Το ΙΝΕΜΥ της ΕΣΕΕ πρόσφατα παρουσίασε την επετειακή έκδοση της Ετήσιας Έκθεσης του Ελληνικού Εμπορίου για το 2020. Η παρουσίαση της Έκθεσης, η οποία έκλεισε διάρκεια ζωής 20 ετών, συνέπεσε με την πρωτοφανή συγκυρία της πανδημίας, η οποία έχει επηρεάσει δυσμενώς μια σειρά από κλάδους με το λιανικό εμπόριο να είναι ένας από τους περισσότερο πληγέντες. Από την άποψη της συγκυρίας λοιπόν, τα ευρήματα της Έκθεσης είναι ιδιαίτερα ενδιαφέροντα και τεκμηριώνουν τις έκτακτες συνθήκες κάτω από τις οποίες λειτουργεί ο κλάδος του εμπορίου για όλο αυτό το διάστημα. Άλλωστε, το αναγκαστικό κλείσιμο των φυσικών καταστημάτων και η ενίσχυση του ψηφιακού καταστήματος (e-shop), επηρέασαν σημαντικά την διάρθρωση του λιανικού εμπορίου τόσο σε κλαδικό όσο και σε περιφερειακό επίπεδο.
Είναι χαρακτηριστικό πως, σύμφωνα με τα δεδομένα της ΕΛ.ΣΤΑΤ. η κατηγορία της ένδυσης και της υπόδησης (που περιλαμβάνει περίπου 19.000 επιχειρήσεις) καταγράφει μείωση του τζίρου (Δείκτη Κύκλου Εργασιών – ΔΚΕ) της κατά 23,1% για το 2020, ενώ η κατηγορία των διαδικτυακών πωλήσεων αυξήθηκε, σε όρους ΔΚΕ, κατά 24,6% για το ίδιο χρονικό διάστημα. Το στοιχείο αυτό, παράλληλα με την ενίσχυση του κλάδου των super-markets, τεκμηριώνει τις διαφορετικές ταχύτητες που καταγράφονται στο οικοσύστημα του λιανικού εμπορίου. Δεν θα ήταν λοιπόν υπερβολή να σημειώσουμε ότι ο κλάδος του λιανικού εμπορίου βρίσκεται ενώπιον ενός μεγάλου μετασχηματισμού.
Με ορίζοντα τον μετασχηματισμό αυτό τα ευρήματα/οι παρατηρήσεις της Έκθεσης είναι ιδιαίτερα ενδιαφέροντα/ενδιαφέρουσες. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι οι ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις των εμπορικών ΜμΕ. Ενδεικτικά, ο αριθμός των επιχειρήσεων που έχουν ληξιπρόθεσμες οφειλές προς την εφορία αυξάνεται από το 24% των επιχειρήσεων το πρώτο εξάμηνο του 2019, στο 30% το πρώτο εξάμηνο του 2020. Η ίδια εικόνα παρουσιάζεται τόσο σε σχέση με τις ληξιπρόθεσμες οφειλές προς τα ασφαλιστικά ταμεία , όσο και προς τους προμηθευτές. Το στοιχείο αυτό δείχνει την διόγκωση των ιδιωτικών χρεών η οποία σταδιακά μετατρέπει υγιείς επιχειρήσεις σε προβληματικές. Βέβαια η έκθεση περιέχει και μια σειρά αισιόδοξων ευρημάτων με πιο χαρακτηριστικό αυτό της αύξησης της προσφοράς από τις επιχειρήσεις λιανικού εμπορίου εμπορευμάτων Ελλήνων παραγωγών (από 62,5% το πρώτο εξάμηνο του 2019 στο 71,6% το πρώτο εξάμηνο του 2020). Το στοιχείο αυτό αναδεικνύει την αναγκαιότητα ενδυνάμωσης της αλυσίδας αξίας, για την οποία έχω αφιερώσει πλείστα όσα σημειώματα, και η οποία θεωρώ ότι μπορεί να αποτελέσει έναν από τους μεγάλους επιταχυντές εξωστρέφειας της ελληνικής οικονομίας. Παράλληλα όπως διαφαίνεται, η πανδημία εξώθησε τις επιχειρήσεις του λιανικού εμπορίου να υιοθετήσουν τις πρακτικές του ψηφιακού μετασχηματισμού.
Είναι συνεπώς σε κάθε περίπτωση φανερό ότι, η ταυτόχρονη μείωση των εσόδων και η αύξηση των (ληξιπρόθεσμων) υποχρεώσεων αποτελεί τον σημαντικότερο κίνδυνο για την βραχυπρόθεσμη βιωσιμότητα των επιχειρήσεων. Σε συνάφεια με τον κίνδυνο αυτό, η προβληματική, τύπου ακορντεόν λειτουργία των επιχειρήσεων (λόγω των lockdowns, των αναστολών κ.λπ.) ενδέχεται να μετατραπεί σε λουκέτα την αμέσως επόμενη περίοδο. Στο πλαίσιο αυτό η οικονομική πολιτική, σε συνδυασμό με τους ευρωπαϊκούς πόρους (Ταμείο Ανάκαμψης και νέα προγραμματική περίοδος ΕΣΠΑ 2021-2027), θα πρέπει να υποστηρίξει τόσο την μικρή και μεσαία επιχειρηματικότητα όσο και τον στρατηγικό παραγωγικό μετασχηματισμό της ελληνικής οικονομίας, διαμορφώνοντας τις προϋποθέσεις ενός περισσότερο ανθεκτικού αναπτυξιακού μοντέλου.
Για να αναδειχθεί η αναγκαιότητα της ουσιαστικά στοχευμένης μεταστροφής των πολιτικών (Ευρωπαϊκών, Εθνικών και Περιφερειακών) θα παραθέσω μερικά στοιχεία, χωρίς ιδιαίτερο σχολιασμό, από τα αποτελέσματα από το πρόσφατο και σημαντικό Πρόγραμμα της Περιφέρειας Κρήτης για ενίσχυση των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων με τη μορφή κεφαλαίου κίνησης – μη επιστρεπτέα επιχορήγηση, προϋπολογισμού 60 εκ. ευρώ. Με βάση τα αποτελέσματα, τα τουριστικά καταλύματα έλαβαν/θα λάβουν 30 εκ. ευρώ (ήτοι 50% του συνολικού προϋπολογισμού), η εστίαση 8,3 εκ. ευρώ (11% του προϋπολογισμού), το λιανικό εμπόριο 3 εκ. ευρώ (δηλαδή γύρω στο 6% του προϋπολογισμού) και η μεταποίηση 5%, όντας βέβαια ένας κλάδος που δεν επλήγη τόσο έντονα από την πανδημία. Επιπρόσθετα, η κατανομή κατά περιφερειακή ενότητα παρουσιάζει επίσης ενδιαφέρον: η ΠΕ Ηρακλείου θα λάβει 20 εκ. ευρώ, η ΠΕ Χανίων 20,7 εκ. ευρώ, η ΠΕ Λασιθίου 5,86 εκ. ευρώ και του Ρεθύμνου 11,76 εκ. ευρώ. Για την ΠΕ Ρεθύμνου ο Δήμος Ρεθύμνου θα λάβει 8,3 εκ. ευρώ, του Αγ. Βασιλείου 1,93 εκ. ευρώ, του Μυλοποτάμου 1,84 εκ. ευρώ, του Αμαρίου 89.000 ευρώ και των Ανωγείων 83.000 ευρώ. Αναμφίβολα τα παραπάνω στοιχεία δείχνουν μια στρεβλή κατανομή, τόσο κλαδική όσο και χωρική, η οποία βέβαια δεν αφορά μονάχα στην περιφέρεια Κρήτης.
Στο δια ταύτα, θεωρώ ότι απαιτείται μια συνολική μεταστροφή της πολιτικής της υποστήριξης των ΜμΕ, τουλάχιστον σε δυο επίπεδα: των ρυθμίσεων και των ενισχύσεων. Όσον αφορά το σκέλος των ρυθμίσεων θα πρέπει να γίνει διαγραφή ενός μέρους από το χρέος της πανδημίας. Άλλωστε (συνολικά) το ιδιωτικό χρέος ξεπερνά τα 240 δις ευρώ και συνιστά ίσως την μεγαλύτερη πρόκληση της επόμενης ημέρας μετά την πανδημία. Από την άλλη οι ενισχύσεις (π.χ. νέες προσκλήσεις των περιφερειών, και όχι μόνο) θα πρέπει να είναι περισσότερο στοχευμένες, με βάση τα χαρακτηριστικά και τα δεδομένα, τόσο της περιοχής, όσο και του αντικειμένου εργασιών.
Κυρίως όμως θεωρώ ότι, η σημαντικότερη προϋπόθεση ανάκαμψης για την επόμενη ημέρα να είναι το κατά πόσον οι επιχειρήσεις θα ανταποκριθούν στις κοσμογονικές αλλαγές του άμεσου μέλλοντος. Ως επιχειρηματίες θα πρέπει πια να πειστούμε ότι μετά την πανδημία θα έχουν αλλάξει σχεδόν όλα. Ανεξάρτητα από το πότε θα τεθεί σε οριστικό έλεγχο η πανδημική κρίση, το ηλεκτρονικό εμπόριο θα μεγεθυνθεί ακόμα περισσότερο, η τηλεργασία θα εδραιωθεί ενώ οι κοινωνικές εκδηλώσεις θα είναι διαφορετικές. Τα καταναλωτικά πρότυπα μετασχηματίζονται με αποτέλεσμα τα ταξίδια, οι διακοπές, η εκπαίδευση, ακόμα και οι μόδα, να προσαρμόζονται στις νέες τεχνολογικές/υγειονομικές συνθήκες και να είναι διαφορετικά. Στο επίπεδο αυτό οι επιχειρήσεις, και ιδιαίτερα οι πολύ μικρές και οι αυτοαπασχολούμενοι, θα πρέπει να μετατραπούν σε οργανισμούς που μαθαίνουν οι οποίοι προσαρμόζονται στο μεταβαλλόμενο περιβάλλον.
Η προσαρμογή αυτή είναι μια κρίσιμη προϋπόθεση για να μη διασαλευτούν μόνιμα οι σχέσεις τους και με τους καταναλωτές, αλλά και ως προς τη θέση τους σε μία αενάως μεταβαλλόμενη αγορά. Θα πρέπει, σε αυτή ειδικά την ιστορική συγκυρία, να καταφέρουμε να διαψεύσουμε την περίφημη ρήση του Θουκυδίδη ότι: οι Έλληνες αρέσκονται να είναι «Θεατές των Λόγων και Ακροατές των Έργων». Αυτό είναι κάτι που εξαρτάται από εμάς, τόσο ατομικά, όσο και από την Ελληνική κοινωνία συνολικά.