Μ’ ένα πλατύ χαμόγελο, ανακούφισης, πιάνω να γράψω για τον Νίκο Ορφανό. Γιατί τώρα δεν θα προσκρούσω στις τόσες απαγορεύσεις του. Πόσες φορές δεν του ζήτησα μια συνέντευξη για ν’ ακούσω τη μόνιμη επωδό που επαναλάμβανε με το γνωστό μειλίχιο ύφος του:
«Άσε μωρέ παιδί μου να μιλήσουν εκείνοι που έκαναν κάτι. Εγώ τι πρόσφερα πέρα από το να μουτζουρώσω μερικά χαρτιά;».
Αυτός ήταν ο Νίκος Ορφανός και θα έλεγα ότι ουδείς σεμνότερος, αν δεν είχα το αιώνιο παράδειγμα του Μπάμπη Πραματευτάκη. Όμοια κι αυτός. Μη γράψουμε, μην ασχοληθούμε με την τεράστια καλλιτεχνική του προσφορά.
Σπουδαίος άνθρωπος
Ήταν σπουδαίος άνθρωπος ο Νίκος Ορφανός. Ποτέ δεν ξέχασα το μικρόσωμο αλλά πάντα ευγενικό δάσκαλο, με την καθάρια σκέψη, που δεν άκουσα από το στόμα του πικρή κουβέντα για κανένα. Ο Μανόλης Βογιατζάκης, μου μιλούσε με θέρμη γι’ αυτόν, επειδή στηριζόταν πάνω του, κάθε φορά που ήθελε να ενεργοποιήσει την Ερασιτεχνική Σκηνή του Ωδείου.
Δυσκολεύτηκα πολύ, τώρα που αναζητώ στοιχεία για τις προσωπικότητες του Ρεθύμνου, να βρω έστω μια φωτογραφία. Ευτυχώς με βοήθησε, ακόμα μια φορά και την ευχαριστώ, η εκλεκτή φίλη Βαρβάρα Σκαρβέλη, από την οποία έμαθα και κάποιες λεπτομέρειες, από το ανέβασμα της ηθογραφίας «Καλά Ξέτελα» μεγάλης επιτυχίας του Ορφανού, που αξίζει να τις παραθέσω.
Όπως είναι γνωστό η κ. Σκαρβέλη ανήκει στις παλιές καλές οικογένειες του Ρεθύμνου. Ο πατέρας της διατηρούσε το κέντρο εστίασης, από το οποίο πέρασαν πολιτικοί, άνθρωποι της τέχνης και του πνεύματος, εκλεκτοί μας επισκέπτες, τότε που η πόλη δεν είχε μεγάλη τουριστική υποδομή. Η γνώση τυφλού συστήματος γραφομηχανής την έφερε στη Δημόσια Βιβλιοθήκη, για ένα μικρό διάστημα, πριν διοριστεί στην Αγροτική Τράπεζα.
Εκεί, λόγω Μάρκου Γιουμπάκη, μαζευόταν η θεατρική σκηνή του Ωδείου για να κάνει πρόβες στην ηθογραφία του Νίκου Ορφανού «Καλά Ξέτελα».
Είχαν όλοι ενθουσιαστεί με το κείμενο, αλλά ο συγγραφέας κοκκίνιζε κάθε φορά που εκφράζανε το θαυμασμό τους, σκηνοθέτης και ηθοποιοί μπροστά του.
Ήταν το πρώτο του έργο
Ήταν το πρώτο του έργο και είναι φυσικό να μην μπορεί εύκολα να διαχειριστεί τα συναισθήματα αυτής της συγκλονιστικής εμπειρίας ο συγγραφέας.
«Ήταν θαυμάσιος άνθρωπος, μας λέει η κ. Σκαρβέλη, για τον Νίκο Ορφανό. Μου έκανε εντύπωση η αυθεντικότητα της ντοπιολαλιάς που χρησιμοποιούσε στο έργο του».
Αυτό το στοιχείο όμως ήταν και αφορμή να πάρει και η Βαρβάρα το ρόλο στο έργο. Δοκίμαζε μια φράση, επειδή προφέρεται δύσκολα και ήταν τόσο άνετη, τόσο φυσική, που την έβαλαν κι εκείνη επί τόπου στην ομάδα. Αλλά δεν ήταν η μοναδική συμβολή της στο έργο. Εκείνη την εποχή, μιλάμε για το 1966, δεν υπήρχαν φωτοαντιγραφικά μηχανήματα.
Η Βαρβάρα λοιπόν καθόταν και αντέγραφε το έργο στη μηχανή, με καρμπόν, και μοίραζε το κείμενο στους ηθοποιούς.
Το έργο, «Καλά Ξέτελα» απαντώ σε αναγνώστρια που ρωτά σχετικά, υπάρχει στη Δημόσια Βιβλιοθήκη, αλλά δεν δανείζεται.
Ο Νίκος Ορφανός έδειχνε να πετά στα ουράνια με την τόση αποδοχή που είχε το έργο του. Και εξέφραζε με λόγια ευγνωμοσύνης και αγάπης τον ενθουσιασμό του σε όλους τους συντελεστές. Είχε μάλιστα κι ένα μοναδικό τρόπο να αγγίζει ο λόγος του, σε χαμηλό πάντα τόνο φωνής, την καρδιά του άλλου που τον άκουγε.
Παιδί της κρητικής υπαίθρου
Ο μέγιστος αυτός συγγραφέας έργων Κρητικής Ηθογραφίας, γεννήθηκε στα Πλευριανά Μυλοποτάμου το 1924. Τα πρώτα του γράμματα τα έμαθε στη Λαγκά, χωριό της μάνας του, που εκεί υπηρετούσε δάσκαλος και ο πατέρας του. Μετά πήγε μερικές τάξεις στα Πλευριανά και την τελευταία τάξη έβγαλε στο Ρέθυμνο, όπου τέλειωσε και το Γυμνάσιο. Ήταν τα δύσκολα χρόνια της Γερμανικής Κατοχής.
Ο Νίκος, με τη γνωστή επιμέλεια που τον διέκρινε, προχώρησε αμέσως τις σπουδές του στην Παιδαγωγική Ακαδημία Ηρακλείου. Σαν να ήξερε πόσο θα τον ταλαιπωρούσε ο στρατός και βιαζόταν να ξεμπερδέψει με το πτυχίο του.
Μετά από μια μακρά, λόγω συνθηκών, στρατιωτική θητεία, γεμάτη οδυνηρές αναμνήσεις, διορίστηκε δάσκαλος στους Κούμους. Όπως το λουλούδι μόλις αισθανθεί το νερό ζωηρεύει, έτσι και ο Ορφανός μόλις βρέθηκε ανάμεσα σε απλούς ανθρώπους, αφοσιωμένους στις παραδόσεις του τόπου, άρχισε να θεριεύει πνευματικά, έχοντας τα πρώτα ερεθίσματα για να γράψει. Με προσοχή μελετούσε λέξεις, φράσεις και συμπεριφορές του ανθρώπου που ζει σε μια ορεινή περιοχή, τα ήθη και τα έθιμα της μικρής του κοινωνίας.
Με αυτό τον ερευνητικό πλούτο από τον λαϊκό μας πολιτισμό, όταν διορίστηκε σε σχολείο της πόλης, άρχισε να γράφει στον τοπικό τύπο και στα κρητικά περιοδικά ηθογραφικά διηγήματα, που είχε καθένα πλήθος λαογραφικών στοιχείων από τη ζωή των κατοίκων της ορεινής Κρήτης.
Καμάρωνε τη λεβεντιά
«Βρήκα πολλά στοιχεία, θα γράψει αργότερα ο ίδιος στον πρόλογο βιβλίου του, κατάλοιπα από την αρχαιότητα και πολλές λέξεις που όσο κι αν έχουν παραλλαχθεί από το πέρασμα του χρόνου είναι καθαρά αρχαίες ελληνικές.
Καμάρωσα στα γλέντια τη λεβεντιά ανακατεμένη με τη σεμνότητα. Θαύμασα το πόσο ψηλά έχουν τοποθετήσει τα αισθήματα της αγάπης, της αλληλεγγύης, του έρωτα, της τιμής και της ηθικής. Έμεινα πολλές φορές με το στόμα ανοικτό μπροστά στη θυμοσοφία του απλού χωρικού.
Διασκέδασα συχνά με το πηγαίο χιούμορ και τις διάφορες νοήσεις των χωρατατζήδων και των φαρσαδόρων, για να σκορπίσουν το γέλιο και την ευθυμία, που στο χωριό, τον τόπο αυτό που στερείται από κάθε ψυχαγωγία είναι τόσο απαραίτητο όσο και το ψωμί…».
Η μεγάλη του στιγμή
Κι έρχεται η περίοδος προετοιμασίας των μεγάλων εκδηλώσεων για τα 100 χρόνια από το Ολοκαύτωμα του Αρκαδίου. Το Ρέθυμνο ζει τις μεγάλες στιγμές να ασχολείται ο ίδιος ο Παντελής Πρεβελάκης με το θέμα, ανταποκρινόμενος στο αίτημα του δημάρχου Βαγγέλη Δασκαλάκη και του Γιάννη Χαλκιαδάκη, που είχε επίσης θεσμικό ρόλο στο Δημοτικό Συμβούλιο. Ανεβαίνει το «Ηφαίστειο» με τεράστια επιτυχία, το καλοκαίρι του 1966, στην αυλή του Τούρκικου Σχολείου, αλλά τι θα μπορούσε να παρουσιαστεί το Νοέμβριο στο πλαίσιο της επετείου. Κι όταν μάλιστα το Ρέθυμνο είχε ζήσει κορυφαίες καλλιτεχνικές στιγμές με τους ηθοποιούς του Εθνικού Θεάτρου, που είχαν ερμηνεύσει τους βασικούς ρόλους.
Η καλύτερη επιλογή του Βογιατζάκη
Ο παραγωγικός νους του Μανόλη Βογιατζάκη θριάμβευσε για μια ακόμα φορά. Σκέφτηκε και πολύ σωστά, ότι μια επέτειος, που σημάδεψαν με τη θυσία τους απλοί άνθρωποι του λαού μας, θα χρειαζόταν ίσως μια ηθογραφία. Τι καλύτερη σπονδή στα αφιερώματα τιμής σε κείνους τους ήρωες…
Αμέσως η σκέψη του πήγε στον Νίκο Ορφανό, γιατί εκτός των άλλων ο δάσκαλος είχε κι ένα μεγάλο προτέρημα. Σεμνός από τη φύση του, επιδίωκε πάντα να κάνει το καλύτερο δυνατόν, από αυτό που του ζητούσαν και απέφευγε κάθε εγωκεντρική παρέμβαση και κάθε προσπάθεια επίδειξης γνώσεων ή θεατρικής κατάρτισης.
Μόλις λοιπόν του εξήγησε ο Βογιατζάκης τι θέλει, αμέσως εκείνος σκέφτηκε μια θαυμάσια ηθογραφία όπως ήταν τελικά τα «Καλά Ξέτελα».
Βέβαια δεν παρέλειψε να εκφράσει στον φίλο του καθηγητή, τους ενδοιασμούς του, επειδή ήταν και η πρώτη φορά που θα έγραφε για θέατρο. Εκείνος όμως με τον μοναδικό του τρόπο τον έπεισε και θα λέγαμε πως τον ενέπνευσε κιόλας, αν κρίνουμε από το τόσο μεστό και ζωντανό είναι το κείμενο που ευωδιάζει παράδοση.
Πολλές οι κριτικές
Ακόμα κι ένα μήνα μετά την παράσταση διαβάζουμε στον τοπικό τύπο αναφορές για αυτήν. Ανάμεσά τους προσέξαμε μια κριτική του κ. Μιχάλη Τζεκάκη, πρώην διευθυντή της Βιβλιοθήκης του Πανεπιστημίου μας που έχει μεγάλο ενδιαφέρον και αξίζει να σας δώσουμε κάποια αποσπάσματα.
Έγραφε μεταξύ των άλλων ο κ. Μιχάλης Τζεκάκης:
«Ο φετινός χρόνος ήταν γεμάτος εκδηλώσεις αλλά η ηθογραφία του κ. Νίκου Ορφανού που ανέβηκε αυτές τις μέρες από την Ερασιτεχνική Σκηνή του Ωδείου Ρεθύμνης, κέρδισε, από την πρώτη στιγμή, την αγάπη και το ενδιαφέρον του κοινού. Τα πράγματα στην περίπτωση αυτή αλλάζουν. Αυτός που το ‘γραψε είναι Ρεθεμνιώτης που κάθε μέρα περνά από τους ίδιους δρόμους που περνάμε κι εμείς, αυτοί που το παίζουν είναι συνάδελφοί μας, γνωστοί μας, συγγενείς μας. Οι ρόλοι που υποδύονται είναι πολύ κοντά μας. Ο καθένας μας στους ρόλους αυτούς έχει ζωντανέψει ένα δικό του πρόσωπο, τον πατέρα του, τη μάνα του, ένα θείο του ή ένα συγχωριανό του. Όλ’ αυτά σε αφοπλίζουν από την αρχή, σου αφαιρούν κάθε κριτική διάθεση και σε προδιαθέτουν ώστε να ρουφάς κυριολεκτικά κάθε φράση ή υπαινιγμό, κάθε κίνηση από το έργο. Έτσι και μόνο το στοιχείο αυτό να μας πρόσφερε η προσπάθεια αυτή, ήταν ικανή για να δικαιώσει την παρουσία της …».
Με το γνωστό του εύστοχο τρόπο ο κ. Τζεκάκης αναλύει πιστεύουμε τα στοιχεία που έδωσαν στα «Καλά Ξέτελα» την μεγάλη επιβράβευση της κλασικής δημιουργίας.
Και κάτι σπουδαιότερο για ένα έργο. Μια διαχρονικότητα που αποκτά κάθε ηθογραφία, γιατί κλείνει την πολιτιστική ταυτότητα ενός τόπου.
Λαμπρή η συνέχεια
Ακολούθησαν αργότερα τα «Σηκωματάρικα», επίσης, απολαυστική ηθογραφία.
Και τα δύο έργα παίχτηκαν σε όλη την Κρήτη αμέτρητες φορές από θεατρικές ομάδες. Τα «Καλά Ξέτελα» παίχτηκαν ακόμα στα Χανιά και στον Πειραιά με τεράστια επιτυχία.
Ακολούθησαν τα βιβλία του:
«Οι κύκλοι του Δρυγιά». 12 Κρητικά Διηγήματα και φυσικά τα θεατρικά του.
Μεγάλοι λογοτέχνες εκφράστηκαν με θέρμη για τα διηγήματα του Νίκου Ορφανού.
«Ο Νίκος Ορφανός κατέχει και στο θέατρο και στο αφήγημα να στήνει ζωντανούς τύπους, παρμένους ως αναμνήσεις ή ως σύγχρονες οντότητες, από την Κρητική Κοινότητα και πλαισιωμένους από τις παραδόσεις και τις συνήθειες του νησιού του Μίνωα». (Τάκης Δόξας συγγραφέας).
«Θυμούμαι πάντα την ωραία παράσταση. Να γράφεις Νίκο, να συνεχίσεις να γράφεις. Ήταν ένα τέλειο θεατρικό έργο…», Παντελής Πρεβελάκης.
«Εμείς τα παιδιά της Κρήτης, πετούμε ως τα μεσούρανα, κάνουμε κουλουμούντρες από τη χαρά μας, σαν γνωρίσουμε τη φωνή, το ντέρτι, την ψυχή της. Μια τέτοια συγκίνηση μου ‘φερε το καλό αυτό συναπάντημα «Κρητικά Διηγήματα» τα τόσο χαριτωμένα, που με γέμισαν θαυμασμό με τη μαστοριά τους…», Σοφία Μαυροειδή – Παπαδάκη, ποιήτρια
«Τα «Καλά Ξέτελα» αξίζει να κινηματογραφηθεί και να τύχει διεθνούς προβολής. Γιατί αυτά είναι τα πραγματικά ήθη και τας έθιμα της Κρήτης και όχι η σκύλευσις των υπαρχόντων της μαντάμ Ορντάνς, που μας έκανε ρεντίκουλο στα μάτια της διεθνούς κοινής γνώμης, και μας παρουσίασε για ημιάγριους, συκοφαντώντας μας …», Μαρίκα Τζεράκη – Βλασοπούλου, δημοσιογράφος
«Ανεπιφύλακτα γράφω για τον Νίκο Ορφανό ότι είναι ένας καλλιτέχνης αξιόλογος με την κύρια σημασία του όρου, κι ένας επίσης πολύτιμος αποθησαυριστής των λαϊκών εκείνων στοιχείων που θα ξεχαστούν μια μέρα, μα που έχουν ανυπολόγιστη αξία, για την ιστορική πορεία του λαού μας στους αιώνες. Ο Νίκος Ορφανός κάνει το μεγάλο του καθήκον, σαν Έλληνας, σαν επιστήμονας, σαν πνευματικός άνθρωπος. Αν υπάρχει ακόμα αγάπη κι ενδιαφέρον γι’ αυτό τον τόπο, ας προσέξει το έργο του η Ακαδημία και οι οποιοιδήποτε άλλοι αρμόδιοι…» Δημοσθένης Ζαδές, συγγραφέας -Κριτικός Περιοδικό «Κρητική Εστία».
Κι όμως ο Νίκος Ορφανός έμεινε απλά στην ιστορία, αρκετά ξεχασμένος στις μέρες μας, χωρίς να γίνεται αναφορά στο έργο του Εξαίρεση φωτεινή παραμένει το Λύκειο Ελληνίδων μας, αυτή η κοιτίδα Πολιτισμού και παράδοσης. Κάθε χρόνο με κείμενο του Νίκου Ορφανού αναβιώνει το έθιμο του Κλήδονα που σημειώνει τόσο μεγάλη επιτυχία.
Ο εκλεκτός αυτός άνθρωπος κάποια στιγμή μετοίκισε στην Αθήνα, όπου συνέχισε, με την άνεση χρόνου που του παρείχε η συνταξιοδότηση να συνεχίσει τη συγγραφή. Εντύπωση προξενούσε πάντα η φρέσκια έμπνευση, η αποτύπωση συναισθημάτων και η μυθοπλασία πάνω σε νέα θέματα χωρίς πλατειασμούς κι επαναλήψεις.
Ποτέ δεν επιδίωξε την προβολή. Απέφευγε με ευγένεια πάντα κάθε δημοσιότητα. Όταν άλλοι έκαναν τα πάντα για μια αναφορά στην εφημερίδα εκείνος πλησίαζε το κατώφλι της μόνο για ένα χαιρετισμό αγάπης. Αρνείτο κάθε πρόταση για αφιερωματική σ’ αυτόν βραδιά. Ερχόταν τα καλοκαίρια και μας έδινε χαρά με την σεμνή παρουσία του. Συνήθιζε να κάνει τον περίπατό του εκεί στην Παλιά Πόλη, και να θυμάται τα μεγαλεία που γνώρισαν τα έργα του εκεί στη Σκηνή του Ωδείου. Πάντα νομίζει ο νοσταλγός εκείνων των ημερών ότι ακούει το παρατεταμένο χειροκρότημα του κοινού που αποθεώνει το συγγραφέα, τον σκηνοθέτη και τους ηθοποιούς. Ο Νίκος Ορφανός έφυγε τόσο αθόρυβα, τόσο διακριτικά χωρίς ποτέ να μας δώσει το περιθώριο να του επαναλάβουμε πόσο περήφανα θα πρέπει να είναι τα Κρητικά Γράμματα, που πλούτισε με το ανόθευτο από ξένα στοιχεία έργο του και πόσο το Ρέθυμνο τον ανέβασε ψηλά εκεί που του άξιζε. Στη θέση των μεγάλων δημιουργών του.