Εδώ και τρία χρόνια ζούμε μέσα σ’ ένα μεγάλο θυμό. Όσα ξέραμε ή νομίζαμε ότι ξέρουμε για την οικονομία και το πολιτικό σύστημα δεν ήταν σωστά. Με τρομόλογα και με ψέματα, οι πολιτικοί του συστήματος μας έδωσαν να καταλάβουμε ότι αισιοδοξία για το μέλλον δεν θα υπάρχει πια.
Ως λαός αντιδράσαμε έντονα και δημοκρατικά. Διαδηλώσαμε, διαμαρτυρηθήκαμε, αντισταθήκαμε, συζητήσαμε, φτιάξαμε νέα πολιτικά σχέδια και νέα πολιτικά κόμματα. Δεν αμφιβάλλαμε για το πολίτευμα, τη Δημοκρατία. Αγανακτήσαμε για το πολιτικό προσωπικό του συστήματος και για τις βλάβες που προκαλεί με τις πράξεις και τις παραλείψεις του. ΟΛΟΙ; Όχι όλοι. Υπήρξε και υπάρχει μια μερίδα του λαού που θεωρεί ταυτόσημο το πολιτικό σύστημα και το πολίτευμα. Εξομοίωσε τον Καραμανλή, τον Παπανδρέου, τον Τσίπρα, την Παπαρήγα, τον Σαμαρά. Είπε οι πολιτικοί είναι ίδιοι και αφού λειτουργούν εντός της Δημοκρατίας δεν χρειαζόμαστε ούτε τη δημοκρατία. Ανέδειξε τη Χρυσή Αυγή. Όπως απεδείχθη, δεν ήταν ακραία διαμαρτυρία αλλά φασιστική πρακτική.
Η ΧΑ επανέφερε τον εκφοβισμό, το ξύλο τα μαχαιρώματα ως μέσα πολιτικού αγώνα. Ανέδειξε το κυνήγι του φτωχού μετανάστη το μίσος για το διαφορετικό και τη πατριδοκαπηλία. Λέκιασε την ελληνική σημαία δεμένη πάνω σε στειλιάρια και ρόπαλα.
Αλλά γιατί βρήκε ένα μέρος των Ελλήνων πρόθυμο να υποστηρίξει ή να παραβλέψει τον ολοκληρωτισμό της, το νεοναζισμό της; Θα προσπαθήσω να δείξω γιατί βρήκε έδαφος στη νεολαία. Υποστηρίζω ότι εδώ το φαινόμενο είναι περισσότερο πολιτισμικό και λιγότερο πολιτικό.
Τα τελευταία χρόνια ερμηνείες της ζωής και του κόσμου, με ανορθολογικά χαρακτηριστικά έχουν αποκτήσει σημαντική επιρροή. Η λογική αναζήτηση έχει γίνει δυσκολότερη για τους νέους, εξαιτίας και του υπερβολικού πλήθους ασαφών ηλεκτρονικών πληροφοριών. «Μας ψεκάζουν, όλα είναι στημένα από τους Εβραίους, όλοι είναι εναντίον της Ελλάδας, γιατί έχουμε πολλά πετρέλαια, η λέσχη Μπίλντεμπεργκ και ο διεθνής μασονισμός έχουν αγοράσει τους πολιτικούς, στέλνουνε τους μετανάστες επίτηδες στην Ελλάδα, για να μας εξασθενήσουν ως έθνος, η ελληνική γλώσσα είναι η τελειότερη του κόσμου, γιατί χρησιμοποιείται στη γλώσσα των κομπιούτερ» και άλλα πολλά.
Το νεοναζιστικό κόμμα υιοθέτησε πολλές από αυτές τις ερμηνείες. Η εύκολη εύρεση της αιτίας, η ύπαρξη ενός επινοημένου εχθρού ταιριάζει σ’ ένα πλήθος νέων ανασφαλών, οργισμένων, καχύποπτων, χωρίς ένα ορατό καλό μέλλον. Οι νέοι, έφηβοι και άντρες λατρεύουν τη δύναμη. Η σωματική διάπλαση τους δίνει την πεποίθηση ότι την έχουν. Τα γυμναστήρια είναι χώροι ανάπτυξης, ανάδειξης, αυτοεπιβεβαίωσης του αντρικού φύλλου. Ένα μέρος των νέων αυτών νιώθει καλά με τη δημόσια επίδειξη της σωματικής δύναμης αλλά και με τη χρησιμοποίησή της. Η Χ.Α. το εκμεταλλεύτηκε, οργάνωσε μικρούς στρατούς, τους βρήκε εχθρό για να την ασκήσουν. Τους μαυριδερούς φτωχούς μετανάστες τους από τους φασίστες ονομαζόμενους «άπλυτους» δημοκράτες φοιτητές και μαθητές.
Οι νέοι απελπισμένοι γόνοι της κατώτερης τάξης μισούν τους ατημέλητους φοιτητές, παιδιά της μεσαίας κυρίως τάξης, που έχουν ένα εξίσου αβέβαιο μέλλον. Έχουν όμως την «πολυτέλεια» να πηγαίνουν στο πανεπιστήμιο, κατεξοχήν ίδρυμα της ορθολογικής σκέψης. Ο νεοναζισμός θεωρεί τις κοινωνικές επιστήμες υποχείρια και τις αντιμάχεται.
Κατασκευάζει τη δική του Ιστορία, τη δική του Γλωσσολογία. Πολλοί νέοι νιώθουν άβολα που οι αλλοδαπής καταγωγής συμμαθητές τους, μετά τη συνολική οικονομική κατάπτωση των οικογενειών βρίσκονται στην ίδια μοίρα με αυτούς. Αρκετοί μέσα από την αναξιοπιστία του πολιτικού συστήματος οδηγούνται να πιστεύουν ότι ο μόνος δρόμος επιβίωσης, είναι ο παραμερισμός των ανταγωνιστών και η επίθεση στους πιο αδύναμους. Η νεοναζιστική ιδεολογία καλυμμένη με την εθνικιστική προβιά υποστηρίζει ότι σε επίπεδο εθνών αυτό είναι νόμιμο. Έτσι αυτό που είναι εθνικά «νόμιμο» γίνεται ατομικά νομιμοποιημένο. Το σύνθημα «ελληνική παιδεία» όσο εξωφρενικό και αν ακούγεται, γιατί τι άλλο προσφέρει το ελληνικό σχολείο, σημαίνει εν τέλει, έξω οι μαθητές αλλοδαπής καταγωγής.
Ας επιχειρήσουμε μια σχηματική διάκριση πατριωτισμού και εθνικισμού. Ο πατριώτης αγαπάει την πατρίδα του γιατί πιστεύει, ότι είναι τόπος προστασίας για τον ίδιο και τη κοινωνία. Στο μυαλό του η πατρίδα ταυτίζεται με το έθνος κράτος. Ο εθνικιστής νομίζει ανώτερη όλων τη δική του πατρίδα, είναι ανασφαλής για την εθνική επιβίωση, εξαιτίας φανταστικής ή πραγματικής επιβουλής. Είναι ρατσιστής γιατί πιστεύει ότι η επιμιξία εξασθενίζει το έθνος που αποτελείται από μια φυλή την ελληνική.
Ο πατέρας της ρατσιστικής ιδεολογίας Γάλλος κόντες Γκομπινό το 19ο αιώνα υποστήριξε ότι ένας λαός παρακμάζει, γιατί η φυλετική του σύνθεση μεταβάλλεται ως συνέπεια της επιμειξίας. Ο Γερμανός φιλόσοφος Φίχτε τον ίδιο αιώνα έγραψε τις «ομιλίες προς το γερμανικό έθνος». Έλεγε ότι ο γερμανικός πολιτισμός διαιωνίζει τις κλασικές αξίες και αρετές, ότι η γερμανική φυλή είναι ανώτερη και ταγμένη να δημιουργήσει μια νέα τάξη πραγμάτων και ότι αυτό θα γίνει με την καθοδήγηση μιας μικρής ομάδας επίλεκτων που θα υποτάσσουν την ατομική ηθική στη φυλετική.
Στο σύγχρονο κόσμο μεταεθνικές διακρατικές ενώσεις τύπου Ευρωπαϊκής Ένωσης θέτουν ερωτήματα για τα όρια της εθνικής κυριαρχίας, για την εθνική περιχαράκωση, για το σύγχρονο περιεχόμενο του πατριωτισμού.
Στα σχολεία οι τρεις τελευταίες γενιές γιορτάσαμε – γιορτάζουμε την 28η Οκτωβρίου, ως μέρα απόκρουσης της εισβολής των Ιταλών εναντίον της χώρα μας. Ιταλοί μακαρονάδες, παρανοϊκοί δικτάτορες εισέβαλαν και όχι ο Ιταλικός φασιστικός στρατός. Στη συνέχεια ήρθαν οι Γερμανοί και όχι ο Γερμανικός ναζιστικός στρατός. Μέναμε και μένουν και σήμερα τα παιδιά με την εντύπωση ότι είχαμε κυρίως σύγκρουση εθνών, λαών, κρατών. Τα ιδεολογικά συστήματα του φασισμού και του ναζισμού, με τα πολεμοκάπηλα και ολοκληρωτικά τους χαρακτηριστικά δεν γίνονται φανερά. Με αυτό τον τρόπο, προετοιμάζονται νέοι να δεχτούν τα κηρύγματα προστασίας, έναντι του φόβου φανταστικών ή πραγματικών εχθρών. Να δεχτούν δηλαδή τον ακραίο εθνικισμό, προβιά του εν Ελλάδι εθνικοσοσιαλισμού.
Η πολιτική ως πράξη αλλαγής, ως πράξη συλλογικής προσπάθειας ανατροπής της τωρινής κατάστασης μπορεί να σαρώσει το σπόρο του νεοναζισμού. Η εκπαίδευση ως διαδικασία που μαθαίνει στους νέους να μαθαίνουν, μπορεί να περιορίσει τον ανορθολογισμό.
Ανάμεσα στην κοινωνική οργάνωση της αρχαίας Αθήνας ή της Σπάρτης ας θυμόμαστε τις αρετές της Αθήνας, όπως έξοχα αναφέρονται από το στόμα του Περικλή μέσω της γραφίδας του Θουκυδίδη. Η ελευθερία, η ανθρωπιά, η δικαιοσύνη, η αξιοκρατία, η δημοκρατία ας είναι οι διαρκείς απαιτήσεις της κοινωνίας μας.
* Ο Κώστας Βερβερίδης είναι εκπαιδευτικός
(Το κείμενο αποτελεί σύνοψη της παρέμβασης του Κώστα Βερβερίδη σε συζήτηση που οργάνωσε ο ΣΥΡΙΖΑ στο Ατσιπόπουλο και είχε θέμα «Κοινωνική-Πολιτική Κρίση στον καιρό του Μνημονίου-Το Φαινόμενο της Ανόδου του Φασισμού και του Ρατσισμού»).