Του Γ. ΑΠΤΕΡΑΙΟΥ
Δεν ήταν παμφάγος γύπας, μήτε κομπορρήμων αετός. Δεν ήταν φίλεργο μυρμήγκι, μήτε αεικίνητη μέλισσα.
Τζίτζικας ήτανε, αοιδός και στιχοπλόκος, τον προσπερνούσες εύκολα, εάν τον νου σου είχες σε πλούτη ή αξιώματα.
Σε πανύψηλη βουνοκορφή, ένα πρωινό, σαν βρέθηκε, τον κόσμο στα πόδια του εμπρός ατένιζε…
Και μικρή του εφάνη σαν κουκκίδα η πλάση όλη, μικρά και εκείνα που τ’ ανθρωποσμήνη διχάζουν, όσα και την αγάπη καταλύουν και το μίσος φέρνουν…
Μα πριν ξεκινήσει νέο του τραγούδι, το δακρυσμένο βλέμμα του προς τον ουρανό έστρεψε κι από το θεό εζήτησε να του πάρει την πίκρα και να μην αφήσει κανέναν αιμοδιψή ζηλόφθονο δράκοντα να του κλέψει ό,τι μέχρι τότε του ‘δινε δύναμη και έμπνευση!
Κι ο Θεός με αγάπη το παρακαλητό του ελέησε και πνοή έσπευσε να του δώσει, για να ψέλνει βλογημένος, ακούραστος, διορθώνοντας κάθε εκ φύσεως αδυναμία του και απ’ όλους πλέον και πανταχόθεν ορατός ύμνους του καλού, της ειρήνης και της σοφίας…
Στη Μαρία μου