Κλείνουμε σήμερα το αφιέρωμά μας στο Πολυτεχνείο με μερικές ακόμα Ρεθεμνιώτικες πινελιές,ξεκινώντας με τον «δικό»μας Ψαρονίκο.Από τις φωνές της Αντίστασης ήταν η βυζαντινή μοναδική φωνή του Νίκου Ξυλούρη. Θα πρέπει όμως να σημειωθεί ότι δεν ήταν η πρώτη του αντιστασιακή πράξη η συμμετοχή του στην εξέγερση του Πολυτεχνείου.
Το 1971 ξεκίνησε κοινές εμφανίσεις με το Γιάννη Μαρκόπουλο στη μπουάτ «Λήδρα» και η φωνή του έγινε σύμβολο της αντίστασης. Εκείνα τα χρόνια συνεργάστηκε στενά με τον Θρακιώτη τραγουδοποιό Θανάση Γκαϊφύλλια στις μπουάτ της Πλάκας και σε συναυλίες σε όλη την Ελλάδα.
Το καλοκαίρι του 1973 τραγούδησε στο θεατρικό έργο «Το μεγάλο μας τσίρκο» με πρωταγωνιστές τον Κώστα Καζάκο και τη Τζένη Καρέζη στο θέατρο «Αθήναιον». Η μουσική ήταν του Σταύρου Ξαρχάκου.
Ο δικός μας Ψαρονίκος βρέθηκε μέσα στο Ίδρυμα και τις τρεις ημέρες της κατάληψης. Και δεν κρύφτηκε.
Βγήκε μπροστά, ανάμεσα στους φοιτητές, κάνοντας το σήμα της νίκης με τα δάκτυλά του. Τραγούδησε. Τραγούδησε τα ριζίτικα, αλλά και την «Ξαστεριά» και ξεσήκωσε τους συγκεντρωμένους.
Ένωσε τη φωνή του με τον αγώνα των φοιτητών. Η φωτογραφία στο Πολυτεχνείο ανάμεσα στους φοιτητές έγινε πρωτοσέλιδο στις εφημερίδες της εποχής. Και γι αυτό στη συνέχεια κυνηγήθηκε από το καθεστώς.
Κατάθεση «ντροπής»
Ανατρέχοντας στο «Πολιτιστικό Ρέθυμνο» και στην ενότητα «Πολυτεχνείο» είδαμε πως αρχειοθετήθηκε μια συνέντευξη ενός προσώπου που θα μπορούσε να μείνει στην ανωνυμία. Ήταν ο οδηγός του μοιραίου τανκ που έριξε την πύλη και μπήκε στο χώρο της κατάληψης.
Στάλθηκε από τη Χούντα των Συνταγματαρχών το βράδυ της 17ης Νοεμβρίου 1973 για να καταστείλει βίαια και δολοφονικά την εξέγερση των φοιτητών στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο.
«Μορφωμένο» το αποκαλούσαν με μια τραγική αίσθηση ειρωνείας μετά την αιματηρή επίθεση, καθώς ήταν το μόνο άρμα μάχης που έμπαινε ποτέ σε πανεπιστημιακό χώρο.
Το άρμα που εισέβαλε στο Πολυτεχνείο το μοιραίο βράδυ θα αποκάλυπτε σε όλη του τη σκοτεινή μεγαλοπρέπεια το σχέδιο των πραξικοπηματιών για άλλο ένα πλήγμα στη δημοκρατία.
Μόνο που τελικά τα πράγματα θα γύριζαν μπούμερανγκ, δίνοντας ένα ισχυρό ράπισμα στην Επταετία, που λίγο μετά θα κατέρρεε σαν χάρτινος πύργος. Λεκιασμένος με αίμα ελληνικό.
Στο ημερολόγιο του άρματος δεν γράφτηκε τίποτα για το βράδυ της 17ης Νοεμβρίου 1973. Και υπήρχε καλός λόγος γι’ αυτό. Η αποστολή του ήταν υψίστης σημασίας για το συνωμοτικό καθεστώς, να τελειώνει μια και καλή με τη μαζική και δυναμική εκδήλωση της λαϊκής δυσαρέσκειας απέναντι στο Απριλιανό Πραξικόπημα που πέρασε στις συνειδήσεις του έθνους ως Εξέγερση του Πολυτεχνείου.
Ο Σκευοφύλακας, ο οδηγός του μοιραίου οχήματος πιθανότατα από τύψη είχε δώσει μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα συνέντευξη στον Κώστα Χατζίδη (ΒΗΜΑ-9/11/2003). Από το ύφος διακρίνεται και ο ψυχισμός των φαντάρων της εποχής από τις πιο σκληρές που έζησε το στράτευμα. Είναι γεγονός ότι αρκετοί είναι εκείνοι που με το απολυτήριο στρατού πήραν και οδυνηρές μνήμες που τους σημάδεψαν για πολλά χρόνια μετά.
Ας δούμε όμως μερικά αντιπροσωπευτικά αποσπάσματα από τη συνέντευξη του οδηγού που αναδεικνύουν λεπτομέρειες της τραγωδίας.
Είχε πει ο Α. Σκευοφύλαξ στον Κώστα Χατζίδη σε μια από τις σπάνιες συνεντεύξεις του εξαιρετικής ιστορικής σημασίας:
«Την ημέρα εκείνη ήμουν υπηρεσία. Στον στρατό είχα δέκα μήνες. Ήμουν εκπαιδευτής στο Κέντρο Τεθωρακισμένων, στο Γουδί. Τότε οι «μαυροσκούφηδες» ήταν σώμα επιλέκτων. Πήγα εθελοντικά. Μόλις άρχισαν τα επεισόδια, μπήκαμε επιφυλακή. «Οι κομμουνιστές καίνε την Αθήνα» μας έλεγαν και εμείς τους πιστεύαμε. Θυμάμαι στο στρατόπεδο κάποιοι είχαν ραδιοφωνάκια και ακούγαμε στα κρυφά τον σταθμό του Πολυτεχνείου…
…Στη 1.15 το πρωί της 17ης Νοεμβρίου φτάσαμε στη διασταύρωση των λεωφόρων Αλεξάνδρας και Κηφισίας. Λίγο αργότερα διασχίζαμε την Αλεξάνδρας, όταν στο ύψος του IKA, στη στάση Σόνια, σταματήσαμε γιατί ο δρόμος ήταν κλειστός. Υπήρχαν οδοφράγματα, φωτιές και ακινητοποιημένα λεωφορεία. Με διάφορες μανούβρες αριστερά – δεξιά, μπρος πίσω, άνοιξα τον δρόμο και προχωρήσαμε.
Όταν φτάσαμε στη διασταύρωση της λεωφόρου Αλεξάνδρας και της οδού Πατησίων, μας έδωσαν εντολή να σταματήσουμε. Εκεί, στην πλατεία Αιγύπτου, μείναμε περίπου μία ώρα. Ο κόσμος θυμάμαι ότι μας φώναζε «είμαστε αδέλφια, είμαστε αδέλφια». Εγώ ήθελα να τους φάω. Τους έβλεπα σαν παράσιτα».
Με νεότερη εντολή των στρατιωτικών τα πέντε τανκς προωθούνται προς το Μουσείο, για την επιχείρηση «Εκκένωσις του Πολυτεχνείου». H ώρα έχει πάει 2 το πρωί. Φτάνοντας μπροστά στην πόρτα, έστριψα το άρμα προς το Πολυτεχνείο, με γυρισμένο το πυροβόλο προς τα πίσω. Θυμάμαι ότι σηκώθηκα από τη θέση μου και εγώ και το άλλο πλήρωμα. Δεκάδες φοιτητές κρέμονταν από τα κάγκελα, ενώ εκατοντάδες βρίσκονταν στον προαύλιο χώρο. Έδειχναν πανικόβλητοι.
Και εγώ, να σκεφτείς ότι τους έβλεπα σαν μαμούνια που ήθελα να τα φάω»!
Τότε ήρθε ο οδηγός εδάφους του άρματος και μου λέει: «Θα μπούμε μέσα, θα ρίξουμε την πύλη. Ετοιμάσου!». Πήρα θέση και ξεκίνησα. Δεν έβλεπα πολλά πράγματα, δεν είχα καλό οπτικό πεδίο, γιατί κοιτούσα πλέον από τη θυρίδα του άρματος. Δέκα εκατοστά πριν από την πόρτα, σταμάτησα. Σταμάτησα σκόπιμα. Αυτό φαίνεται στο βίντεο της εποχής. Στο φρενάρισμα, οι φοιτητές τρομαγμένοι έφυγαν προς τα πίσω. Αν έμπαινα με ταχύτητα, θα σκότωνα δεκάδες άτομα που εκείνη τη στιγμή ήταν κρεμασμένα στα κάγκελα».
Λίγα λεπτά αργότερα ο A. Σκευοφύλαξ θα μαρσάρει δυνατά. Ο δυνατός προβολέας του τανκ σκοπεύει την πύλη. «H καγκελόπορτα έπεσε αμέσως. Πίσω από τη σιδερένια πύλη ήταν σταθμευμένο το Μερσεντές το οποίο είχαν βάλει εκεί οι φοιτητές για να φράξουν την είσοδο. Το έκανα αλοιφή. H αριστερή ερπύστρια το έλιωσε. Με το που έπεσε η πύλη του Πολυτεχνείου εισέβαλαν οι αστυνομικοί για να συλλάβουν τους φοιτητές. Λίγο αργότερα κατέβηκα και εγώ από το άρμα και μπήκα στον χώρο του Πολυτεχνείου. Δεν υπήρχε νεκρός. Θα μπορούσε όμως και να υπάρχουν νεκροί.
Στο προαύλιο του Πολυτεχνείου ήταν πολύ χτυπημένοι, θυμάμαι ότι είδα πολλούς τραυματίες, ενώ τρεις-τέσσερις ήταν σωριασμένοι κάτω, ακίνητοι. Δεν ξέρω αν ήταν νεκροί. Δεν κοίταξα να δω. Κάποια στιγμή ένας φοιτητής όρμησε κατά πάνω μου και μου είπε: «Τι κατάλαβες τώρα που μπήκες;». Αφήνιασα. Έβγαλα το πιστόλι και προτάσσοντάς το γύρισα και του είπα ουρλιάζοντας: «Σκάσε, ρε κωλόπαιδο, μη σε καθαρίσω». Αυτός ο φοιτητής δεν ξέρει πόσο τυχερός στάθηκε εκείνη τη στιγμή… Αν έλεγε μια κουβέντα παραπάνω, θα τον σκότωνα! Τέτοιος ήμουν. Ένας φασίστας.
Όπως περνούσαν οι φοιτητές θυμάμαι ότι έριχναν μέσα στο τανκ πακέτα τσιγάρα και ό,τι προμήθειες είχαν μαζί τους. Όταν γυρίσαμε στο Γουδί, το άρμα έμοιαζε με περίπτερο. Όσο σκέφτομαι ότι οι φοιτητές μας έδιναν σάντουιτς και τσιγάρα, μετά απ’ όσα τους κάναμε… Δεν μπορώ να το συγχωρέσω αυτό το πράγμα στον εαυτό μου. Σκέφτομαι τι πήγα και έκανα!..».
Σίγουρα χρειάστηκε θάρρος για να κάνει αυτή την κατάθεση ντροπής ο οδηγός του μοιραίου τανκ.
Και πόσο συγκλονιστική λεπτομέρεια ότι βγαίνοντας οι φοιτητές άφηναν στους εισβολείς όσες προμήθειες υπήρχαν, αφού δεν τις χρειάζονταν πια. Πόσο μεγαλείο ψυχής έκρυβαν εκείνα τα νιάτα κι όμως κανένας δεν το εκτίμησε.
Ήταν τα «μιάσματα» που έπρεπε να εξαφανιστούν. Γι’ αυτό και ο Σκευοφύλαξ έτυχε μεγάλης τιμής.
Όταν επέστρεψε στο Γουδί, στη βάση των Τεθωρακισμένων έγινε δεκτός με ζητωκραυγές. Ήταν το τιμώμενο πρόσωπο.
«Ένοιωθα πως ήμουν κάποιος».
Ο ίδιος σχολίασε την ανταπόκριση που είχε η πράξη του αυτή με μια αφοπλιστική ομολογουμένως ειλικρίνεια.
«Όταν γυρίσαμε στο στρατόπεδο, έγινα ήρωας. Οι στρατιωτικοί μου έδιναν συγχαρητήρια. Τότε αισθανόμουν ότι ήμουν κάποιος, ότι έκανα κάτι καλό, κάτι μεγάλο. Είχα γίνει ο ήρωας που διέλυσε τους εχθρούς της πατρίδας, τα «παλιοκουμμούνια», όπως λέγαμε τότε τους φοιτητές. Αυτά μου έλεγαν, αυτά πίστευα. Ένιωθα περήφανος. Ήμουν και εγώ φασίστας».
Τα επόμενα χρόνια ο κ. Σκευοφύλαξ θα χαθεί μέσα στο πλήθος της πόλης. Ποτέ δεν μίλαγε για το Πολυτεχνείο. Ήρθε σε δύσκολη θέση, όπως είπε, μόνο μία φορά. Θυμάται: «Στη δουλειά πριν από χρόνια κάποιος άκουσε πώς με λένε και ρώτησε αν έχω κάποια σχέση με τον «πορτάκια», όπως είπε, του Πολυτεχνείου. «Ξάδελφός μου είναι, μακρινός. Σκοτώθηκε σε τροχαίο» απάντησα. Είμαι ένα άνθρωπος που δεν υπήρξε ποτέ 20 χρόνων. Ο έφεδρος στρατιώτης A. Σκευοφύλαξ σκοτώθηκε σε τροχαίο! Οι φίλοι μου δεν ξέρουν ποιος είμαι ούτε κανείς στη γειτονιά. Μόνο η γυναίκα μου το ξέρει. Της το είπα ύστερα από χρόνια. Στα παιδιά μου δεν το είπα ακόμη».
Ήταν παλικάρια
Για τους ανθρώπους που αντιστάθηκαν στη χούντα, ο Σκευοφύλαξ θα μιλήσει με κολακευτικά λόγια. «Είχαν μεγάλη ψυχή. Ήταν παλικάρια. Δεν ξέρω αν έχει νόημα, αλλά θα ήθελα να τους πω μια μεγάλη συγγνώμη». Ο οδηγός του τανκ που μπήκε στο Πολυτεχνείο δεν θα ξεχάσει τη νεαρή φοιτήτρια που τραυματίστηκε σοβαρά κατά την εισβολή του τανκ, την καθηγήτρια -σήμερα- του Πανεπιστημίου Αθηνών κυρία Πέπη Ρηγοπούλου. «Πιστεύω ότι αν τη δω σήμερα, δεν θα ξέρω τι να της πω. Πολλές φορές όλα αυτά τα χρόνια πέρασε από το μυαλό μου να τη συναντήσω, αλλά σταματούσα. Θα ήθελα να τη δω, να της πω… Δεν τολμάω όμως. Τα λόγια δεν σβήνουν τις πράξεις».
Σίγουρα υπάρχουν δεκάδες παιδιά της εποχής εκείνης που αισθάνονται την ίδια ντροπή, για τη στάση τους είτε υπηρετούσαν στις επίλεκτες ομάδες της χούντας (ΕΣΑ, ΛΟΚ, τεθωρακισμένα κλπ.), είτε σε άλλες θέσεις στο στρατό ή στα σώματα ασφαλείας. Υπάρχουν βεβαίως κι εκείνοι που δεν μετάνιωσαν ποτέ και είναι υπερήφανοι για τα όσα έγιναν στην επταετία. Οι νοσταλγοί, αυτοί που στελέχωσαν ακροδεξιά, φασιστικά, νεοναζιστικά μορφώματα. Αυτοί που θυμούνται ότι χαίρονται και διαστρεβλώνουν την ιστορία, με δήθεν μαρτυρίες και θεωρίες βγαλμένες από το δικό τους αλμανάκ του μίσους. Όμως, ο λαός δεν ξεχνά. Ή μάλλον δεν πρέπει να ξεχνά…
Η μαρτυρία αυτή του Σκευοφύλακα έφερε στο νου μας μια παρόμοια ατμόσφαιρα που επικρατούσε στην πόλη εκείνη την περίοδο μετά τα γεγονότα.
Κάποια τηλεγραφήματα προς την ηγεσία εγκάθετων φορέων, κάποια άρθρα στις εφημερίδες σαν απόδειξη εθνικοφροσύνης των ωφελημένων από τη χούντα έγιναν. Και μετά ξεχάστηκαν. Γιατί ένα πύρινο ποτάμι απαξίωσης έγινε η οργή του κόσμου στη μεταπολίτευση.
Το τηλέτυπο στην εφημερίδα έβγαζε ατέλειωτες σελίδες όταν γινόταν η δίκη των βασανιστών με καταθέσεις μαρτύρων. Ανάμεσα σ’ αυτούς και γνωστά πρόσωπα. Όταν όμως τους συγχώρησαν τα θύματα δεν έχει νόημα να επιστρέφεις στις μαύρες αυτές στιγμές.
Είναι όμως ν’ απορείς με πόσο μίσος είχαν ποτίσει οι συνταγματάρχες εκείνα τα στρατευμένα παιδιά που βασάνισαν και άφησαν ανάπηρους τόσους αγωνιστές.
Και το άκρον άωτον του θράσους ήταν οι εκδηλώσεις όταν ήρθε στην πόλη μας ο Σπύρος Μουστακλής. Εκεί στην αίθουσα του Ωδείου που έγινε τιμητική εκδήλωση παραβρίσκονταν και υμνητές της χούντας. Μα τώρα χειροκροτούσαν τον ήρωα Μουστακλή που βρισκόταν σε καροτσάκι ανάπηρος από τα βασανιστήρια. Τώρα χειροκροτούσαν κι υμνολογούσαν. Ας μπορούσαν να έκαναν κι αλλιώς. Από κυβιστήσεις άλλο τίποτα εκείνη την εποχή. Ξαφνικά είχαν γίνει όλοι αντιστασιακοί. Τι ωφελεί να τα θυμόμαστε όμως τώρα πια;
H Μαρία Δαμανάκη
Σε μια τυχαία αναζήτηση που κάναμε στα βιογραφικά των μελών της Συντονιστικής και στη ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ προκύπτει ότι η Μαρία Δαμανάκη, από τις εμβληματικές μορφές της συντονιστικής επιτροπής κατάληψης του Πολυτεχνείου, είναι Ρεθεμνιώτικης καταγωγής.
Αναφέρεται μεν ότι γεννήθηκε στον Άγιο Νικόλαο Λασιθίου το 1952, αλλά η καταγωγή του πατέρα της Θεόδωρου Δαμανάκη αξιωματικού Χωροφυλακής είναι από την Καρωτή.
Αυτό μας επιβεβαίωσε και ο κ. Στρατής Ευαγ. Σταυρουλάκης από τους πιο μεθοδικούς ιστορικούς ερευνητές.
Να συμπληρώσουμε για την ιστορία και για τους νεότερους αναγνώστες μας ότι η Μαρία Δαμανάκη ανέπτυξε δραστηριότητα εντός της Αριστεράς, στις αρχές της δεκαετίας του 1970. Μέλος της Κ.Ν.Ε., έλαβε μέρος στον αντιδικτατορικό αγώνα και ήταν η φωνή πίσω από το ραδιοφωνικό σταθμό του Πολυτεχνείου που επαναλάμβανε το «Εδώ Πολυτεχνείο». Συνελήφθη και υποβλήθηκε σε βασανιστήρια από τη χούντα.
Μετά από την πτώση της χούντας εξελέγη βουλευτής, αρχικά του ΚΚΕ (1977, 1981, 1985) και εν συνεχεία με τον Συνασπισμό (Ιούνιος και Νοέμβριος 1989, 90, 93, 96, 2000). Το 1991 έγινε πρόεδρος του ΣΥΝ και ήταν η πρώτη γυναίκα αρχηγός κόμματος στην Ελλάδα.
Στις βουλευτικές εκλογές που διεξήχθησαν στις 10 Οκτωβρίου 1993, ο ΣΥΝ απέτυχε να περάσει το όριο του 3% και δεν κατάφερε να μπει στη Βουλή, με αποτέλεσμα την παραίτηση της Δαμανάκη από την ηγεσία. Νέος πρόεδρος εξελέγη ο Νίκος Κωνσταντόπουλος.
Το 1994, η Μαρία Δαμανάκη ήταν υποψήφια για τις δημοτικές εκλογές με τον Συνασπισμό και το 1998 με το ΠΑ.ΣΟ.Κ. και τον ΣΥΝ. Ηττήθηκε από τον Δημήτρη Αβραμόπουλο, ο οποίος είχε υποστηριχθεί από τη Νέα Δημοκρατία. Η ίδια διαφωνούσε με τις θέσεις του κόμματός της, ειδικά στο θέμα της συνεργασίας με το ΠΑ.ΣΟ.Κ. Στις 10 Οκτωβρίου 2003, παραιτήθηκε από τον ΣΥΝ και από την βουλευτική της έδρα. Μετά την εκλογή του Γιώργου Παπανδρέου στην ηγεσία του ΠΑ.ΣΟ.Κ., η Μαρία Δαμανάκη αποφάσισε να ενταχθεί στο κόμμα αυτό και εξελέγη βουλευτής το 2004, 2007 και το 2009. Παραιτήθηκε από βουλευτής στις 9 Φεβρουαρίου 2010.
Πηγές
Αγώνας της Κρήτης
Πολιτιστικό Ρέθυμνο
ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ