Από τα πρώτα βιβλία που μου έκαναν δώρο με το που μπήκα στο γυμνάσιο ήταν τα «Απομνημονεύματα» του Ξενοφώντα. Σε νεοελληνική απόδοση σε μια απλή, στρωτή και κατανοητή λαϊκή γλώσσα μάθαινα για το Σωκράτη και τους Αθηναίους νέους, που τον περιτριγύριζαν, γυρεύοντας το φως του. Από κοντά είχα και τα Ευαγγέλια, που ανιστορούσαν με γλαφυρό τρόπο τη ζωή με τους δώδεκα μαθητάδες, τα θαύματα και την ψυχοσώστρα διδασκαλία του Χριστού, από τη Γέννηση ίσαμε την Ανάστασή Του.
Έτσι, έπλασα στη ζωή μου πώς πρέπει να ‘ναι ο άνθρωπος στην πολυτάραχη ζωή του. Τη σκέψη του Σωκράτη και την αγάπη του Ιησού να ‘χει πυξίδες σε κάθε μεγάλο και μικρό ταξίδι.
Τα χρόνια πέρασαν. Πλησίαζα τα τριάντα μου, πλέον. Σε ένα μικρό βιβλιοπωλείο της πόλης μας. Αραχνιασμένο από την αχρησία και με κιτρινιασμένα από το φθοροποιό χρόνο φύλλα. Βρήκα τυχαία, ψάχνοντας στην ουσία κάτι άλλο, το βιβλίο, «Ο δικαστής Τίμαρχος». Το όνομα του συγγραφέα ήταν γραμμένο στα φράγκικα και ξεθωριασμένο. Δεν υπήρχε νύξη για το μεταφραστή και δεν μπήκα στον κόπο να το ψάξω στο φθαρμένο εξώφυλλο και στις σκοροφαγωμένες σελίδες. Απλώς, ξεκίνησα βιαστικά και χωρίς πολλή σκέψη να το ξεφυλλίζω.
Ήταν μεταφρασμένο στα ελληνικά, στην κρατούσα καθαρεύουσα μιας αλλοτινής εποχής. Κάπου – κάπου, όμως, ξέφευγαν και κάποιες λέξεις δημοτικής, από την πρόθεση του μεταφραστή να γίνει το πόνημα του συγγραφέα και το δικό του λαοφιλές ανάγνωσμα;
«Ο δικαστής Τίμαρχος». Το ύφος του ήταν άλλοτε εύθυμο, άλλοτε σοβαροφανές, αλλού πάλι αυστηρό και, τέλος, κάπου αλλού σατιρικό και σκωπτικό των ηθών και των εθίμων της εποχής. Μιλούσε για ένα δικαστή, τον Τίμαρχο, που κατοικοέδρευε στην Κριτόπολη, τα μέσα του 19ου αιώνα περίπου.
Η ιστορία του Τιμάρχου, όλο το εγχειρίδιο ήταν μόλις 16 σελίδων μικρού μεγέθους, τυπωμένο πυκνογραμμένο σε μικρά γράμματα, πλην ευανάγνωστα. Ασυναίσθητα, λοιπόν, πλήρωσα το πεντακοσάρικο στο βιβλιοπώλη και κατευθύνθηκα στο σπίτι μου. Όταν ξεκίνησα να το διαβάζω, δεν περίμενα ποτέ, λόγω τιμής, πως ένα εγχειρίδιο -βιβλίο θα με λάβωνε τόσο σαν εγχειρίδιο- μαχαίρι θανάσιμα και θα σημάδευε τη ζωή μου για τους προσεχείς μήνες.
Τρεις πεντασέλιδες αυτοτελείς ιστορίες με πρωταγωνιστή τον Τίμαρχο ήταν το περιεχόμενό του. Και πού το ενδιαφέρον, θα πείτε. Χρησιμοποιούσε, όπως διάβασα επί τροχάδην στη σελίδα των προλεγόμενων, δικές του, ξεχωριστές μεθόδους για να απονείμει δικαιοσύνη.
Δεν έμοιαζε ο Τίμαρχος στο θρυλικό Σολομώντα των Εβραίων το δίκαιο, καθώς λέγανε, κριτή, μήτε σε κανέναν από τους πορφυροντυμένους Ρωμαίους συγκλητικούς, στην όψη ή στην κρίση, μολονότι ήξερε απέξω κάθε νόμο, παλιό και σύγχρονο. Ήταν ένας ώριμος άντρας με μπαμπακερούς από τα χρόνια κροτάφους, που τον όρκο, που ‘χε δώσει φορώντας για πρώτη φορά τη δικαστική τήβεννο, τιμούσε καθημερινά και με το παραπάνω με την αδέκαστη αμεροληψία του. Άξιος πατέρας και σύζυγος, πανάξιος λειτουργός σε μια κοινωνία καχυποψίας, φτώχειας και πενιχρών κοινωνικών δικαιωμάτων για τους πενέστερους. Χωρίς να επιτρέπει στην παιδική του έφεση που έγραφε ρομαντικούς στίχους ή στη μέτρια οικονομική του κατάσταση να τον παρασύρουνε σε άνομες ή κοινωνικά κατακριτέες κι αθέμιτες πράξεις ή σκέψεις, δείγμα ήταν τιμιότητος, φιλοτιμίας και περήφανης ηθικής ακεραιότητος.
Η πρώτη ιστορία είχε τίτλο: «Ο μαγικός σπόρος». Αφηγιόταν την ιστορία ενός ανήλικου, ενός δεκατριάχρονου πεντάρφανου αγοριού, που το ‘σκασε από το σχολείο και το ‘πιασε η αστυνομία να κλέβει. Ο Τίμαρχος, όταν ο νεαρός κλήθηκε μπροστά του να δικαστεί με ποινή φυλάκισης εάν αποδεικνυόταν ένοχος, τον άφησε να απολογηθεί. Έβλεπε τα κουρέλια του και καταλάβαινε την πενία του. Κοίταζε το σκελετωμένο του κορμί και διέκρινε την πείνα του. Τον άκουγε να μιλά και ένιωθε μαζί του την οργή όχι για τα γράμματα, μα για την αυστηρή βέργα του δασκάλου. Τα μάτια του είχαν καρφωθεί στα δακρυσμένα, μετανιωμένα δικά του κι ένιωσε πώς είναι η ζωή χωρίς αγάπης χάδι και συμπόνια στους δρόμους τα παγερά μοναχικά και σκοτεινά βράδια.
Η απόφασή του, εκείνη τη μέρα, ξάφνιασε πολλούς Κριτοπολίτες. Ο μικρός θα σηκώνεται κάθε πρωί, πριν ακόμη χαράξει, και θα πηγαίνει στα χωράφια της περιοχής, κάθε μήνα και σε άλλο, ώσπου να πάει σε όλα. Θα δουλεύει μέχρι το μεσημέρι κοντά στους ηλιοκαμένους ξωμάχους, με μόνο μισθό το γεύμα, το δείπνο και ένα κρεβάτι για ύπνο. Και τα βράδια θα τον επισκέπτεται στο σπίτι του και θα διαβάζουν μαζί. Τούτο θα γίνεται μέχρις ότου ο μικρός ανακαλύψει σε κάποιο από τα λιόφυτα ή τα αμπέλια το «μαγικό σπόρο», που δίνει μόνος του, δίχως ανθρώπου χέρι να κοπιάσει, ώριμους καρπούς.
Κι αν δεν κατάφερνε να τον βρει, στα 21 του χρόνια πια θα του αποκάλυπτε το μυστικό, το οποίο ήξεραν και κρατούσαν εφτασφράγιστο ο παπάς κι ο δάσκαλος της Κριτόπολης. Και δεν ήταν άλλο από το γνωστό ρητό: «ταγαθά κόποις κτώνται».
Η δεύτερη ιστορία, με τίτλο: «Ο λίβελος», μιλούσε για ένα νεαρό, πρωτοεκλεγέντα βουλευτή, που μοίραζε παντού ανεκπλήρωτες υποσχέσεις και πήγαινε απρόσκλητος σε γάμους ή κηδείες, μόνο και μόνο για να δηλώσει παρών για ψηφοθηρικούς λόγους, βεβαίως. Μια μέρα, λοιπόν, ένας καταξιωμένος, πολύπειρος, ανεξάρτητος δημοσιογράφος, μην αντέχοντας άλλο την υποκρισία, του ‘γραψε ένα άρθρο. Ο κ. βουλευτής, οργισμένος από τον προεκλογικό «λίβελο», υποβάλλει μήνυση, η οποία φτάνει στα δικαστήρια.
Εκεί, ο Τίμαρχος καλεί το βουλευτή, το δημοσιογράφο κι αρνείται τους μάρτυρες που του πρότειναν οι συνήγοροι των διαδίκων. Αφού ακούει τις κατηγορίες του μεν και την απολογία του δε, καλεί ως μάρτυρες τρεις τυχαίους περαστικούς έξω από το δικαστικό μέγαρο εκείνη την ώρα. Τους ζητά τη γνώμη για το «θιγόμενο» πολιτευτή. Ο ένας, κάποιος αγρότης, τον ήξερε μόνον εξ ακοής μια και ποτέ δεν είχε φτάσει στο χωριό του, που ήταν το ακροτελεύτιο της εκλογικής του περιφέρειας, ενώ δε θυμόταν στη βουλή να εισηγήθηκε κάποιο νόμο. Ο δεύτερος, γιατρός στο επάγγελμα, δεν τον ήξερε καν. Ο τρίτος, ένας άνεργος, γνωστός ενός γνωστού του ιδιαίτερου γραμματέα του βουλευτή, έλπιζε να του βρει καμιά εύκολη δουλίτσα και για αυτό είχε στρατολογηθεί στους ψηφοφόρους του.
Ο Τίμαρχος τους άκουσε προσεχτικά έναν προς έναν και βγάζει την ακόλουθη ετυμηγορία: Ο βουλευτής να περιοδεύσει σε όλα τα χωριά της εκλογικής του περιφέρειας, να μάθει πόρτα – πόρτα κι όχι μέσω «γνωστών» τα αληθινά προβλήματά τους κι όταν τα πει στη βουλή, αν δεν μπορούν να λυθούν, να βρει το θάρρος να ομολογήσει την αλήθεια στο λαό και να παραιτηθεί από το αξίωμά του. Στο μεταξύ, να δίδει κάθε μήνα από το βουλευτικό του μισθό ένα ενδεικτικό ποσό για τις άπορες οικογένειες, που ‘χε ξεγελάσει.
«Το ξίφος» ήταν η τρίτη και τελευταία αυτοτελής αφήγηση με τον Τίμαρχο να αντιμετωπίζει από το βήμα του δικαστηρίου την ιστορία ενός νεαρού υπολοχαγού του στρατού και του παραλίγο πεθερού του. Ο νεαρός αξιωματικός ήταν ερωτευμένος με μία 18χρονη κοπέλα κι επειδή δεν του την έδινε ο ευκατάστατος μεγαλέμπορος μεσήλιξ πατέρας της, που την είχε «τάξει» σε μεγαλοδικηγόρο, τον απείλησε με το ξίφος του. Ο Τίμαρχος βρέθηκε σε δύσκολη θέση κι οι Κριτοπολίτες φοβήθηκαν μη λαθέψει, καθώς κι η κοπέλα ήταν διχασμένη: Σεβόταν και φοβόταν τον πατέρα της από τη μια κι ήταν ερωτευμένη τρελά με τον υπολοχαγό από την άλλη.
Μόλις ολοκλήρωσαν τους λόγους τους πατέρας, κόρη κι ο νεαρός, ο δικαστής απηύθυνε από ένα γρίφο στον καθένα. «Ο θεός και τη ρίζα έδωσε στα μυρωδάτα λουλούδια για να στηρίζονται και δεν τους αρνιέται τη χαρά της γύρης να μοιράζονται με τις μέλισσες για να διαιωνίζονται» είπε πρώτα στον πατέρα και στην κόρη μετά γυρνώντας λέει: «Τα καράβια δεν κινδυνεύουνε στα νεώρια και στα ρηχά νερά, στις φουρτούνες των ωκεανών δοκιμάζονται». Τελευταίο άφησε τον απορημένο με ό,τι άκουγε υπολοχαγό και τον ρωτά: «Ο βοσκός έχει το σκύλο μαζί του για να βλάψει ή για να προστατέψει το κοπάδι του;».
Χωρίς να περιμένει απαντήσεις, ο Τίμαρχος πρότεινε στο νεαρό να χρησιμοποιεί εφεξής το ξίφος («σκύλο») για τους εχθρούς της πατρίδας μόνον και να ζητήσει ταπεινά συγγνώμη, και στον πατέρα της κόρης να εγκρίνει το γάμο και να μην κοιτά αριστοκράτες πλην συχνά προικοθήρες γαμβρούς, ενώ από την κοπέλα γύρεψε να μην πάψει ποτέ να αγαπά τον άντρα της («μέλισσες ή φουρτούνες»), αλλά και τους γονείς της («νεώρια ή ρίζες»).
Τελειώνοντας την πρώτη ανάγνωση, κουρασμένος από το καθημερινό άγχος, προσπάθησα να φέρω με το νου μου, σε ένα ολιγόλεπτο ενύπνιο, τη μορφή του Τιμάρχου. Κι ήρθε να με βρει, έχοντας στα δεξιά του το Χριστό κι αριστερά του το Σωκράτη. Ένα, αξεδιάλυτο, έως τώρα που το ξαναθυμούμαι, σημάδι…
* Ο Γεώργιος Η. Ορφανός είναι υποψήφιος διδάκτωρ στο Α.Π.Θ.