν τους μπερδεύεις και δεν τους ξεχνάς γιατί από τον πιο ουσιώδη έως και τον πιο επουσιώδη, έχουν προσωπικότητα που σε αναγκάζουν να μπεις στα προσωπικά ψυχικά τους βάθη και να βιώσεις μαζί τους βάσανα, απελπισίες, αγωνίες, προσδοκίες και επιθυμίες για το μέλλον και την τύχη τους.
Μέσα από την αμεσότητα γραφής προβάλλεται ως κυρίαρχο στοιχείο ο άνθρωπος παρ’ όλο που ο τόπος αναδεικνύει ηθογραφικά και λαογραφικά στοιχεία μια εποχής μετά τον μεγάλο πόλεμο σε μια ερμητικά κλειστή κοινωνία μαστιζόμενη όχι από την μεταπολεμική κατάπτωση όσο από τη φτώχεια του πνεύματος.
Η ζωή είναι πραγματικά απρόβλεπτη, φροντίζει να χτίζει όμορφες και ακραίες ιστορίες με τους ανθρώπους που συχνά και το πιο περίπλοκο σενάριο, η πιο νοσηρή φαντασία να ωχριούν μπροστά της. Μια τέτοια όμορφη και ακραία ιστορία έρχεται ο Ν.Ν. να βγάλει στο φως με την απρόβλεπτη εμφάνιση ενός αγνώστου γέροντα που καταφθάνει σ’ ένα χωριό που είναι και το χωριό του συγγραφέα και φυσικά είναι μια αληθινή ιστορία με γεγονότα που έζησε ο ίδιος και μεταφέρονται από τα μάτια και τα συναισθήματα ενός παιδιού, του Μανώλη.
Η μικρή κοινωνία αναστατώνεται μόλις ένας άγνωστος φτωχοντυμένος, απεριποίητος και με αλλόκοτη συμπεριφορά γέροντας εγκαθίσταται στο ρημαγμένο σπίτι της μακαρίτισσας Αρμενιώτισσας.
Αυτός ο παράξενος γέροντας χωμένος στη σιωπή του, αγνοεί του πάντες γύρω του. Η αγριωπή φάτσα του με την τραχιά φωνή και την πάντα απειλητική διάθεση γίνεται ο φόβος και ο τρόμος των παιδιών που τους τρίζει τα δόντια κάθε που τον ακολουθούν κοροϊδεύοντάς τον.
Η περιέργεια και τα κουτσομπολιά δίνουν και παίρνουν μα απάντηση δεν μπορούν να δώσουν στα ερωτήματά τους. Ποιος είναι, από πού έρχεται, τι σκοπό έχει στα μέρη τους.
Η συναισθηματική φόρτιση των χωριανών μεγιστοποιείται στο στάδιο των επιπτώσεων όταν διχάζονται οι γνώμες τους όσο οι φήμες εύστοχες ή άστοχες οργιάζουν από διάφορα γεγονότα που συμβαίνουν και δεν μπορούν να αποκαλύψουν την ταυτότητα του Μπαμπά. Έτσι τον αποκαλούν όλοι από το όνομα που ο ίδιος έχει δώσει στον γάιδαρό του και είναι η μοναδική κουβέντα που έχουν ακούσει να βγαίνει από το στόμα του.
Όμως αυτός ο κουρασμένος γέρος που λύγιζε το κορμί του από το βάρος της ζωής γνώριζε πολύ καλά το μεγαλείο της καλοσύνης και με τον μικρό Μανολιό που δεν είναι άλλος από τον αφηγητή της Ψυχαρίδας, αναπτύχθηκε μια σχέση αμοιβαίας εμπιστοσύνης, ίσως ενδόμυχα για τον Μπαμπά πατρική σχέση.
Έτσι ξεκινά και συνεχίζει η ιστορία μέσα από τον Μπαμπά να ξετυλίγεται το κουβάρι της ιστορίας κι εγώ βρέθηκα, όπως θα βρεθείτε κι εσείς- να σεργιανώ στις σκοτεινές αβύσσους των γεγονότων.
Από την αρχή της αφήγησης μπαίνει το στοιχείο ενός καλά φυλαγμένου μυστικού που επιμελώς είχε κρατήσει βαθιά στην ψυχή του ο Μπαμπάς και που φυσικά αποκαλύπτεται στον επίλογο του βιβλίου και είναι τόσο πολύ ανατρεπτικό που δεν μπορεί ούτε η πιο νοσηρή φαντασία να περιγράψει, όπως είπα και προηγούμενα.
Ετούτο επιβεβαιώνει την άποψη πως η ζωή προηγείται της τέχνης. Κι ο Ντακάκης μετέφερε με την πένα του μια αληθινή ιστορία, την οποία ένιωθε ως χρέος να την βγάλει στο φως για να καταδείξει πόσο σκληρά μπορούν να είναι τα ανθρώπινα ένστικτα σε μια κλειστή κοινωνία στα μέσα του προηγούμενου αιώνα πνιγμένη στο φόβο και σε μια φαλλοκρατική ηθική που στην ουσία της πνιγόταν στην ψευτιά, στην ασέβεια, στην ανελευθερία του λόγου και του ατόμου.
Τραγική φιγούρα η γυναικεία παρουσία. Ζει την ανδροκρατική συμπεριφορά δίχως να καταφέρνει να έχει δικό της λόγο και υπομένει την κοινωνική καταπίεση στον απόλυτο βαθμό. Αισθάνεται πως είναι ο αδύνατος κρίκος, όπου οι άντρες απαιτούν απόλυτη υποταγή.
Πνιγμένη στην αμάθεια και βασανισμένη από την ανοχή της κοινωνίας, ένα βάσανο που ξεκινάει από την ίδια την οικογένεια με τους ηθικούς φραγμούς που της έχει επιβάλλει δεν την βοηθά καθόλου να σηκώσει κεφάλι, αφού δεν της πρόσφερε ούτε τα πρότυπα, ούτε τις αξίες να διαπαιδαγωγηθεί κι έτσι αναγκάζεται να αποδεχτεί τη σκλαβιά της σε αυτό το καταπιεστικό περιβάλλον.
Ο Ντακάκης καταγράφει λοιπόν με κατανόηση και συμπόνια τα όσα συμβαίνουν χωρίς όμως να μπορεί να βοηθήσει ή να δώσει άφεση αμαρτιών στα αντρικά κακουργήματα των σκληρών ηρώων, όπως ήταν ο Μάρκος, ένας τύπος που δεν θα μπορούσε, ο συγγραφέας του, να σκιαγραφήσει τόσο πειστικά αν ίσως δεν υπήρχε στην πραγματικότητα.
Ανεκδιήγητη συμπεριφορά, δίχως ίχνος συμπόνιας. Ένας άρρωστα εγωπαθής τύπος που δεν αγάπησε τίποτα και κανέναν στη ζωή του αλλά υπήρξε για να σκορπίσει μόνο πόνο και πίκρα.
Και βέβαια, αναφέρομαι στο θέμα πολύ επιφανειακά για να μην σας αποκαλύψω μυστικά και συμπεριφορές που σαν διαβάσετε το βιβλίο θα σας καταπλήξουν.
Σύνθετη η πλοκή με αλυσιδωτές αντιδράσεις όσον αφορά τους χαρακτήρες του έργου, με την παρεμβολή παράλληλων ιστοριών ως και αλληγορικά παραμύθια που εξελίσσονται ταυτόχρονα με αυτή των κύριων πρωταγωνιστών, φωτίζοντας το ουσιαστικό θέμα του βιβλίου.
Είναι η μέθοδος της παράλληλης αφήγησης που ασκεί μια μοιραία γοητεία στον αναγνώστη μέσα από τη συνολική αφηγηματική ροή να εστιάζεται άμεσα στα πραγματικά γεγονότα που εκτυλίχτηκαν στην ιστορία αλλά και στην κάθε μία χωριστά σκηνή αφήγησης με διαφορετικούς χαρακτήρες κάθε φορά.
Οι αφηγήσεις είναι ζωντανές και αληθοφανείς, είναι ιστορίες μέσα από την ιστορία και στο απόλυτο ποσοστό χαρίζουν την αίσθηση ότι οι ήρωες είναι παρόντες στις σκηνές δράσης και όχι σκιές που απλώς βρέθηκαν στο μακρινό ή στο κοντινό παρελθόν.
Η ψυχαρίδα είναι καθαρά έργο χαρακτήρων κι ας είναι η πλοκή δύσκολη, πολύπλοκη με εμπόδια και μπερδεμένα συμβάντα και πάντα μα πάντα ανατρεπτική. Είναι οι ήρωές του που έχουν δράση και γράφουν τα γεγονότα. Είναι οι ψυχές τους που δρουν στο αβέβαιο μέλλον τους γεμάτες απ’ όλες τις αισθήσεις που δομούν έναν ανθρώπινο χαρακτήρα.
Έτσι ο Ντακάκης κατάφερε να παρουσιάσει ένα σωστό κείμενο, ένα βιβλίο, βασισμένο επάνω σε καθιερωμένες συγγραφικές αξίες προβάλλοντας μέσα από ένα φυσικό χάρισμα, διάχυτο από πνεύμα, γνώση, διάθεση, αίσθημα και φυσικά τι άλλο, αστείρευτη φαντασία και ικανότητα συγγραφική.
Στοιχεία που χρειάζεται η μυθιστορηματική επινόηση να συγχωνεύει το πραγματικό με το φανταστικό, να συνενώνει καταστάσεις, να ξεπερνάει όρια πέραν του απτού και τελικά να εμφορούνται σαν ο μύθος μιας απίστευτης ιστορίας.
Η ψυχαρίδα είναι μια ιστορία, βασισμένη σε αληθινούς χαρακτήρες και γεγονότα, που σε τελική άποψη είναι αδιάφορο, καθώς μέσα από τη δυναμική του συγγραφέα οι ήρωές του είναι αληθινά δοσμένοι, όπως άλλωστε συνηθίζει η ίδια η ζωή να δημιουργεί αισθήσεις και οι Μοίρες να επιλέγουν πρωταγωνιστές να παίξουν τα αληθινά σενάριά της.
Θυμόμαστε και μιλάμε για ένα βιβλίο που διαβάσαμε και μας άγγιξε γιατί ο συγγραφέας κατάφερε να δημιουργήσει αληθινούς χαρακτήρες που μας κάνουν να ταυτιζόμαστε με τα προβλήματά τους.
Όταν αυτή η καταγραφή πετύχει, μένουν ατόφιες στη μνήμη μας οι επιθυμίες, οι πράξεις και οι πρακτικές των χαρακτήρων τους. Θυμόμαστε τα πάντα για τη ζωή τους και πολλές φορές ακολουθούμε τις εμπειρίες τους και στα προβλήματα της δικής μας ζωής.
Το ποιοτικό μυθιστόρημα δεν προσφέρει μόνο την τέρψη της ανάγνωσης αλλά και τον προβληματισμό. Αυτό συμβαίνει με το βιβλίο του Ντακάκη καθώς αναπτύσσει το θέμα του στο βάθος του χρόνου ταυτόχρονα με τη ψυχολογική κατάσταση και συναισθηματική φόρτιση των ηρώων του, ώστε να συντελεί στην καλύτερη αποτύπωση της ζωής.
Είναι πολύ δύσκολο μέσα σε τέσσερις πέντε σελίδες να περιγράψω ένα βιβλίο πεντακοσίων σελίδων με ένα τόσο σημαντικό θέμα και με τόσους πολλούς χαρισματικούς -λογοτεχνικά- χαρακτήρες που θα χρειάζονταν αρκετό ψυχαναλυτικό χρόνο για να φωτιστούν τα σκοτάδια των ψυχών τους.
Σίγουρα θα υπάρχουν πολλά κενά στην άποψή μου αλλά δεν μπορούσε να γίνει αλλιώς. Αν θα ήθελα μια λεπτομερή ανάλυση θα χρειαζόταν να γράψω ένα δοκίμιο ογδόντα τουλάχιστον σελίδων για να μπορεί να είναι έστω κάπως επαρκής η ανάλυσή μου για το έργο του.
Αλλά ακόμη και το ανικανοποίητο σε μια απόδοση κρύβει μια γοητεία, είναι σαν το τσιγάρο που όταν το νιώθεις πως το γλεντάς τελειώνει κι αμέσως ανάβεις άλλο, έτσι και με την Ψυχαρίδα τελείωσε γρήγορα σαν ένα τσιγάρο, οπότε ανάβοντας το επόμενο, φίλε Νίκο θα επαναλάβω το διάβασμα του όμορφου βιβλίου σου.
Κάτι που ανεπιφύλακτα προτείνω να κάνετε, να το διαβάσετε κι εσείς για να ζωντανέψετε μνήμες θαμμένες από εποχές όμορφες.
Κι όσο για τους ήρωες σου Νίκο. Τον Μπαμπά που στην πορεία τον αποκαλύπτεις με το όνομα Σταύρος, ο Μάρκος Καμπουράκης. Ο Βαρδομανώλης, ο Βουβός. Η Χρυσή, η Ελένη, η Αθηνά, η Ανθή κι άλλους χαρακτήρες… γίνονται τόσο αγαπητοί με τον ίδιο κι απαράλλαχτο τρόπο με τον οποίο ένας τρελός φτάνει στην τρέλα του και γίνεται τόσο αγαπητός όσο η υπέρτατη σοφία του σοφού.
Καλοτάξιδο.