Το 98 του χρόνια συμπλήρωσε πρόσφατα ο Μικρασιάτης μπαρμπα-Γιώργος Χατζησταύρος, ο αξιοπρεπέστατος και δραστήριος αυτός άνθρωπος, ο οποίος είναι ο μόνος εναπομείνας στο Ρέθυμνο που έχει γεννηθεί στη μικρά Ασία. Στην περίπτωσή του βέβαια η ευχή να τα εκατοστίσεις δεν ταιριάζει, οπότε του λέμε να τα χιλιάσει. Τον αγαπητό συμπολίτη που πάντα έχαιρε μεγάλης εκτίμησης στον τόπο μας επεσκέφθησαν φίλοι και συγγενείς προκειμένου να γιορτάσουν τα 98 γενέθλιά του με μία γευστικότατη τούρτα, μεζέδες και πολύ αγάπη.
Ας δούμε όμως τι έγινε. Στις 10 Οκτώβρη μία παρέα μικρασιατάκια δεύτερης και τρίτης γενιάς πήγαν στο σπίτι του με μία τούρτα που είχε πάνω της το νούμερο 98. Η χαρά του ήταν ανείπωτη και η συγκίνησή του ήταν τόσο μεγάλη, που τα δακρύβρεχτα μάτια του τον εμπόδιζαν να σβήσει το κερί της τούρτας και χρειάστηκε να προσπαθήσει πολλές φορές ώσπου τελικά να τα καταφέρει. Ο 98χρονος Μικρασιάτης τους ευχαρίστησε και με φωνή τρεμάμενη από την έκπληξη τους είπε: «Να μην ξεχάσετε ποτέ την πατρίδα και τον σύλλογό μας να τον κρατήσουμε ψηλά, πολύ ψηλά, σαν γνήσιοι Μικρασιάτες. Να μας καμαρώνουν από εκεί ψηλά οι γονέοι μας και τα αδέρφια μας, να ξέρουν ότι ποτέ δεν θα τους λησμονήσουμε και θα τους θυμόμαστε». Οι απρόσμενοι επισκέπτες, αφού γεύτηκαν τα εκλεκτά εδέσματα που είχε ετοιμάσει η οικογένεια Χατζησταύρου και θυμήθηκαν με τον εορτάζοντα τα παλιά, όταν πλέον η ώρα είχε περάσει, τον άφησαν να ξεκουραστεί ευχόμενοι να είναι πάντα καλά και του χρόνου «Θεού θέλοντος» να ξανασμίξουν για να γιορτάσουν τα 99 του χρόνια.
Ο Γιώργος Χατζησταύρος γεννήθηκε το 1921 στο χωριό Μέντεσι της Μικράς Ασίας που βρίσκεται πάνω από τη Σκάλα των Βούρλων. Όπως προαναφέραμε είναι ο μοναδικός Μικρασιάτης εν ζωή στο Ρέθυμνο που γεννήθηκε εκεί στα ιερά χώματα της «Θυσίας της Καταστροφής» και της Γενοκτονίας των Ελλήνων. Στον μεγάλο διωγμό του 1922 μαζί με τους γονείς και τα αδέρφια του παππού του πήγαν στη Θεσσαλονίκη. Μετά από δύο χρόνια ήρθαν στο Ρέθυμνο στο χωριό Σώματα. Το 1945 παντρεύτηκε την Καλλιόπη Βλαχάκη και απέκτησαν πέντε παιδιά τη Βαγγελιώ, τον Αποστόλη, τον Ανδρέα, τον Μάρκο και τον Λευτέρη. Ήταν πάντα ζεστός άνθρωπος, σωστός οικογενειάρχης και καλοσυνάτος. Ήταν επίσης μερακλής και αγαπητός σε όλους. Ο αγαπημένος του φίλος ήταν ο ξάδερφός του, ο μπαρμπα-Γιάννης, ο Μαρίνος ο φωτογράφος, αδερφός του Σιδερή Μαρίνου. Παντού ήταν μαζί στο παρεάκι, στη διασκέδαση έπιναν και έλεγαν στην «υγεία μας και καλή πατρίδα» και το δάκρυ κορόμηλο. Σε όλες τις εκδηλώσεις του Συλλόγου Ρεθυμνίων Μικρασιατών ήταν και είναι παρών, με τον τρόπο του. Ο Σύλλογος Ρεθυμνίων Μικρασιατών μάλιστα του έκανε την πρόταση να αποκαλύψει τη μια πλευρά του μνημείου. Στα αποκαλυπτήρια του μνημείου με δάκρυα στα μάτια, γεμάτος συγκίνηση είπε: «μεγάλη μου τιμή που κάνετε παιδιά μου», «δικιά μας είναι η τιμή μπάρμπα Γιώργη, που ένας τέτοιος άξιος άνθρωπος, γεννημένος στην πατρίδα μπόρεσε να δει ένα μνημείο έργο τέχνης να θυμίζει τη χαμένη μας πατρίδα» του απάντησαν εκείνοι.
Καλή πατρίδα
Καλή Πατρίδα εύχονταν οι Μικρασιάτες κάθε φορά που τσούγκριζαν τα ποτήρια και τούτο γιατί ευελπιστούσαν ότι κάποτε θα επέστρεφαν στη μαρτυρική Ιωνία, τη χώρα των ηρώων και των Αγίων. Που να φαντάζονταν οι έρμοι πως όχι μόνο θα επέστρεφαν στην Μικράν Ασίαν, αλλά με τους πολιτικούς μας και τους νεοραγιάδες ακόλουθούς τους θα χάναμε και την Κύπρο, και θα ξεπουλούσαμε τη Μακεδονία, την Ήπειρο και τη Θράκη στους βαλκάνιους γείτονές μας και θα καταντούσαμε η πιο δουλοπρεπής και υποτελής χώρα, όχι μόνο της Ευρώπης αλλά και των Βαλκανίων. Περίμενε κανείς ότι θα μας κουνούσαν το δάχτυλο χώρες πάμπτωχες, που η έκταση και ο πληθυσμός τους δεν ξεπερνά το ένα τρίτο της χώρας μας και εμείς θα σκύβαμε για να εισπράξουμε άλλη μια καρπαζιά; Και όχι μόνο αυτό αλλά κάποιοι υποστηρίζουν και καμαρώνουν ορισμένα «καλά παιδιά» κατ’ επίφασιν Έλληνες (σε συνεργασία με ξένους), που πετάνε εκρηκτικά στον κόσμο, σπάνε ότι βρεθεί στον διάβα τους, μουτζουρώνουν τα πάντα και καίνε με υπερηφάνεια την ελληνική σημαία.
Μολαταύτα εμείς αν και απογοητευμένοι θα ευχηθούμε στον μπάρμπα Γιώργο όχι μόνο να εορτάσει και του χρόνου τα 99στά γενέθλιά του αλλά και «Καλή Πατρίδα», διότι εμείς και ο κυρ Γιώργος δεν ξεχνάμε την ιστορία ούτε την αλλάζουμε κατά το δοκούν, γιατί όποιος ξεχνάει τόσο εύκολα τις χαμένες και μαρτυρικές πατρίδες είναι έτοιμος να χάσει κι άλλες.
NΙΚΟΛΕΩΝ Ι. ΤΣΟΥΠΑΚΗΣ