Όλοι σέβονταν το Νίκο Ρισσάκη, τον σεμνό και καλόχαρο Ρεθεμνιώτη που αντιπροσώπευε τη μαρτυρική γενιά που έχασε νιότη στα μέτωπα.
Εκεί στο καφενείο του απέναντι από τη Λότζια, (μουσείο ήταν τότε) περνούσαν την ώρα τους οι πιο εκλεκτοί της κοινωνίας μας σε ήθος και πρεπιά. Κι εκείνος έσπευδε να ετοιμάσει τις παραγγελίες προσπαθώντας πολλές φορές να κρύψει τον πόνο που του προκαλούσαν σφαίρες που είχαν μείνει για πάντα στο βασανισμένο κορμί του.
Ήταν τα θυμητάρια από τον Ελληνοβουλγαρικό πόλεμο, όταν ο Νίκος το 1918, επικεφαλής προκεχωρημένου φυλακίου, του 8ου Συντάγματος Κρητών, συνεπλάκη, με βουλγαρικό λόχο και με την εξυπνάδα και τη γενναιότητά του τον κατατρόπωσε.
Κι έμεινε το όνομα του Ρεθεμνιώτη ήρωα σε κείνο το φυλάκιο να τον μακαρίζει στους αιώνες.
Ο Νικόλαος Ρισσάκης, γεννήθηκε στην Αξό το 1891. Ανήκε σε μια οικογένειά που τίμησε τις ρίζες της σε κάθε ξεσηκωμό. Έχοντας ανατραφεί στο περιβάλλον αυτό, δεν μπορούσε να μην επηρεαστεί και από το παρελθόν του χωριού του που άπλωνε τις ρίζες του στην υστερομινωϊκή εποχή.
Ανασαίνοντας τη λευτεριά εκεί στον περήφανο ίσκιο του Ψηλορείτη, ένιωθε από νωρίς να τον φλογίζει το πατριωτικό αίσθημα κάθε φορά που άκουγε για σκλαβωμένη γη από βάρβαρο δυνάστη. Ήταν οι διηγήσεις των προγόνων του, που συνδαύλιζαν την οργή του για τον βασανισμένο λαό της άλλης Ελλάδας που ανέβαινε Γολγοθά χωρίς Ανάσταση.
Κι όταν ακόμα η ηλικία του τον καλούσε σε παιχνίδια ξεγνοιασιάς εκείνος προτιμούσε να εξασκείται στο σημάδι και να μη βλέπει την ώρα να μετρήσει τις δυνάμεις του στο αλώνι της τιμής.
Η πολυπόθητη στιγμή έφθασε το 1911, που κατατάχτηκε στο στρατό. Έβλεπαν και θαύμαζαν οι ανώτεροί του. Αυτός ήταν έτοιμος πολεμιστής. Κι όπως τον είχε προικίσει και η φύση με επιβλητικό παράστημα και φυσική ομορφιά εντυπωσίαζε όποιον τον έβλεπε. Δεν δίσταζε ποτέ όταν του ανέθεταν μια αποστολή όσο δύσκολη κι αν φαινόταν. Έμενε όμως πάντα σεμνός. Γιατί ό,τι έκανε ήταν για την πατρίδα του.
Διοικητής του από το 1916 ήταν ο περίφημος Διονύσιος Σταυριανόπουλος (1875-1972). Ο γενναίος ταγματάρχης που μαζί με οκτώ άλλους αξιωματικούς μετακινήθηκε από την Καβάλα στην απέναντι νήσο Θάσο και από εκεί στη Θεσσαλονίκη «… όπου μετά ομοφρόνων αξιωματικών της φρουράς και έγκριτων πολιτών κήρυξαν την επανάσταση της Εθνικής Αμύνης. Κατόπιν τούτου μετέβη στη Θάσο όπου τη νύκτα της 29ης Αυγούστου, ορμώμενος από τη Γαλλική ναυτική βάση και βοηθούμενος από άλλους αξιωματικούς, έσωσε την 6η Μεραρχία από την αιχμαλωσία των Βουλγάρων (2.000 στρατιώτες και 150 αξιωματικοί). Για αυτή του την πράξη τιμήθηκε από τους Εφέδρους αξιωματικούς της «Εθνικής Αμύνης» με χρυσό μετάλλιο….) μας πληροφορεί η «Βικιπαίδεια».
Μια επικίνδυνη αποστολή
Ο Διονύσιος Σταυριανόπουλος εκτιμώντας τις ικανότητες του Νίκου Ρισσάκη, του ανέθεσε την δυσκολότερη αποστολή, που του έδωσε την ευκαιρία να μείνει στην ιστορία με το ανδραγάθημά του.
Να εγκαταστήσει φυλάκιο που απείχε μόλις 20 μέτρα από τις Βουλγαρικές γραμμές για να παρακολουθούνται οι κινήσεις του εχθρού. Μια παράτολμη απόφαση που για το Τάγμα του 8ου Συντάγματος Κρητών όμως, που ξάφνιαζε με την τόλμη και τη γενναιότητα του, ήταν διαταγή ρουτίνας.
Στην αποστολή αυτή τον Νικόλαο Ρισσάκη πλαισίωναν πέντε ακόμα γενναίοι Κρητικοί.
Ο Ρισσάκης αναλαμβάνοντας το δύσκολο αυτό καθήκον έκανε πρώτα μια αναγνώριση του χώρου με την έμπειρη ματιά του ορεισίβιου. Αμέσως εντόπισε ένα άνοιγμα που θα χρησίμευε ως ιδανική κρύπτη για αυτόν και τους πέντε συντρόφους του, όταν η περίσταση το απαιτούσε. Και πράγματι. Η ιδέα του φάνηκε πολύτιμη γιατί κάτω από τη μύτη του εχθρού έβγαινε τη νύχτα με τους άνδρες του και επόπτευαν τις κινήσεις των Βουλγάρων.
Μια νύχτα, λίγες μέρες πριν από τη μάχη του Σκρα, που έκρινε την τύχη των Ελληνικών όπλων πυκνά πυρά του Βουλγαρικού πυροβολικού ανέσκαψαν όλη την περιοχή του φυλακίου. Από το αποτέλεσμα οι Βούλγαροι σχημάτισαν την εντύπωση ότι θα είχαν σκοτωθεί όλοι οι υπερασπιστές του φυλακίου. Ήταν επίσης φανερό ότι από τον καταιγισμό των πυρών είχε αποκοπεί κάθε επικοινωνία του φυλακίου με το τάγμα του. Έτσι φάνηκε πως ήταν η ιδανική στιγμή για να επιτεθούν στις Ελληνικές δυνάμεις. Και ανέθεσαν στον λοχαγό Ιβάνωφ να αναλάβει δράση.
Ο Ιβάνωφ ήταν από τους πιο ευφυείς και ικανούς αξιωματικούς. Είχε τιμηθεί μάλιστα με το χρυσό μετάλλιο του βασιλέως Φερδινάνδου για εξαιρέτους πράξεις.
Η φρουρά του φυλακίου, οι έξι ατρόμητοι Κρητικοί, έχοντας μείνει σώοι και αβλαβείς στην κρύπτη τους από τα καταιγιστικά πυρά που είχαν δεχθεί, ήταν τώρα έτοιμοι να αντιμετωπίσουν τον εχθρό. Παρακολουθούν με προσοχή τις κινήσεις του, χωρίς να τους αποθαρρύνει η αριθμητική του υπεροχή.
Ο Νικόλαος Ρισσάκης αδιαφορώντας για τους 300 έμπειρους πολεμιστές που είχε απέναντι, δρα κεραυνοβόλως. Χρησιμοποιεί το πιστόλι με τις συνθηματικές φωτοβολίδες κάνοντας τη νύχτα μέρα, ενώ τα πυρά του εχθρού δημιουργούν μια εφιαλτική ατμόσφαιρα κι έπειτα τρέχει να πάρει θέση να αντιμετωπίσει το λόχο των Βουλγάρων που επιτίθεται. Ο διοικητής του τομέα δίνει εντολή να ρίξει βολές αντιπερισπασμού, ενώ τμήμα του τάγματος Σταυριανόπουλου, σπεύδει να βοηθήσει το φυλάκιο που κινδυνεύει.
Η αντεπίθεση των Ελλήνων που έχουν πια πλήρη επίγνωση του χώρου μετά την ριψοκίνδυνη πρωτοβουλία του Ρισσάκη, προκαλεί σύγχυση στον εχθρό που σε λίγο τρέπεται σε φυγή με τεράστιες απώλειες.
Στο χώρο του φυλακίου μόνο θα καταμετρηθούν 120 πτώματα του εχθρικού πεζικού και ανάμεσά τους ο λοχαγός Ιβάνωφ με τα χρυσά μετάλλια στο στήθος να μαρτυρούν πόσο σημαντικός αντίπαλος ήταν.
Ανάμεσα στους βαρύτατα τραυματίες του ηρωικού τάγματος εντοπίστηκε και ο ήρωας Νικόλαος Ρισσάκης. Ήταν στο κατώφλι του Άδη, αλλά είχε καταφέρει να φέρει σε πέρας την αποστολή του εκτελώντας τη διαταγή του ταγματάρχη του. Τα τραύματα που έφερε όμως ήταν πολλά, αλλά τα πιο σοβαρά ήταν δύο στο δεξιό πνεύμονα μέσα στον οποίο υπήρχαν βλήματα. Το κράνος του, από τα αναρίθμητα βλήματα που είχε δεχθεί, είχε σφηνωθεί στο κεφάλι του και το αφαίρεσαν κομμάτι-κομμάτι. Σε άθλια κατάσταση μεταφερόταν από νοσοκομείο σε νοσοκομείο.
Εγχείρημα «ασύλληπτου ηρωισμού»
Η πράξη του που είχε γίνει γνωστή και αποτελούσε ένα λαμπρό παράδειγμα προς μίμηση, συγκίνησε τόσο τα επιτελεία, που ζήτησαν να ασχοληθούν με τον πολυτραυματία οι πλέον έμπειροι επιστήμονες της εποχής. Όσες προσπάθειες όμως κι αν καταβλήθηκαν τα βλήματα από τους πνεύμονες και την επιγονατίδα, δεν βγήκαν ποτέ κάνοντας τη ζωή του ήρωα μαρτυρική μέχρι τα γεράματά του.
Έμεινε όμως και το όνομά του στο ύψωμα για να θυμίζει την ηρωική πράξη του.
Το εγχείρημα του Ν. Ρισάκη, χαρακτηρίστηκε ως «ασύλληπτου ηρωισμού», από τους Γάλλους και Έλληνες Επιτελείς, διότι, «Ο γενναίος στρατιώτης εκινήθει υπό χάλαζαν σφαιρών του λόχου Ιβάνωφ και κάτω από τα πυρά του πυροβολικού. Όταν ειδοποιήθηκε, το Τάγμα Σταυριανοπούλου, εκ των φωτοβολίδων, έθεσεν εις δράσιν το Ελληνικόν Πυροβολικόν και ήρχισε η ελληνική αντεπίθεσις, ήτις ανέτρεψε τους Βούλγαρους οίτινες φεύγοντες πανικόβλητοι κατέλιπον επί του πεδίου μάχης υπέρ τους 120 νεκρούς και αυτόν τον Λοχαγόν Ιβάνωφ» όπως αναφέρει το σκεπτικό ονοματοθεσίας του υψώματος.
Αυτό έγινε με κάθε επισημότητα. Ο Γάλλος αρχιστράτηγος και αρχηγός των συμμαχικών δυνάμεων Γκυγιωμά που είχε διατάξει να ονομαστεί η θέση εκείνη από Κουπ Γκόρζ σε φυλάκιο Νικολάου Ρισσάκη, εξήρε την ηρωική θυσία του ατρόμητου παλικαριού σε μια εμπνευσμένη ημερήσια διαταγή που διαβάστηκε σε όλες τις συμμαχικές γλώσσες.
Η πράξη του Ρισσάκη έδωσε το πρότυπο στρατιώτη που εκτέλεσε με αυτοθυσία το καθήκον του αψηφώντας τη ζωή του. Ενώ τραυματίστηκε βαρύτατα, δεν εγκατέλειψε τη θέση του. Κράτησε με νύχια και με δόντια το φυλάκιο για να εκπληρώσει την αποστολή του ο ελληνικός στρατός και συνέβαλε στη λαμπρή επιτυχία της μεγάλης και ιστορικής μάχης του Σκρά, που είχε μεγίστη επίδραση στις νίκες του Μακεδονικού Μετώπου.
Γιατί ήταν σημαντική η μάχη αυτή
Η Μάχη του Σκρα ή Μάχη του Σκρα ντι Λέγκεν (16 Μαΐου/29 Μαΐου – 17 Μαΐου/30 Μαΐου του 1918) θεωρείται ως μια από τις σημαντικότερες νικηφόρες μάχες του ελληνικού στρατού στη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, καθώς η επίθεση πραγματοποιήθηκε από ελληνικές, κυρίως, δυνάμεις. Αντίπαλος ήταν ο βουλγαρικός στρατός. Η μάχη διεξήχθη στην ομώνυμη σήμερα περιοχή του Νομού Κιλκίς.
Κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο η προεξοχή του Σκρα είχε οργανωθεί αμυντικά από τους Βουλγάρους, οι οποίοι παρενοχλούσαν τα συμμαχικά στρατεύματα, ιδίως στην περιοχή δυτικά του Αξιού ποταμού. Έτσι αποφασίσθηκε από τον Γάλλο επικεφαλής, αρχιστράτηγο Γκυγιομά η κατάληψη της περιοχής από μονάδες του ελληνικού στρατού, διοικητής των οποίων ήταν ο αντιστράτηγος Εμμανουήλ Ζυμβρακάκης. Η επίθεση διεξήχθη από πέντε συνολικά συντάγματα πεζικού, το 5ο και το 6ο της Μεραρχίας Αρχιπελάγους (υπό τον υποστράτηγο Δημήτριο Ιωάννου), πλαισιούμενα δεξιά (Α) από το 7ο και 8ο της Μεραρχίας της Κρήτης (υπό τον υποστράτηγο Παναγιώτη Σπηλιάδη) και αριστερά (Δ) από το 1ο σύνταγμα της Μεραρχίας των Σερρών (υπό τον υποστράτηγο Επαμ. Ζυμβρακάκη). Ο συνολικός αριθμός των επιτιθέμενων ήταν 14.546 μαχητές πεζικού, υποστηριζόμενοι από 287 βαρέα, μεσαία και ελαφρά πυροβόλα.
Απέναντι από τις ελληνικές θέσεις, βρισκόταν η 5η Μεραρχία του Βουλγαρικού Στρατού με δύο συντάγματα στην περιοχή της προεξοχής, υποστηριζόμενα από ισχυρό βαρύ, μεσαίο και ελαφρό πυροβολικό. Η τοποθεσία του Σκρα ήταν από τη φύση της ιδιαίτερα οχυρή. Οι δύο γραμμές άμυνας των Βουλγάρων είχαν ενισχυθεί με λαβύρινθο χαρακωμάτων, πολυβολεία από μπετόν ή κρυμμένα σε βράχους και διπλές ή τριπλές σειρές συρματοπλεγμάτων. Επίσης, οι Βούλγαροι διέθεταν μεγάλο αριθμό πολυβόλων και όλμων για ταυτόχρονη άμυνα από μετωπική και πλευρική επίθεση.
Το σχέδιο των συμμάχων προέβλεπε επίθεση από τη Μεραρχία Αρχιπελάγους, στην οποία είχε υπαχθεί και το 1ο Σύνταγμα της Μεραρχίας Σερρών. Ταυτόχρονα με την κυρίως επίθεση, θα διενεργούνταν δευτερεύουσες επιθέσεις από τα συντάγματα της Μεραρχίας Κρήτης στα ανατολικά και τμήματα της Μεραρχίας Σερρών στα δυτικά. Ακόμη πιο ανατολικά, θα διεξήγαγε επίθεση η 122η γαλλική μεραρχία, ενώ και οι Βρετανοί και οι Σέρβοι θα διενεργούσαν αντιπερισπασμό στους δικούς τους τομείς.
Στις 16 Μαΐου/29 Μαΐου του 1918, και από της 5ης ώρας πρωινής, άρχισε η προπαρασκευή του συμμαχικού πυροβολικού για την καταστροφή των διαφόρων αμυντικών εγκαταστάσεων, ενώ τα συντάγματα που ήταν έτοιμα για την επίθεση εξόρμησαν το πρωί της επομένης (17 Μαΐου), καλυπτόμενα από κινητό φραγμό του πυροβολικού. Η βουλγαρική αντίδραση ήταν επίσης ισχυρή, πλην όμως, η ορμή του ελληνικού στρατού ήταν τόση που υπερφαλάγγισε την βουλγαρική αντίσταση και στις 06.30 το Σκρα είχε καταληφθεί. Βέβαια οι Βούλγαροι υπερασπίσθηκαν με πείσμα τις θέσεις τους και το απόγευμα της 17ης Μαΐου επεχείρησαν λυσσώδεις αντεπιθέσεις, ιδίως κατά του 5ου Συντάγματος πεζικού της Μεραρχίας της Κρήτης, που όλες όμως τελικά αποκρούσθηκαν.
Κρίναμε σκόπιμη την αναφορά στη θρυλική αυτή μάχη για να γίνει αντιληπτό το μέγεθος του άθλου που επιτέλεσε ο Νικόλαος Ρισσάκης.
Επιστροφή στο Ρέθυμνο
Όταν συνήλθε ο ήρωας, επέστρεψε στο Ρέθυμνο. Τον ίδιο ηρωισμό του μετώπου έδειξε και στη ζωή. Αν και υπέφερε τόσο πολύ, αποφάσισε να κάνει οικογένεια. Μια κοπέλα τράβηξε την προσοχή του πανέμορφη και άξια να στήσει σπιτικό. Ήταν η Μαρία κόρη του Στυλιανού Πάτερου, από την οικογένεια που άφησε τα ίχνη της σε κάθε εξέγερση για την απελευθέρωση.
Από το γάμο τους που έγινε το 1928 γεννήθηκε ένα χαρισματικό και πολυπροικισμένο από τη φύση κοριτσάκι η Βαρβάρα.
Μεγάλωνε σαν αρχοντοπούλα γιατί ο πατέρας της, με το καφενείο που είχε ανοίξει στη σημερινή Αρκαδίου, απέναντι από τη Λότζια, παρείχε τα πάντα στην όμορφη οικογένειά του. Πολλές φορές ο πόνος από τα τραύματα τον τρέλαινε. Έσφιγγε τα δόντια όμως σαν καλός πολεμιστής και στη ζωή.
Κι ήρθε ο πόλεμος. Ο Νικόλαος δεν ήταν σε θέση ούτε και σε ηλικία για να επιστρέψει στο μέτωπο. Αμέσως όμως μετά την κατάληψη του νησιού, εντάχθηκε στην Αντίσταση, θαρραλέος κι εδώ όπως ήταν πάντα. Ευτυχώς γι αυτόν αναγνωρίστηκαν οι υπηρεσίες του και στον τομέα αυτό και έλαβε αργότερα τα εύσημα της πολιτείας για την αντιστασιακή του δράση.
Σε καιρό ειρήνης ο δικός του παράδεισος ήταν η οικογένειά του. Η Μαρία του που στάθηκε δίπλα του τρυφερή σύζυγος και αφοσιωμένη συνοδοιπόρος της ζωής και η Βαρβάρα η μοναχοκόρη του.
Όταν έφθασε σε ηλικία γάμου την πάντρεψε με έναν εξαίρετο νέο τον Μιχάλη Σωπασουδάκη, με τον οποίο απέκτησαν δυο παιδιά. Ένα αγόρι που πήρε το όνομα του ήρωα παππού και ένα κορίτσι τη Γεωργία.
Η Βαρβάρα όμως έφυγε δυστυχώς νωρίς το 1980.
Ευτυχώς δεν ζούσε ο πατέρας της για να πιεί το πικρό αυτό ποτήρι.
Αυτός είχε φύγει μια Τετάρτη 9 Μαΐου του 1962 και κηδεύτηκε την επομένη με θερμές εκδηλώσεις αγάπης.
Τον νεκρό αποχαιρέτησε ο δικηγόρος και αρθρογράφος του «Βήματος» Νικόλαος Ανδρουλιδάκης, από τους μεγάλους αγωνιστές που είχε βιώσει και τη φρίκη των ναζιστικών στρατοπέδων.
Ο Ανδρουλιδάκης με το χάρισμα λόγου που τον διέκρινε εξήρε την εθνική δράση του ήρωα κι έτσι έμαθε η τοπική κοινωνία τις λεπτομέρειες ενός ανδραγαθήματος, για το οποίο ο Ρισσάκης δεν μίλησε ιδιαίτερα ποτέ ούτε και υπερηφανεύτηκε γι’ αυτό. Κι ας είχε δοθεί το όνομά του στο φυλάκιο, μια μεγάλη τιμή ενός ήρωα, ενώ είναι εν ζωή. Έπαιρνε τη μικρή σύνταξη που του εδίδετο, χωρίς να διεκδικήσει ποτέ τίποτα περισσότερο. Κι αυτή τη λεβεντιά του εξήρε ιδιαίτερα ο ομιλητής.
Όπως τόνισε χαρακτηριστικά ο Νικόλαος Ανδρουλιδάκης στον εμπνευσμένο επικήδειό του «….Εις τον Ρεθύμνιον ήρωα απενεμήθη σύνταξις λοχίου. Χωρίς τη αυτοθυσίαν του, θα είχε αποτύχει ο Βουλγαρικός αιφνιδιασμός και τα Τάγμα Σταυροπούλου θα είχε αιχμαλωτισθή. Αλλ’ η πολιτεία αρέσκεται να λησμονεί. Άλλοι, οι ελάχιστοι, οι ουδέν πράξαντες έχουν το προβάδισμα και αυτοί έτυχαν βαθμών.
Ο Νικόλαος Ρισάκης δεν εμνησικάκισε – διαφυλάξαςολην την ιερήν φλόγα της Πατριδολατρείας του και κατά την Κατοχήν και κατά την απελευθέρωσιν υψώθη ηθικόν φράγμα εναντίον του θανάτου…».
Το νεκρό αποχαιρέτησε εκ μέρους της επαρχίας Μυλοποτάμου ο κοινοτάρχης Γαράζου Νικόλαος Δαφνομήλης σκιαγραφώντας τον ηρωικό χαρακτήρα του νεκρού με το γνωστό του γλαφυρό ύφος.
Πέρασαν τα χρόνια κα ο εγγονός του ήρωα κ. Νικόλαος Σωπασουδάκης τιμώντας τη μνήμη του, ήθελε να αναδείξει τους χώρους που έζησε σε καιρούς ειρήνης ο παππούς του.
Πρώτο του μέλημα να φτιάξει το σπίτι στην Αρκαδίου, που αποτελεί κόσμημα, και στη συνέχεια και το πατρικό του ήρωα στην Αξό.
Με τον τρόπο αυτό, ο άξιος απόγονος έδωσε την ευκαιρία στη μνήμη να διαιωνίζεται για να μην ξεχαστεί ποτέ ο ήρωας, που δυστυχώς όμως ξέχασε όπως το συνηθίζει η πολιτεία.
Κι αν έλειπαν οι γραφίδες του Σταύρου Κελαϊδή και του Κώστα Αντωνάκη, ούτε που θα γνωρίζαμε ότι ο απλός καφετζής της Αρκαδίου ήταν ο ήρωας που με την ηρωική του θυσία άφησε το όνομά του σε ένα ύψωμα να τον τιμά στους αιώνες.
Πηγές:
Βικιπαίδεια
Εφημερίδα «Βήμα»: Νικόλαος Ρισσάκης.
Γιώργη Εκκεκάκη: Ρεθεμνιώτες.
Εφημερίδα «Κρητική Επιθεώρηση»: Νεκρολογία Νικολάου Δαφνομήλη.
Σταύρου Κελαιδή: Φυλάκιο Ζωνουδάκη.
Κώστα Φ. Αντωνάκη Δικηγόρου: Μια ηρωική φυσιογνωμία των εθνικοαπελευθερωτικών αγώνων Λόφος Κουπ Γκορζ – Περιοχής Σκρα Μακεδονίας – Φυλάκιον δεκανέως Ρισσάκη Νικολάου (Κρητολογικό Ημερολόγιο 1994) θα πρέπει να ήταν και το τελευταίο δημοσίευμα του αξέχαστου δικηγόρου Το είχε γράφει ένα μήνα πριν από το θάνατό του (Δεκέμβριο του 1990)για τα «Κρητολογικά Γράμματα», αλλά δημοσιεύτηκε τελικά στο Κρητολογικό Ημερολόγιο 1994 σελ.77.
Τάσου Μιχαλακέα: Ιστορία της Νεότερης Ελλάδος Τόμος Δ’ σελ 252.
Σ.Σ: Θα ήταν μεγάλη παράλειψη από μέρους μου να μην ευχαριστήσω εκείνους που με βοήθησαν να συλλέξω στοιχεία για τον Νικόλαο Ρισσάκη πέρα από τις γραπτές πηγές για μια ολοκληρωμένη αναφορά στον μεγάλο ήρωα.
Ευχαριστίες από καρδιάς
– Στον αιδ. Δημήτριο Σωπασουδάκη εφημέριο Ρουμελί.
– Στον εκλεκτό λόγιο του τόπου μας κ. Γιάννη Παπιομύτογλου για την άμεση ανταπόκριση στο αίτημα μου να φθάσω σε μια σπάνια πηγή για να ολοκληρώσω το αφιέρωμά μου.
– Στον ανώτερο αξιωματικό ΕΛ.ΑΣ ε.α κ Βασίλη Αποστολάκη.
– Στον κ Μανόλη Πάτερο.
– Στον εγγονό του ήρωα κ. Νικόλαο Σωπασουδάκη για το φωτογραφικό υλικό.